Κεφάλαιο 17: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανίβαλους. Ζω το όνειρο. (μέρος 1)
Ο κανονικός τίτλος του κεφαλαίου είναι: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανιβάλους. Σβήσ' το αυτό απ' την λίστα ευχών μου.
Κλασσικά, όμως, δεν μου τον έπαιρνε ολόκληρο.
Το κεφάλαιο αυτό είναι στην ουσία το 16, αλλά με ένα εναλλακτικό τίτλο. Απλά δεν ήθελα να φαίνεται από την αρχή για τον εμφανέστατο λόγο: Σπόιλερς.
Κλείνοντας το κεφάλαιο 17, μέρος 2 και 3 στην συνέχεια... μας απομένουν μόλις 4 κεφάλαια για την ολοκλήρωση του βιβλίου, και απλά είμαι πολύ, πολύ χαρούμενη συνειδητοποιώντας το!
Μπορεί το πρώτο βιβλίο να χρειάστηκε αρκετό καιρό και πολλά διαλείμματα για να γραφτεί, αλλά στο δεύτερο ήμασταν πολύ πιο γρήγοροι και συνεπής και ιδού.
✖
«Ερώτηση», λέει κάποιος, ενώ αισθάνομαι κάτι ν' αγγίζει την βάση του αυχένα μου. «Ποιος είναι ο μορφονιός που μοιάζει σαν να 'ναι ο κοντοξάδερφος του Φρέντυ Κρούγκερ και του Τζέισον από το Παρασκευή και 13;»
Σκέφτομαι έναν εχθρό από λιωμένη σάρκα και φωτιά να μου επιτίθεται πισώπλατα κι έτσι το πρώτο μου ένστικτο είναι να πηδήξω όσο πιο μακριά μπορώ ουρλιάζοντας με όλο τον αέρα που διαθέτουν τα πνευμόνια μου. Αλλά με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέρνω να υπερνικήσω την αρχική μου ορμή και να παραμείνω ακίνητη. Το χάδι στο πίσω μέρος του λαιμού μου είναι απαλό και όλο φροντίδα και προέρχεται από τον Ζίρο που στέκεται δίπλα μου και συγκρατεί τα μαλλιά μου μακριά από το μισάνοιχτο στόμα μου.
«Ο... Γκρίφιν», λέω ασθμαίνοντας.
«Αλήθεια;», ακούγεται έκπληκτος σαν να μην μπορεί να τον αναγνωρίσει. Πιθανότατα δεν μπορεί.
«Ν-ναι...», κομπιάζω. «Η... η Κονστάνς δεν με πολύ-συμπαθεί κι έτσι μου φόρτωσε την αγγαρεία να αναλάβω το μαγείρεμα της αυριανής κρεατόπιτας μόνη μου ως τιμωρία σωφρονισμού ή κάτι τέτοιο». Βήχω σε μια απόπειρα να κάνω τον λαιμό μου να καθαρίσει. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, όμως, μάλλον η εντολή της δεν είχε σκοπό να με συνετίσει, αλλά να με ξεκάνει, επειδή όσο δούλευα εδώ μέσα, μπούκαρε ο Γκρίφιν και...»
«Και τον τηγάνισες», παρατηρεί.
«Λίγο πολύ».
«Είναι νεκρός;»
Ένα ακατάληπτο βογκητό πόνου ακούγεται από κάπου παραπέρα, επιβεβαιώνοντας ότι το πνεύμα του Γκρίφιν Σέιγουορθ δεν έχει εγκαταλείψει ακόμα το σώμα του.
«Όχι ακριβώς. Όχι ακόμα δηλαδή», διορθώνω την δήλωση. Η φωνή μου είναι ασταθής και τρεμουλιαστή, γεμάτη ένταση και διακυμάνσεις, δύναμη και αδυναμία, αμφιβολία και βεβαιότητες. «Αλλά πεθαίνει», συμπληρώνω. Κάνω μια μικρή παύση ξανά ξέροντας ότι πρέπει να αρχίσω να τακτοποιώ αυτό το χάλι γύρω μου, αλλά κι εκείνο μέσα μου. Στο μυαλό μου. Πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Άμεσα. «Άκου», λέω τόσο στον συνομιλητή μου όσο και σε εμένα την ίδια. «Δεν έχω πολύ χρόνο. Μέσα στις επόμενες τέσσερις ώρες θα μπει η Έντνα εδώ μέσα για να εποπτεύσει τις διαδικασίες, να βεβαιωθεί πως όλα είναι καλά και να με οδηγήσει πίσω στο δωμάτιο μου. Ως τότε, θα πρέπει να έχω τακτοποιήσει όλο... αυτό».
