Κεφάλαιο 16: Μενού (μέρος 1)
Το μυαλό μου πλάθει σκοτεινές σκέψεις. Ή ίσως οι σκέψεις μου να είναι φυσιολογικές και να σκοτεινιάζουν όσο βρίσκονται στο μυαλό μου. Ίσως να φταίει αυτό: ο εγκέφαλός. Είναι σκοτεινά εκεί, τρομακτικά και ζοφερά. Και πώς να μην είναι, άλλωστε; Κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, ερέθισμα και ένστικτο έχει φθαρεί, έχει διαστραφεί, έχει κακοφορμίσει.
Κανονικά δεν θα έπρεπε να επιτρέπω στον αρνητισμό να με καταλαμβάνει, να με εξουσιάζει τόσο απόλυτα. Θα έπρεπε να τον αποφεύγω, να τον αντιμάχομαι, να τον υποτάσσω και όχι να του υποτάσσομαι. Όμως τίποτα στη ζωή μου δεν είναι κανονικό πια. Η εποχή της κανονικότητας έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η κακό-νικότητα είναι εδώ.
Απόψε εκτίω την ποινή μου, την ποινή που μου υπέβαλλε η Κονστάνς Ντέιβις ως απάντηση στην παραβατική μου συμπεριφορά και την παντελή έλλειψη σεβασμού μου, όπως την ονόμασε, απέναντι στις αρχές του ιδρύματος. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Βρίσκομαι ολομόναχη στην κουζίνα και υποχρεούμαι να ετοιμάσω αρκετό φαγητό για να ταΐσω εκατό ανθρώπους. Ακριβώς. Εκατό. Τόσοι είναι περίπου οι φιλοξενούμενοι του Ντέιβις Πλέις, φύλακες και φυλακισμένοι μαζί. Και αύριο το μεσημέρι θα περιμένουν ένα καυτό κομμάτι κρεατόπιτα έκαστος.
Μ' έναν κουρασμένο αναστεναγμό παραίτησης πιάνω τον βαρύ, σπιράλ, πλαστικοποιημένο κατάλογο που περιμένει στον πάγκο και αρχίζω να τον ξεφυλλίζω. Το γύρισμα των σελίδων είναι από μόνο του μια μάχη, μια μάχη ενάντια στα διάφορα λάδια και σιρόπια που τον έχουν βρωμίσει ανά καιρούς κάνοντάς τον τελικά ένα ακέραιο σώμα από χαρτί, πλαστικό και λίγδα. «Σίχαμα», μουρμουρίζω και ύστερα το αντιπαρέρχομαι για να συμβουλευτώ τις οδηγίες και ν' αρχίσω να εκτελώ την συνταγή.
Αφού τα καθαρίσω και τα ψιλοκόψω στέλνω μερικά πολύχρωμα κυβάκια από κρεμμύδια και σκόρδο και σέλινο, πορτοκαλιά καρότα και αφράτα μανιτάρια να τσιγαριστούν σε ένα γιγάντιο τηγάνι. Πιάνω την λαβή του στρογγυλού σκεύους και αρχίζω να το κουνάω ρυθμικά και να το τινάζω στον αέρα πάνω από την πορτοκαλοκόκκινη πυρά της εστίας. Προσθέτω αρκετό κόκκινο κρασί και αφήνω τα τεμαχισμένα κομματάκια να χαθούν μέσα του. Τα κοιτάζω. Μοιάζουν σαν να ζητούν βοήθεια, λες και το σιωπηλό τσιτσίρισμα τους είναι μια ύστατη κραυγή αγωνίας, μια απελπισμένη έκκληση για βοήθεια, καθώς ασφυκτιούν μέσα στην κόκκινη λίμνη του κρασιού. Μοιάζουν να παλεύουν να σταθούν στην επιφάνεια προτού βυθιστούν σε μια θανάσιμη θάλασσα από πορφύρα και φωτιά. Έναν ωκεανό αίματος. Όπως αυτόν όπου έχω σύρει εγώ η ίδια το ίδρυμα και τους κατοίκους