Κεφάλαιο 16: Μενού (μέρος 2)
«Απλά δεν λες να πεθάνεις, έτσι;», παρατηρεί ο Γκρίφιν απ' την είσοδο. Τα μάτια του με κοιτάζουν εξεταστικά, προσηλωμένα. Περιπλανιόνται πάνω μου και όταν φτάνουν το σημαδεμένο μου πρόσωπο, σταματούν εκεί και εστιάζουν στην ουλή του μάγουλου μου. «Τραβήχτηκες», το θέαμα τον κάνει να θυμηθεί την σύγκρουση μας στο δάσος. «Όταν σε έβαλα κάτω, σε ακινητοποίησα όπως μπορούσα και παρά την αρχική σου αντίδραση, τελικά ενέδωσες. Σταμάτησες να σπαρταράς και να χτυπιέσαι και να αντιστέκεσαι. Παρέδωσες τα όπλα και απλά απόμεινες να με κοιτάζεις από το χώμα με ένα αβοήθητο ύφος», κάνει μια μικρή παύση για ν' αναλογιστεί τι συνέβη ύστερα. «Θυμάμαι ότι σε κοίταξα και σκέφτηκα: Αυτό είναι, εδώ τελειώνουν όλα για σένα, Αντριάννα, εδώ τελειώνεις εσύ. Και θυμάμαι που μια στιγμή αργότερα κατέβασα το μαχαίρι μου κατά πάνω σου. Στόχευα για το σημείο ανάμεσα στα φρύδια σου, ξέρεις». Το λέει απλά, σχεδόν αδιάφορα σαν να με σημάδευε με ένα μαρκαδόρο και όχι με μια θανάσιμη λεπίδα. Ο δείκτης του υψώνεται και αγγίζει απαλά το κέντρο του μετώπου του σαν να μην θέλει να αφήσει την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος ήταν ο αληθινός του στόχος. «Αλλά αστόχησα», συμπληρώνει. Ένα μοχθηρό, υποχθόνιο χαμόγελο παίρνει μορφή στα χείλη του. «Με έκανες να αστοχήσω, δηλαδή. Επειδή τραβήχτηκες την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε έδειχνες σαν να είχες παραδοθεί στην μοίρα σου, σαν να είχες παραδοθεί σ' εμένα. Όμως δεν το έκανες, έτσι δεν είναι;» ρωτάει ρητορικά. «Όχι, όχι ολοκληρωτικά τουλάχιστον. Μέσα σου είχε απομείνει λίγη ακόμα μάχη, λίγη περισσότερη αντίσταση απ' όση είχα δει και πάνω στο κρίσιμο σημείο, αυτό το απόθεμα ενέργειας άρπαξε τα ηνία και σε έκανε να τραβηχτείς στο πλάι. Σαν αντανακλαστικό ή έκκριση αδρεναλίνης ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Ότι κι αν ήταν, πάντως, με έκανε να αστοχήσω».
