Κεφάλαιο 3: Ένας μικρός Θάνατος
Οι ώρες, που είχαν γίνει ατελείωτες σαν αιώνες κατά τη διάρκεια της ανιαρής ημέρας μου, μικραίνουν μεμιάς σαν βεντάλια που κλείνει όταν έρχεται η νύχτα. Επειδή τότε, ο Ζίρο με επισκέπτεται για τα Μαθήματα Φόνων και κάπως έτσι αρχίζει η πραγματική δράση. Ακόμη δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα του πού πηγαίνει όταν δεν είναι εδώ –μένει τριγύρω κατασκοπεύοντας τους πάντες και τα πάντα ή εξαϋλώνεται μέσα σε κάποια άγνωστη, υπερφυσική διάσταση;-, αναρωτιέμαι εάν βράζει κι εκείνος στο ζουμί του μετρώντας τα λεπτά που αργοκυλούν σαν κόκκοι άμμου μέσα σε κλεψύδρα, έως ότου συναντιόμαστε.
Δεν τον ρωτώ ποτέ.
Απόψε είναι η τέταρτη ή η πέμπτη συνεχόμενη νύχτα που περνά ο Ζίρο στον κοιτώνα μου και όπως και τις προηγούμενες έτσι και τώρα αποφασίζουμε να εξασκηθούμε στην αμυντική και επιθετική πάλη.
Έχω αρχίσει να σημειώνω κάποια μικρή πρόοδο στις αποδόσεις μου τελευταία και ο Ζίρο με έχει αποκαλέσει «ελπιδοφόρα μαθήτρια» μια-δυο φορές, αφήνοντας στην άκρη τους χλευασμούς και τις κακίες του. Δεν ξέρω κατά πόσο το εννοούσε και κατά πόσο με καλόπιανε για να μου αναπτερώσει το ηθικό μετά από το ξύλο που μου έριχνε, αλλά αποφάσισα να ενστερνιστώ τον τίτλο. Για εμένα είναι ελπιδοφόρο το γεγονός και μόνο ότι ξεπέρασα τους ηθικούς μου φραγμούς και έπιασα να του ανταποδίδω τις επιθέσεις. Σε αυτό με βοήθησε το ίδιο το ίματζ που έχει κατασκευάσει για τον εαυτό του: Με όλα αυτά τα μελανά, δυσοίωνα τατουάζ και τα σκουλαρίκια, το χλωμό ξυρισμένο του κεφάλι και το θεόρατο ανάστημα, τα σκισμένα μαύρα ρούχα σε στιλ ροκ-αναρχικού και πάνω απ' όλα το αλαζονικό και θρασύ του υφάκι μοιάζει σαν νεαρός από τα πιο κακόφημα προάστια της πόλης. Κάθε φορά που πείθομαι να τον βλάψω το κάνω ναρκώνοντας τον εαυτό μου με ιστορίες: Δεν είναι το ταλαιπωρημένο αγόρι από το Ντιτρόιτ, είναι ένας άλλος. Παριστάνω ότι ο Βάλχοφ είναι ένα κακοποιό στοιχείο κι εκείνος ταιριάζει άψογα στον εκάστοτε ρόλο που του αναθέτω. Είναι τρομακτικός από τη φύση του και πιθανώς διαταραγμένος. Τίποτα επάνω του δεν συνάδει με το πρωτόκολλο. Αυτό κάνει τους χαρακτήρες που πλάθω για αυτόν να του ταιριάζουν γάντι. Φαινομενικά τουλάχιστον. Στα φανταστικά μου σενάρια ο Ζίρο συμμετέχει σε συνδικάτα εγκλήματος, κάνει σωματεμπόριο μικρών παιδιών σε κάποιο ξεχασμένο μέρος του πλανήτη, ληστεύει και λεηλατεί τάφους, διακινεί ναρκωτικά σε κέντρα αποτοξίνωσης, καταπιάνεται με επιθέσεις, εκβιασμούς, απαγωγές, δολοφονίες...
