Κεφάλαιο 4: Οι φίλοι δεν σε μαχαιρώνουν πισώπλατα. Μόνο από μπροστά. (μέρος 1)


Η δεσποινίς Άρτερτον πιάνει με προσεκτικές κινήσεις ένα κομμάτι κιμωλίας, καθώς σκέφτεται ότι ο σκονισμένος πίνακας ίσως λερώσει το μαύρο ρούχο της.

«Λοιπόν», λέει με τη στριγκή φωνή της. «Τι γνωρίζουμε για τους φόνους;»

Αναφέρεται ασφαλώς στις φανταστικές δολοφονίες της οδού Μοργκ κι όχι στις επερχόμενες του Ντέιβις Πλέις. Για δαύτες δε σκαμπάζει τίποτα.

Στο διήγημα, συντελείται η βάναυση και μυστηριώδης δολοφονία δύο γυναικών. Πολυάριθμοι μάρτυρες δηλώνουν ότι άκουσαν τη φωνή του πιθανού δολοφόνου, κανείς όμως δεν μπόρεσε να καταλάβει ποια γλώσσα ήταν αυτή που μιλούσε. Αυτό οδηγεί τις έρευνες της αστυνομίας σε ένα απόλυτο αδιέξοδο.

Κατά πάσα πιθανότητα, είμαι η μοναδική μαθήτρια που έχει καταπιαστεί έστω κι ελάχιστα με τη μελέτη του κειμένου. Παρότι μπορώ να αποτρέψω τον μονόλογο της καθηγήτρια δεν σκοπεύω να το κάνω.

Κάθομαι σιωπηλή στην καρέκλα μου και παρακολουθώ ή προσποιούμαι ότι παρακολουθώ. Τελευταία είμαι ασύνδετη, λακωνική, με το ζόρι μιλάω ή αντιδρώ σε ερεθίσματα.

Δεν ξέρω σε τι να προσάψω τις ευθύνες: Στην απώλεια του Κάι που έχει πια μετατραπεί σε ένα θλιβερό φυτό σε κώμα; Στο γεγονός ότι οι Μαρς έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς από προσώπου γης; Στο ότι ο Ζίρο δεν σαμποτάρει πια την καθημερινότητά μου, παρά μόνο τα βράδια μου, κατά τη διάρκεια των Μαθημάτων Φόνων;

Ότι κι αν φταίει, έχω αρχίσει να χάνω ανεπανόρθωτα την επαφή μου με τη φυσιολογικότητα.

Η δεσποινίς Άρτερτον χάνει την υπομονή της κι απαντά η ίδια στο ερώτημα που έθεσε. «Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ασυνήθιστη ποσότητα αιθάλης από το τζάκι. Όταν οι αστυνομικοί πλησίασαν βρήκαν το σώμα της δεσποινίς Λ' Εσπανέ, της κόρης, το ανέσυραν μέσα από την καμινάδα. Ο δράστης το είχε τραβήξει βίαια προς τα πάνω μέσα από το στενό άνοιγμα, επί αρκετά μέτρα».

Υψώνει το χέρι της και ασβέστινες λέξεις χαράζονται στον πίνακα: Πολλές εκδορές, σοβαρές αμυχές, σκούρες εχυμώσεις, βαθιές γρατζουνιές από νύχια στο λαιμό, στραγγαλισμός, τρομακτική κακοποίηση.

«Λίγο αργότερα το σώμα της γηραιάς κυρίας, μαντάμ Λ' Εσπανέ ανακαλύφθηκε να κείτεται στον κήπο. Περισσότερες μακάβριες σημειώσεις κάνουν την εμφάνιση τους επάνω στον πίνακα. Ένας άγρια κατακρεουργημένος λαιμός, το κεφάλι αποκόπηκε κι έπεσε στο χώμα όταν επιχείρησαν να σηκώσουν τη σωρό...

