Κεφάλαιο 17: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανίβαλους. Ζω το όνειρο. (μέρος 2)


Δεν είναι εδώ. Ο Γκρίφιν. Όταν επιστρέφω στην μέση της κουζίνας, δεν τον βρίσκω εκεί που τον άφησα. Έχει μετακινηθεί.

«Πού...;», κάνω να πω αλλά αδυνατώ να ολοκληρώσω την ερώτηση, καθώς μια νέα την αντικαθιστά στο θολωμένο μυαλό μου. «Πώς...;»

Και οι δυο δεν αργούν να απαντηθούν μόνες τους. Από κάπου κοντά ακούγεται ξαφνικά ακατάληπτη φασαρία, κραδασμοί και βρόντοι και κρότοι, καθώς ένας σωρός από πράγματα πέφτει από κάποια επιφάνεια και σωριάζεται στο πάτωμα. Αναπηδώ τρομαγμένη από το απρόσμενο ερέθισμα, γυρίζω και εξερευνώ με το αλαφιασμένο μου βλέμμα την κατεύθυνση του ήχου. Βλέπω τα αντικείμενα, κάτι μεταλλικά σκεύη που ακόμη κουδουνίζουν μετά την πτώση τους και ακριβώς από πίσω τους βλέπω εκείνον που τα έριξε άθελά του.

«Ώστε εδώ είσαι...», μουρμουρίζω με κομμένη την ανάσα.

«Εδώ είμαι», συρίζει ο Γκρίφιν. «Σκρόφα».

Κατά την απουσία μου κατάφερε να επιστρατεύσει κάθε ρανίδα θέλησης, πείσματος και δύναμης που είχε απομείνει στο εξουθενωμένο σκαρί του, ώστε να προσπαθήσει πάλι. Να προσπαθήσει να αντεπιτεθεί ίσως ή πιθανότερα να δραπετεύσει. Κατάφερε να συρθεί και έπειτα να μπουσουλήσει και μετά να σταθεί στα πόδια του και να απομακρυνθεί μερικά μέτρα από 'κει που τον άφησα. Όμως δεν ήταν αρκετά γρήγορος. Ότι κι αν είχε κατά νου να κάνει, έπρεπε να το έχει πράξει νωρίτερα. Προτού επιστρέψω.

«Για πού το 'βαλες;»

«Είπα να πεταχτώ να κάνω την φορολογική μου δήλωση μια στιγμή», φτύνει τις λέξεις. «Εσύ για πού λες;» Έχει σταματήσει κάπου στα μισά της διαδρομής προς την πόρτα. Απ' ότι μπορώ να κρίνω, οι αντοχές του Γκρίφιν τον εγκατέλειψαν μόλις έφτασε ως εκεί κι έτσι προτού χάσει την κλονισμένη του ισορροπία και σωριαστεί κατάχαμα, ρίχτηκε πάνω σε έναν πάγκο με κατσαρολικά και γραπώθηκε απ' αυτόν λες κι ήταν σανίδα σωτηρίας. Η απεγνωσμένη του κίνηση και τα άκρα του που παρέπαιαν έριξαν τα σκεύη κάτω. Και τον μαρτύρησαν.

«Για την έξοδο», λέω σοβαρά. «Κρίμα, δεν πρόλαβες. Είναι ακόμα κάμποσα μέτρα μακριά σου».