Του αξίζει να πάθει κακό. Του αξίζει να του κάνω κακό.
Ετούτη τη φορά δεν υπάρχουν εισαγωγικοί διάλογοι, προθέρμανση ή προειδοποιήσεις. Αμέσως μόλις ο Ζίρο εμφανίζεται στο οπτικό μου πεδίο, δέχεται επίθεση. Του ορμάω, δοκιμάζοντας να τον αιφνιδιάσω με μια απροειδοποίητη κλοτσιά. Παίρνω φόρα και τρέχοντας πηδάω επάνω στην άκρη του σιδερένιου κρεβατιού μου που τρίζει. Αφήνω το παλιό στρώμα να με εκτοξεύσει κατά πάνω του, κρατώντας το πόδι μου τεντωμένο, στοχεύοντας το κεφάλι του. Ο Ζεέρνεμποχ, όμως, είναι συνεχώς σε ετοιμότητα. Κάνει μια βουτιά και σκύβοντας με αποφεύγει ακριβώς μια στιγμή πριν τη σύγκρουση.
Χάνοντας τον στόχο μου πέφτω λίγα μέτρα πιο 'κει, στραβοπατώ και την επόμενη προσγειώνομαι μπρούμυτα στο σκληρό, κρύο έδαφος. Το κεφάλι μου κλυδωνίζεται με την σύγκρουση και το στήθος μου πονάει λες και κάποιος έχει αδειάσει με μιας τους πνεύμονές μου. Πεταρίζω τα βλέφαρά μου αργοκίνητη, νωθρή, με ολόκληρο το σώμα μου να καίει.
Σκατά, βογκάω νοερά.
«Θα πρέπει να δουλέψεις λίγο τον τρόπο που υποδέχεσαι τους καλεσμένους σου», σχολιάζει ενώ ακούγεται σκωπτικός. «Δεν το λες και το θερμότερο καλωσόρισμα».
«Δεν προσπαθώ να σε προϋπαντήσω», μουγγρίζω με το σαγόνι μου κολλημένο στο πάτωμα. «Προσπαθώ να σε σκοτώσω».
«Σε προλάβανε...», αντιγυρίζει λίγο πιο πεζά από ότι πριν.
Α, ναι, όντως... Όρθια, όρθια, υπενθυμίζω στον εαυτό μου.
Ο Ζίρο μου έχει συστήσει να βρίσκομαι συνέχεια εν κινήσει, έτσι ώστε να μη γίνομαι εύκολος στόχος. Βήχω αδύναμα και πασχίζω να σηκωθώ παραπατώντας. Ολόκληρο το δωμάτιο στροβιλίζεται γρήγορα μπροστά μου. Το ίδιο και ο Ζίρο με την εικόνα του να θολώνει και να πολλαπλασιάζεται. Ανακτώ βιαστικά την ισορροπία μου, όταν συνειδητοποιώ ότι είναι η σειρά του να επιτεθεί.
Έρχεται κατά πάνω μου με φόρα και υψώνοντας τα χέρια του επιχειρεί να μου ρίξει μερικές μπουνιές. Δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικός, πράγμα που με κάνει να υποπτευτώ ότι μπορεί εγώ να βρίσκομαι στη μάχη με τα μπούνια, αλλά ο Ζίρο κάνει ακόμα προθέρμανση. Υψώνω τα δικά μου χέρια αποκρούοντας κάθε χτύπημα με τους βραχίονες μου. Τα κόκαλα της κερκίδας και της ωλένης μου τρίζουν και εγώ ευελπιστώ μονάχα ότι θα βγω λίγο ανθεκτικότερη μέσα από όλο αυτό το μαρτύριο. Μετά ανταλλάσσουμε θέσεις. Τώρα εγώ κάνω μικρές απανωτές επιθέσεις με κοφτά, επιθετικά χτυπήματα ψηλά. Αποφεύγει μια γροθιά, μπλοκάρει την επόμενη με τον πήχη του χεριού του. Σε γενικές γραμμές δεν φαίνεται να ενοχλείται.
