Κεφάλαιο 17: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανίβαλους. Ζω το όνειρο. (μέρος 5)


Τρία υπερμεγέθη, τσίγκινα ταψιά σιγοψήνονται στον φούρνο της κουζίνας του Ντέιβις Πλέις. Μέσα τους αφράτες πίτες με γέμιση από ποικίλα λαχανικά, μανιτάρια και καρότα, κρεμμύδια και γογγύλια, παστινάκες και πολύχρωμες πιπεριές. Βότανα και μπαχάρια αναμεμειγμένα με πολύ μικρά κυβάκια κρέατος όπως μοσχάρι, χοιρινό και Γκρίφιν συμπληρώνουν στην γέμιση, πασπαλισμένα με αλατοπίπερο, κολυμπώντας σε μια παχιά, πλούσια καφετιά σάλτσα. Σκύβω μπροστά από την γυάλινη πόρτα του φούρνου και επιβλέπω την πρόοδο του ψησίματος. Τα τραγανά φύλλα ροδίζουν σιγανά, αφήνουν πίσω την χλωμάδα τους και παίρνουν μια χρυσαφιά απόχρωση.

Καλό αυτό, σκέφτομαι. Φαίνεται εντάξει...

«Πώς πάμε;», ρωτάει ο Ζίρο για πολλοστή φορά. Ξεφυσάω απυηδισμένη. Με ρωτάει ανά πέντε λεπτά πράγματα του τύπου: «Άντε τελειώνεις;», ή, «Θα σου πάρει πολύ ακόμα;» και «Απλές πίτες είναι, τι κάνεις τόση ώρα;»

Αφήνω την μισοσκυμμένη στάση μου μπροστά από την πόρτα του φούρνου και ισιώνοντας την πλάτη μου, στρέφομαι για να τον αντικρύσω. Ανησυχώ πως με ρωτάει τόσο επίμονα επειδή φοβάται πως οι άνθρωποι του ιδρύματος πηγαινοέρχονται ακριβώς απ' έξω και ίσως κάποιος από αυτούς μπει μέσα. «Γιατί;» ρωτάω με την ψυχή στο στόμα. «Έρχεται κανείς;»

Ο Ζίρο που κάθεται επάνω σε έναν κοντινό πάγκο, γέρνει ανάσκελα πάνω στην φαρδιά επιφάνεια και μισό-ξαπλωμένος εκεί στηρίζεται στους αγκώνες του. Χαλαρός, ανέμελος, αραχτός. Βλέπει πως είμαι σε στάδιο λιποθυμίας και μου στέλνει ένα στραβό χαμόγελο. «Όχι», λέει. «Απλά πεθαίνω της πείνας». Έπειτα σαν να του 'χει θυμίσει συνειρμικά κάτι αυτή η τελευταία φράση του, αρχίζει να τραγουδάει σιγομουρμουριστά το Hungry like the wolf των Duran Duran.

«Dark in the city, night is a wire

Steam in the subway, earth is afire

Do do do do do do do dodo dododo dodo...»

Δεν κρατιέμαι και του πετάω μια πετσέτα στην μούρη. Την πιάνει γελώντας και συνεχίζει τον χαβά του.

«Woman, you want me, give me a sign

And catch my breathing even closer behind

Do do do do do do do dodo dododo dodo».

Ανασηκώνεται και δίνοντας ένα σάλτο προσγειώνεται στο πάτωμα και αρχίζει να με πλησιάζει.

«In touch with the ground

I'm on the hunt, I'm after you».