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου κάμποσες φορές, απλά και μόνο για να βεβαιωθώ ότι βλέπω καλά. Ότι δεν έχει αρχίσει να με προδίδει κιόλας ο ταραγμένος μου εγκέφαλος.

Εντάξει, κάνουμε λογοτεχνική ανάλυση των έργων του Ποέ, αλλά και πάλι. Αυτό εδώ παραπάει. Ατενίζω την φρικτή περιγραφή των φόνων. Γραφική και λεπτομερή. Και καταλήγω ότι κάτω από τα βαρετά άχρωμα ταγιέρ της και τα αυστηρά τετράγωνα γυαλιά της, η δεσποινίς Άρτερτον είναι ένα διεστραμμένο ψυχάκι του κερατά!

Γιατί εκθέτει απρόβλεπτους, ανήλικους εγκληματίες σε τέτοιου είδους σκέψεις; Τι θέλει να επιτύχει; Να μας δει να ξεκοιλιαζόμαστε μεταξύ μας σαν αλλοτινοί ήρωες του Ποέ; Κάπου στο βάθος του μυαλού μου, υποπτεύομαι ότι η καθηγήτρια είναι απλώς βλαμμένη και παράφορα ερωτευμένη με τον συγγραφέα, ότι προβάλει τα έργα του για να μας εμφυσήσει τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, να μας διδάξει εμμέσως κάτι ηθικό και τίμιο. Στην ουσία όμως, οι δεσμώτες του Ντέιβις Πλέις μπορούν να διολισθήσουν σε κακουργήματα πιο εύκολα, από ότι ν' αποτραπούν από αυτά.

Η προσέγγιση της Άρτερτον είναι όλη λάθος!

Ακουμπάει την κιμωλία στο αυλάκι του πίνακα και εξακολουθεί ν' αναλύει το έργο σε ένα πιο ιδεολογικό επίπεδο αυτή τη φορά.

Οι δολοφονίες της οδού Μοργκ, όπως μας εξηγεί, είναι ένα έργο που αρνείται το προφανές κι εξετάζει το απροσδόκητο. Ο δολοφόνος δεν μπόρεσε να προσδιοριστεί από κανέναν μάρτυρα, η προφορά, οι λέξεις του δεν ταίριαξαν σε καμία περιγραφή, διότι πολύ απλά ο δολοφόνος δεν ήταν άνθρωπος. Ένας ουρακοτάγκος που το έσκασε από τον ιδιοκτήτη του, βρέθηκε κατά λάθος εγκλωβισμένος στο διαμέρισμα των δύο γυναικών και επάνω στον πανικό του τους επιτέθηκε.

«Πείτε μου, λοιπόν, είναι ο δολοφόνος πάντοτε ένοχος;», ρωτάει αποπεμπτικά. «Όταν η πρόθεση του δεν είναι να βλάψει, αλλά να ελευθερωθεί; Όταν δεν έχει μοχθηρία στην καρδιά του...;»

Ο περίγυρος αδιαφορεί επιδεικτικά, ωστόσο τα λόγια της μεσήλικης γεροντοκόρης σημαίνουν κάτι για εμένα. Αντηχούν μέσα μου, αφήνοντας μια ηχώ που στοιχειώνει.

Είναι ο δολοφόνος πάντοτε ένοχος; Εγώ; Είμαι ένοχη;

Όχι, δεν είμαι. Έχω υποφέρει αρκετά, έχω υπομείνει πάρα πολλά.

Είναι ώρα να νικήσω.

Η ματιά μου χαμηλώνει, πέφτει στα χέρια μου. Κρατούν ένα μικρό κίτρινο μολύβι με μισοφαγωμένη μυτούλα, μουτζουρώνουν νωχελικά τα περιθώρια ενός φθαρμένου τετραδίου.

Εχτές το βράδυ κρατούσαν ένα μαχαίρι, λείο και παγωμένο, αιχμηρό με μια ανηλεή, ασημένια λάμψη.