«Μόνο αυτό μπορείς;», με ρωτά κοιτάζοντάς με με προσμονή.
«Έχεις κάποια καλύτερη ιδέα;»
Χωρίς να απαντήσει, μου ορμάει και κυλάμε στο έδαφος πασχίζοντας να βρεθεί ο καθένας από πάνω. Καταλήγω από κάτω. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ είναι περίπου είκοσι κιλά πιο βαρύς από μένα. Προτού προλάβω να συνέλθω, αρπάζει τους καρπούς μου και τους ακινητοποιεί δεξιά και αριστερά μου πάνω στο πάτωμα. Τα χέρια, τα πόδια και ο κορμός μου βρίσκονταν εγκλωβισμένα κάτω από τα δικά του και πασχίζω να βρω κάποιον τρόπο να δραπετεύσω.
Τι τεχνικές απόδρασης μου είχε δείξει;
Δίνω μάχη για ν' απεγκλωβιστώ όσο πιο εσπευσμένα μπορώ, διότι αυτή η στάση μου είναι δυσβάσταχτά γνώριμη, η ιδέα του κορμιού μου φυλακισμένου κάτω από ένα ξένο σώμα, βαρύτερο, δυνατότερο, κυρίαρχο...
Αγωνίζομαι να μείνω μακριά από τη θύμηση της σκοτεινής, υπόγειας φυλακής μου, των τεσσάρων αγοριών που με κρατούσαν στο βρωμερό στρώμα, της κραυγής που σκάλωσε στον λαιμό μου και κόλλησε εκεί δίχως να ακουστεί ποτέ...
Χάνω την μάχη με τις σκέψεις μου.
Οι αναμνήσεις με κατακλύζουν.
Σε μια εκ των συνεδρίων μας, ο Αρτέμης μου εξήγησε ότι σε συνθήκες στρες ο εγκέφαλος μας απελευθερώνει κάποιες ορμόνες που οδηγούν σε διαφορετικές συμπεριφορικές αντιδράσεις.
Όταν απειλούμαστε, το ένστικτο της μάχης και το ένστικτο της φυγής παραβγαίνουν μέσα μας και ένα από τα δύο υπερισχύει. Είτε επιτιθόμαστε στην απειλή, είτε φεύγουμε μακριά της. Κατά τα φαινόμενα ο δικός μου οργανισμός τράπηκε στην επιλογή νούμερο 3: Την αδράνεια. Δεν κινούμουν, ούτε τα βλέφαρά μου δεν πετάριζα. Δεν μιλούσα, δεν έκανα κιχ. Έμεινα ξαπλωμένη, παθητική και τόσο πειθήνια που θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν νεκρή.
Ο Αρτέμης κρατώντας την αστραφτερή του πένα και τη δερμάτινη ατζέντα του ανά χείρας, προσπάθησε να καταλαγιάσει όλες μου τις αμφιβολίες για το κατά πόσο θα μπορούσε μια άλλη αντίδραση να είναι σωστότερη ή σωτήρια.
Έχεις περάσει κάτι πολύ τραυματικό, είναι φυσιολογικό για τους μηχανισμούς του εγκεφάλου σου να λειτουργήσουν έτσι. Το πιο κοντινό ένστικτο σε μια τέτοια απειλή είναι να παγώσεις. Αν δεν αντιστάθηκες, αν δεν ούρλιαξες, αν ήσουν σιωπηλή και μουδιασμένη είναι γιατί είχες παγώσει από τον φόβο. Αν τους άφησες να σου κάνουν ότι έκαναν ήσυχα, είναι γιατί φοβόσουν για τη ζωή σου. Σε τέτοια κατάσταση τρόμου, μπορεί κάλλιστα να έδειξες ότι συμμορφώνεσαι, ότι υποτάσσεσαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι συναίνεσες.
