Κεφάλαιο 5: Άλλη μια μέρα που τους σιχαίνομαι όλους (μέρος 4)


«Πώς τα πας;», με ρωτάει η Γκουέν όταν πια τα γέλια μας κοπάζουν. Τώρα ξέρω ότι η είσοδος της στην κουζίνα του Ντέιβις Πλέις τη στιγμή που βρισκόμουν κι εγώ εδώ ήταν απολύτως συγκυριακή. Δεν ήρθε για να με ενημερώσει ότι το τέλος του κόσμου έφτασε, ούτε για να μου πει κάτι άλλο εξίσου ζοφερό και δυσοίωνο. Απλά πεινούσε. Εντούτοις, τώρα που με βρήκε πάλι, μοιάζει να έχει ανάγκη να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά, στ' αλήθεια καλά. Δεν μπορώ να ξέρω εάν μου δείχνει το ενδιαφέρον αυτό ως Γκουέντολιν Μαρς ή ως μέλος ενός αρχαίου Τάγματος ολοκληρωτικά δοσμένου στην προστασία των ανθρώπων ενάντια στο κακό, και -μεταξύ μας- δεν έχει και τόση σημασία. «Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που σε είδα», αναλογίζεται. «Και έχεις περάσει και εσύ πολλά από τότε, έτσι δεν είναι Βαλ;»

«Περισσότερα απ' όσα μπορείς να φανταστείς», παραδέχομαι χάνοντας ξαφνικά το κέφι μου. «Πολλά περισσότερα».

Μου ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα, σαν να με παρακινεί να της εξηγήσω περαιτέρω. «Μπα», βογκάω χαμηλόφωνα. «Άσ' το καλύτερα, αν σου πω τι μου έχει συμβεί, θα αποκτήσουμε και οι δυο ανεύρυσμα. Προτιμώ να μου πεις εσύ εάν έχεις καθόλου νέα».

Μια κάθετη ζάρα σχηματίζεται ανάμεσα στα λεπτά, χάλκινα φρύδια της, ενώ συλλογίζεται όσα θα μου πει. «Νομίζω», ξεκινάει. «Ότι ο Μπιλ σου είχε πει ότι η κατάσταση σας είναι... περίπλοκη, σωστά; Με μια πρώτη εκτίμηση σκεφτήκαμε ότι ίσως μπορούσαμε να επαναλάβουμε την σεάνς που κάλεσε τον δαίμονα, αλλά αντίστροφα. Την δεύτερη φορά δεν θα επρόκειτο για ένα τελετουργικό επίκλησης, αλλά αφορισμού προκειμένου να τον εξορίσουμε από 'δω».

Νεύω. Αυτή ακριβώς ήταν η γραμμή πλεύσης που είχε επιλέξει ο Μπιλ εξ αρχής.

«Είχαμε σκεφτεί ότι εμείς οι δυο θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε εκείνα τα μέλη του κύκλου που πέθαναν και έτσι να κρατήσουμε τον αριθμό στα πέντε άτομα, επειδή όσες περισσότερες παραμέτρους αλλοιώνεις τόσο δυσκολότερη κάνεις την ανεύρεση λύσης. Αυτό, όμως, δεν μοιάζει πια και τόσο πιθανό», σκυθρωπιάζει. «Επειδή τώρα λείπει και ο...»

«Ο Κάι», λέω και η εκφορά του ονόματός του κόβει την καρδιά μου σαν ψυχρό ξυράφι.

«Οι μόνοι συμμετέχοντες του αρχικού κύκλου που μπορούν ακόμη να τελέσουν κάτι είσαι εσύ και η πορνοστάρ, και καμιά από τις δυο σας δεν γνωρίζει το όνομα του όντος ή έστω κάτι για αυτό».

