Κεφάλαιο 4: Οι φίλοι δεν σε μαχαιρώνουν πισώπλατα. Μόνο από μπροστά. (μέρος 3)
Ήταν ένα σοκ την πρώτη φορά. Με κινήσεις αδέξιες, αλλά προς στιγμήν αποτελεσματικές άδραξα τον Ζίρο, τύλιξα το αριστερό μου χέρι γύρω απ' το σβέρκο του για να τον κρατήσω κοντά. Αμέσως μετά συγκέντρωσα όλες τις δυνάμεις μου στο δεξί μου χέρι, το οπλισμένο. Πήρα φόρα και φέρνοντάς το μαχαίρι προς τα πάνω το έμπηξα μέσα του. Η εισχώρηση δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το σοκ της σύγκρουσης τράνταξε το χέρι μου, και παραλίγο να μου πέσει το στιλέτο.
Για μερικά σουρεαλιστικά δευτερόλεπτα απομένω να κοιτάζω σαστισμένη τα δάχτυλά μου που είναι ακόμη μαγκωμένα γύρω από την λαβή, μόνο αυτή εξέχει από το σώμα του, η λεπίδα έχει εξαφανιστεί.
«Ζίρο...;», ψελλίζω αβέβαια.
Σηκώνω τα μάτια μου στα δικά του αναζητώντας απεγνωσμένα μια απάντηση, μια αντίδραση, κάτι...
Ο Ζίρο δεν ανταποκρίνεται. Μονάχα κοιτάζει προς τα κάτω, στο σημείο όπου το διάφραγμα του ενώνεται με το στήθος του και αντικρίζει την λαβωματιά. Η έκφραση που έχει πάρει όσο το κάνει αυτό είναι παράξενη, σχεδόν παραμορφωμένη. Τα μαύρα του μάτια είναι ορθάνοιχτα από την έκπληξη, το στόμα του χάσκει και το δέρμα έχει τσιτωθεί κι έχει κερώσει επάνω στο γυμνό του κρανίο. Θυμίζει τον πίνακα «Η κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ.
«Ζ-Ζίρο;» δοκιμάζω ξανά να πω.
Σε απάντηση εκείνος αποτραβιέται μαλακά, παραπατάει μία δύο φορές, και για να μπορέσει να σταθεροποιηθεί κάθεται στην άκρη του κρεβατιού όπου και μένει μισό-διπλωμένος.
«Εί-είσαι καλά;»
«Θαυμάσια», μουγκρίζει. «Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι μόλις έχασα την σπλήνα μου...»
Η στάση του κορμιού του, η χροιά της φωνής του, η έκφραση στο πρόσωπό του, όλα αυτά μαρτυρούν ότι ο Ζίρο υποφέρει. Μπορεί οι μαχαιριές να μην είναι θανάσιμες για εκείνον πια, ωστόσο παραμένουν αδιαμφισβήτητα επώδυνες.
Πασχίζω να επικεντρωθώ στην θετική μεριά του πράγματος, προτού επιτρέψω στις τύψεις να με καταλάβουν.
«Έλα μωρέ», του πετάω βλακωδώς. «Αφού δεν την χρειάζεσαι...»
Ναι, είναι ότι πιο ηλίθιο μπορώ να πω, αλλά τι άλλο να κάνω; Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να αντιδράσω! Τα έχω χαμένα!
«Το ξέρω ότι δεν την χρειάζομαι», βογκάει. Υψώνει τα μάτια του στα δικά μου και με κατακεραυνώνει με ένα βλέμμα. «Αλλά πονάει».
Με αυτό ζαρώνω. Προσωρινά νιώθω την ανάγκη να δικαιολογηθώ, να του θυμίσω ότι όλο αυτό ήταν δική του ιδέα, ώστε να αποποιηθώ την ευθύνη. Έπειτα μου 'ρχεται να τον ρωτήσω πώς στην ευχή ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται η σπλήνα του, εγώ δεν έχω σαφή εικόνα του πού βρίσκεται η δική μου.
Στο τέλος δεν κάνω τίποτα απ' τα δύο.
«Θα πρέπει να το αφαιρέσουμε», του λέω, εννοώντας το μαχαίρι που εξέχει ακόμη απ' το πλευρό του.
Νεύει μ' έναν μορφασμό.
Τρέχω στην ντουλάπα που βρίσκεται στην γωνία του δωματίου, ανοίγω τα φύλλα της και βουτάω μια μεγάλη λευκή πετσέτα από το πάνω ράφι. Ύστερα επιστρέφω κοντά στον Ζίρο με εσπευσμένες κινήσεις.
Μια ρυτίδα πόνου αυλακώνει το σημαδεμένο του μέτωπο, καθώς τα χέρια του πλησιάζουν τη λαβή. Υπάρχει ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στα χλωμά του δάχτυλα που τα εμποδίζει να κλείσουν.
Κάθε φορά που το επιχειρεί αποτυγχάνει οικτρά.
Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι με την παραμικρή κίνηση, με την πιο ελάχιστη μετατόπιση η λεπίδα σαλεύει μέσα στο σώμα του, γι' αυτό διστάζει να την πιάσει. Γι' αυτό αμφιταλαντεύεται.
«Εδώ», η λέξη δραπετεύει απ' το στόμα μου προτού την συγκρατήσω. «Άσε εμένα να το κάνω».
Στην αρχή στέκομαι απλώς εκεί, ακίνητη, λες και δεν έχω συνειδητοποιήσει ότι τα λόγια μου πρέπει να συνοδευτούν με πράξεις.
Έπειτα όμως, γονατίζω μπροστά απ' το κάθισμα του Ζίρο και κάθομαι αντίκρυ του. Αγνοώ επιμελώς την έκφραση ατόφιου πανικού που έχει λάβει και επικεντρώνομαι σε όσα έχω να κάνω. «Ε... ε... εντάξει», τραυλίζω. «Πες μου αν σε πονέσω... Θα... θα μετρήσω ως το τρία και τότε θα το αφαιρέσω».
Ο Ζίρο κουνάει το κεφάλι του βουβά. Οι μυς στο σώμα του είναι τόσο τσιτωμένοι, τόσο σκληροί και απότομοι που θυμίζει οργκάμι. Τα δάχτυλά του χώνονται στα σκεπάσματα του κρεβατιού, τ' αρπάζουν σφιχτά και δεν τ' αφήνουν με τίποτα. Είναι έτοιμος.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και τοποθετώ τα χέρια μου γύρω από την κρύα λαβή, όσο πιο σταθερά και απαλά μπορώ, σχεδόν με μηχανική ακρίβεια.
Το στομάχι μου σφίγγεται μεμιάς και η ιδέα της πληγής και του αίματος που φωλιάζει μέσα της μου προκαλεί ναυτία.
Ο Ζίρο το προσέχει. «Είσαι σίγουρη ότι δεν θα λιποθυμήσεις ως το τρ-»
Είμαι σίγουρη. «Τρία!»
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top