Ο Αρτέμης αναφέρθηκε στον υποθάλαμο ως το τμήμα του εγκεφάλου που ευθύνεται για την αντιμετώπιση μιας απειλής. Όπως το γκάζι ενός αυτοκινήτου, έτσι κι ο υποθάλαμος θέτει άμεσα εν ενεργεία όλους τους κατάλληλους μηχανισμούς ώστε ν' ανταπεξέλθει ο οργανισμός απέναντι στην εκάστοτε απειλή. Ο υποθάλαμος σε συνάρτηση με το νευρικό σύστημα εκκρίνει την ορμόνη της αδρεναλίνης στο αίμα. Η καρδιά χτυπά λίγο γρηγορότερα... Η πίεση του αίματος ανεβαίνει... Οι αρτηρίες διαστέλλονται... Οι πνεύμονες διογκώνονται... Ο ρυθμός της αναπνοής επιταχύνεται... H όραση και η ακοή γίνονται οξύτερες...
Κάπως έτσι μπαίνεις σε fight mode.
Στην θεωρία, δηλαδή, και ως γνωστόν η θεωρία μπορεί να αποκλίνει από την πράξη.
Στην πράξη βρίσκομαι καθηλωμένη.
Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι ο Ζίρο με κρατά ακόμα ακινητοποιημένη. Νιώθω την δροσιά των δαχτύλων του καθώς με κρατάει με τα χέρια του. Το πρόσωπό του βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου και τα μάτια του καίνε από έξαψη και αποφασιστικότητα. Το να κοιτάζεις μέσα τους είναι σαν να προσπαθείς να ακολουθήσεις με το βλέμμα σου ένα νόμισμα που πέφτει σ' ένα πηγάδι.
«Αυτό είναι το καλύτερό σου;», ψιθυρίζει γέρνοντας από πάνω μου με σιγανή φωνή. Πια δυσκολεύομαι να ρυθμίσω την αναπνοή μου και δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό έχει να κάνει με τον υποθάλαμο, την υπερβολική προπόνηση ή με την πίεση που νιώθω έτσι όπως με έχει καρφώσει στο έδαφος...
Τον κοιτάζω αποσβολωμένη που με κοιτάζει, ενώ αισθάνομαι ανίκανη να ξεφύγω τόσο από τις λαβές όσο κι από το βλέμμα του. Το δέρμα του είναι πάλλευκο και κρύο σαν να έχει σμιλευτεί από τον πιο σκληρό γρανίτη, το πρόσωπό του αποτελείται από καθαρές γραμμές και αιχμηρές γωνίες, άρτιες. Κοντοστέκομαι στα μάτια του, τα οποία περιβάλλονται από σκούρα τατουάζ και είναι κατασκότεινα ως συνήθως.
Μέσα τους τριζοβολά μια δύναμη ανόμοια με κάθε άλλη.
Δεν είναι όμορφος, καταλήγω, αυτή η λέξη είναι πολύ μικρή. Ο Γκρίφιν είναι όμορφος, ο Νέιθαν το ίδιο, ακόμη κι ο Μπιλ Μαρς με τον δικό του ακατέργαστο, πρωτόγονο τρόπο.
Ο Ζεέρνεμποχ δεν είναι σαν αυτούς, δεν είναι σαν κανέναν άλλο.
Κανείς δεν είναι σαν αυτόν.
Είναι... μοναδικός.
Είναι γεμάτος με ανεξερεύνητες εκφάνσεις και πτυχές κι όσα πιο πολλά μαθαίνεις για αυτόν, συνειδητοποιείς ότι τόσα λιγότερα ξέρεις. Είναι καυστικός, προκλητικός, τολμηρός, αποφασισμένος, σαρωτικός, περιπετειώδης, ριψοκίνδυνος και πανούργος. Είναι χαοτικός, μα στο χάος του υπάρχει ευφυΐα, σκοπιμότητα, ακρίβεια. Είναι πιο αντιδραστικός από πυρηνικό αντιδραστήρα. Απολαυστικά μακιαβελικός. Κάθαρμα και δώρο.
