Κεφάλαιο 4: Οι φίλοι δεν σε μαχαιρώνουν πισώπλατα. Μόνο από μπροστά. (μέρος 4)
Όλα τα υπόλοιπα συμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα: Ο Ζίρο μουγκρίζει με μια επώδυνη δυσφορία. Ένα κινηματογραφικό σχεδόν χλατς μαρτυρά ότι οι μυς του που είχαν καταβροχθίσει το μαχαίρι χωρίζονται στα δύο, δημιουργώντας ένα μικρό χώρισμα μέσα από το οποίο βγαίνει η λεπίδα. Τα δάχτυλα μου σφίγγονται γύρω από την παγωμένη λαβή και την τραβάνε με τέτοια φρενήρη δύναμη που δεν παρασύρουν μονάχα εκείνη μακριά από την λαβωματιά, αλλά και εμένα ολόκληρη. Με ένα ξέφρενο τίναγμα πέφτω στο πάτωμα, μπροστά από το κρεβάτι. Οι γροθιές μου βρίσκονται αμφότερες τυλιγμένες γύρω από το φονικό μου εργαλείο, το οποίο έχει χάσει για πρώτη φορά την παγερή του λάμψη. Τώρα το ψυχρό λαμπύρισμα της αιχμής έχει αντικατασταθεί από κάτι πηχτό και μαύρο, απόκοσμο και απαίσιο που έχει καλύψει την λεπίδα. Το αίμα του Ζεέρνεμποχ.
«Σκατά», μουρμουρίζω και έπειτα πιάνω να συστρέφομαι επάνω στο πάτωμα, έως ότου δραπετεύω από την ανάσκελη θέση μου, γυρίζω μπρούμυτα και σπρώχνοντας το πάτωμα σηκώνομαι και επιστρέφω σε εκείνον.
Σε τι κατάσταση είναι; Τι του συνέβη; Τι του έκανε η θεοσκότεινη λεπίδα;
Ο Ζίρο βρίσκεται ακόμη καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού μου, με ένα άνυδρο χρώμα στο πρόσωπο του και μια έκφραση αλαφιασμένη, σαν να πασχίζει να κατανοήσει όλες τις εκφάνσεις αυτού που μόλις βίωσε, σαν να προσπαθεί να το αφομοιώσει ως έναν βαθμό. Κατά τα φαινόμενα αδυνατεί.
Κάπου στα μισά της αριστερής μεριάς του κορμού του υπάρχει μια χαίνουσα πληγή, από την οποία τρέχει αίμα σκούρο και παχύρρευστο σαν πίσσα. Κυλάει επάνω στα πλευρά του και σχηματίζει σκοτεινά ρυάκια που όλο και διακλαδίζονται, φαρδαίνουν, εξαπλώνονται, φτάνουν ως το στρίφωμα του παντελονιού του, στάζουν επάνω στα σκεπάσματα του κρεβατιού, στιγματίζουν ανεξίτηλα τα πάντα. Κι εμένα μαζί.
«Σκατά, σκατά, σκατά», ψελλίζω σχεδόν τραγουδιστά και σπεύδω να βοηθήσω όπως όπως. Αρπάζω την λευκή πετσέτα για το μπάνιο, την κάνω ένα πρόχειρο κουβάρι κι έπειτα την προσφέρω στον Ζίρο. Δεν την δέχεται. Η αλήθεια είναι ότι δεν δέχεται τίποτα την δεδομένη στιγμή, κανένα εξωτερικό ερέθισμα, καμία λέξη, καμία χειρονομία, μονάχα κοιτάζει το τραυματισμένο του πλευρό σαν μαγεμένος, μαγνητισμένος κι ασάλευτος. Προφέρω τ' όνομά του, τον πειράζω νευρικά λέγοντάς του: «Ποιος έπαθε κοκομπλόκο τώρα;», και κινώ την πετσέτα μπροστά απ' το πρόσωπό του σαν σημαία, μα δεν αντιδρά. Χαμπάρι δεν παίρνει. «Ζίρο;», ξαναλέω λίγο πιο επιτακτικά ετούτη την φορά, πιο έντονα. «Ζί... Ζίρο, σου μιλάω, δεν μ' ακούς;» Σκύβω μπροστά του, γονατίζω και κάθομαι ακριβώς απέναντί του, ανάμεσα στα πόδια του. Παίρνω το πρόσωπό του στα χέρια μου και το στρέφω αργά προς το δικό μου. Μετά δοκιμάζω μια ακόμη φορά να πω τ' όνομά του. «Ζεέρνεμποχ;»
Τελικά, ο Ζίρο επιστρέφει. Κάτι σπιθίζει στα μάτια του που είχαν αρχίσει λίγο πριν να φαντάζουν σκοτεινά και κενά σαν άδεια δωμάτια. Επανέρχεται στο εδώ και το τώρα, στα χέρια μου που τον κρατούν και στο βλέμμα μου που τον σαρώνει ολάκερο. «Ναι;»
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι άνθρωπος και όχι σουπιά;», τον πειράζω. Υποθέτω πως την δεδομένη στιγμή το χιούμορ λειτουργεί ως προστατευτικός μηχανισμός. Είναι προτιμότερο να διακωμωδήσω το θέαμα, παρά να το αφήσω να με κυριεύσει. «Αυτό το πράγμα είναι κατάμαυρο σαν μελάνι».