Με δείχνει με το δάχτυλο, απειλητικά και συνάμα παιχνιδιάρικα και καταλαβαίνω που το πάει. «Αα», λέω. «Τι; Θα το κάνουμε και θεατρικό τώρα;»

«Κάτι τέτοιο», αποκρίνεται και μετά:

«Smell like I sound, I'm lost in a crowd

And I'm hungry like the wolf

Straddle the line in discord and rhyme

I'm on the hunt, I'm after you»

Βρίσκεται πίσω από εμένα και με αγκαλιάζει, τραβώντας με πάνω του. Κλείνει τα χέρια του γύρω από την μέση μου. Η πλάτη μου κουρνιάζει στο στήθος του. Και τον νιώθω να σκύβει και να φέρνει το πρόσωπο του στο πλάι του λαιμού μου. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι για να του επιτρέψω την πρόσβαση. Εναποθέτει ένα φιλί εκεί κι έπειτα με τα χείλη του ακόμη επάνω μου και την ανάσα του να γαργαλάει υπέροχα το δέρμα μου, ψιθυρίζει γλυκά:

«Mouth is alive with juices like wine

And I'm hungry like the wolf

Stalked through the forest, too close to hide

I'll be upon you by the moonlight side».

Και καθώς τον ακούω, καθώς αναλύω στο μυαλό μου τους στίχους του τραγουδιού, αρχίζω να υποπτεύομαι ότι όντως πεινάει για κάτι, για κάτι πέρα από τις πίτες. Για εμένα. Η λαχτάρα του και η επιθυμία του έχουν αυξηθεί, η ανάγκη του να νιώσει κάτι, να νιώσει εμένα. Είναι όπως αυτό το ρητό: ποτέ μου δεν αισθάνθηκα πιο ζωντανός, από την στιγμή που βρέθηκε κοντά στον θάνατο. Και οι δυο περάσαμε κάτι τέτοιο σήμερα, κοντέψαμε να χάσουμε τα πάντα και τώρα που ο κίνδυνος έφυγε, συνειδητοποιούμε τι άφησε πίσω του: Αδρεναλίνη, ένταση, έξαψη, ευγνωμοσύνη για ότι καταφέραμε να κρατήσουμε. Ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Έτσι θέλω να πιστεύω. Επειδή ο Γκρίφιν μπορεί να σιγοψήνεται στους 200 βαθμούς, όμως ο Ζεέρνεμποχ κατά κάποιον τρόπο εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί. Μπορώ μονάχα να υποθέσω σε τι το χρωστάω αυτό. Στην Γκουέν. Και στο μαγικό φάσμα της που έχτισε γύρω από το Ντέιβις Πλέις για να συγκρατήσει κάθε τι υπερφυσικό και εξωκοσμικό παγιδευμένο εδώ. Η Γκουέν και το Τάγμα του Πολεμιστή του Φωτός έδεσαν τον δαίμονα με ετούτο τον τόπο. Και μαζί με δαύτον, έδεσαν και τον Ζίρο με το ίδρυμα. Και με εμένα.

«Do do do do do do do dodo dododo dodo», συμπληρώνω σιγογελώντας.

«High blood drumming on your skin, it's so tight

You feel my heat, I'm just a moment behind

Do do do do do do do dodo dododo dodo...»

Και κάπου εκεί, μετά το τελευταίο dodo είναι που ακούω την πόρτα της κουζίνας να τινάζεται ξαφνικά προς τα μέσα και βλέπω την Έντνα, την τροφαντή υπάλληλο του ιδρύματος να στέκει στο κατώφλι. «Βάλενταϊν», γαβγίζει απότομα. «Αλίμονο σου εάν μου πεις ότι...» Αρχίζει να λέει με τον γνωστό, επιτακτικό της τόνο και κάπου στα μισά της πρότασης σταματάει και κοιτάζει άφωνη γύρω της. Της πήρε λίγα παραπάνω δευτερόλεπτα, λόγω της βαθιάς πεποίθησης της ότι θα αποτύγχανα να φέρω σε πέρας την αγγαρεία μου, όμως τελικά το πρόσεξε.

Ο αέρας στην κουζίνα είναι πλούσιος με την μοσχομυριστή μυρωδιά του φαγητού που μαγειρεύεται. Οι πάγκοι της κουζίνας καθαροί, τα σκεύη αστραποβολούν γύρω από τους νεροχύτες, τα τρόφιμα προσεκτικά τοποθετημένα στα ξεσκονισμένα ράφια τους. Όλα στην εντέλεια.

«Έλεγες...;», λέω αποπεμπτικά.