Ποιο απ' τα δύο αντικείμενο τους ταιριάζει περισσότερο; Ποιο ανήκει στ' αλήθεια εκεί;

Περνώ ολάκερη την ημέρα κάνοντας το ίδιο πράγμα. Μένω αφηρημένη κι εξετάζω τα χέρια μου, κι αναρωτιέμαι εάν είμαι έτοιμη να τα βάψω με αίμα, εάν είμαι έτοιμη να σκοτώσω κάποιον.

Πρωταρχικό μέλημα του Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ για αυτό το βράδυ είναι να βεβαιωθεί ότι ξέρω να κρατώ και να χειρίζομαι επαρκώς το μαχαίρι μου ως φονικό όπλο. Εν αρχή, απογοητεύεται όταν τον χτυπά σαν γροθιά η συνειδητοποίηση ότι η μέχρι τώρα χρήση των μαχαιριών μου έγκειται στο να αλείφω μαρμελάδα κράνμπερι σε ψωμάκια μπέιγκελ.

Προσπαθώ, ακολουθώ τις υποδείξεις του, εφαρμόζω αλλαγές στην στάση του κορμιού μου, σφίγγω τη λαβή μου γύρω απ' τη λαβή του μαχαιριού. Τζίφος.

«Κρατάς το μαχαίρι σαν το φωτόσπαθο που έχουν οι ήρωες του Πολέμου των Άστρων», ο τόνος του Βάλχοφ είναι περιφρονητικός και λίγο χλευαστικός. Εύλογο είναι.

«Αυτό είναι το μόνο που ξέρω από μαχαίρια και σπαθιά», δικαιολογούμαι. Δεν μεγάλωσα μυημένη σε πολεμικές τέχνες και αυτοάμυνα, στο παρελθόν δεν έχω ασχοληθεί με όπλα σαν κι αυτό. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να κοπανήσω με αυτό τον Ζίρο σαν να ήταν γκλομπ. Ή να του το πετάξω ή να πάω να τον καρφώσω με την μυτερή σαν γραφίδα άκρη.

Δεν μου αρέσει καμία από τις επιλογές μου.

«Μοιάζω καθόλου με τη Λέια τουλάχιστον;», ρωτώ θέλοντας να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα. Αρχίζω να ζυγίζω το όπλο μου, να το κραδαίνω πέρα δώθε για να δει ότι ίσως είμαι λίγο πιο εξοικειωμένη με αυτό από όσο θαρρεί ο ίδιος. Κάνω να στριφογυρίσω παιχνιδιάρικα τη λεπίδα και αυτή αστράφτει ανάμεσα στα δάχτυλά μου, τραμπαλίζεται επάνω στο δείκτη μου και γέρνοντας... πέφτει στο πάτωμα υπό την ντροπιαστική νότα ενός μεταλλικού «κλαααγκ».

Μια σκοτεινή θυμηδία ζωγραφίζεται στο ασπρόμαυρο πρόσωπο του. «Όχι και τόσο», παραδέχεται. «Μοιάζεις πιότερο σαν μωρό με κουδουνίστρα, παρά σαν ζόρικη αποστάτρια πριγκίπισσα ενός μακρινού Γαλαξία. Κάτι πρέπει να κάνουμε για αυτό».

«Να κάνουμε τα μαλλιά μου χωρίστρα στη μέση και να τα πιάσουμε σε κότσο σαν στριφτή τυρόπιτα;», προτείνω αφελώς.

Από ότι φαίνεται έχει κάτι άλλο κατά νου.

Ο Ζίρο έρχεται προς το μέρος μου με αργές, μεγάλες δρασκελιές και όταν με φτάνει στέκεται αντίκρυ μου.

