Κεφάλαιο 5: Άλλη μια μέρα που τους σιχαίνομαι όλους (μέρος 3)


«Τι κάνετε όλοι εδώ;», απαιτεί να μάθει η Γκουέντολιν Μαρς από το κατώφλι της πόρτας. «Ρέζνικοφ», συνεχίζει επιτακτικά και ενώ απευθύνεται στην Έντνα σταυρώνει τα χέρια της στο στέρνο της. Οι λεπτεπίλεπτοι πήχεις των χεριών της πλέκονται πάνω από το ωραίο λαδί δερμάτινο τζάκετ της, το οποίο αναδεικνύει χωρίς κόπο τα σκουροπράσινα μάτια της και τα πύρινα μαλλιά της. «Εξηγήσου», προστάζει σαν να διευθύνει η ίδια το μέρος, σαν να μην είναι απλά μια παλιά τρόφιμος που την μπουζούριασαν επειδή παραβίασε την αναστολή της. «Γιατί τους συγκέντρωσες όλους εδώ και εμένα με άφησες στην απέξω χωρίς να μου πεις τίποτα; Τι έχασα; Πες... Α!», αναφωνεί ξαφνικά σαν να έχει καταλάβει μεμιάς τα πάντα και αφήνει τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της. «Μήπως κατάφερες να συγκροτήσεις εκείνο το σόουλ μουσικό συγκρότημα που πάντοτε οραματιζόσουν; Πώς τ' ονόμασες; Η Άντριαν και η Πλέμπα;»

Εντάξει, σε αυτό το σημείο καταλήγω στο ότι μάλλον έχω αγχωθεί αδίκως. Η Γκουέν δείχνει χαλαρή και άνετη σαν να μην έχει την παραμικρή έγνοια στον κόσμο. Αυτό συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν είναι φορέας κακών μαντάτων.

«Όχι», λέει η Έντνα από την καρέκλα της. «Απλά μάζεψα την Άντριαν και την Πλέμπα εδώ επειδή ήταν οι μόνοι τρόφιμοι που δεν είχαν καταπιαστεί ακόμα με την αγγαρεία του μαγειρέματος. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, ήταν η σειρά τους να βάλουν από ένα χεράκι».

«Μόλο που μ' αποπαίρνεις όταν πάω και 'γω να βάλω πουθενά το χεράκι μου», νιαουρίζει η Νιβ παραπονιάρικα, καθώς κόβει μια μελιτζάνα σε τεμπέλικα χοντρές ροδέλες.

«Χεράκι στο μαγείρεμα, Νίκολς», της γρυλίζει η υπάλληλος. «Όχι στα απόκρυφα των φυλακόβιων, όπως έκανες εσύ όταν είδες τους άλλους να μπαίνουν στην κουζίνα και έπιασες να τους χαιρετάς χουφτώνοντάς τους τον κώλο».

Η Νιβ ξεφυσάει αγανακτισμένη. Για πόσο ακόμα θα της την λένε επειδή είναι η ανθρώπινη ενσάρκωση του Πέπε Λε Πιού; «Ας έδινες διευκρινήσεις νωρίτερα», αντιμιλά ανερυθρίαστα.

