Κεφάλαιο 17: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανίβαλους. Ζω το όνειρο. (μέρος 3)
Σπρώχνω την λεπίδα μου και την αφήνω να γλιστρήσει ακριβώς κάτω από την επιδερμίδα του Γκρίφιν. Ξεκινάω από χαμηλά, γδέρνοντας σιγά σιγά το δέρμα γύρω από τους αστραγάλους του κι από 'κει αφήνω το μαχαίρι μου να ανηφορήσει. Οι κινήσεις μου είναι μικρές αλλά δυναμικές, καθώς σέρνω το λεπίδι ανάμεσα στην σάρκα και τους μυς ξεχωρίζοντάς τα, ξεκολλώντας το ένα από το άλλο. Για να εκτελεστεί η συνταγή, το δέρμα πρέπει να αφαιρεθεί. Είναι ένα γκροτέσκο, αλλά υποχρεωτικό στάδιο.
Έχουμε τοποθετήσει τον Γκρίφιν επάνω σε έναν από τους πολλούς πάγκους του μαγειρείου και κάθε τόσο τον ακούω ν' αντιδρά όπως μπορεί, να χρησιμοποιεί τα τελευταία αποθέματα ενέργειας που έχει για να τρεμουλιάσει, να ζαρώσει, να αναστενάξει ή να βογκήξει ανήμπορος για έλεος. Κάθε φορά που κλαψουρίζει ή εκλιπαρεί, κάτι μέσα μου απειλεί να λυγίσει, όμως ξέρω ότι τώρα πια είναι πολύ αργά. Δεν μπορώ να κάνω πίσω. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μην σκέφτεται ότι κάνει, μονάχα ν' ακολουθήσει τις ακριβείς οδηγίες του Ζίρο. Δεν μπορώ να υποκύψω στην αηδία που συσσωρεύεται στο στομάχι μου, στον φόβο που κυριεύει το νου μου ή την ενοχή στον κόρφο μου που μου λέει να σταματήσω. Δεν μπορώ να σταματήσω. Όχι τώρα, όχι εδώ που φτάσαμε.
Κινώ το χέρι μου και βυθίζω την λεπίδα του μαχαιριού μου λίγο πιο ψηλά, προσποιούμενη ότι δεν ακούω τον Γκρίφιν και τα σπαραξικάρδια παρακαλετά του, ότι δεν νιώθω το ισχνό του τρέμουλο ή το αίμα του που σφυροκοπάει ακριβώς κάτω από την ζεστή σάρκα. Δεν είμαι δολοφόνος, δεν είμαι χασάπης, είμαι ένας ξυλοκόπος που πελεκάει τον κορμό ενός δέντρου. Αφαιρώ την φλοίδα από τον κορμό, αφήνω το ρετσίνι να στάξει...
«Έλεος...» Ο Γκρίφιν προσπαθεί να αποτραβηχτεί κάπου μακριά μου, μα το εξουθενωμένο του κορμί τον έχει εγκαταλείψει. Δεν μπορεί να γλιτώσει, δεν μπορεί καν να ανακαθίσει ή να σταθεί επάνω στον βρώμικο πάγκο για να δει εμένα και όσα του κάνω. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δείχνει αποκαμωμένος, οικτρός και αξιοθρήνητος καθώς ικετεύει για μια πιο ευνοϊκή μεταχείριση. «Έλεος... Ξέρω... ξέρω ότι έχεις υποφέρει εξ αιτίας μου, αλλά... αλλά αυτό παρά πάει... είναι πολύ... πάρα πολύ ακόμα και... ακόμα και για κάποιον σαν εμένα...», ψελλίζει. «Θα πρέπει να είναι πολύ και για εσένα... θα πρέπει να 'ν' πολύ...»
Είναι, σκέφτομαι και ξεροκαταπίνω προσπαθώντας να καταπιώ τον κόμπο από τύψεις και ενοχές που έχει φράξει τον λαιμό μου. Ω, είναι... Υπάρχει μια αίσθηση τιμής στο να αντιμάχεσαι έναν αντίπαλο που στέκει αντάξιος απέναντί σου, η οποία τώρα λείπει από μέσα μου. Δεν πολεμάω τον εχθρό, τον βασανίζω, τον υποβάλλω σε κάτι αβάσταχτα μαρτυρικό... Αυτό είναι διαφορετικό, το αισθάνομαι ως κάτι αλλιώτικο... Επειδή ο Γκρίφιν δεν μπορεί να αντισταθεί, δεν μπορεί καν να πεθάνει... Είναι παντελώς ανίκανος, παραδομένος σε εμένα και το μαχαίρι μου. Τρέμει και κλαίει και υποφέρει...