Ο Ζεέρνεμποχ συγκατανεύει ακούγοντάς με με περίσσια προσοχή. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;», ρωτάει.
«Σχετικά με αυτό προσπαθώ ακόμα να κατασταλάξω. Αμφιταλαντεύομαι, αλλά νομίζω ότι το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να τον πάω κι αυτόν στο νεκροταφείο, όπως...»
«Μα είναι ακόμη ζωντανός», σχολιάζει.
«Λεπτομέρειες», λέω εντελώς παράλογα.
«Και είναι μέρα μεσημέρι», προσθέτει.
«Εε, και αυτό ελάσσονος σημασίας», τον αντικρούω αλόγιστα, όχι επειδή δεν διακρίνω την αλήθεια σε όσα θέτει ως επιχειρήματα, αλλά επειδή χρειάζομαι απελπισμένα, απεγνωσμένα μια λύση.
«Και στο προαύλιο παρελαύνουν μιλιούνια από φύλακες», μου δίνει το οριστικό χτύπημα.
Έχει, ασφαλώς δίκιο και σε αυτό, όπως και σε όλα τα παραπάνω. Ο Γκρίφιν είναι ακόμη εν ζωή, εξουθενωμένος, καταρρακωμένος, μετά βίας υπαρκτός, αλλά εν ζωή. Δεν μπορώ να τον μετακινήσω έτσι, δεν μπορώ να τον πάω πουθενά. Κι αν πιάσει να φωνάζει και να χτυπιέται, καθώς τον μεταφέρω τυλιγμένο σε έναν μπόγο από υποτιθέμενα άπλυτα ή σκουπίδια; Δεν θα τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή επάνω του; Σαφώς! Επιπλέον, ποτέ πριν δεν έχω διαπράξει τις εγκληματικές μου δραστηριότητες υπό το φως του ηλίου. Η κάλυψη της νύχτας και το πηχτό της σκοτάδι, επιτρέπει ακόμη και στις πιο παραβατικές πράξεις να διεξαχθούν, όμως κάτω από το δυνατό, μεσημεριανό φως τα πάντα είναι ορατά. Ολοφάνερα. Δεν μπορώ να πάρω αυτό το ρίσκο, το ρίσκο να με δουν, το ρίσκο να με ελέγξουν. Επειδή θα με ελέγξουν, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Από τότε που με έπιασαν να κείτομαι αιμόφυρτη στο δάσος, έχοντας ξεγλιστρήσει από την χαλαρή φρούρηση του ιδρύματος και δραπετεύοντας κάπου έξω από τα σύνορα του, η διεύθυνση αποφάσισε να ενισχύσει την ασφάλεια. Οι φύλακες που περιδιαβαίνουν τον προαύλιο χώρο τώρα πια, είναι οι τριπλάσιοι από ότι συνήθως. Δεν μπορώ να τους ξεφύγω με τίποτα. Θα αποτύχω.
«Ο εγκέφαλός μου κοντεύει να εκραγεί», γκρινιάζω. Φέρνω τα χέρια μου στη δεξιά και την αριστερή μεριά του κεφαλιού μου και το κρατάω προσεκτικά, σαν να φοβάμαι ότι μπορεί ν' ανοίξει στα δύο. Σαν αβγό. «Τι να κάνω;», αναστενάζω.
«Θα μπορούσες», αρχίζει να λέει αργόσυρτα κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου ξανά τον βλέπω να στριφογυρίζει κάτι παραλληλόγραμμο ανάμεσα στα λευκά, μακριά του δάχτυλα. Τον κατάλογο με τα υλικά της πίτας, το μενού. «Να προσθέσεις ένα ακόμη συστατικό δικής σου επινόησης στην συνταγή».