Έχει κάτι που με συναρπάζει, με τρομάζει και με εμπνέει ταυτόχρονα.
Έχει κάτι σκοτεινά γοητευτικό.
«Αμάααν...», ψιθυρίζει ειρωνικά. «Κάποια έπαθε κοκομπλόκο...»
«Εγώ πάλι νομίζω ότι κάποιος έπαθε διάσειση», καταφέρνω να αντιμιλήσω όταν συνέρχομαι.
Ο Ζίρο με κοιτάζει μπερδεμένος, αλλά όχι για πολύ. Σύντομα του λύνω την απορία.
Κινούμαι απότομα χτυπώντας το πάνω μέρος του μετώπου μου με το δικό του. Η κουτουλιά που του καταφέρνω, τον κάνει να φύγει από πάνω μου. Ο Ζίρο κυλάει δίπλα μου κρατώντας σφιχτά το μέτωπό του λες και φοβάται μην ανοίξει στα δύο.
«Καλύτερο...», βογκάει μέσα από τα σφιγμένα του δόντια. «Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα δουλέψει στον Γκρίφιν. Ο τύπος είναι τόσο χοντροκέφαλος που αν του κάνεις κουτουλιά θα έχει πονοκέφαλο για πέντε λεπτά και εσύ ενδοκρανιακό αιμάτωμα για εβδομάδες».
✖
Σηκώνομαι με κόπο παρά τους πονεμένους μου μυς που ικετεύουν για ανάπαυση. Τρίβω τους καρπούς των χεριών μου και λυγίζω τα γόνατά μου για να ξεμουδιάσω, να προετοιμαστώ για την συνέχεια.
«Περίμενε», με κόβει ο Ζίρο τρίβοντας τα μηλίγγια του. «Τι στο διάβολο ήταν αυτό;»
«Ποιο;» Το σώμα μου τσιτώνεται. Έχω μια πάρα πολύ καλή ιδέα του τι εννοεί.
«Αυτό», επαναλαμβάνει κοφτά. «Αυτό πριν. Όταν σε έβαλα κάτω-»
«Αυτό ακούγεται κάπως», παρατηρώ. Είναι ένα ανόητο σχόλιο που σκοπό έχει να καθυστερήσει την εξέλιξη της συζήτησης.
«Σε κράτησα στο έδαφος και εσύ δεν έκανες τίποτα για να πάρεις το πάνω χέρι, Αντριάννα. Έμεινες ακίνητη για δύο ή τρία ολόκληρα λεπτά. Σου έχω δείξει τεχνικές απόδρασης, σου έχω μάθει όλα τα νευραλγικά σημεία στο ανθρώπινο σώμα. Μάτια, μύτη, σαγόνι», αρχίζει να τα απαριθμεί, ενώ με κάθε ένα που εκφέρει μοιάζει πιο ευερέθιστος. «Βάση του κρανίου, λαρύγγι, ένωση λαιμού και ώμων, μασχάλες, ηλιακό πλέγμα, νεφρά, κόκκυγάς, βουβώνες, γόνατα, αστράγαλοι...»
Παρότι τις περισσότερες φορές καταφέρομαι εναντίον του, στην προκειμένη ο Βάλχοφ έχει δίκιο. Δεν πολέμησα ενσυνείδητα, δεν έδωσα το εκατό τοις εκατό μου. Άργησα να αντιδράσω και αυτό τον ανησυχεί, τον κάνει να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα όσων κάνουμε.