«Εσύ όμως δεν είσαι και τόσο μακριά», λέει σαν να συλλογίζεται ακόμη τις προοπτικές του. Και πιθανότατα το κάνει, επειδή την επόμενη στιγμή ο Γκρίφιν αρπάζει μια σιδερένια πιρούνα με μυτερές απολήξεις και την κραδαίνει στον αέρα. Οπλίζεται με δαύτην και έπειτα αφήνει το στήριγμά του και έρχεται κατά πάνω μου. Κουτσαίνει και τρεκλίζει και παραπαίει, βογκάει στο κάθε ασταθές βήμα και καθιστά ολοφάνερο ότι τα πάντα, οι κινήσεις και οι ανάσες και οι αλλαγές, ακόμα και οι απειροελάχιστες, είναι οδυνηρές για εκείνον. Εντούτοις, ο πόνος δεν τον σταματά. Θέλει να τον μοιραστεί, μαζί μου. Θέλει να μου δώσει τον πόνο του, να τον κάνει δικό μου. Ο Γκρίφιν με πλησιάζει και παρότι είναι ένα ερείπιο που στέκει μόλις και μετά βίας όρθιο, δείχνει πιο τρομερός και απειλητικός από ποτέ πριν. Δείχνει σαν να μην είναι άνθρωπος. Το πετσί του είναι λιωμένο πάνω στο καψαλισμένο του κρανίο, γεμάτο εξογκώματα και παράξενους γρόμπους, τα χαρακτηριστικά του έχουν χαθεί κάτω από αυτό το νέο, σάρκινο προσωπείο τέρατος. Το ένα του μονάχα μάτι έχει παραμείνει όπως πριν, ενώ το άλλο έχει σκάσει μέσα στην κόγχη του σαν δοχείο μελάνης που άνοιξε και χύθηκε. Το παράταιρο βλέμμα του είναι καρφωμένο επάνω μου και δεν παρεκκλίνει ούτε στο ελάχιστο. Έρχεται για εμένα και στα χέρια του κρατάει αυτή την πιρούνα που μοιάζει μεγάλη και τρομακτική σαν το σκήπτρο του Διαβόλου ή το δίκρανο του Άδη. Φαντάζομαι ότι σκοπεύει να την χρησιμοποιήσει για να με στείλει να συναντήσω κάποιον απ' τους δύο προαναφερθέντες. Και 'γω πρέπει να τον αποτρέψω. Και θεωρητικά αυτό δεν θα 'ναι και τόσο δύσκολο, αν σκεφτείς ότι ο αντίπαλός μου βρίσκεται πια στα πρόθυρα του θανάτου. Ωστόσο, στην πράξη νιώθω να ζορίζομαι. Αρκετά. Επειδή μπορώ να δω τον Γκρίφιν, μπορώ να δω τι του έχω κάνει, σε τι τον έχω μετατρέψει. Και είναι απαίσιο, απαίσιο, απαίσιο... Άλλο ένα αποτρόπαιο έργο μου, το πιο αποτρόπαιο όλων.

Όπως η απόσταση μας λιγοστεύει, καταλαβαίνω ότι πρέπει να κάνω κάτι, οτιδήποτε. Ακόμη και η παραμικρή αντίσταση μπορεί να με σώσει, ακόμα και το παραμικρό χτύπημα μπορεί να τον ρίξει κάτω οριστικά. Όμως τίποτα απ' τα δύο δεν έρχεται από μεριάς μου, ουδεμία αντίσταση, ουδένα χτύπημα. Ξαφνικά ζαρώνω τρομοκρατημένη από αυτό που βλέπω μπροστά μου, από αυτό το φρικιαστικό ον από φωτιά και πόνο, από σάρκα και λάβρα, από κακία και μένος και μοχθηρία που κινείται κατά πάνω μου. Εγώ το έφτιαξα αυτό! Πράγμα που σημαίνει ότι είμαι εξίσου μισητή, κακιά και μοχθηρή με αυτό. Μέσα στο τρελαμένο βλέμμα του Γκρίφιν Σέιγουορθ βλέπω να αντανακλάται το δικό μου βλέμμα. Υπό μια έννοια εγώ είμαι αυτό, αυτό το τερατούργημα! Αυτός είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου, το δικό μου πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι. Αυτή είμαι εγώ! Έχω μεταλλαχτεί όσο κι εκείνος και... και... και...

«Αντριάννα!», κάποιος ουρλιάζει το όνομά μου. «Αντριάννα! Αντριάννα, κουνήσου! Φύγε απ' την μέση! ΦΎΓΕ!»