«Ορίστε; Σαν τι;»
«Αθληταρά γάλακτος», προτείνει.
«Τι;», τινάζομαι ολόκληρη σαν να με 'χει χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Όχι!», ενίσταμαι μεμιάς. «Τι; Πας καλά;»
«Γιατί;», απορεί.
«Στ' αλήθεια μου το ρωτάς αυτό;», διαμαρτύρομαι. Τα χέρια μου σηκώνονται στον αέρα και τινάζονται τόσο έντονα από τις χειρονομίες που καταλήγω να μοιάζω σαν τροχονόμος που έχει πάρει ναρκωτικά. «Ποιος είσαι τέλος πάντων, ο Τζέφρυ Ντάμερ;*», ξεσπώ.
«Σ-σ-σ-ε ποιον μιλάς;» μουγγρίζει μια πνιχτή φωνή.
Α, τώρα μάλιστα! Αυτό μας έλειπε τώρα!
«Σε κανέναν», απαντάω μεμιάς, αμυντική και υπέρ-προστατευτική όπως με κάθε τι που αφορά τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ. Έχω ορκιστεί να τον κρατήσω κρυμμένο απ' τον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να μάθει για εκείνον. Στρέφομαι αιφνιδιασμένη και κοιτάζω τον σωρό από καψαλισμένη σάρκα και λιωμένους μυς που σέρνεται αργά και μαρτυρικά στο πάτωμα. Ο Γκρίφιν έχει συνέλθει. Κάπως. Όχι αρκετά ώστε να σηκωθεί και να πολεμήσει ή να το βάλει στα πόδια, αλλά σίγουρα αρκετά ώστε να επανακτήσει την αντίληψη του, την όραση και την ακοή του. Αισθήσεις που τον βοηθούν να καταλάβει ότι έχω έναν συνομιλητή. Δεν είμαστε οι δυο μας μέσα στην κουζίνα, είμαστε τρεις τώρα.
«Όχι», το αρνείται εκείνος με κόπο, και είναι εμφανές ότι η κάθε ανάσα που παίρνει, η κάθε λέξη που λέει είναι ένας άθλος. Το πρόσωπό του είναι μια δύσμορφη μάζα, όπου μόλις και μετά βίας μπορείς να διακρίνεις μια μύτη κι ένα στόμα. «Σε κάποιον μιλάς», επιμένει. «Σε έχω δει να μιλάς και άλλες φορές στον εαυτό σου... Σε ποιον μιλάς;»
Ο Ζίρο κι εγώ ανταλλάσσουμε ένα σύντομο βλέμμα, θέλοντας να δούμε πώς θα το χειριστούμε από 'δω και πέρα. Του λέμε την αλήθεια; Ή όχι; Ο Ζίρο μου γνέφει να κάνω όπως νομίζω. Ποσώς τον ενδιαφέρει. Εξάλλου, ο Γκρίφιν θα πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. Θα πάρει το μυστικό στον τάφο του. Εάν αποκτήσει τάφο, δηλαδή.
Επανέρχομαι στην συζήτησή μου με τον Γκρίφιν. «Πολύ καλά, λοιπόν», απαντώ. «Με τσάκωσες». Σηκώνω τα ήδη υπερδραστήρια χέρια μου στον αέρα πάνω από τους ώμους μου με την χαρακτηριστική κίνηση που σημαίνει: Παραδίνομαι. «Απευθύνομαι στην τροφοθήκη», λέω. «Ω, ναι, ναι... είναι το αγαπημένο μου ντουλάπι, ξέρεις. Και όταν την αγνοώ στεναχωριέται παράφορα». Κατεβάζω το αριστερό μου χέρι και το φέρνω πάνω από το μεγάλο ντουλάπι με τα τρόφιμα, όπου έχει γείρει ο Ζίρο και ακουμπά την πλάτη του. Χαϊδεύω την μακριά ξύλινη επιφάνεια. Καλό ντουλάπι.
«Είσαι τρελή», με κατηγορεί ο Γκρίφιν. Η φωνή του ακούγεται συριστική και σφυριχτή, υποδηλώνοντας την ανεπανόρθωτη καταστροφή που έχει υποστεί το αναπνευστικό του, μεταξύ άλλων. «Στο 'πα και στο ξαναλέω. Είσαι γαμημένα τρελή!»