Αργά αργά ο Γκρίφιν αφήνει το κατώφλι και αρχίζει να περιδιαβαίνει τους πάγκους της κουζίνας με μερικούς μεγάλους, ανέμελους δρασκελισμούς. Απλώνει το χέρι του και το αφήνει να συρθεί πάνω σ' ένα λερωμένο ράφι. Τα δάχτυλά του χαράζουν αυλάκια πάνω στην γκρίζα σκόνη και μαζεύουν τους σκούρους κόκκους της. Στο τέλος τα αποτυπώματά του είναι μαύρα απ' τους λεκέδες. Τα φέρνει κοντά στο πρόσωπό του σαν να θέλει να επιτηρήσει την καθαριότητα του χώρου, σαν να κρατάει μια νοερή σημείωση να πει στην θεία του να επιπλήξει το προσωπικό της κουζίνας, αφού με ξεκάνει. Όταν η σκόνη που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του περιβάλλοντα χώρου χάνει το ενδιαφέρον της για εκείνον, ο Γκρίφιν σκουπίζει την λερωμένη του παλάμη στην πισινή τσέπη του παντελονιού του και στρέφεται ξανά σε μένα. «Ομολογώ ότι με έχεις δυσκολέψει αρκετά», λέει και δεν το κάνει ενοχλημένα ή επιτιμητικά. Υπάρχει μια σπάνια ειλικρίνεια στον τόνο του σαν να επικροτεί αυτό μου το κατόρθωμα. Σαν να παραδέχεται ότι έχω καταφέρει να εναγάγω τον πόλεμο μας σε ένα νέο, ανώτερο επίπεδο δυσκολίας, ότι είμαι μια αντίπαλος που πρόσμενε καιρό. Μια αντάξια εχθρός. «Δεν το περίμενα αυτό από 'σένα», λέει. «Δεν περίμενα ότι θα αποδεικνυόσουν τόσο... ανθεκτική, τόσο... μαχητική. Δεν σου το 'χα, όμως, είσαι σκληρό καρύδι, έτσι;»
Εξακολουθεί να περπατάει διανύοντας την πορεία του ως εμένα αργά, αλλά σταθερά, χωρίς σταματημό. Τον παρατηρώ εξονυχιστικά, καταγράφοντας την κάθε του κίνηση, την κάθε του ανάσα. Η δική μου έχει κοπεί, το σώμα μου έχει παγώσει και το μόνο που μπορώ να κάνω στο ενδιάμεσο, είναι να εκλιπαρώ την παγωμάρα μου να φύγει, να δώσει την θέση της στην περιβόητη μαχητικότητα για την οποία κάνει τώρα λόγο ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Πρέπει να γίνω μαχητική, σκληροτράχηλη, θανάσιμη και πρέπει να το κάνω γρήγορα. Επειδή με κάθε του δρασκελιά ο Γκρίφιν με πλησιάζει και μαζί του φέρνει και ένα τέλος. Το δικό του ή το δικό μου. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε και οι δύο να περιφερόμαστε σε αυτό το μέρος, ένας από τους δυο μας πρέπει να αφήσει το Ντέιβις Πλέις. Δια παντός. Είναι σαν εκείνον τον στίχο από την Ιλιάδα του Ομήρου: Ή θα ρίξεις εσύ εμένα ή θα ρίξω εγώ εσένα. Η σύγκρουση πάντως είναι αναπόφευκτη.
«Έπρεπε να γίνω», απαντώ. «Η σκληρότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό με το οποίο γεννιέσαι, Γκρίφιν, είναι μια συνήθεια. Κι εγώ την συνήθισα, την έκανα δική μου. Βλέπεις, ορισμένες φορές οι άνθρωποι που κανείς ποτέ δεν θα περίμενε ότι είναι ικανοί για αντίσταση και εκδίκηση, είναι αυτοί που αποδεικνύονται οι ικανότεροι όλων».
Το συλλογίζεται. «Ναι, υπάρχει αλήθεια σε αυτή τη ρήση», αποκρίνεται. «Εξάλλου, έχω μια τρανή απόδειξη εμπρός μου τώρα». Τα βήματά του τον οδηγούν κοντά, όλο και πιο κοντά μου. Όταν φτάνει μόλις δυο πάγκους παραπέρα, ο Γκρίφιν κάνει μια μικρή παύση. Σταματάει και γέρνει πάνω από την ξύλινη νησίδα. Ακουμπά τους αγκώνες του εκεί και έπειτα βαστάζει το σαγόνι του με τα χέρια του, θαρρείς, για να με ατενίσει λίγο πιο ξεκούραστα. «Για δες την...», μονολογεί, ενώ τα κιτρινοπράσινα μάτια του με πολιορκούν. «Αχ, Αντριάννα, Αντριάννα, Αντριάννα...», αναστενάζει δραματικά. «Είσαι μεγάλος μπελάς, ο μεγαλύτερος απ' όλους. Θέλω να πω, στο παρελθόν έχω ανοίξει βεντέτες με άνδρες δυο φορές το μπόι σου και τρεις φορές το βάρος σου, με κανονικούς τιτάνες και κανένας τους δεν με δυσκόλεψε όσο εσύ. Είσαι το κάτι άλλο, αλήθεια», λέει και κάτι στα μάτια του αστράφτει, μια χρυσαφιά σπίθα. «Αλλά μην γελιέσαι... Στο τέλος κανείς δεν είναι ανίκητος, κανείς δεν είναι ανέγγιχτος. Όλοι πέφτουν. Το ξέρω ότι θα αντισταθείς, ότι θα πολεμήσεις, όπως έκανες πάντα. Και όταν θα σε δω να το κάνεις, θα σκεφτώ για μια ακόμη φορά ότι το σθένος σου είναι αξιοθαύμαστο, αλλά και ανόητο μαζί. Μάταιος κόπος».