Τα μάτια του που είναι θεοσκότεινα καρφώνονται επάνω μου, όμοια με μαύρες διαστημικές τρύπες που ρουφάνε τα πάντα μέσα τους δίχως να δίνουν το παραμικρό πίσω. Με παρατηρεί για κάμποσο πράγμα που με κάνει αδικαιολόγητα νευρική. Το βλέμμα του δεν είναι βεβηλωτικό, όπως του Γκρίφιν, παρόλα αυτά έχει κάτι... άλλο, κάτι που με τσιτώνει. Ξέρω ότι με μετράει, με ζυγίζει και με αξιολογεί. Γιατί κοιτάζει τόσο επίμονα; Τι ψάχνει; Ατέλειες;

Εάν ναι, τότε τις βρίσκει, διότι πιάνει τις παρατηρήσεις.

«Άσε με να σου δείξω». Ανασύρει το δικό του στιλέτο, που είναι πιστό αντίγραφο του δικού μου μα μεγαλύτερο, το στηρίζει στο μεσαίο του δάχτυλο και το αφήνει να ισορροπήσει εκεί, σχεδόν μια ίντσα πριν την μέση. «Βλέπεις;», λέει. «Το σημείο ισορροπίας. Εδώ πρέπει να το κρατάς, ώστε να ταιριάζει απόλυτα στο χέρι σου».

Δοκιμάζω με το δικό μου στιλέτο, αποφασισμένη να μην το αφήσω να μου πέσει ξανά και όταν το βολεύω στο κατάλληλο μέρος της παλάμης μου, εκείνος προχωρά στο επόμενο σκέλος της εκπαίδευσης.

Μου αναλύει τους δύο σημαντικότερους τύπους χτυπήματος, την διαφορά ανάμεσα σε ένα χτύπημα από ψηλά κι από χαμηλά. «Γενικά, θα σου πρότεινα να χρησιμοποιείς το χτύπημα από κάτω. Από πάνω δύσκολα μπορείς να κάνεις ζημιά, εκτός και εάν πηδήξεις από κάποιο υπερυψωμένο μέρος με πολύ μεγάλη φόρα. Επιπλέον, είσαι κοντούλα-»

«Κανονική είμαι», ενίσταμαι αμέσως σε αυτό.

Το παραβλέπει. «Ακόμα και εάν έφτανες στο ύψος του λαιμού, θα έπρεπε να ασκήσεις μεγάλη πίεση για να τον διαπεράσεις, εκτός και εάν είναι καθιστός. Καλύτερα επικεντρώσου στα χαμηλά χτυπήματα».

«Χμμμ», μουγκρίζω εν μέρει ακόμα θιγμένη.

Ο Ζίρο ξεκινάει να περπατάει γύρω μου, κρατώντας το στιλέτο του ανά χείρας, χαϊδεύοντας τρυφερά την κόψη με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του. Χωρίς να χρειαστεί να τον κοιτάξω, καταλαβαίνω ότι επιστρέφει στην εξονυχιστική του έρευνα, σχεδόν ακούω τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν. Δεν σταματούν ποτέ, είναι όλο σχέδια, μηχανορραφίες και κρυφές ατζέντες πράγμα που τον κάνει ένα εν δυνάμει κορυφαίο αρπακτικό.

Αφότου διαγράφει ένα μικρό ημικύκλιο ο Ζίρο βρίσκεται από πίσω μου.

«Η καλύτερη επιλογή σου», μου εξηγεί χαμηλόφωνα. «Είναι να δοκιμάσεις να επιτεθείς από πίσω». Θέλω να αφοσιώσω όλη την προσοχή μου στα λεγόμενά του, αλλά την ίδια στιγμή αισθάνομαι την ανάσα του στο αφτί μου καθώς μιλάει. Αυτό δεν με βοηθάει καθόλου. Αυτή η αίσθηση κάνει τις τριχούλες στο σβέρκο μου να σταθούν προσοχή. Δεν είναι ευχάριστη, δεν είναι δυσάρεστη, είναι απλά... αποπροσανατολιστική. Ανατριχιάζω, αλλά προσπαθώ να μην το αφήσω να φανεί. «Υπάρχει ένα σημείο που μπορείς να εντοπίσεις εύκολα από αμφότερες μεριές», μου εκμυστηρεύεται.