«Άρα», λέω αδιαφώτιστη για μια ακόμη φορά. «Τι κάνουμε;»

Περιμένουμε σαν βλάκες μέχρι να δούμε κάποιον ακόμη να σωριάζεται κατάχαμα, να αναλύεται σε σπασμούς, φρικτούς σφαδασμούς και στην ανείπωτη οδύνη του να χάνει ολωσδιόλου τον ίδιο τον εαυτό του, και στο μεταξύ ευχόμαστε να μην είμαστε εμείς οι επιλαχόντες εις βάρος πάντων;

«Εσείς», απαντά τονίζοντας την λέξη αυτή σαν να θέλει να μου δείξει ότι η Νιβ κι εγώ είμαστε μια ομάδα από μόνες μας εντός της οποίας η ίδια δεν συμπεριλαμβάνεται. «Δεν έχετε να κάνετε και πολλά. Εμείς όμως», ξαναλέει στον ίδιο τόνο κατατάσσοντας τον εαυτό της στην ομάδα των ειδικών. «Έχουμε. Από την στιγμή που ο Γκρίνγουντ και εσύ στραφήκατε στο Τάγμα για προστασία, το Κονκλάβιο ανέθεσε στον Μπιλ και εμένα να σας κρατήσουμε ασφαλείς και γι' αυτό-»

«Κάτσε λίγο. Κονκλάβιο;», επαναλαμβάνω και σκόπιμα τοποθετώ ένα νοητό ερωτηματικό στην άκρη της λέξης, για να της δείξω, θαρρείς, ότι όλα όσα θεωρεί εκείνη οικεία και αυτονόητα, εγώ τα αγνοώ πλήρως. «Είπες Κονκλάβιο; Το γνωστό Κονκλάβιο; Το Κονκλάβιο του Πάπα;»

«Περίπου», αποκρίνεται και σαν να την διασκεδάζει ο τιτανοτεράστιος βαθμός της σαστιμάρας μου, οι άκρες των χειλιών της αποκτούν μια ελαφριά κλίση προς τα πάνω. Υπομειδιά. «Ο πόλεμος ανάμεσα στο καλό και το κακό, η μάχη για την σωτηρία της ανθρωπότητας είναι αέναη, προαιώνια, θα έλεγε κανείς. Βλέπεις το Σκότος υπάρχει από τότε που υπάρχει και το Φως και αυτό είναι από καταβολής κόσμου. Οι άνθρωποι στρέφονταν ανέκαθεν στη θρησκεία για να σώσουν τις ψυχές τους, όταν όμως άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι οι προσευχές και οι μετάνοιες δεν αρκούσαν για να κερδηθεί ο πόλεμος, η εκκλησία αποφάσισε να λάβει δράση», λέει η Γκουέν επεξηγηματικά. «Επιστράτευσε τους πιο πιστούς από τους πιστούς της, τους χάρισε τις απόκρυφες γνώσεις της, τους εκπαίδευσε, τους όπλισε και τους χώρισε σε μυστικά Τάγματα σε όλο τον κόσμο. Συχνά απεσταλμένοι της εκκλησίας παρεισφρέουν μυστικά σε τόπους που βρίθουν από προβλήματα, για παράδειγμα σε εμπόλεμες ζώνες, σε φυλακές, σε τρελάδικα, σε αναμορφωτήρια».

«Σε μέρη σαν και τούτο», συμπληρώνω τον συλλογισμό της.

«Ακριβώς», συγκατανεύει ευχαριστημένη. «Το κάνουν επειδή οι πιθανότητες να πάει κάτι κατά διαόλου σε τέτοια μέρη είναι συντριπτικά μεγαλύτερες απ' ότι οπουδήποτε αλλού. Το ξέρεις αυτό, το διαπίστωσες και μόνη σου».

Μια ανάμνηση σχηματίζεται στο μυαλό μου. Εγώ και η Γκουέν, καθισμένες δίπλα δίπλα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κεντρικού κτιρίου υποδοχής.

Πώς αισθάνεσαι; με είχε ρωτήσει.

Αισθάνομαι φυλακισμένη, είχα πει κατσούφικα. Με καταλαβαίνεις; Θες κι εσύ να δραπετεύσεις από αυτούς τους τοίχους που σε κρατάνε δέσμια;

Μπα. Ο Μπιλ κι εγώ είμαστε εδώ οικειοθελώς. Είμαστε σε αποστολή.

Τότε είχα σκεφτεί ότι αστειευόταν. Τώρα ξέρω ότι δεν το 'κανε.