«Πού είμαι;» απορεί η γυναίκα κοιτάζοντας σαν χαμένη ολόγυρα.

«Στην υπέρλαμπρή κουζίνα του Ντέιβις Πλέις», αποκρίνομαι και της σκάω ένα χαμόγελο. «Τελείωσα νωρίς με την προετοιμασία του φαγητού και είπα να συμμαζέψω λιγάκι». Και με το συμμαζέψω εννοώ φυσικά ότι έτριψα εξονυχιστικά ως και την τελευταία σπιθαμή αυτού του ματωμένου χάους που άφησε πίσω του ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Έπλυνα και σφουγγάρισα και σκούπισα και καθάρισα κάθε τι: Την σκόνη και την ακαταστασία, το αίμα, τα εντόσθια, το μακελειό. Το ίδιο και ο Ζίρο που με βοήθησε πιστά σε κάθε βήμα. Στο τέλος μάλιστα, πρότεινε να στύψουμε ένα φρεσκοκομμένο λεμόνι μες στους σκουπιδοφάγους. Είναι κάτι που συνήθιζε να κάνει η μητέρα του, λέγοντας ότι η ευωδιά του καλύπτει κάθε άλλη μυρωδιά στον χώρο. Και είχε δίκιο.

Η Έντνα Ρέζνικοφ με κοιτάει χάσκοντας. Σηκώνω το χέρι μου στον αέρα και το κουνάω με ένα χαλαρό σπάσιμο του καρπού που λέει: Ω-σιγά-το-πράγμα. «Όχι σπουδαία πράγματα», λέω κι ας είναι σπουδαία, τόσο σπουδαία!

«Σπουδαία, σπουδαία», διαφωνεί εκείνη. «Έκτακτα βασικά! Με εντυπωσίασες, Βάλενταϊν, δεν στο κρύβω. Έλεγα από μέσα μου ότι αυτό το βλαμμένο παιδί θα μας αφήσει όλους νηστικούς, αλλά τα κατάφερες. Και με το παραπάνω! Πάω να το πω στην διευθύντρια! Ήταν κι εκείνη κάπως απαισιόδοξη».

«Ω», λέω. «Ναι, μπορώ να φανταστώ...» Η Κονστάνς δεν περίμενε να μαγειρέψω, περίμενε να πεθάνω. Εν τέλει, όμως, αυτός που έγινε με τα κρεμμυδάκια είναι ο ανιψιός της. Κυριολεκτικά.

Η Έντνα κάνει να φύγει και βλέποντας την μου 'ρχεται μια ιδέα. «Στάσου», λέω ξαφνικά. «Έντνα, περίμενε. Το φαγητό είναι έτοιμο. Θα μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη;» Σκύβω ξανά και ανοίγω τον φούρνο που αχνίζει καυτός, ζεματιστός σαν ανάσα δράκοντα. Τραβάω το ταψί έξω και κόβω ένα μεγάλο τετράγωνο κομμάτι που ξεχειλίζει από λαχανικά και κρέας και ζουμερή σάλτσα. Το σερβίρω σε ένα πιάτο. «Θα μπορούσες να το δώσεις αυτό στην Κονστάνς εκ μέρους μου; Νομίζω ότι θα το εκτιμήσει ιδιαίτερα...» Η βρώμα!

Η Έντνα βλεφαρίζει εξίσου εντυπωσιασμένη από την καθαριότητα μου και από την ικανότητα μου στις δημόσιες σχέσεις. Ξέρει ότι η Κονστάνς δεν με έχει πάρει και με πολύ καλό μάτι, το άκρως αντίθετο δηλαδή, με έχει στην μπούκα. Για να δούμε εάν αυτό το ντελικατέσεν θα της αλλάξει γνώμη. Η υπάλληλος νεύει δεκτικά και αρχίζει να διασχίζει τους πεντακάθαρους διαδρόμους της κουζίνας για να με φτάσει και να δεχτεί το πιάτο. Περιμένω με το χέρι μου απλωμένο και το χαμόγελο αμετακίνητο στα χείλη μου. Θεέ μου, αναστενάζω νοερά, όλα έχουν πάει καλά, τόσο καλά. Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ, σ' ευχάρ-

Αλλά τότε το βλέπω. Μια μικρή παραφωνία επάνω στο λείο, λευκό, απαστράπτον πάτωμα της κουζίνας. Ένα μικρό, ματωμένο κομμάτι σάρκας που ξεχάστηκε, που δεν καθαρίστηκε εγκαίρως. Ένα ανθρώπινο δάχτυλο!