του. Με τα μάτια της φαντασίας μου βλέπω τον Άσερ με το μαχαίρι μου βαθιά καρφωμένο στον λαιμό του, έτσι ώστε να εξέχει μονάχα η λαβή του απ' την σάρκα. Και μετά βλέπω την κενή, οριζόντια τρύπα του τραύματος του απ' όπου αναβλύζουν σκοτεινοί πίδακες αίματος. Βλέπω τον Πιτ να αιμορραγεί ακατάπαυστα από κάθε εκατοστό του κορμιού του και βλέπω τον Μαρκ να σπαρταράει πεσμένος κατάχαμα, σωριασμένος σε ένα βαθυκόκκινο χαλί από το ίδιο του το αίμα. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να δω: Αίμα, αίμα, αίμα... τόσο πολύ αίμα. Σκορπισμένο απ' το δικό μου χέρι, το μαχαίρι μου. Κι έπειτα, σκέφτομαι ένα άλλο, ένα αίμα που δεν έχυσα εγώ. Αλλά το βρήκα. Στο κάτω μέρος ενός κομματιού από χαρτί, ενός μικρού, απειλητικού σημειώματος με την μορφή μιας τέλεια αποτυπωμένης δαχτυλιάς, σαν τέμπερα θανάτου. Ξέρω τι έχεις κάνει, έλεγε το ανώνυμο σημείωμα και ακριβώς από κάτω του είχε εκείνο το σημάδι, εκείνη την ματωμένη υπογραφή κάποιου άγνωστου που, όμως, μοιάζει να με ξέρει καλά. Καλύτερα από όσο θα 'θελα. Ο άνθρωπος με τον άλικο μανδύα που έστεκε στην άκρη του νεκροταφείου αργά την νύχτα. Εκείνος που γνωρίζει το μυστικό μου, που θέλει να γνωρίζω ότι γνωρίζει. Γιατί; Τι είναι αυτό; Τι σημαίνει, τι προμηνύει; Δεν ξέρω, δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Αλήθεια.
Προσθέτω λίγο περισσότερο κρασί και αφήνω το φαγητό να σκούξει υπόκωφα για έλεος. Δεν υπάρχει κανένα. Αρπάζω μια φαρδιά ξύλινη κουτάλα και ανακατεύω το μείγμα των λαχανικών με γρήγορες κινήσεις, άγαρμπες, σχεδόν σπασμωδικές. Είναι λες διαβάζω οιωνούς στα φύλλα του τσαγιού ή τον πάτο ενός φλυτζανιού καφέ, διότι καθώς ανασκαλεύω βρίσκω μια νέα εικόνα να σχηματίζεται εμπρός μου. Ο Τζάσπερ. Το καημένο το αγόρι... Επιστρέφω νοερά σ' εκείνη την φρενιασμένη, ύστατη στιγμή, όταν έγειρα από πάνω του πάνω στο πάτωμα της καφετέριας και του υποσχέθηκα ότι δεν επρόκειτο να τον αφήσω, ότι δεν θα τον εγκατέλειπα. Ό,τι κι αν γινόταν. Τον βλέπω να με κοιτάζει στα μάτια και ν' αναθαρρεί, να εξακολουθεί να ελπίζει, να αντλεί αρκετή δύναμη ώστε να πολεμήσει την μάχη του. Και αμέσως μετά τον βλέπω να ηττάται. Βλέπω το βλέμμα του να σβήνει, τους βολβούς των ματιών του να στριφογυρίζουν μέσα στις κόγχες τους αφήνοντας πίσω τους ένα ασπράδι κενό, άδειο, διάστικτο μονάχα από ημιδιάφανα φλεβίδια και λεπτοκαμωμένα αγγεία που πάλλονται έτοιμα να εκραγούν. Ουρλιάζω το όνομά του. Τζάσπερ, λέω έντρομη. Τζάσπερ; Όμως ο Τζάσπερ δεν είναι πια εδώ. Είναι, όμως, κάτι άλλο, κάτι που έχει πάρει την θέση του, τον έλεγχο του μυαλού και του κορμιού του. Κάτι που τρέφεται με την ίδια του την ψυχή.