«Κάποτε... κάποτε με παρακάλεσες κι εσύ για έλεος... θυμάσαι;», ρωτάει ρουφώντας τον παραμορφωμένο μικρό όγκο στο κέντρο του προσώπου του που κάποτε αποτελούσε τη μύτη του. «Κάποτε καταλάβαινες τι πάει να πει αυτή η... η λέξη... τι σου συνέβη;»
«Εσύ συνέβης», αποκρίνομαι μεμιάς, προσπαθώντας να μην τον αφήσω να δει την επιρροή που έχουν όσα λέει επάνω μου. «Με κατέστρεψες».
«Όμως... όμως θα πρέπει να έχει απομείνει κάτι καλό μέσα σου... κάτι... κάτι ικανό για λίγη καλοσύνη, λίγη συγχώρεση...», λέει ανέλπιστα. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ σταμάτα...»
Και το κάνω. Προς στιγμήν το κάνω. Το χέρι μου ακινητοποιείται και η λεπίδα μου παραμένει στάσιμη επάνω στο κατακόκκινο κρέας του. Έτσι που την βλέπω μου 'ρχεται να την τραβήξω και να την απομακρύνω από 'κει.
«Μη», προστάζει ο Ζεέρνεμποχ σαν να 'χει διαβάσει την σκέψη μου. «Μη τον ακούς. Θυμήσου ποιος είναι. Θυμήσου ποια είσαι εσύ και γιατί κάνεις όσα κάνεις».
Και το κάνω. Το κάνω κι αυτό.
Σκέφτομαι το σκοτάδι και το υπόγειο και το κορμί μου να συνθλίβεται κάτω απ' το δικό του. Σκέφτομαι τι μου είπε τότε, πιέζοντας μια λεπίδα στον λαιμό μου, βυθίζοντας το βλέμμα του στο δικό μου. Το ξέρω ότι πονάει. Αλλά δεν με νοιάζει. Δεν θα σταματήσω μέχρι να σε δω να ματώνεις, Αντριάννα, να ματώνεις για εμένα. Επειδή, πράγματι θα ματώσεις απόψε. Και κάθε απόψε. Κάθε φορά που θα ανοίγεις τα πόδια σου σε κάποιον, θα θυμάσαι τι σου έκανα, πώς σου το έκανα και πόσο μπορώ να το κάνω να πονέσει. Πάντα θα είμαι εδώ, Άντρι. Πάντα και κανείς, ποτέ, δεν θα με σβήσει από μέσα σου.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά και συνειδητοποιώ πως τα θυμάμαι λέξη προς λέξη έως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι ίχνη ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Θα με κατατρέχουν για πάντα. Θυμάμαι πώς ένιωσα εκείνο το βράδυ, πώς με έκανε ο Γκρίφιν να νιώσω, θυμάμαι τον φόβο και τον πόνο και την απόγνωση και θυμάμαι πώς πιάστηκα από αυτά τα συναισθήματα για να επιβιώσω, πώς τα άφησα να μεταλλαχθούν σε κάτι άλλο. Κάτι θανάσιμο. Τώρα ο Γκρίφιν Σέιγουορθ έρχεται αντιμέτωπος με την μετάλλαξη που ο ίδιος προκάλεσε. Και του αξίζει. Θα του αξίζει. Ότι κι αν πάθει. Ότι κι αν του συμβεί.
«Δεν δικαιούσαι εσύ να παρακαλάς», παίρνω ανάποδες. «Ακούς; Δεν δικαιούσαι να ικετεύεις ή να εκλιπαρείς για έλεος! Πες μου, πότε έδειξες τελευταία φορά συμπόνοια για τον οποιονδήποτε;» Αντί να απομακρύνω το μαχαίρι μου το σπρώχνω κατά πάνω του, λες και το δέρμα του είναι ένα χάρτινο περιτύλιγμα και 'γω βαστώ έναν κόφτη χαρτιού ή ένα κοπίδι. Σέρνω την λάμα κατά μήκος του ποδιού του χαράζοντας ένα λεπτό, άλικο άνοιγμα πάνω στην κνήμη του, προσπερνώ την άρθρωση του γονάτου και συνεχίζω ψηλά ως και το μηριαίο οστό. «Ποτέ σου!», λέω όλο κατηγορία, όλο μίσος. «Οπότε μην μπαίνεις καν στον κόπο. Όχι μετά από όσα έκανες σε όλους μας!»
Μπήγει τις φωνές, ουρλιάζει και ψάχνει εκείνη την μαγική ακολουθία λέξεων που θα τον γλιτώσει απ' το μαρτύριο του. Ο ανόητος. Ακόμα να καταλάβει...