Μέσα στην παραζάλη μου αναγνωρίζω την φωνή του Ζίρο που κραυγάζει απεγνωσμένα σε μια προσπάθεια να με αφυπνίσει, να με προστατεύσει. Τον ακούω, όμως δεν μπορώ να υπακούσω στην προσταγή. Κι ας το θέλω, κι ας ξέρω ότι οι προειδοποιήσεις του είναι ικανές να σώσουν τη ζωή μου. Δεν μπορώ να κουνηθώ, έχω παραλύσει. Τι μου συμβαίνει; Τι στην ευχή έχω πάθει;

Ο Γκρίφιν με φτάνει και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σταθώ μπροστά του μουδιασμένη, ναρκωμένη, ακίνητη. Η πιρούνα υψώνεται και εισέρχεται σε μια θανάσιμη τροχιά που ως κατάληξη θα 'χει την καρωτίδα μου. Μπορώ να φανταστώ τις μεταλλικές απολήξεις να πιέζουν το μαλακό δέρμα στην βάση του λαιμού μου, να κόβουν την σάρκα και τους λεπτούς μυς από κάτω, να βάφονται με το αίμα μου.

Τα μάτια μου βρίσκουν τα μάτια του Γκρίφιν και συνειδητοποιώ ότι αυτό το εφιαλτικό βλέμμα θα είναι η τελευταία εικόνα που θα πάρω μαζί μου όταν θα αφήνω την τελευταία μου ανάσα. Και δεν υπάρχει τίποτα που να με τρομάζει περισσότερο, επειδή εκεί μέσα βλέπω το τέρας στο οποίο έχω μετατραπεί. Βλέπω τον εαυτό μου και το θέαμα είναι αβάσταχτο, αφόρητο, στοιχειωτικό. Κλείνω τα μάτια. Και περιμένω.

Και διαψεύδομαι. Όσα περιμένω δεν έρχονται ποτέ. Αντίθετα αυτό που έρχεται είναι ένας απρόσμενος ήχος. Ένας δυνατός, διαπεραστικός κρότος που ακούγεται την μια στιγμή και την επόμενη αρχίζει να αργοσβήνει αφήνοντας πίσω του μια παράξενη βοή. Αντηχεί σαν μέταλλο που ξαφνικά συγκρούεται με κάτι άλλο, κάτι σκληρό και εύθραυστο, κάτι σαν... οστό.

Τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν και ύστερα ανοίγουν. Και δεν ξέρω τι με σοκάρει πιο πολύ, το ότι κόντεψα να πεθάνω (ζυγώνοντας πιο κοντά από κάθε άλλη μια φορά) ή ο λόγος που το απέτρεψε απ' το να συμβεί. Μάλλον το δεύτερο. Σίγουρα το δεύτερο.

«Χριστούλη μου», λέω μένοντας εμβρόντητη.

Ο Γκρίφιν βρίσκεται πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα. Την κορυφή του παραμορφωμένου κεφαλιού του κοσμεί μια μαβιά πληγή που μαρτυράει ότι το συγκεκριμένο σημείο έχει μόλις δεχτεί επίθεση από κάτι. Από κάποιον. Κι αυτός ο κάποιος είναι ο Ζίρο που στέκεται από πάνω του βαστάζοντας το τηγάνι που χρησιμοποίησα κι εγώ νωρίτερα. Εκείνος βρήκε μια νέα αν και εξίσου βίαιη χρήση για το σκεύος. Γυρνώντας το απ' την ανάποδη το χρησιμοποίησε για να χτυπήσει το κρανίο του Γκρίφιν με τον πάτο και να τον βγάλει εκτός συναγωνισμού.