Θα 'πρεπε να φοβάσαι, συρίζει χαιρέκακα. Επειδή θα 'ρθει... Ξέρεις ποιος... θα 'ρθει και... για... σένα... Ρίνα.
Όπως και τότε έτσι και τώρα τινάζομαι, τόσο δυνατά και τόσο έντονα λες και το στιγμιότυπο με χτυπάει με όλη την ισχύ του ηλεκτρικού ρεύματος. Πετάω ξαφνικά την ξύλινη κουτάλα απ' το χέρι μου και οπισθοχωρώ κάμποσα βήματα μακριά από την φωτιά της εστίας. Κολλάω με την πλάτη μου στον απέναντι πάγκο και απομένω εκεί, να στηρίζομαι από πάνω του και να προσπαθώ να ρυθμίσω ξανά την αναπνοή μου, να ανακτήσω την ψυχραιμία μου. Τι 'ν' πάλι τούτο; σκέφτομαι και βάζω το χέρι μου στο κέντρο του κόρφου μου, καλύπτοντας την καρδιά μου που σπαρταράει με την παλάμη μου. Κρίση πανικού; Ναι, μπορεί να είναι και από αυτές... Λένε, εξάλλου, ότι μια τέτοια κρίση έρχεται συνήθως αιφνιδιαστικά και ετεροχρονισμένα. Όχι την στιγμή του κρίσιμου συμβάντος που ευθύνεται για τον πανικό, αλλά αργότερα, σαν υποσυνείδητη αναβίωση της φρίκης.
Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι η δική μου κρίση έχει εξαιρετικό timing. Καμία στιγμή δεν θα ήταν πιο κατάλληλη από την τωρινή. Επειδή πλέον η γκάμα των στρεσογόνων γεγονότων, των νευρώσεων και των ψυχικό-σωματικών μου τραυμάτων έχει αποκτήσει εντυπωσιακή έκταση και θαυμαστό εύρος. Συνοψίζοντας: Η δίδυμη αδερφή μου, ο αγαπημένος μου άνθρωπος στον πλανήτη γη είναι νεκρή και οι γονείς μου που με κατηγορούν για τον χαμό της με έχουν πετάξει από το σπίτι. Σπίτι μου τώρα πια είναι μια φυλακή ανηλίκων όπου κάθε τι καλό πεθαίνει ή διαστρέφεται τόσο απόλυτα που γίνεται κάτι ανείπωτα μοχθηρό για να επιβιώσει. Αυτό έχω πάθει κι εγώ, έχω διαστραφεί, έχω καταστραφεί. Έχω διαπράξει αμαρτήματα που άλλοι άνθρωποι δεν θα διανοούνταν καν. Έχω σκοτώσει, αυτό έχω κάνει. Έχω σκοτώσει επανειλημμένα και με τον κάθε θάνατο που έχω επιφέρει, δεν έχω σκοτώσει μονάχα κάτι γύρω μου, αλλά και κάτι μέσα μου. Την ηθική μου πυξίδα, την φωνή της συνείδησης μου, το εσωτερικό μου φως. Και αυτό δεν είναι το μόνο μελανό σημείο, έχω κάνει κι άλλα πράγματα. Πολλά περισσότερα. Έχω ανοίξει μια πύλη ανάμεσα στους κόσμους και δεν την έχω κλείσει ακόμα. Έχω αφήσει κάτι δαιμονικό να μπει στην διάσταση μας και να την μετατρέψει σε μια νέα κόλαση. Ένα πλάσμα προερχόμενο από την πιο σκοτεινή άβυσσο, σφυρηλατημένο από τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Αυτό το εξωκοσμικό τέρας κατασπάραξε την ψυχή του Τζάσπερ και έκλεψε την ζωή του. Μετά θα έρθει και για εμένα. Μου το 'πε εξάλλου, είμαι η επόμενη. Άραγε, σκέφτομαι