«Τα περισσότερα συστήματα πίστης», εξακολουθεί να λέει η Γκουέν. «Διαθέτουν τέτοιες αδελφότητες εντός τους και στηρίζουν ακράδαντα τον σκοπό τους. Στην δική μας περίπτωση, το Τάγμα του Πολεμιστή του Φωτός δουλεύει για την Καθολική εκκλησία. Το δικό μας Κονκλάβιο δεν αποτελείται από μαλθακούς καρδινάλιους που κρύβουν σκάνδαλα παιδεραστίας κάτω από τα πλουμιστά τους ράσα. Το Κονκλάβιο μας είναι ένα Γνωστικό Συμβούλιο που υποστηρίζεται από τον Κλήρο και έχει καταφέρει να μείνει στην αφάνεια από την εποχή του Μεσαίωνα. Στον κλάδο μας υπάρχει σαφής και αυστηρή ιεραρχία, κάθε Πολεμιστής είναι υπόλογος στο Τάγμα του και κάθε Τάγμα λογοδοτεί στο Κονκλάβιο. Όταν υπάρχει μια κρίση, το Κονκλάβιο ενημερώνεται αμέσως, μοιράζει εντολές και αναθέτει υποθέσεις στους κατωτέρους του. Όταν μας έχρισαν υπεύθυνους για τη δική σας υπόθεση, αρχίσαμε να λαμβάνουμε δράση εμείς οι ίδιοι».

«Τι είδους δράση;» ζητώ να μάθω. Όλα όσα μου έχει μόλις αποκαλύψει είναι τρομερά συναρπαστικά, καταλαβαίνω όμως ότι το πιο κρίσιμο σκέλος της συζήτησης μας δεν έχει ειπωθεί ακόμα. Είναι απολύτως απαραίτητο να μάθω τι έχουν κάνει οι Μαρς, τι έχουν ανακαλύψει και πώς σκοπεύουν να το χρησιμοποιήσουν. Έχω ανάγκη από κάποιου είδους λύτρωση, κάποιο ψήγμα δικαίωσης. «Τι κάνετε όσο καιρό είστε εξαφανισμένοι;»

«Λοιπόν», συνοψίζει. Οι δυο της παλάμες ενώνονται σε ένα υπόκωφο παλαμάκι και τις τρίβει μεταξύ τους. Δείχνει σαν να ετοιμάζει κάτι. «Η αντιμετώπιση δαιμόνων χωρίζεται σε τέσσερα στάδια: Αναγνώρισε. Περιόρισε. Ανάλυσε. Κατάστρεψε. Με θλίβει που στο λέω, αλλά βρισκόμαστε ακόμα στο πρώτο από αυτά».

Ω. «Λογικό είναι», μουρμουρίζω. Αφού τα σκατώσαμε, τα σκατώσαμε πανηγυρικά.

«Φαντάσου το κακό σαν ένα σκοτεινό πέπλο», λέει η Γκουέν σχεδόν ψιθυριστά. «Μια σκιά γύρω από τον κόσμο μας που τον περιβάλλει αέναα, από την απαρχή του χρόνου. Κάπως έτσι είναι. Οι δαίμονες ανήκουν σε μια διάσταση γνωστή στους κύκλους μας ως Απώτερο Σκοτάδι. Το Απώτερο Σκοτάδι είναι κάτι σαν την άβυσσο στον πάτο του βαθύτερου ωκεανού. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς βρίσκεται εκεί κάτω, όμως όποτε δημιουργείται ένα θραύσμα ανάμεσα στις διαστάσεις, σαν αυτό που άνοιξες εσύ, τότε διάφορα μπορούν να περάσουν απ' τον έναν κόσμο στον άλλο. Οντότητες. Ο δαίμονας που άφησες ελεύθερο είναι μια από δαύτες, απ' τα πλάσματα της αβύσσου που αναζητούν συνεχώς έναν τρόπο να εισχωρήσουν στον κόσμο μας. Να γίνουν σάρκα και κόκαλα, απτά. Να υποστασιοποιηθούν. Εάν τα καταφέρουν ποιος ξέρει τι άλλο μπορούν να κάνουν;»

«Και τώρα;», σκούζω με απελπισία.

«Σε πρώτη φάση έχω σφραγίσει την περίμετρο του Ντέιβις Πλέις με ένα ξόρκι παγίδευσης που εκτείνεται για περίπου τρία χιλιόμετρα από εδώ που βρισκόμαστε τώρα και-»

«Μαρς», πετάγομαι ανήμπορη να κάνω αλλιώς. «Γιατί μιλάς σαν την Σαμπρίνα την Μικρή Μάγισσα;»

«Σκάσε», μου γρυλίζει. «Δεν μιλάω σαν την Σαμπρίνα και εάν το ξαναπείς αυτό θα σου χώσω μπουκέτο». Υψώνει την γροθιά της στον αέρα και μου την δείχνει απειλητικά.