«Όχι, δεν θα πάρει ο Χριστούλης τα εύσημα», λέει ακατάδεκτα. «Αυτά ανήκουν δικαιωματικά στον Ζεέρνεμποχ». Με μια θεαματική κίνηση ο Ζίρο πετάει το τηγάνι στον αέρα και το παρακολουθεί να περιστρέφεται μια, δυο φορές πάνω απ' τα κεφάλια μας. Όταν αυτό παραδίδεται ξανά στην βαρύτητα και πέφτει, το αρπάζει απ' την λαβή του.

«Π-πώς... πώς το έκανες αυτό;», ψελλίζω δύσπιστα.

«Το μυστικό», λέει εντελώς φυσιολογικά. «Είναι στον καρπό». Κρατώντας το ακόμη απ' την λαβή, το ανεμίζει δεξιά κι αριστερά σαν να είναι ρακέτα κι εκείνος ένας εξασκημένος τενίστας. Με μια τάση για φιγούρες και... δολοφονίες. «Πρέπει να τον χαλαρώσεις και να τον αφήσεις να κινηθεί μ' ευλυγισία», εξηγεί.

Κι ας μην ρώτησα αυτό, κι ας εννοούσα κάτι άλλο. Έχει όμως τόση σημασία; Όχι, καταλήγω πως δεν έχει. Τίποτα δεν μετράει πέρα από το γεγονός ότι εκείνος είναι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και ξαφνικά το μούδιασμα που με κρατούσε δέσμια χάνεται. Κοιτάζω τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ και τα πάντα μέσα μου λύνονται.

«Ζίρο...», λέω με έναν λυγμό και πέφτω στην αγκαλιά του.

Τα χέρια του κλείνουν γύρω μου προστατευτικά, σχηματίζοντας ένα καταφύγιο ανόμοιο με κάθε άλλο. Οι παλάμες του ανεβοκατεβαίνουν στην ράχη της πλάτης μου, αφήνοντας απαλά, καθησυχαστικά χάδια εκεί. Με ηρεμούν. «Σσσς», ψιθυρίζει τρυφερά. «Όλα είναι καλά τώρα, όλα είναι εντάξει. Είσαι εντάξει, Αντριάννα. Σ' έχω εγώ. Σε κρατάω».

«Με έσωσες», μουρμουρίζω με ευγνωμοσύνη.

«Και εσύ εμένα», αποκρίνεται.

Αλήθεια; Αλήθεια το έκανα; Κάτω απ' τις παλάμες και τ' αγγίγματα του, η πλάτη μου ισιώνει. Σηκώνω το κλαμένο μου πρόσωπο κι αποζητώ το δικό του. Για λίγο χάνομαι κάπου ανάμεσα στα όμορφα, απόκοσμα χαρακτηριστικά του. Τον κοιτάζω. Δείχνει τόσο ήρεμος, τόσο σταθερός και σίγουρος, εν αντιθέσει με μένα που ως συνήθως έχω τα χάλια μου. Φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου και σκουπίζω τα δάκρυα, προσπαθώντας να σουλουπωθώ όπως όπως.

«Να δω ποιος θα με σώσει απ' την Έντνα, όμως», λέω με ένα μικρό, άκεφο γελάκι. Ελαφρώς αμήχανο. «Που από στιγμή σε στιγμή θα μπουκάρει εδώ μέσα και θα τα δει όλα αυτά».

Οι ώμοι του Ζίρο ανασηκώνονται με προσποίητη αδιαφορία. «Γι' αυτό σκας;», λέει γλυκά. Σκύβει και φέρνει τα χείλη του στο μέτωπό μου σαν να προσπαθεί να ξορκίσει τις έγνοιες μου με το φιλί του. «Το πολύ πολύ να την φάμε και αυτήν λάχανο. Αφού το 'χουμε πάρει το κολάι».

«Ναι...», κάνω αργόσυρτα. «Κοίτα, θα προτιμούσα να το αποφύγω αυτό».

«Τότε καλύτερα να βιαστούμε».

«Πιάνω πόδια, πιάνεις κορμό;», προτείνω.

«Πιάνεις πόδια, πιάνω κορμό», συμφωνεί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top