«Ήσουν ελεήμων όταν με έσυρες σ' εκείνο το υπόγειο;» γρυλίζω. Όταν το μαχαίρι μου φτάνει στο τέλος της ανοδικής του πορείας, στην κορυφή του ποδιού του και την λεκάνη του, το πετάω. Το εγκαταλείπω σε μια γωνιά του πάγκου και ετοιμάζομαι να χρησιμοποιήσω ένα άλλο όπλο: τα χέρια μου. Εισπνέω βαθιά και ύστερα αρχίζω να γυρίζω τα μανίκια της μπλούζας μου μια-δυο-τρεις φορές, τα σηκώνω ψηλά στους πήχεις μου σαν να θέλω να τα προφυλάξω απ' τους λεκέδες που θα δημιουργηθούν. Τα ρούχα μου είναι μαύρα και παρότι το χρώμα τους καλύπτει τις μεγάλες κηλίδες αίματος, αυτές υπάρχουν πάνω στο μουλιασμένο ύφασμα. Έχω ήδη λερωθεί, παρόλα αυτά, η ήδη στιγματισμένη μου ένδυση δεν με σταματάει απ' το να εκτελέσω ετούτη την μικρή κίνηση: το γύρισμα των μανικιών, επειδή είναι μια κίνηση όλο νόημα, σχεδόν συμβολική. Είναι σαν να λέω στον Γκρίφιν: Ετοιμάσου, στο επόμενο στάδιο, θα γίνει μακελειό, πραγματικό, βρώμικο, αιματηρό μακελειό. Κι εσύ θα είσαι το επίκεντρο του.
Φροντίζω να σταθώ στο ύψος των προσδοκιών που δημιουργώ. Την μια στιγμή ο Γκρίφιν με κοιτάζει εμβρόντητος από τον ξύλινο πάγκο του και την αμέσως επόμενη βιώνει την μεγαλύτερη οδύνη της ζωής του, την ασύγκριτη φρίκη του να σε γδέρνουν ζωντανό. Χώνω τα δάχτυλά μου στο μακρόστενο κόψιμο του ποδιού του και αφού πιάσω γερά το δέρμα στην άκρη του αρχίζω να το τραβάω μανιασμένα προς τα πάνω. Μ' έναν τρομερό, συριστικό ήχο σκισίματος η χοντρή, επιδερμική μεμβράνη αποχωρίζεται τους ματωμένους μυς από κάτω, αφήνοντας πίσω της λωρίδες από σπασμένες ίνες και σάρκα, ωμή σαν άψητη μπριζόλα. Είναι σαν να αφαιρώ την φλούδα ενός ροδάκινου ή το πουκάμισο ενός φιδιού. Όμως, δεν απατώμαι, ξέρω ότι δεν κάνω κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα, κάνω κάτι πολύ, πολύ διαφορετικό. Διεστραμμένο.
Είμαι διεστραμμένη, δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση, είμαι άρρωστη, διαταραγμένη και διεστραμμένη, αλλά το ίδιο κι αυτός. Το ίδιο κι ο Γκρίφιν. Είναι απαίσιος. Και κάπως έτσι, απαντώ στην διαστροφή του με μια νέα. Του δίνω μια γεύση απ' το δικό του φαρμάκι. Είναι η πρώτη φορά που το γεύεται. Και η τελευταία.