«Έντνα!» τσιρίζω μεμιάς χάνοντας τη λογική μου. Παραήμουν σίγουρη για τον εαυτό μου, τόσο που έγινα αλαζονική, θεωρώντας προς στιγμήν ότι μπορεί να είχα διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα!

«Τι;»

«Εε... Μην σε βάζω σε κόπο. Περίμενε. Το φέρνω εγώ σε 'σένα».

«Άντε καλέ, μην λες ανοησίες. Δεν είμαι η Κονστάνς εγώ, δεν χρειάζομαι κανάκια!», γελάει και το υπερφουσκωμένο της στήθος τραντάζεται απ' το γέλιο της. Τα κουμπιά της στολής της ραμμένα πάνω στο τσιτωμένο ύφασμα που την καλύπτει απειλούν να τιναχτούν. Κι ένα μάλιστα το κάνει. Εκτοξεύεται ξαφνικά σαν πυροτέχνημα στον αέρα... Και πέφτει... Και κυλάει... Στο πάτωμα... Προς το κατακρεουργημένο δάχτυλο! Και δεν σταματάει έως ότου το φτάνει και σωριάζεται δίπλα του!

«Ωχ!» χαχανίζει η υπάλληλος, την ίδια στιγμή που μου 'ρχεται να ουρλιάξω: «Αααααααααααααα!» Αντί γι' αυτό πιάνω να λέω πανικόβλητη: «Μη σε νοιάζει, μη σε νοιάζει! Σου το φέρνω εγώ. Σου το φέρνω!»

Το καλό είναι ότι η Έντνα βρίσκεται ακόμη κάμποσα μέτρα πιο πέρα και για να βρει αυτό που ψάχνει –αλλά και αυτό που δεν ψάχνει- θα πρέπει να στρίψει μια-δυο φορές ανάμεσα στους πάγκους της κουζίνας για να τα φτάσει. Το κακό είναι ότι το κάνει.

Γιατί δεν κάθεται απλώς στα αβγά της;

«Άλλο πάλι και τούτο», λέει καλαμπουρίζοντας. «Τι μετάλλαξη είναι αυτή, Βάλενταϊν; Τέτοια προθυμία είχαμε να δούμε από σένα από την εποχή που η Μαντόνα ξεκινούσε την μουσική της καριέρα».

«Κι όμως...», μουγγρίζω περπατώντας ξαφνικά ανάμεσα απ' τους πάγκους. «Είδες;»

«Είδα, είδα!», λέει με καμάρι.

Θα προλάβω, άραγε; Ή θα φτάσει εκείνη πρώτη; Δεν είναι πολύ κοντά, μα είναι πιο κοντά απ' ότι εγώ κι όλο ζυγώνει και ζυγώνει και...

Και πού στ' ανάθεμα είναι ο Ζίρο;

Απελπισμένη όπως είμαι αρχίζω να κουνάω δεξιά κι αριστερά το κεφάλι μου για να τον εντοπίσω, να του κάνω σήμα, να του δείξω ότι τον χρειάζομαι. Αμέσως!

Τον βρίσκω πάνω από το ταψί που ακόμα αχνίζει. Είχε όντως λιγούρες; Σοβαρά τώρα;

Τι κάνεις εκεί ρε Χάνιμπαλ; μου 'ρχεται να ρωτήσω αλλά δυστυχώς δεν μπορώ.

Τι; οι ώμοι του ανασηκώνονται απολογητικά.

Τι «τι;» πλάκα μας κάνεις; σκέφτομαι.