«Γιατί;», λέω, αν και γνωρίζω το γιατί. Ο Γκρίφιν έχει φροντίσει να διατυμπανίσει από την αρχή ότι εδώ μέσα γίνεται πάντα το θέλημα του, ότι είναι κυρίαρχος του ιδρύματος, παντοδύναμος.
«Επειδή είναι βέβαιο πια ότι θα σε σκοτώσω», λέει, δήλωση που έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τον γλυκερό του τόνο. Το συνηθίζει αυτό ο Γκρίφιν, συνηθίζει να λέει φρικτά πράγματα γλυκομιλώντας. Είναι κάτι που παραδόξως, κάτι την απειλή να φαντάζει ακόμα μεγαλύτερη απ' ότι εάν βρυχιόταν ή γρύλιζε. «Θέλω να πω», προσθέτει. «Ότι μετά από όλα αυτά που έκανες δεν μου αφήνεις κι άλλη επιλογή. Πρέπει να πεθάνεις και αφού πρέπει, θα γίνει. Οπότε, γιατί δεν το παίρνεις απόφαση για να τελειώνουμε;»
«Απολογούμαι για την όποια αναστάτωση έχω ηθελημένα προκαλέσει με το πείσμα μου», λέω. Τα νεύρα σε ολόκληρο το σώμα μου είναι τόσο πολύ τσιτωμένα, τόσο τραβηγμένα που κοντεύουν να σπάσουν. Εκπλήσσομαι που οι μυς του σαγονιού μου λειτουργούν επαρκώς για να με αφήσουν να μιλήσω. «Αλλά», συνεχίζω. «Να, είναι που αποφάσισα ότι όταν θα πεθάνω θα το κάνω ακριβώς όπως όταν ήρθα στην ζωή».
«Δηλαδή;», παραξενεύεται.
«Ουρλιάζοντας και κλωτσώντας και χτυπώντας και σπρώχνοντας, καλυμμένη στο αίμα κάποιου άλλου», ανακοινώνω. «Θα 'θελες να 'ναι το δικό σου το αίμα αυτό;»
Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ χαμογελάει στο άκουσμα αυτής της πρόκλησης-πρόσκλησης. Αφήνει την μισό-γερμένη του στάση και σηκώνεται από τον βρώμικο πάγκο της κουζίνας. Οι τετραγωνισμένοι του ώμοι ισιώνουν και οι χρυσαφιές σπίθες φουντώνουν μες στα μάτια του. «Θα το ήθελα», λέει. «Εσύ κι εγώ. Τι λες, Βάλενταϊν; Εσύ κι εγώ. Μια τελευταία φορά».
Συγκατανεύω. «Μια τελευταία φορά», λέω.
✖
Μικρά κεφαλαιάκια επειδή η συγγραφέας περνάει περίεργη φάση άρνησης,
αλλά την παλεύει όπως μπορεί, ώστε να ανεβάσει και να συνεχίσουμε το βιβλίο μας.
Υ.Γ. Το επόμενο κομμάτι γράφεται ήδη.
Υ.Γ. 2 Στο μεθεπόμενο γίνεται χαμούλης...
Μην χάσετε την συνέχεια. Θα ανέβει κι αυτή γρήγορα.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top