«Ήσουν μεγαλόψυχος όταν διέταξες τους φίλους σου να τσακίσουν κάθε κόκαλο στο σώμα του Κάι, επειδή με υπερασπίστηκε, επειδή σε αψήφησε;», λέω και οι άκρες του στόματός μου αφρίζουν. «Ή με την Ρόμπιν; Την Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν; Ήσουν καλός μαζί της, μήπως; Ήσουν καλός όταν την πρόδιδες με τον πιο αισχρό τρόπο; Ε; Εεεε; Ήσουν ευγενικός και τρυφερός και προστατευτικός απέναντί της; Όχι... δεν το νομίζω αυτό, δεν-»
Σταματώ. Έχω καταφέρει να αφαιρέσω το σάρκινο περίβλημα από το αριστερό του πόδι κι έτσι σηκώνομαι όρθια σε αναζήτηση κάποιου εργαλείου κοπής. Αναζητώ κάτι μεγαλύτερο, βαρύτερο, αιχμηρότερο από το μαχαίρι που κράδαινα μέχρι πρότινος. Θα πρέπει αναγκαστικά να επιδοθώ στο βάναυσο έργο του τεμαχισμού του. Ο Ζίρο μου κάνει ορισμένες υποδείξεις αναφορικά με τα αντικείμενα που με περιβάλλουν και προσφέρονται για τον σκοπό, ενώ ο Γκρίφιν με κοιτάζει σαν κεραυνόπληκτος να παίζω το πιο τρομακτικό παιχνίδι Α-μπε-μπα-μπλομ που παίχτηκε ποτέ. Αρχικά επιλέγω απλά ένα μεγαλύτερο μαχαίρι, που φαινομενικά θα 'ναι πιο αποτελεσματικό, όμως λίγα μέτρα πιο 'κει βρίσκω έναν βαρύ μπαλτά με μια χοντρή λεπίδα και ξύλινη λαβή. Επιλέγω αυτόν. Τον αρπάξω απ' τον πάγκο και τον σηκώνω ψηλά σαν να θέλω να τον επιθεωρήσω, σαν να θέλω την γνώμη του κοινού μου. Οι απόψεις μοιάζουν να διίστανται αφού ο Γκρίφιν αρνείται κατηγορηματικά, ενώ ο Ζίρο ανασηκώνει ανέμελα τους ώμους σαν να λέει: Και γιατί όχι; Εδώ που φτάσαμε... Το συλλογίζομαι για μια στιγμή που όμως είναι αρκετή για να αποφασίσω. Δεν θα κρατήσω τον μπαλτά, επειδή έχω μόλις εντοπίσει κάτι άλλο. Κάτι που μπορεί να κάνει την δουλειά μου πιο εύκολη, πιο γρήγορη. Ένα ηλεκτρικό πριόνι. Του ορμάω και το βάζω σε λειτουργία. Το μηχάνημα μου παίρνει μπρος μεμιάς, μ' ένα ανατριχιαστικό γουργούρισμα κι έναν διαπεραστικό συριγμό. Οι μικρές, αλλεπάλληλες, οδοντωτές λεπίδες του αρχίζουν να τρέχουν λυσσασμένες, αδηφάγες, ασταμάτητες. Στρέφομαι για μια τελευταία φορά προς το κοινό μου, που μοιάζει ξαφνικά να μοιράζεται την ίδια σκέψη, την ίδια απορία: Πότε έγινε η Αντριάννα από Τζέσικα Τζόουνς, ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι;
Δεν μπορούν να το καταλάβουν. Και η αλήθεια είναι πως ούτε κι εγώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω μια δουλειά να κάνω και πρέπει επιτέλους να την τελειώσω. Να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά. Κατεβάζω το πριόνι μου που βρυχάται στο γόνατο του Γκρίφιν και το αφήνω να κατασπαράξει ότι βρει μπροστά του, σάρκα, αίμα, κόκαλα. Ο Γκρίφιν ουρλιάζει με όλη του την δύναμη, χτυπιέται και σπαρταράει σύγκορμος. Είναι σε σοκ, είναι σε παραλήρημα. Είναι... είναι... νεκρός. Οι κραυγές του χαμηλώνουν και σιγούν, οι σπασμοί του ελαττώνονται και παύουν. Έχει φύγει.
Πατάω τον διακόπτη και το πριόνι σταματάει. Ο θόρυβός του σβήνει και η κουζίνα του Ντέιβις Πλέις πέφτει σε μια παράξενη, στοιχειωτική σιγή, άκρως αντίθετη με το χάος που την είχε καταλάβει προ ολίγου.
«Τελείωσε...», ψελλίζω ασυναίσθητα σχεδόν. «Τελείωσε... τελειώσαμε... Το κάναμε, Ζίρο, ολοκληρώσαμε την αποστολή. Κλείσαμε τον κύκλο. Τα καταφέραμε. Ζίρο;»
Αλλά δεν μου απαντάει. Αποτραβώ το βλέμμα μου από τον ματωμένο σωρό που ήταν κάποτε ο Γκρίφιν Σέιγουορθ και ψάχνω τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ. Όμως μήτε κι εκείνος είναι εδώ. Έχει φύγει. Έχει σβήσει μαζί με τον τελευταίο παλμό του εχθρού, μαζί με την τελευταία του ανάσα.
«Ζίρο;», ξαναλέω αβέβαια, αδυνατώντας αρχικά να συνειδητοποιήσω τι έχει συμβεί, παρότι κάπου μέσα μου το ξέρω. Το ξέρω καλά. «Ζίρο!»
✖
Στη συνέχεια ακολουθεί κοινωνικό μήνυμα με αφορμή τις δύσκολες ημέρες που βιώνουμε όλοι, αλλά και το κεφάλαιο που προηγήθηκε.
✖
So no worries... ;)
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top