Πλησιάζω την πετσέτα μου επάνω στο σώμα του και την ακουμπώ εκεί, γύρω και επάνω από την πληγή του. Με απαλές, σχεδόν ανεπαίσθητες ταμποναριστές κινήσεις σκουπίζω το μαύρο υγρό που αναδίδει το βαθύ κόψιμο. Μοιάζει με πετρελαιοπηγή.
«Το αίμα», λέει ενώ συνοφριώνεται. «Είναι πορφυρό, και η πορφύρα του εξαρτάται από το οξυγόνο που περιέχει. Κατά την διάρκεια του θανάτου, ο καρδιακός παλμός γίνεται ασθενέστερος και η ροή του αίματος επιβραδύνεται. Το αίμα παύει σταδιακά να οξυγονώνεται και αυτό το κάνει να σκουρύνει. Το αίμα σταματά να κυλά μέσα στο σώμα και η ακινησία του προκαλεί θρομβώσεις. Συσσωματώνεται μέσα σε λίγα λεπτά, πήζει γεμίζοντας την καρδιά και τα υπόλοιπα όργανα με ένα θρομβωμένο, παχύρρευστο αιμάτινο ζελέ». Όπως τον ακούω το χέρι μου ακινητοποιείται επάνω στην κατάμαυρη λαβωματιά. Η λευκή μου πετσέτα είναι γεμάτη σκούρους λεκέδες που οφείλονται στο σκοτεινό ποτάμι που πηγάζει από μέσα του. Είναι λες και στις φλέβες του Ζίρο δεν κυλάει αίμα, αλλά σκότος. Μου εξηγεί, φυσικά, σε τι οφείλεται το απρόσμενο χρώμα, αλλά η ζοφερή απόχρωση που συναντούν τα μάτια μου μου προκαλεί πράγματα, πράγματα που με κάνουν να αποτραβηχτώ και να απομακρύνω το χέρι μου. Νιώθω να μουδιάζω ολάκερη, να αδρανοποιούμαι, να χάσκω. Δέος, αυτό νιώθω. Θαυμασμό και τρόμο. Η ζωή και ο θάνατος μου αποκαλύπτουν τα μυστικά τους, εδώ και τώρα, μέσα από εκείνον.
«Μέσα στις επόμενες ώρες», εξακολουθεί να λέει ο Ζίρο. «Οι μυς σκληραίνουν και γίνονται άκαμπτοι από μια διαδικασία γνωστή ως rigor mortis».
«Νεκρική ακαμψία», μεταφράζω.
Μου γνέφει καταφατικά. «Εάν το αίμα παραμείνει φυλαγμένο μέσα στο σώμα ενός νεκρού και δεν εκτεθεί στον αέρα της ατμόσφαιρας, τότε η υφή και η όψη του αρχίζει να θυμίζει αυτή του συκωτιού. Αποκτά το ίδιο χρώμα και περιεκτικότητα. Αυτό παθαίνει κάποιος όταν έχει εσωτερική αιμορραγία».