«Γιατί σου πήρε τόσο να ανταποδώσεις τα πυρά; Τι συνέβη;», ρωτά. Τα μάτια του με κόβουν από την κορυφή ως τα νύχια κάνοντας με να νιώσω λες και με διαπερνούν ακτίνες Χ. Αυτή του η παρατηρητικότητα είναι που δυνητικά τον καθιστά κορυφαίο αρπακτικό.
Το στόμα του πιέζεται σε μια ίσια, βλοσυρή γραμμή.
Δεν ξέρει τον λόγο, δεν τον έχει καν υποψιαστεί. Κι όμως, δεν μπορώ να του πω ότι για την χρονοτριβή φταίει ο προβληματικός μου υποθάλαμος και οι ρομαντικές προσεγγίσεις μου, οι θεωρίες μου για το μυαλό του...
Αυτό θα ακουγόταν γελοίο και κάπου μέσα μου μαντεύω ότι θα τον εξόργιζε παραπάνω.
«Λοιπόν...;»
«Α-απλώς... πάγωσα». Εν μέρει είναι αληθές. «Μου έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Και οι δυο ξέρουμε ότι δεν είμαι το πιο τολμηρό άτομο, είμαι αναποφάσιστη και συχνά... δειλιάζω».
«Δεν μπορείς να δειλιάζεις εν μέσω μια μάχης. Διακυβεύεις τα πάντα έτσι», με επιπλήττει σοβαρά. «Διακυβεύεις την έκβαση. Έχε πάντα επίγνωση του πόσο επισφαλής είναι η θέση σου, Αντριάννα. Πρέπει να είσαι ενεργοποιημένη και συγκεντρωμένη. Σε συνεχή εγρήγορση. Κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Εάν χτυπήσεις αργά ο στόχος σου θα έχει μετακινηθεί, εάν αργήσεις να αποφύγεις ένα ντιρέκτ ο Σέιγουορθ και τα άλλα τρία ανδρείκελα θα σε βγάλουν νοκ-άουτ!»
Καρφώνω το βλέμμα μου στο πάτωμα, εκεί όπου ξεκινούν οι φθαρμένες άκρες των άρβυλων του. Ντρέπομαι να τον κοιτάξω κατάματα. Έχει κάθε λόγο να θυμώνει.
Τον ακούω ν' αναστενάζει λες και παραδίνει τα όπλα για απόψε. «Κοίτα...», συμπληρώνει λίγο πιο απαλά, εγκαταλείποντας κάθε όρεξη για καυγάδες και επιπλήξεις. «Έχεις βάλει τον εαυτό σου σε μια αρένα και στην αρένα δεν χωράνε ημίμετρα, είναι όλα ή τίποτα». Βλέπω τις αρβύλες του να ξεκολλούν από το πάτωμα και να περπατούν προς εμένα. Όταν στέκεται μπροστά μου σταματά να μιλά ή να κινείται, θαρρείς και βρίσκεται στο κατώφλι μιας απόφασης. Μαντεύω πως επιλέγει τις επόμενες λέξεις του. «Αυτό που θέλω να πω είναι...», ο τόνος του είναι μαλακός, προσεκτικός. Βάζει το ένα του δάχτυλο κάτω απ' το πιγούνι μου και το σπρώχνει, υποχρεώνοντάς με να υψώσω τα μάτια μου στα δικά του. Από την έκφραση του έχει σβηστεί κάθε τιμωρητικότητα.
Θέλει να μου εξηγήσει. Θέλει να καταλάβω. Θέλει να βελτιωθώ.
«Δεν είσαι ατρόμητη, κανείς δεν είναι. Όμως επέλεξες να βρίσκεσαι εδώ και πια δεν θα υπάρχει επιστροφή. Έχεις ήδη κάνει το αμετάκλητο βήμα. Συμπεριφέρσου ανάλογα. Μη διστάσεις ξανά, μη φοβηθείς. Ο φόβος σκοτώνει το μυαλό, είναι ένας μικρός θάνατος».
Νεύω. «Έγινε. Είμαι έτοιμη. Ξεκινάμε μόλις πεις».
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top