«Αχ, Γκρίφιν», τιτιβίζω επιστρατεύοντας το καλύτερο, σχιζοφρενές μου χαμόγελο εναντίον του. Ένα χαμόγελο υπερβολικά φαρδύ, τόσο που φτάνει από αυτί σε αυτί. Η ουλή που το συνοδεύει δίνει σίγουρα την ψευδαίσθηση ότι το μειδίαμα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Πρόκειται για μια έκφραση που έχω δουλέψει πολύ τελευταία. Παρά τα ανασηκωμένα μάγουλα και τους τραβηγμένους μυς του προσώπου μου, διατηρώ δύο ολοστρόγγυλα μάτια που δεν κλείνουν. Είμαι εφιαλτική. «Είδες που άμα θες με καταλαβαίνεις;», γουργουρίζω.
Αυτό τον κάνει να τα χάσει για λίγο, διάστημα αρκετό για τον Ζίρο να δράσει. Με πιάνει από το μπράτσο και με οδηγεί κάμποσα μέτρα παραπέρα σε μια κόγχη της κουζίνας όπου ο Γκρίφιν δεν μπορεί πια να μας δει ή να μας ακούσει.
«Τι θα κάνουμε, τι θα κάνουμε, τι σκατά θα κάνουμε;», πιάνω να λέω επανάληψη μετά την επανάληψη. Μέχρι τώρα προσπαθούσα να βρω μια λύση, αλλά συνειδητοποιώντας πως έχω αποτύχει οικτρά να βρω μια διέξοδο ως τώρα, αποφασίζω ότι έχει έρθει η ώρα να πανικοβληθώ. Νιώθω το σώμα μου να με εγκαταλείπει, τα πόδια μου να με προδίδουν. Είναι λες και ξαφνικά όλοι μου οι μυς μετατράπηκαν σε ένα ζελέ που όλο συσπάται και τρεμουλιάζει. Στηρίζω την πλάτη μου στον τοίχο της εσοχής και πασχίζω να σταθώ όρθια. Νιώθω ετοιμόρροπη. Για να με απαλλάξω, θαρρείς, από ετούτη την ζαλάδα φέρνω τις παλάμες μου πάνω από το πρόσωπό μου και το καλύπτω με αυτές. Τα μάτια μου κλείνουν από πίσω τους. Σφραγίζουν.
«Σου είπα τι θα κάνουμε», λέει ο Ζίρο. Ήρεμος. Σταθερός. Ακατάβλητος.
Α, ναι, σωστά... Θα κάνουμε κρεατόπιτα... Το είχα ξεχάσει αυτό.
«Τι;», λέω σαν χαζή. Τα δάχτυλά μου ανοίγουν και απομένω να τον κοιτάζω ανάμεσα απ' τα στενά χωρίσματά τους. «Όντως τώρα; Δεν μπορεί να το εννοείς...» Αλλά το εννοεί. Το βλέπω ότι το εννοεί. «Μαλάκα, δεν μπορεί! Με δουλεύεις!», εναντιώνομαι.
«Όχι», λέει. «Δεν σε δουλεύω. Μαλάκα».
«Όμως... εμείς... δεν μπορούμε...»
«Φυσικά και μπορούμε», αντιλέγει. «Επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος, Αντριάννα».
«Και επειδή είσαι διεστραμμένος», αντιλέγω κι εγώ με την σειρά μου. «Ζεέρνεμποχ».