Αυτό έπαθες κι εσύ, σκέφτομαι ενώ το στομάχι μου σφίγγεται σαν να το περικλείει μια σιδερένια μέγγενη. Θυμάμαι τα λόγια που μου είχε εκμυστηρευτεί εκείνο το πρώτο βράδυ στο αναρρωτήριο: Οι Αθληταράδες έκαναν πράγματα στο μυαλό και το σώμα μου, πράγματα που με έκαναν να αισθάνομαι τόσο μεγάλη αυτοαπέχθεια λες και ήμουν το πιο τιποτένιο απόβρασμα από όλα τα αποβράσματα στην επιφάνεια της γης. Δεν αρκέστηκαν εκεί. Όταν τελείωσαν μαζί μου είχα μια σπονδυλική στήλη σπασμένη σε τρία διαφορετικά σημεία, μια τσακισμένη ραχοκοκαλιά από την οποία ξεχυνόταν ο νωτιαίος μυελός μου. Με παράτησαν εκεί κάτω. Πέρασαν ώρες, πέρασαν μέρες ώσπου να πεθάνω... Δεν ήταν καθόλου σπλαχνικό.
«Εάν ο αποθανών βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης», συνεχίζει μετά από λίγο. «Το αίμα αλλάζει ξανά χρώμα. Γίνεται μαύρο και πράσινο από την σήψη. Ο ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται σε τέτοιες περιπτώσεις παύει να είναι αίμα, το αποκαλούν αποσυμπιεσμένο υγρό».
Δεν πρέπει, δεν πρέπει να επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει την σύνδεση, εντούτοις είναι ήδη πολύ αργά. Από το πουθενά ο εγκέφαλός μου αρχίζει να χτίζει μια νοητή γέφυρα που ενώνει όλους τους νεκρούς ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου. Σκέφτομαι τον Ζίρο, τον Τζέηκ, την Εστέλλα. Και σκέφτομαι την Μία και τα λόγια του ιατροδικαστή: Πρωτοφανής επιληπτική κρίση σε συνδυασμό με σαράντα ένα σπασμένο οστά. Ο οργανισμός της υπέστη τρομερό σοκ που οδήγησε αναπόδραστα στο τέλος της. Άραγε να έχουν πλημμυρίσει ως τώρα και οι δικές της φλέβες με τον ίδιο σκουροπράσινο πολτό σαπισμένου αίματος; Άραγε να έχει ακόμη φλέβες; Πιο πιθανό είναι να έχουν λιώσει ήδη, σωστά; Τι έχει απομείνει από την αδερφή μου –από τη σωρό της- ύστερα από όλους αυτούς τους μήνες;
Κάνω να ρωτήσω τον Ζίρο, ο οποίος μοιάζει για άλλη μια φορά πλήρως κατατοπισμένος επί παντός ανατριχιαστικού θέματος, παύω όμως προτού καν αρχίσω να διατυπώνω το ερώτημα. Το θέμα που πάω να αναλύσω είναι ακραίο, σοκαριστικό, και τρομερά ευαίσθητο. Δεν έχει νόημα να μπω στην διαδικασία να μαντεύω το στάδιο αποσύνθεσης του λειψάνου της. Για εμένα δεν θα είναι ποτέ ένα λείψανο. Θα είναι το κορίτσι εκείνο που είχε την ίδια όψη με εμένα συνδυασμένη με μια φύση μακράν πιο σκανταλιάρικη και παραβατική από τη δική μου. Θα είναι το κορίτσι που κάπνιζε κρυφά και που άραζε με ένα μάτσο χαμίνια του δρόμου πανθομολογουμένως πολύ κατώτερα από εκείνη και την τάξη της. Θα είναι το κορίτσι που γέμιζε το σαλονι με ψίχουλα όταν ροκάνιζε σνακ καθισμένη επάνω στον ημικυκλικό καναπέ, κάνοντας μαραθώνιο ταινιών του Χάρι Πότερ, ισχυριζόμενη πως ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν ήταν με διαφορά η καλύτερη από όλες. Θα είναι το κορίτσι που αποτελούσε το άλτερ ίγκο μου, το άλλο μου μισό μέσα σε ετούτη την απέραντη ζωή, που με αποκαλούσε συνεχώς Ρίνα την στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι με ανεβοκατέβαζαν Αντριάννα ή Άντρι ή Άντριαν. Θα είναι το κορίτσι που με αγαπούσε ανεπιφύλακτα και αμετάκλητα. Η αδερφή μου. Αυτή θα είναι η Μία για εμένα. Παντοτινά.