πικρόχολα, θα βρει εντός μου ψυχή για να τραφεί; Ή θα λιμοκτονήσει; Ένα μικρό, άκεφο χαμόγελο θλίψης σχηματίζεται στα χείλη μου. Λέω ανοησίες για να περάσω την ώρα μου, να κατευνάσω την ταραχή μου, αυτό κάνω. Κατά βάθος, ωστόσο, ξέρω ότι ο αυτοσαρκασμός δεν είναι παρά μια εφήμερη παρηγοριά. Όταν τα πράγματα θα γίνουν πολύ, πολύ άσχημα δεν θα αρκεί για να με γλιτώσει από την καταδίκη μου. Οι μόνοι που μπορούν να με γλιτώσουν είναι οι Μαρς, όμως βρίσκονται ακόμη κλειδαμπαρωμένοι στα κελιά της απομόνωσης. Δεν τους έβγαλε κανείς από 'κει, παρά τα ουρλιαχτά, παρά τις ικεσίες μου. Αχ, σκέφτομαι αναστενάζοντας. Μου λείπει ο Μπιλ και η Γκουέν, μου λείπει το θάρρος τους και η παράξενη αίσθηση του χιούμορ τους, και η καθοδήγηση τους. Αυτή μου λείπει περισσότερο από κάθε τι. Εκείνοι μοιάζουν να ξέρουν πάντοτε πώς να σταθούν απέναντι στην κάθε απειλή εγκόσμια ή μη, πώς να την πολεμήσουν, πώς να την εξαλείψουν. Τους χρειάζομαι, διάβολε, και δεν είναι εδώ!
Είναι, όμως, κάποιος άλλος εδώ και αυτό γίνεται αντιληπτό όταν ακούγεται το σιωπηλό τρίξιμο της πόρτας της κουζίνας από κάπου στο βάθος. Κάποιος έχει μπει στην κουζίνα, κάποιος που με ψάχνει. «Ξέρω», λέω ευθύς αμέσως προτού καλά καλά γυρίσω για να κοιτάξω τον εισβολέα. «Ξέρω τι θα πεις, Έντνα». Η εύσωμη υπάλληλος του ιδρύματος ήταν εκείνη που με έσυρε ως την κουζίνα κάμποσες ώρες νωρίτερα. Έτσι υποθέτω πως και τώρα πρόκειται για εκείνην που έχει έρθει να τσεκάρει την πρόοδο μου και να με επιπλήξει για την έλλειψη της. «Η κρεατόπιτα πρέπει να τελειώσει απόψε», μουρμουρίζω μιμούμενη τον μόνιμα επιτακτικό της τόνο. «Ειδάλλως ο στόλος της Κονστάνς θα ψωμολυσσάξει στην αυριανή συνεστίαση και αυτό δεν θα είναι καθόλου μα καθόλου...» Στρέφομαι προς την μοναδική πόρτα και ρίχνω μια ματιά στον νέο-εισελθόντα. Η ανάσα μου σκαλώνει στον λαιμό μου και νομίζω πως ακούω ξανά την καρδιά μου να πάλλεται στα μηλίγγια μου μ' ένα έξαλλο τέμπο πανικού. Ναι, σίγουρα πρόκειται για πανικό ετούτη την φορά.
«Καλό;» μαντεύει το αγόρι με τα μάτια στο χρώμα του θειαφιού που στέκεται στο κατώφλι.
Νεύω.
✖
Γεια σου κόσμε! Πώς πάει η Αποκάλυψη;
Εγώ κλειδαμπαρωμένη σπίτι ένιωθα ότι είχα χάσει λίγη από την όρεξη και την έμπνευση μου, αλλά ήρθε τελικά η ώρα να επανέλθω στην γραφή και την ολοκλήρωση της ιστορίας μας! Πώς σας φαίνεται το κεφάλαιο;
Δεν είναι κάτι τρομερό, αλλά θα γίνει μέσα στις επόμενες αράδες... Το υπόσχομαι!
Ως τότε...
STAY SAFE
Toodles!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top