Η Γκουέν αρχίζει να διασχίζει τους λερούς διαδρόμους που σχηματίζονται ανάμεσα στους πάγκους της κουζίνας με βήμα αργό και νωχελικό. Σέρνει το δάχτυλό της επάνω σε μια επιφάνεια και σχηματίζει αφηρημένα σχέδια επάνω στο παχύ στρώμα σκόνης, στρίβει σε μια γωνία και πέφτει απροειδοποίητα πάνω σε κάτι άδειες φιάλες αερίου που βρίσκονται παρατημένες στο πάτωμα, βλαστημάει και έπειτα ξεπερνάει την μικρή της ενόχληση και συνεχίζει, υψώνει τα χέρια της στον αέρα για να κουνήσει κάτι πελώρια χάλκινα ταψιά, μερικά τηγάνια με γρατζουνισμένο πάτο, κάτι μπρούτζινες κούπες και λαγήνια που κρέμονται από κάτι σκουριασμένους γάντζους που εξέχουν απ' το γυμνό ταβάνι. Με την κίνηση της τα σκεύη ταλαντεύονται στον αέρα και κροταλίζουν δυνατά. Μετά από λίγη ακόμη άσκοπη περιπλάνηση ανάμεσα απ' τον κοντό λαβύρινθο των πάγκων της κουζίνας, η Γκουέν με φτάνει. Γέρνει επάνω απ' τον πάγκο στα δεξιά μου και απομένει εκεί να κόβει κίνηση και να παρατηρεί τα αταίριαστα γκρουπάκια που έχουν σχηματιστεί από 'δω και από 'κει. Η ματιά της κοντοστέκεται στη Νιβ και τον Νέιθαν πρώτα, στα ερωτικά τους τερτίπια και τα χαριεντίσματα. «Η εποχή του ζευγαρώματος πλησιάζει στο βροχερό δάσος του Μέιν», αρχίζει να λέει με τον γνωστό ένρινο και στριγκό τόνο που υιοθετεί όταν καυτηριάζει λεκτικά κάτι. Είναι ο ίδιος τόνος που είχε επιστρατεύσει όταν με ξεναγούσε στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος την πρώτη μου μέρα. Τότε ακουγόταν σαν ψηλομύτα Αγγλίδα ξεναγός, τώρα ακούγεται σαν πράη, μεσήλικη αφηγήτρια σε ντοκιμαντέρ του National Geographic. «Και τα θηλυκά και τα αρσενικά του είδους του Χόμο Μόνιμακαυλωμένιους, κατηγορίας ανθρωπίδιων και υποείδους του γνωστού ζώου Χόμο Σάπιενς Σάπινες αρχίζουν να γίνονται ανήσυχα. Η μυρωδιά από τις ορμόνες πλημμυρίζει τον αέρα με προσμονή για μια λιγότερο μοναχική περίοδο, τα σώματα έλκονται μεταξύ τους σαν μαγνήτες προορισμένοι από τη φύση τους να ενωθούν. Τα δίποδα εντοπίζουν και αρχίζουν να πολιορκούν το ένα το άλλο μέσα στο νοτισμένο δάσος. Η κατάκτηση του έτερον ήμισυ είναι το κλειδί για την διαιώνιση του είδους του Χόμο Μόνιμακαυλωμένιους και η αποτυχία της συνεπάγεται τον αργό μα βέβαιο αφανισμό του. Δεν μπορούν να αποτύχουν! Το θηλυκό αρχίζει να κινείται με χορευτική σχεδόν χάρη...», συνεχίζει την αφήγηση του παραλόγου της η Γκουέν, καθώς ρίχνει στη Νιβ μια ματιά που σταδιακά βαθαίνει και γίνεται ερευνητικά διεισδυτική. «Είναι ένας χορός αισθησιασμού και σαγήνης που περιλαμβάνει το επιδεικτικό τούρλωμα των γοφών του και κατόπιν ένα εξωφρενικό ρούφηγμα της μπάκας του με τρόπο επιτήδειο που κάνει την μέση του να φανεί μικρή και θελκτική και το στήθος του μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο. Πετυχαίνει! Το αρσενικό», συνεχίζει με την ματιά της να μετατοπίζεται στον Νέιθαν. «Την προσεγγίζει με τον πιο σαγηνευτικό τρόπο που ξέρει με ένα αργό και βαρύ βάδισμα με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια να περνούν κάθε τόσο πάνω από τους βουβώνες του και ξύνουν τους όρχεις σε μια ξεκάθαρη εκδήλωση βαρβάτου ανδρισμού, ερεθισμού και ερωτικής διέγερσής και υπέρμετρης τεστοστερόνης. Το συναρπαστικό τελετουργικό ζευγαρώματος του Χόμο Μόνιμακαυλωμένιους αρχίζει». Με αυτό η Μαρς, η νεότερη, ολοκληρώνει την κάφρικη πλην επιστημονική ανάλυση της πάνω στους δυο τρόφιμους. «Και εγώ μόλις κατάπια λίγο εμετό», προσθέτει κομπάζοντας.

«Ω, έλα τώρα...», αντιδρώ προς υπεράσπιση τους. «Είναι λίγο μερακλήδες, αλλά δεν είναι και τόσο τραγικοί!»