Αφήνω λοιπόν στην άκρη την προηγούμενη μου ερώτηση, και στην θέση της εκφέρω μια νέα. «Δηλαδή αυτό... είναι... αποσυμπιεσμένο υγρό;»
«Ή εκτόπλασμα», μου αντιμιλά πλησιάζοντας το χέρι του στην πληγή, ψηλαφώντας το σημείο όπου το δέρμα του έχει χωριστεί στα δύο με προσοχή. Μοιάζει λες και προσπαθεί και ο ίδιος να κατασταλλάξει ανάμεσα στις δυο εκδοχές. Τι υπάρχει στο εσωτερικό του κορμιού του; Αίμα νεκρού ή κάτι άλλο; «Ποιος ξέρει;», αναρωτιέται στο τέλος φωναχτά. «Το site της Quora δεν μπορούσε να μου παρέχει τέτοιου είδους διευκρινήσεις. Διάβασα όμως κάπου αλλού ότι το εκτόπλασμα, που προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις εκτός και πλάσμα, είναι η ουσία του αιθερικού σώματος. Χάρη σε αυτή τα φαντάσματα μπορούν να σωματοποιούνται και να γίνονται διαφανή ή στέρεα και συμπαγή. Ίσως αυτό εδώ τώρα είναι μια εκτοπλασματική διαρροή. Υποτίθεται ότι σαν ουσία το εκτόπλασμα είναι κολλώδες και παγωμένο, μαλακό, ρευστό και ελαστικό και ότι έχει μια χαρακτηριστική μυρωδιά». Ξέρω ότι η λαβωματιά που του χάρισα είναι βαθιά, άσχημη κι επώδυνη. Κι εκείνος το ξέρει αυτό, μα για μια στιγμή μονάχα φαίνεται να το ξεχνά σαν να μην την φέρει εκείνος, αλλά κάποιος άλλος. Το χέρι του που βρίσκεται επάνω από την μακρόστενη οπή κινείται προς τα 'κει και το ένα του δάχτυλο εισχωρεί μέσα σαν πένα σε μελανοδοχείο, όταν βγαίνει είναι λερωμένο ως τη μέση του με το απροσδιόριστο μαύρο υγρό. Ο Ζίρο κάνει μια μικρή, ετεροχρονισμένη γκριμάτσα αποστροφής ή πόνου, δεν είμαι σίγουρη, και ύστερα ακουμπά την αιματοβαμμένη άκρη του δαχτύλου του επάνω στο στομάχι του κι αρχίζει να σχεδιάζει σκοτεινά, στριφογυριστά μοτίβα αίματος σαν διαταραγμένος καλλιτέχνης.
«Τι στην ευχή κάνεις;», απορώ θορυβημένη.
«Όταν εξαπλώνεται το εκτόπλασμα γίνεται σκληρό και ινώδες», μουρμουρίζει προσηλωμένος επάνω στον καμβά από δέρμα και αίμα. «Σχηματίζει πλεγματοειδείς μορφές όμοιες με ιστό αράχνης που πάλλεται. Θέλω να δω εάν η ουσία που βγαίνει από μέσα μου είναι κινητή, εάν εξαπλώνεται ή συρρικνώνεται ή περιφέρεται, εάν είναι πράγματι εκτόπλασμα».
«Ω», ψελλίζω με ένα στόμα που μένει να χάσκει μισάνοιχτο. Εντάξει, αυτό ακούγεται κάπως λογικό μέσα στην όλη παράνοια, λογικό εάν είσαι ένας φιλοπερίεργος ανώμαλος κοινωνιοπαθής τύπος απ' το Υπερπέραν.
Τον βλέπω που σκύβει ελαφρώς προς τα σχέδια που έχουν ζωγραφιστεί στο κάτω μέρος του επίπεδου στομαχιού του, και γέρνω κι εγώ προς τα 'κει σε μια έξαρση μαζοχιστικότητας. Προσπαθώ να ανιχνεύσω κάτι το ασυνήθιστο, κάποια κίνηση ίσως, κάποια μικρή μετατόπιση του υγρού, έναν παλμό. Κάτι. Κοιτάζω κι ύστερα κοιτάζω λίγο ακόμα, και μετά λίγο πιο προσεκτικά, πιο επίμονα. Εάν συμβεί το παραμικρό δεν θέλω να το χάσω. Μου φαίνεται ότι υπάρχει ακινησία, στασιμότητα, αλλά όσο περισσότερο επικεντρώνομαι στο θέαμα τόσο βυθίζομαι σε αυτό. Στο τέλος, σαν να έχω ζαλιστεί από κάποια καλειδοσκοπική οφθαλμαπάτη αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι συμβαίνει. Μια μικρή, αργή μετατόπιση, ένα κύλισμα του υγρού προς διάφορες κατευθύνσεις, ένας διακλαδισμός των σταγόνων σε νέα κατάμαυρα ρυάκια.