Ο Ζίρο είναι μπουκωμένος σαν βόας σφιγκτήρας, έχοντας ξεχάσει να αναμασήσει τις μπουκιές του. Για μια στιγμή τον φαντάζομαι καθισμένο στο υπερπολυτελές Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στον Βάλενταϊν που δειπνούν πάντα με το Σαβουάρ Βιβρ κατά νου. Τον βλέπω να στουμπώνεται με φαγητό και μου 'ρχεται να γελάσω. Την επόμενη όμως, θυμάμαι πόσο σοβαρή είναι η τωρινή κατάσταση.

Καταρχήν, τρώει έναν άνθρωπο! Πρέπει στα αλήθεια να του κάνω διάλεξη για τα αρνητικά του κανιβαλισμού, την νόσο κούρου και το ανατριχιαστικό φαινόμενο των τρελών αγελάδων;

Κανίβαλε, τον κατηγορώ φιμωμένα, σχηματίζοντας βουβά την λέξη με τα χείλη μου.

«Κανιβαλισμός είναι μόνο αν είμαστε ίσοι», λέει καταπίνοντας μια τεράστια μπουκιά. «Και αρνούμαι να συγκαταλεχτώ στο ίδιο είδος με τον Σέιγουορθ», συμπληρώνει.

Ποσώς με ενδιαφέρει αυτό για την ώρα, αν και κάτι μέσα μου μου λέει ότι καλό θα ήταν να ανησυχήσω αργότερα. Διότι προσωρινά προτεραιότητα έχει η Έντνα, το κουμπί της και το αναθεματισμένο το δάχτυλο.

«Βοήθεια», ψελλίζω στον Ζίρο καθώς περνάω από δίπλα του. «Βοήθησε με».

«Με τι;»

«Στο πάτωμα...»

Και τότε επιτέλους παίρνει μπρος. Σκανάρει το πάτωμα με τα μάτια του και δεν αργεί να βρει την ματωμένη πινελιά πάνω στον ολόλευκο καμβά του δαπέδου. «Ωχ, σκατά», αντιδράει.

Ναι, τώρα έρχεσαι στα λόγια μου, σκέφτομαι. Επιτέλους!

Ο Ζίρο δεν χάνει άλλο χρόνο. Όσο η Έντνα πλησιάζει, κι εγώ περπατώ βιαστικά για να την συναντήσω, εκείνος πηδάει πάνω από του πάγκους και μετά βουτάει στο πάτωμα του διαδρόμου σαν να 'ναι τσουλίθρα. Και όλα τα υπόλοιπα γίνονται συγχρόνως.

Η Έντνα που αναζητάει το κουμπί της κατάχαμα, σηκώνει ξαφνικά το βλέμμα της όταν το ζεστό πιάτο που κρατάω φτάνει αρκετά κοντά, ώστε η μυρωδιά του να γαργαλίσει τα ρουθούνια της. Σταματάει επί τόπου και ρίχνει το κεφάλι της προς τα πίσω για να οσφρανθεί με μάτια κλειστά και μισάνοιχτο στόμα. «Μμμ», μουγγρίζει με ευχαρίστηση.

«Καλό;», ικετεύω σχεδόν, σπεύδοντας να πάω σ' εκείνη, κάνοντας αέρα με το χέρι μου για να στείλω τους μυρωδάτους ατμούς προς το μέρος της. Έχει σταματήσει ακριβώς πάνω από το κουμπί και το τελευταίο απομεινάρι του Γκρίφιν Σέιγουορθ. Τα πεσμένα αντικείμενα περιμένουν ανάμεσα στις σόλες των παπουτσιών της! Ο Ζίρο σέρνεται ως εκεί και κάνει να πιάσει το δάχτυλο. Η Έντνα μέσα στην πεινασμένη παραζάλη της, κουνάει το πόδι της και η μύτη του παπουτσιού της κλωτσάει το δάχτυλο και το στέλνει λίγο παραδίπλα. Ο Ζίρο το ακολουθεί, αλλά εκείνη το χτυπάει ξανά κατά λάθος και τον ακούω βλαστημάει. Τι στην ευχή γίνεται; αναρωτιέμαι έντρομη, αλλά δεν μπορώ να κοιτάξω ξανά. Προσπαθώ να κρατήσω την οπτική επαφή με την υπάλληλο.