Κι έπειτα κάνει κάτι που θέτει αυτόματα κάθε κύτταρο του σώματος μου σε κατάσταση συναγερμού. Με αγγίζει, τα δάχτυλα του περνούν πάνω από τους ραχιαίους μυς μου και βρίσκονται απροειδοποίητα στο στρίφωμα της μπλούζας μου.

Τι κάνει; πανικοβάλλομαι.

Η θύμηση του Πιτ αναδύεται στη μνήμη μου, το πώς τα χέρια του βρέθηκαν παντού επάνω μου, το πώς αφαίρεσε τα ρούχα μου ένα ένα παρά τις ικεσίες μου, το πώς με άφησε γυμνή κι εκτεθειμένη, τρωτή. Όλα αυτά είναι αίφνης πολύ κοντινά, παρόντα.

Πάω να τραβηχτώ, αλλά στο τέλος παραμένω στη θέση μου.

Επειδή το ίδιο κάνει κι ο Ζίρο.

Ναι, το χέρι του εξακολουθεί να κρατάει την άκρη της μπλούζας μου, αλλά δεν την σηκώνει.

Στέκεται ακίνητος από πίσω μου, σιωπηλός κι αβέβαιος σαν να ζητάει την άδεια μου, σαν να καταλαβαίνει ότι δεν ανέχομαι να ξεσκεπάζει ο οποιοσδήποτε την σάρκα μου λες και είναι έκθεμα σε κάποια γκαλερί του τρόμου.

Δεν κάνει τίποτα, έως ότου του δίνω την έγκριση μου.

Στο τέλος νεύω δειλά.

Με αργές, προσεκτικές κινήσεις σαν να φοβάται μη με τρομάξει, ο Ζίρο σηκώνει το ύφασμα έως την μέση της πλάτης μου. Παίρνω μια βαθιά καταπραϋντική ανάσα.

Όλα καλά, μονολογώ κάπως ταραγμένη, όλα καλά...

«Είναι δυσκολότερο να χτυπήσεις κάποιο ζωτικό όργανο από πίσω, αλλά την ίδια στιγμή είναι πιο απλό να αποφύγεις τα πλευρά και να βρεις ψαχνό», συλλογίζεται. Πώς τα ξέρει όλα αυτά;

Τα δάχτυλά του, μακριά και παγωμένα αγγίζουν την βάση της πλάτης μου και αναρριχώνται απαλά στα πλευρά και τη σπονδυλική μου στήλη, αφυπνίζοντας με, κάθε νεύρο στο σώμα μου ζωντανεύει και δονείται. Μου δείχνει ψηλαφητά ποια είναι τα σημεία που μας ενδιαφέρουν. «Εάν καταφέρεις να χτυπήσεις ανάμεσα στα πλευρά, τότε αξίζει το ρίσκο, αν όμως καρφωθεί η αιχμή στο κόκαλο το μαχαίρι θα σφηνώσει εκεί. Το θύμα σου δεν θα πάθει σοβαρή ζημιά, αλλά εσύ θα αφοπλιστείς και τότε...», το χέρι του θωπεύει το πλευρό μου και για να υπογραμμίσει θαρρείς τα λόγια του σε αυτό το σημείο βάζει πίεση και με αρπάζει. «Θα σε πιάσει!»

Σε αυτή την τελευταία κίνηση, ο Ζίρο ασκεί άθελα του περισσότερη δύναμη από όση είναι απαραίτητο κι αυτό με κάνει να βγω εκτός ισορροπίας και να πέσω προς τα πίσω. Το κενό ανάμεσα μας εξαλείφεται. Η πλάτη μου χτυπά στο στήθος του και καταλήγουμε σε έναν αλλόκοτο ανάποδο εναγκαλισμό.

«Τ-τι να κάνω σε μια τέτοια περίπτωση;», απορώ αναψοκοκκινίζοντας.