«Μα», κάνω να πω. «Αφού έκανες ένα ξό...»

«Ξόρκι. Ναι. Έτσι αποκαλούμε μια κατηγορία τελετουργικών που εκτελούν οι Πολεμιστές. Άρχισε να εξοικειώνεσαι με τους όρους του Κονκλάβιού και πρόσεξε μην πεις και στον Μπαλτάζαρ καμία βλακεία τύπου: Κάνεις ξόρκια, άρα πρέπει να 'σαι κοντοξάδερφος του Μέρλιν. Δεν θα του αρέσει. Σε προειδοποιώ».

«Καλά, εντάξει», προσπαθώ να την κατευνάσω υποχωρώντας. «Και ποιος είναι ο Μπαλτάζαρ;»

«Ο μέντοράς μου. Παλιότερα μέντοράς μου ήταν ο Μπιλ, αλλά οι αποφάσεις του και οι κινήσεις του έχουν αμφισβητηθεί πολλάκις από το Γνωστικό Συμβούλιο, κοντολογίς, ο αδερφός μου είναι ένας ανεγκέφαλος βλάκας και του αφαίρεσαν τον τίτλο του μέντορα, τον υποβάθμισαν σε νεόφυτο, σαν εμένα, από τότε που έσπασε την μύτη του Γκρίφιν και-».

«Έλα μου;», λέω και το κεφάλι μου τινάζεται μια δεξιά και μια αριστερά σαν να έχει μπει νερό στα αυτιά μου, να τα έχει βουλώσει και να με εμποδίζει ν' ακούσω καλά. «Τι έκανε ο Μπιλ;»

«Έσπασε την μύτη του-»

«Τ-του Γκρίφιν;»

«Ναι, του Σέιγουορθ. Σ-Ε-Ι-Γ-Ο-Υ-Ο-Ρ-Θ», μου το συλλαβίζει αργά, όταν βλέπει την απορία μου να μην υποχωρεί. «Ναι, αυτό το σκουλήκι, το σκουλήκι της λάσπης, γι' αυτόν μιλάμε. Του την έσπασε, λοιπόν. Και ακόμα το πληρώνει. Και το πληρώνω και εγώ μαζί του. Το Τάγμα μας έχει απονείμει συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις και για να τα φέρουμε εις πέρας πρέπει να φερόμαστε με εγκράτεια, με σοφία και σύνεση. Σκοπός μας είναι να προστατεύουμε τους ανθρώπους από τους δαίμονες και τα άλλα υπερφυσικά όντα. Όχι να προστατεύουμε τους ανθρώπους από τους όμοιους τους».

Κάποτε η Γκουέν μου είχε πει ότι εκείνη και ο αδερφός της δεν θα πολεμούσαν τις δικές μου μάχες, ότι δεν θα άνοιγαν βεντέτες με τους άλλους τρόφιμους για χάρη μου, ότι κάτι τέτοιο θα με έκανε να φανώ αδύναμη, σαν λεία, σαν θήραμα. Ότι θα έπρεπε να αναλάβω και να λύσω μόνη μου τα προβλήματά μου. Ότι όφειλα να πάψω να κρύβομαι πίσω από τις πλάτες των άλλων. Τότε εκείνη η δήλωσή της μου είχε φανεί αδικαιολόγητα σκληρή, αδιάφορη με έναν μάλλον επιθετικό τρόπο. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν απρόθυμοι να αρχίσουν να εχθρεύονται τους εχθρούς μου, ήταν και ότι κάτι τέτοιο ήταν απαγορευμένο για αυτούς. Ρητά.