Στην πραγματικότητα η Νιβ και ο Νέιθαν παρουσιάζουν ένα πολύ γοητευτικό θέαμα. Το ομολογώ, χωρίς αυτό βέβαια να συνεπάγεται πως έχω αρχίσει να βλέπω θετικά τις προτάσεις τους για ομαδικό ξεμπουρδέλεμα. Απλώς μπορώ ν' αναγνωρίσω πόσο πολύ ταιριάζουν μεταξύ τους. Είναι σίγουρα προβληματικοί σαν αυτόνομες οντότητες, μα σαν ζευγάρι δείχνουν να χαρίζουν κάποιας μορφής ασφάλεια ο ένας στον άλλο, μια ηρεμία που σπάνια συναντάς, μια ισορροπία και μια αλληλοσυμπλήρωση. Παράλληλα, είναι φανερό ότι περνάνε εξαιρετικά μαζί, είναι γεμάτοι ορέξεις και πάθος και επιθυμίες και κάθε φορά που έρχονται κοντά τα σώματά τους φαίνονται άψογα εναρμονισμένα μεταξύ τους. Το δικό της κορμί έχει το χρώμα της καφέ ζάχαρης ή ενός καυτού καπουτσίνο με μπόλικη κρέμα, το δικό του είναι χλωμό μα μυώδες και εύρωστο σαν να ανήκει σε κάποιον αριστοκράτη του περασμένου αιώνα. Απομένω να τους χαζεύω για λίγο με το κεφάλι μου να γέρνει αφηρημένα προς το πλάι.

«Ναι», συναινεί τελικά η Γκουέν, κάνοντας το ίδιο. Ατενίζοντας τους. «Δεν είναι και τόσο τραγικοί... μόνο που είναι».

«Όχι...», διαφωνώ κατ' εξακολούθηση. «Απλώς διασκεδάζουν. Αυτό δεν είναι μεμπτό. Άκου με, ξέρω τι σου λέω... Το κάνουν και με εμένα πού και πού».

Τα σκουροπράσινα μάτια της Γκουέν καρφώνονται μεμιάς επάνω μου, ορθάνοιχτα κι εμβρόντητα. «Σεξουαλίζονται αυτοί μαζί σου;», ρωτάει με τρόμο.

«Σεξού-τι;», χαχανίζω με την γλωσσοπλασία της. «Όχι, καμία σχέση. Απλώς με έχουν φλερτάρει μια και δυο. Αυτό είναι όλο. Και δεν το κάνουν ποτέ με τρόπο πιεστικό ή ανυπόφορο. Ο Νέιθαν για παράδειγμα με ζύγωνε προηγουμένως και ήταν όλο μικρά σαλέματα και αγγίγματα και σκουντήματα και γρανιτένια χαμόγελα. Έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και το στομάχι μου να στριφογυρίζει».

Η Γκουέν αναστενάζει σαν να καταλαβαίνει το συναίσθημα που της περιγράφω. «Ναι», αποκρίνεται. «Ξέρω. Και εμένα με αναγουλιάζει ο Ρις».

«Ρε!», λέω γελώντας και κοπανάω λίγο πιο δυνατά απ' ότι συνήθως το μαχαίρι μου πάνω στο ξύλο κοπής. «Δεν εννοούσα αυτό». Η χειρονομία μου είναι σαν να προσπαθώ να σταματήσω τον διασυρμό στον οποίο τους έχει υποβάλλει κόβοντάς τον –στην κυριολεξία- μαχαίρι. Αντ' αυτού η λάμα του μαχαιριού μου καρφώνεται στο ξύλο και σταγονίδια από τα ζουμιά της πατάτας εκτοξεύονται κατά πάνω μας.

«Αλλά τι; Ότι σου εξιτάρουν τη φαντασία;», η Γκουέν με παραμερίζει, παίρνει τη θέση μου μπροστά απ' τον πάγκο και αφού πιάνει την λαβή του σφηνωμένου μαχαιριού, το κρατάει δυνατά λες και είναι το Εξκάλιμπερ στον βράχο και μ' ένα απότομο τίναγμα του ώμου της το ανασύρει. Μου το επιστρέφει λέγοντας: «Θα το ξεπεράσεις, δεν είναι τίποτα. Σκέψου κάτι αηδιαστικό, όπως την Μάργκαρετ Θάτσερ ή τον Ντόναλντ Τραμπ».

Με αυτό γελάμε λίγο πιο περισσότερο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top