«Εδώ», ο ψίθυρος του χαϊδεύει το αυτί μου. Νιώθω την μύτη του μαχαιριού του να κεντρίζει το δέρμα μου. «Κάτω από το τελευταίο παΐδι, εάν μαχαιρώσεις με ανηφορική κατεύθυνση θα βρεις το νεφρό του. Κάν' το αυτό και ο Γκρίφιν θα πέσει σαν πέτρα».

Η φωνή του χρωματίζεται από μια σκληρή ικανοποίηση.

«Ο πιο σύντομος δρόμος για την καρδιά ενός άντρα», με νουθετεί λίγο αργότερα ο Βάλχοφ με ύφος σατανικής πεθεράς. «Είναι ανάμεσα στο τέταρτο και το πέμπτο πλευρό». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και δείχνει να διχάζεται. «Ή μήπως στο πέμπτο και το έκτο;»

Τον κοιτάζω δύσπιστα. Αλήθεια τώρα; Αμφιβάλει; Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου αυτό, δεν χωρούν ενδοιασμοί εδώ! Πρέπει να ξέρω!

«Όχι, όχι», μουρμουρίζει αφού τον κατακεραυνώσω με ένα βλέμμα. Μιλά με περισσότερη αυτοπεποίθηση από όση υποψιάζομαι ότι διαθέτει. «Στο πέμπτο και το έκτο είναι κενό, δεν πεθαίνεις, απλά χάνεις αίμα...»

«Και πώς μετράει κανείς τα πλευρά; Από πάνω ως κάτω ή αντιστρόφως; Επιπλέον, το... το κλειδοκόκαλο συμπεριλαμβάνεται ή όχι;»

«Λοιπόν...», αποκρίνεται εκείνος ήπια. «Νομίζω ότι αυτό θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα στο μυαλό σου».

Ο Ζίρο περνά το χέρι του πάνω απ' το κεφάλι του τραβώντας την μπλούζα του και βγάζοντας την με αντρικό τρόπο. Αυτό τον αφήνει ημίγυμνο μπροστά μου.

«Πωπω...», το επιφώνημα μου ξεφεύγει κατά λάθος.

Οι κανόνες ευπρέπειας των Βάλενταϊν θα μου απαγόρευαν ρητά να έχω έναν ημίγυμνο νεκρό αναρχικό παρία στο δωμάτιο μου μες την μέση της νύχτας, ακριβώς διότι θα ήταν νεκρός, αναρχικός και παρίας, κυρίως όμως επειδή η γύμνια του θα κατακρίνονταν ως κάτι το ξεδιάντροπο. Εξάλλου, οι Βάλενταϊν ανέκαθεν ήταν ακραία συντηρητικοί.

Προσπαθώ να το θυμάμαι αυτό, αλλά όσο κι εάν αναψοκοκκινίζω με το θέαμα, δεν μπορώ να αποστρέψω την ματιά μου, αντίθετα αυτή παραμένει καρφωμένη. Εκεί. Πάνω του.

«Πωωω...», δραπετεύει απ' το μισάνοιχτο στόμα μου ένα τελευταίο, καθυστερημένο επιφώνημα προτού προλάβω να το πνίξω.

Ο Ζίρο κάνει ένα βήμα πίσω κι οι ώμοι του καμπουριάζουν, μαζεύεται δείχνοντας ξαφνικά αμήχανος, αβέβαιος. Σχεδόν ντροπαλός.

Τα χέρια του που κρατούν ακόμη την σκούρα μπλούζα του με τον σκισμένο γιακά τη σφίγγουν, τη στύβουν σαν να μη ξέρουν τι άλλο να κάνουν.

Αυτό είναι κάτι νέο και την ίδια στιγμή κάτι που έχω ξαναδεί.