«Όταν ο Μπιλ άκουσε τα μαντάτα για τον Σέιγουορθ και εσένα το πήρε κάπως... προσωπικά», παραδέχεται. Οι μυς γύρω από το στόμα της σφίγγονται, καθώς εκείνη πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους κάνοντας ισχνές, χλωμές γραμμούλες να εμφανιστούν στο σαγόνι και τα μάγουλά της. Δεν νιώθει άνετα με τα καμώματα του αδερφού της. Επέφεραν κάποιου είδους οικογενειακό ατιμασμό μέσα στο Τάγμα τους. «Πάντοτε το παίρνει προσωπικά. Ο ηλίθιος! Ξεχνάει τους όρκους του που του επιτάσσουν να γίνει ο κύριος Κοινωνική Υπευθυνότητα, και αρχίζει να συμπεριφέρεται παράτολμα και αλόγιστα, σαν να είναι ο Τζαξ από τους Sons of Anarchy». Σε αυτό το σημείο η Γκουέν κάνει μια μικρή παύση για να χαλαρώσει θαρρείς τα τσιτωμένα της νεύρα και τους ακόμα πιο τσιτωμένους μυς τους προσώπου της. «Δεν λέω», συνεχίζει. «Ο Γκρίφιν είναι αρχίδι περιωπής, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί ότι έκανε ο Μπιλ. Δεν παίρνεις εύσημα κάνοντας το σωστό πράγμα για τους λάθος λόγους. Ποτέ. Θα έπρεπε να το έχει μάθει ως τώρα αυτό, όμως όταν του αναθέτουν την προστασία κάποιου εκείνος κάνει ότι μπορεί για να τον προστατέψει σε όλα τα μέτωπα. Γίνεται συχνά υπερπροστατευτικός και οργισμένος και ευερέθιστος και κάνει μαλακίες. Σαν αυτήν. Οι Αθληταράδες τα ξέρασαν όλα στην Ντέιβις, φυσικά, και αυτή έστειλε σούμπιτο τον Μπιλ στην απομόνωση. Κανονικά θα τον άφηνε ατιμώρητο αφού το ξυλίκι είναι ένα από τα πιο δημοφιλή σπορ στο ίδρυμα της, η χειροδικία, όμως, ήταν σε βάρος του ανιψιού της, του οποίου η μάπα τσαλακώθηκε και έτσι η Κονστάνς επέλεξε να δώσει στον αδερφό μου ένα μάθημα για την αναίδεια του. Και τον φυλάκισε εκεί. Το Κονκλάβιο κατέκρινε τις εξελίξεις που προκάλεσε η έλλειψη πειθαρχίας του Μπιλ. Αντί να επικεντρώνεται στο καθήκον του, εκείνος έκανε ένα τέτοιο σφάλμα που τον κράτησε μακριά από αυτό. Έστειλαν τον Μπαλτάζαρ Έμπερχαρντ, έναν ξακουστό πολεμιστή τους, στο ίδρυμα για να τον αντικαταστήσει στην υπόθεση, έστω προσωρινά. Και ο Μπαλτάζαρ δεν είναι εύκολος συνεργάτης», γογγύζει. «Πίστεψέ με. Είναι ένας αντιπαθητικός μονόφθαλμός γέρος κοντά στα εξήντα του. Η χειρότερη ηλικία!»

Ο Γέρος! Ο μονόφθαλμός γέρος που είχε τρομάξει τόσο τον Κάι! Αυτός είναι ο Μπαλτάζαρ Έμπερχαρντ. Πολεμιστής του Φωτός και μέντορας των Μαρς.

«Ω, Γκουέν...», ψελλίζω. «Δεν είχα ιδέα...» Λυπάμαι, θέλω να προσθέσω, ξέρω ότι στο μεγαλύτερο μέρος η ευθύνη για όλα αυτά αναλογεί σε εμένα. Διστάζω, όμως, και η απολογία μου σκαλώνει στον λαιμό μου. Ξεροκαταπίνω, προσπαθώντας να την σπρώξω ξανά κάτω.

«Το Κονκλάβιο δεν θέλει να ενεργώ μόνη ούσα νεόφυτη», ανακοινώνει η Γκουέν με μια δόση πικρίας. «Έτσι τις τελευταίες ημέρες ο Μπαλτάζαρ και εγώ έχουμε επιδοθεί στην ολοκλήρωση του ξορκιού παγίδευσης, που θα εμποδίσει το πλάσμα και το νέο του σώμα να δραπετεύσει κάπου πέρα από το ίδρυμα και το δάσος που το περικλείει Ακόμα και εάν καταλάβει κάποιον, η δράση και η εμβέλεια της καταστροφή του θα περιοριστούν εδώ γύρω. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το κακό έχει την τάση να εξαπλώνεται, και εμείς θέλουμε να περιορίσουμε την εξάπλωση αυτή. Επιπλέον, έχουμε αρχίσει να το κυνηγάμε με την μελέτη αρχαίων χειρόγραφων που έφερε ο Μπαλτάζαρ μαζί του και την χρήση κάποιων τέχνεργων και άλλων αποκρυφιστικών αντικειμένων. Για την ώρα αναζητάμε κάποιο ενεργειακό αποτύπωμα που μπορεί να έχει αφήσει και θα μας οδηγήσει σε αυτό, κάποιο ίχνος, λίγη από την πεμπτουσία ή το ιχώρ του... Οτιδήποτε».