Τραβάω το θολωμένο κεφάλι μου προς τα πίσω και το τινάζω δεξιά-αριστερά σαν να επιθυμώ να αδειάσω το μυαλό μου. Βλεφαρίζω για να καθαρίσω την όραση μου κι όταν κοιτάζω ξανά το σημαδεμένο στομάχι του Ζίρο μου φαίνεται ότι όλα βρίσκονται στην θέση τους. Μπορεί να ήταν της φαντασίας μου η ανεπαίσθητη κίνηση; Κι εάν πράγματι κάτι κινήθηκε σε τι οφειλόταν η κίνηση του; Στην βαρύτητα ή σε κάποια εξωκοσμική ενέργεια; Στρέφομαι προς τον Ζίρο που συνοφριωμένος ακόμη ψάχνει για μια απάντηση. «Είδες τίποτα;», τον ρωτάω.
«Δεν είμαι σίγουρος», λέει αβέβαια. «Αλλά ν-νομίζω πως ναι».
«Μακάρι να είναι ναι η απάντηση», ξεφυσάω. «Και να έχει κάποια λογική βάση αυτό που μόλις έκανες».
«Που έχωσα το δάχτυλο μου στην πληγή;»
«Αυτό, ναι», αποκρίνομαι κοφτά αποτροπιασμένη. «Διαφορετικά έχεις λαλήσει».
«Έχω σώας τας φρένας», επιμένει με την ίδια επιμονή που έχουν οι φρενοβλαβείς όταν προσπαθούν να σε πείσουν για την άψογη διανοητική τους κατάσταση, η οποία δεν υφίσταται. «Σου το έχω πει πολλάκις. Εξάλλου δεν μου ήρθε έτσι απλά να κάνω χειροτεχνίες με το αίμα μου. Δεν είμαι ο Τζέφρυ Ντάμερ στο νηπιαγωγείο. Διάβασα απλά για την φύση του εκτοπλάσματος και σκέφτηκα να το ερευνήσω».
«Έχεις κάνει κοτζάμ διατριβή επάνω στο θανατηλίκι, ε;»
«Ασφαλώς», απαντά με έπαρση, καταφέρνοντας να αποτινάξει από επάνω του το προηγούμενο μούδιασμα. Τώρα θυμίζει ξανά τον αυτάρεσκο εαυτό του. «Πρέπει να ξέρω...»
Πράγματι οφείλει να ξέρει. Οφείλει να ξέρει ποιος είναι, σε τι έχει μετουσιωθεί και τι σημαίνει αυτό. «Χμμμ», μουγκρίζω σκεφτική. Καθώς αναλύω το περιεχόμενο της συζήτησης η ματιά μου ξεστρατίζει προς το σημείο εκείνο που αποφάσισα να μην ξανακοιτάξω. Την ερεβώδη πληγή που έχασκε προ ολίγου σαν κοσμική μαύρη τρύπα. «Κ-κ-και η... η διατριβή σου... τ-το περι-περιλάμβανε αυτό;»
«Μμμμ;», κάνει ανυποψίαστος και τα ανύπαρκτα φρύδια του παίρνουν την ανιούσα. «Ποιο;»
«Το υπερφυσικό τραύμα», λέω απσβολωμένη και νεύω προς το πλευρό του. «Επουλώθηκε». Η μεγάλη, στραβή οπή που χώριζε το πλευρό του στα δυο έχει κλείσει, έχει εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω της χλωμό, λείο δέρμα και υγρούς, μαύρους λεκκέδες. Πού πήγε; Μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αφού τον μαχαίρωσα!;!
«Αυτό...», λέει με την σειρά του ο Ζίρο. «Δεν ήξερα ότι είναι δυνατόν».
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top