«Ελπίζω να το απολαύσει», λέω.

«Ελπίζω να της κάτσει στο λαιμό», αντιπροτείνει ο Ζίρο που έρπει προς το κομμένο μέλος.

«Ω», αναστενάζει η Έντνα. «Είμαι βέβαιη».

«Ωραία», λέω.

«Ωραία», λέει και ο Ζίρο.

Και τότε η Έντνα δέχεται το πιάτο και ύστερα, όταν ο χρόνος μας εξαντλείται ρίχνει την ματιά της στο πάτωμα και το κοιτάξει απ' άκρη σ' άκρη. «Να το κι αυτό το άτιμο!», λέει σκύβοντας για να ψαρέψει το κουμπί της απ' το γυαλιστερό πλακάκι επάνω στο οποίο αντανακλάται η σκιά του κουμπιού και του Ζίρο που βαριανασαίνει κρατώντας το ξένο δάχτυλο ανάμεσα στα δικά του. Αόρατο πια, όπως κι εκείνος.

Η υπάλληλος φεύγει κι όταν η πόρτα κλείνει επιτέλους πίσω της, αφήνω την κούραση, τον πανικό και την εξάντληση μου να με καταβάλουν. Πέφτω στο πάτωμα απέναντι από τον Ζίρο.

«Έχουμε και λέμε», λέει απαριθμώντας. «Πολέμησες έναν πόλεμο τον οποίο δεν είχες καμία πιθανότητα να κερδίσεις, και όχι μόνο κέρδισες, αλλά το έκανες και θαυμάσια. Προσαρμόστηκες, άλλαξες, δυνάμωσες, ξεπέρασες τον εαυτό σου, εξάλειψες την απειλή, πήρες εκδίκηση, έκλεισες τον κύκλο της βίας, πήγες κόντρα στο κατεστημένο, αποκατέστησες την δικαιοσύνη, επανάφερες την ελπίδα, και ξέρεις να φτιάχνεις και τρομερές πίτες», αυτό το τελευταίο το μετράει χρησιμοποιώντας το ξένο δάχτυλο, αφού έχει ξεμείνει από δικά του. Του χρειαζόταν ένα εντέκατο.

«Δεν έχω κάνει μόνο καλό, έχω προξενήσει και πολύ, πολύ κακό», λέω λιγότερο εύθυμα. «Σήμερα μόνο σκότωσα ένα αγόρι και το τάισα στην θεία του. Ας πούμε απλά ότι ύστερα από όλα αυτά δεν είμαι στην σκοτεινή πλευρά. Εγώ είμαι η σκοτεινή πλευρά. Πλέον πρέπει να έχω εκλεγεί πρόεδρος της».

«Μια σωστή Σιθ», συμφωνεί με καμάρι.

«Ακριβώς», λέω. «Άντε γεια, Νταρθ Βέιντερ!»

Γελάει και σηκώνει τα χέρια του πλησιάζοντάς τα κοντά στο πρόσωπό του.

«Έι! Δεν θα το φας αυτό», λέω σοβαρά, εννοώντας το εντέκατο δάχτυλο.

«Μα...», κάνει να πει, αν και δεν πιστεύω ότι το εννοεί. Δεν μπορεί να το εννοεί ακόμα και όντας αυτός που είναι. Ο τύπος με τις παράξενες ιδέες περί κανιβαλισμού και κυριαρχίας ανάμεσα στα είδη του τροφικού βασιλείου. Δεν μπορεί να το φάει. Αυτό το ωμό κομμάτι κρέας δεν έχει καμία σχέση με την πίτα του. Κι ας μοιράζονται κοινά υλικά. Όχι ότι ήταν νορμάλ εκ μέρους του να της χιμήξει...

«Όχι είπα!»

Αναστενάζει προσποιούμενος ότι έχει ξενερώσει. Λίγο. Λιγάκι. «Α, καλά... 'ντάξει, 'ντάξει».

https://youtu.be/A-H-0p5RKc8

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top