«Και; Έχετε βρει τίποτα;»

«Μέχρι τώρα; Τζίφος».

Αφήνω το βρεγμένο μαχαίρι πάνω στον πάγκο της κουζίνας και την κοιτάζω κατάματα. «Εάν αξίζει τίποτα», λέω σιγανά. «Θέλω να σου πω ότι σε ευχαριστώ πραγματικά για όλα όσα κάνεις για εμένα. Ξέρω ότι φέρω και το δικό μου μερίδιο ευθύνης σε όλο αυτό το υπερφυσικό μπάλαχο, αλλά πιστεύω ότι κάνεις θαυμάσια δουλειά και στο τέλος θα δικαιωθείς. Όλοι μας θα δικαιωθούμε».

«Δικαιοσύνη», λέει η Γκουέν. «Όλοι μας την αποζητούμε, κι όμως είναι κάτι τόσο διαφορετικό για τον καθένα μας. Άδικος κόπος, βέβαια, να την γυρεύεις. Βλέπεις, η

δικαιοσύνη είναι σαν την αληθινή αγάπη ή τους ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου».

Αδυνατώ να κάνω τη σύνδεση. «Δ-δηλαδή;», ζητώ τις επεξηγήσεις μου.

Η Γκουέν μου τις δίνει: «Δεν υπάρχει στον κανονικό κόσμο», λέει.

 Αυτό ακούγεται τρομακτικά ίδιο με όλα όσα υποστηρίζει η νιχιλιστικήκοσμοθεωρία του Ζίρο. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη,εκτός από αυτήν που φτιάχνουμε εμείς. 

«Συνεπώς, σε ευχαριστώ για την κουβέντα της παρηγοριάς, αλλά δεν πιστεύω ότι θα δικαιώσω κανέναν. Εδώ πασχίζω να κρατήσω εσένα ζωντανή. Εσένα και όλους τους υπόλοιπους σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων. Ζόρικο φορτίο, δεν νομίζεις;»

Με αυτό η Γκουέν κάνει μεταβολή, στριφογυρίζει σ' έναν γύρο γύρω από τον εαυτό της, με τις μπότες της να διαγράφουν έναν κύκλο πάνω στα σκονισμένα πλακάκια του πατώματος σαν πιρουέτα και γυρνώντας μου την πλάτη αρχίζει να απομακρύνεται.

«Πού πας;»

«Με όλα αυτά συνειδητοποίησα ότι η κουβέντα της παρηγοριάς σου δεν μου έφτασε. Πάω να βρω λίγη ακόμα παρηγοριά κάπου αλλού. Στον πάτο ενός μπουκαλιού ενδεχομένως. Θέλω να πιω κάτι, κάτι δυνατούτσικο».

«Μα είναι νωρίς ακόμα».

«Για εσένα, Βάλενταϊν, για εσένα. Εγώ είμαι μια κυνηγός δαιμόνων που έχει αναλάβει να λύσει την πιο δύσκολη υπόθεση της ως τώρα. Είμαι μέλος μιας διαλεχτής ελίτ υπερφυσικών δολοφόνων που περνάει χοντρό λούκι, έχει βεβαρυμένο παρελθόν, αμαυρωμένη υπόληψη και συγγενείς με τάσεις αυτοκαταστροφής. Επιπλέον είμαι Ιρλανδή. Έχω τον αλκοολισμό χαραγμένο στο DNA μου, κυριολεκτικά υπάρχει ολόκληρος βιολογικός μηχανισμός από πίσω που μου υπαγορεύει να πάω να γίνω στουπί. Ναι, αυτό νομίζω ότι είναι το ισχυρότερο επιχείρημά μου. Είμαι Ιρλανδή. Θα πιω σ' αυτό!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top