«Ναι, και για αυτό», μουρμουρίζει και η μια γωνίτσα των χειλιών του τρεμουλιάζει ελαφρά και ανασηκώνεται. Του αρέσει αυτό, έχω συνειδητοποιήσει. Του αρέσει όταν τον αποκαλώ με διάφορους παράξενους χαρακτηρισμούς που κανονικά θα ήταν προσβολές, αλλά με εμάς έχουν καταλήξει να λειτουργούν ως παρατσούκλια ή γλυκόλογα. Διεστραμμένε, φρίκουλα, τρελέ. Ξέρει ότι κάνοντάς το αυτό, καταφέρνω να εκτονώσω κάποια από την ένταση που με τυραννάει. Γίνεται εκείνος ο αποδέκτης της και με ανακουφίζει. «Ο κανιβαλισμός είναι κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας», λέει. «Είναι κάτι που οι άνθρωποι το έκαναν από αρχαιοτάτων χρόνων και για ποικίλους σκοπούς. Επιβίωση, εκδίκηση, επιβολή κυριαρχίας. Δεν είναι κάτι παράξενο, είναι κομμάτι της φύσης. Είναι!», επιμένει με σθένος όταν με βλέπει να νεύω αρνητικά. «Οι Ιροκουά, για παράδειγμα, έτρωγαν τις καρδιές των αντιπάλων τους για να πάρουν τις δυνάμεις τους. Αλλά φυσικά δεν το ήξερες αυτό», με κρίνει.
«Και εσύ ποια δύναμη του Γκρίφιν θες να αντλήσεις;», λέω και ακούγομαι ειλικρινά απυηδισμένη. «Την σούπερ μαλακία;»
«Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να πάρω εγώ τις δυνάμεις του, αλλά να πάρει αυτός εξιτήριο από εδώ πέρα».
«Ισχύει...», το παραδέχομαι. Τα δάχτυλά μου ενώνονται ξανά μεταξύ τους, κρύβοντας για λίγο τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, την κουζίνα, και τις απαίσιες προοπτικές που παραμονεύουν τριγύρω. Είναι, όμως, στ' αλήθεια τόσο απαίσιες; Θα το έβρισκα τόσο αβάσταχτο να φερθώ έτσι στον Γκρίφιν; Στον άνθρωπο που με πρόδωσε, που σκότωσε τον Ζεέρνεμποχ, που τσάκισε τον Κάι, που έβλαψε την μικρή Ντόνοβαν με τον πιο χυδαίο και άσπλαχνο τρόπο; Όχι, συνειδητοποιώ, ότι δεν θα με πείραζε και τόσο...
«Πφφφ!», ξεφυσάω θλιμμένα. «Γιατί να 'μαστε έτσι, εσύ κι εγώ;»
«Πώς είμαστε;»
«Κομματάκι σαν τον Σουίνι Τοντ και την Δεσπονίς Λοβέτ από το μιούζικαλ ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ**», μουρμουρίζω. «Πολύ, πολύ σκοτεινοί».
«Γιατί τα λαβ στόρι είναι κλισέ απ' τον Μεσαίωνα...;», προτείνει ο Ζίρο.
Ανασηκώνω τους ώμους μου κουρασμένη.
«Έλα, Δεσποινίς Λοβέτ», με παροτρύνει περνόντας το χέρι του γύρω απ' τους ώμους μου και με οδηγεί και πάλι πίσω. «Έχεις να ετοιμάσεις τις χειρότερες πίτες του Λονδίνου».
«Του Μέιν», διορθώνω.
«Είπα να ακολουθήσω το αυθεντικό», δικαιολογείται.
«Μα είμαστε στο Μέιν».
«Ε, καλά. Λονδίνο, Μέιν, Κάιρο... Οι πίτες θα είναι τρομακτικές, όπως και να 'χει».
✖
*Τζέφρυ Ντάμερ: Αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο διαβόητους κανιβάλους και κατά συρροήν δολοφόνους, ο Τζέφρυ Ντάμερ δολοφόνησε, διαμέλισε και έφαγε 17 νεαρούς άνδρες από το έτος 1978 and 1991.
**Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ: Αφού φυλακίστηκε άδικα κι έχασε την οικογένειά του, ο Μπέντζαμιν Μπάρκερ επιστρέφει στο Λονδίνο και ανοίγει κουρείο με το όνομα Σουίνι Τοντ. Εκεί ετοιμάζει την εκδίκησή του. Σύμμαχος του η μελαγχολική κυρία Λόβετ, η οποία είναι ερωτευμένη μαζί του και τον βοηθάει να εξαφανίσει τα πτώματα των θυμάτων του, μαγειρεύοντάς τα και μετατρέποντάς τα στις χειρότερες κρεατόπιτες της πόλης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top