Θυμάμαι ότι την πρώτη νύχτα που μου φανερώθηκε στο αναρρωτήριο μου ζήτησε κάτι: Μη με κοιτάζεις με αυτό το ύφος. Ποιο; είχα αναρωτηθεί. Το ύφος κάποιου που έχει εμπρός του ένα αποτυχημένο πείραμα του Δόκτωρ Φρανκενστάιν. Ξέρω ότι δείχνω παράξενος, απόκοσμος, τερατώδης... Δεν πρέπει όμως να ξεχνάς ότι σε αυτόν τον κόσμο γεννιούνται συχνά τέρατα που προέρχονται από ανθρώπινους γονείς.

Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ δεν είναι ούτε κατά διάνοια όσο αυτάρεσκος κι αγέρωχος δείχνει. Είναι κι αυτός λίγο ανασφαλής. Νομίζω ότι η προηγούμενη αντίδραση μου παρερμηνεύτηκε από μέρους του και τον έκανε να νιώσει άσχημα.

Προσπαθώ να επανορθώσω.

«Εε», τραυλίζω. «Εννοώ...ότι είσαι... απρόσμενα... ελκυστικός...;»

Η σκέψη αυτή είναι αναπάντεχη. Ένα αόρατο ερωτηματικό αλλοιώνει την κατάφαση μου, όχι επειδή αμφιβάλλω για το εάν καταφάσκω. Καταφάσκω. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Απλά δεν περίμενα να ακούσω τον εαυτό μου να ξεστομίζει κάτι τέτοιο.

Για τον Βάλχοφ.

Ο Ζίρο ξαφνιάζεται εξίσου με την δήλωση μου, την επεξεργάζεται σιωπηλά για λίγο και σιγά σιγά ένα ισχνό, δύσπιστο χαμόγελο καμπυλώνει τα χείλη του. Το βλέμμα του χαμηλώνει στο πάτωμα.

Είναι η έκφραση κάποιου που δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει κοπλιμέντα κι ενθαρρυντικά σχόλια. Του έχω προκαλέσει αμηχανία. Για δες τον!

Είναι σαν ένας ανθρώπινος καμβάς, γεμάτος πινελιές, σχέδια και σκοτεινά μοτίβα.

Αυτή είναι η ασπίδα του, η πανοπλία του.

Κάτω από τις σπείρες των τατουάζ του βλέπω ένα σώμα εύρωστο, ψηλόλιγνο και άσπρο σαν να μην έχει ξαναβγεί στον ήλιο. Οι ώμοι του είναι τετράγωνοι και φαρδύτεροι σε σχέση με τον υπόλοιπο κορμό. Το βλέμμα μου ακολουθεί την απότομη γραμμή του κλειδοκόκαλου και κατεβαίνει στο θώρακα και την κοιλιά του, όπου έχει έντονες γραμμώσεις. Οι αυλακώσεις των σκληρών μυών γίνονται ακόμη πιο ευδιάκριτες πάνω από τα κόκαλα της λεκάνης του, λες και κάποιος έχει πιέσει τα δάχτυλα του εκεί δημιουργώντας λακκάκια.

Τούμπανο, έτσι θα τον χαρακτήριζε η Νιβ, εάν μπορούσε να τον δει.

«Τέλος πάντων», λέει τελικά ο Ζίρο, διακόπτοντας τα προδοτικά μου αισθήματα και τους ρομαντικούς μου ρεμβασμούς. «Μετράμε τα πλευρά από πάνω προς τα κάτω. Να, έτσι». Τεντώνεται και το σώμα του που είναι ωχρό και σκούρο συνάμα, σαν το φεγγάρι στην άκρη του ορίζοντα, σφίγγεται. Μου αποκαλύπτει μυς που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα. «Αυτό είναι το πρώτο, αυτό το δεύτερο και πάει λέγοντας».

Άκαμπτα παίρνει το χέρι μου και το ακουμπά επάνω του, επιτρέποντας μου να ιχνηλατήσω τα κοκάλα των πλευρών που προεξέχουν κάτω από τα σάρκινα ιερογλυφικά του. Τον αγγίζω απαλά, επιφυλακτικά σαν να φοβάμαι ότι αν ασκήσω άθελα μου περισσότερη δύναμη θα καταστρέψω ένα έργο τέχνης.

Εξακολουθεί να αποφεύγει το βλέμμα μου, δεν σηκώνει τα μάτια του στα δικά μου, γεγονός που μαρτυρά ότι νιώθει ακόμα κάπως ντροπαλός.

Το αντιπαρέρχομαι.

Στο κέντρο του στέρνου του, στο σημείο της καρδιάς ο Ζίρο έχει ζωγραφισμένο το σήμα της βιολογικής απειλής. Συμβολικό, σκέφτομαι παρατηρώντας το. Αντικατοπτρίζει ακριβώς πως νιώθει εκείνος για τα συναισθήματα. Είναι ολέθρια, καταστροφικά...

«Εδώ», μου ψιθυρίζει δείχνοντας μου το κέντρο, ακριβώς κάτω από το στήθος. «Εδώ είναι το σημείο που πρέπει να στοχεύσεις. Σημάδεψε προς τα πάνω, ευθεία και μέσα, όσο πιο δυνατά μπορείς. Αυτό θα μπήξει τη λεπίδα στην καρδιά και θα τον σκοτώσει σε ένα με δύο λεπτά. Το μόνο πρόβλημα είναι να αποφύγεις το θωρακικό οστό. Πάει μέχρι κάτω, πιο χαμηλά από ότι δείχνει».

Νεύω.

Ο Ζίρο με βάζει να σταθώ με ποικίλους τρόπους, να κρατήσω το μαχαίρι μου, να του το αποσπάσω, να τον εμποδίσω απ' το να μου το αποσπάσει ο ίδιος. Οι προσπάθειες του να με σπρώξει στο πετσί του ρόλου τον οδηγού να υποδυθεί ο ίδιος το θύμα μου. Ξαπλώνει υπάκουα στο πάτωμα ή αφήνει την πλάτη του εκτεθειμένη σε εμένα για να μπορέσω να τον αιφνιδιάσω. Μου ορμάει από πίσω ή προσποιείται ότι με πνίγει ώστε να μπορέσω να μαχαιρώσω το στομάχι του.

Στην αρχή είμαι τρομερά αδέξια. Ο Ζίρο που βρίσκει τις προσποιήσεις και τις απόπειρες μου ξεκαρδιστικές δεν μπορεί να αντισταθεί, παρά επιδίδεται σε κάμποσα σαρδόνια σχόλια.

Παρόλα αυτά, όταν αφήνει κατά μέρος τους αστεϊσμούς και πεισμώνει ο Βάλχοφ με κάνει να τον εκτιμώ περισσότερο. Είναι καλός δάσκαλος, υπομονετικός και καλός στις επιδείξεις.

Με προπονεί ξανά και ξανά.

Και ξανά.

Έως ότου τον βλέπω να αποτραβιέται, να κάνει μια μικρή ανάπαυλα και να λέει. «Εντάξει. Ωραία. Σημειώνουμε κάποια πρόοδο. Ώρα να προχωρήσουμε στο δεύτερο σκέλος. Τι λες;»

«Μμμμ;», μουγκρίζω απορημένα.

Ο Ζίρο με κοιτάζει και το βλέμμα του σπινθίζει επικίνδυνα. Προειδοποιητικά. Σαν σήμα SOS.

Ωχ, σκέφτομαι. Τι μου επιφυλάσσει;

Αργά αργά τα χέρια του αφήνουν τα πλευρά του, σηκώνονται διάπλατα στον αέρα σαν να θέλει να μου δώσει μια πολύ μεγάλη αγκαλιά.

Ή να μου δείξει κάτι.

Το στέρνο του, γυμνό, προτεταμένο. Ευάλωτο.

Τα μάτια μου επικεντρώνονται άθελα τους στο μελανό σύμβολο της βιολογικής απειλής.

Το σημείο της καρδιάς.

«Δοκίμασε», μου λέει με παράλογο ενθουσιασμό. «Στόχευσε και χτύπα».


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top