Κεφάλαιο 15: Πρέπει οπωσδήποτε να δίνω από ένα όνομα σε κάθε κεφάλαιο; (μέρος 2)
Δεν χωράει ολόκληρος ο τίτλος του κεφαλαίου. Κανονικά είναι:
Πρέπει οπωσδήποτε να δίνω από ένα όνομα σε κάθε κεφάλαιο; Κουράστηκα!
Στέκεται πάλι εκεί...
Για μια ακόμη φορά η Μία Βάλενταϊν κείτεται στις ξύλινες σανίδες του πατώματος της σκοτεινής σοφίτας. Ολόκληρο σώμα της δείχνει διαστρεβλωμένο έτσι όπως βρίσκεται πεσμένο κατάχαμα σε μια αφύσικη, άκαμπτη στάση που αποτελείται από μαρμαρωμένους μυς και παράξενα διπλωμένα άκρα. Σαν σπασμένα. Τα μάτια της που θυμίζουν ψυχρούς, γυάλινους βόλους αντικρίζουν τα δικά μου και μένουν εκεί. Ακίνητα. Παγωμένα. Εμμονικά.
Ανατριχιάζω υπό το συντριπτικό βάρος της συνειδητοποίησης του τι σημαίνει αυτό το βλέμμα. Τι έρχεται, τι επακολουθεί. Είναι πάντα το ίδιο. Μια συνεχής επανάληψη, μια ανελέητη υπενθύμιση της ανικανότητάς μου, της ενοχής μου. Ενός θανάσιμου σφάλματος που μου κόστισε τα πάντα. Φταίω, επειδή δεν κατάφερα να την προστατέψω, απέτυχα να την σώσω όταν με χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Την νύχτα της δωδεκάτης. Τώρα όμως; Ίσως μπορώ να προσπαθήσω ξανά... ίσως μπορώ να τα καταφέρω τώρα...
Επειδή στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που δίνει την μάχη του με τις δυνάμεις του σκότους σήμερα, δεν είναι η Μία. Είναι ο Τζάσπερ. Και δεν βρισκόμαστε στο Μονρό της Νέας Υόρκης και στο πατρικό των Βάλενταϊν, αλλά στην Ονάουα του Μέιν και στο Ντέιβις Πλέις.
Τα βλέφαρά μου ανοιγοκλείνουν μια, δυο, τρεις φορές και μαζί με την όραση μου, καθαρίζει και το στοιχειωτικό συνονθύλευμα από αναμνήσεις και εφιάλτες στο μυαλό μου. Η εικόνα της Μία σβήνει, καθώς επανέρχομαι στο εδώ και το τώρα, στον Τζάσπερ.
Και στην μάχη που δίνει λίγα μέτρα παρά πέρα.
Ένας κύκλος από φιλοπερίεργους και φιλοθεάμονες τρόφιμους έχει ήδη δημιουργηθεί γύρω από τους Μετανοημένους και το σημείο ενδιαφέροντος κι έτσι αναγκάζομαι να σπρώξω, να κλωτσήσω, να ουρλιάξω για ν' ανοίξω ένα μονοπάτι μέσα από το ανθρώπινο μπουλούκι. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια έως ότου καταφέρνω να φτάσω σ' εκείνον.
Βλέπω τον Τζάσπερ σωριασμένο στο πάτωμα της καφετέριας και αμέσως το αβάσταχτα γνώριμο σκηνικό με κάνει να αισθανθώ οδύνη ν' ανθίζει μες στον κόρφο μου. Πονάω και φοβάμαι και υποφέρω και δεν θέλω να βρίσκομαι εκεί. Καθόλου μα καθόλου. Όμως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Επειδή την στιγμή που πάω να δειλιάσω και ν' απομακρυνθώ και πάλι, ο νους μου πηγαίνει στην Μία και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο είχε ψιθυρίσει το όνομά μου.
Ρίνα... είχε πει εκλιπαρώντας. Μονάχα εκείνη με αποκαλούσε έτσι. Κανείς άλλος. Μην με... αφήσεις...
Ποτέ! της είχα ορκιστεί κι ας ήξερα ότι η τραγωδία ήταν αναπόφευκτη, η υπόσχεσή μου θα έσπαγε.
Κι αν μπορώ ακόμη να την εκπληρώσω; σκέφτομαι. Εάν μπορέσω ν' αποτρέψω την κατάληξη του Τζάσπερ; Θα μετρούσε αυτό ως μιας μορφής εξιλέωση για ότι συνέβη στην Μία; Θα ήταν αρκετό για να επιφέρει την πολυπόθητη λύτρωση σ' εκείνη; Σ' εμένα;
Αναδύομαι απότομα απ' τις σκέψεις μου όταν κάτι στον χώρο αλλάζει ξανά. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές, ο αέρας γίνεται αλλιώτικος, η θερμοκρασία πέφτει και ολάκερη η ατμόσφαιρα αποκτά κάτι σαν παγερή πνοή θανάτου.
Και τότε, ο Τζάσπερ αρχίζει να τραντάζεται απότομα πάνω στο πάτωμα της καφετέριας. Κάθε μυς του κορμιού του αρχίζει να σπαρταράει ξέφρενα, τα άκρα του συστρέφονται αφύσικα, οι κλειδώσεις των οστών του τσακίζονται σε αλλόκοτες γωνίες, σαν να σπάζουν. Το σώμα του παραδίνεται σε μια σειρά από σπασμούς και κραδασμούς, καθώς το πνεύμα του πασχίζει να παραμείνει ακλόνητο. Δικό του.
Θα τα καταφέρει; Δεν το ξέρω αυτό. Κανείς δεν το ξέρει. Μπορώ, όμως, να αντιληφθώ ότι με το να στέκομαι εκεί και να κοιτάζω αμέτοχη όπως όλοι δεν απαλύνω την κατάσταση. Την επιδεινώνω. Πρέπει να δράσω, να κάνω κάτι. Ό,τι κι αν είναι αυτό.
Προχωράω μπροστά, ενθυμούμενη τα αποτελέσματα της νεκροψίας της αδερφής μου. Ο γιατρός μας είχε ανακοινώσει ότι η Μία πέθανε κατά την διάρκεια κάποιας πρωτοφανούς επιληπτικής κρίσης, η οποία ίσως και να μην είχε αποβεί μοιραία εάν δεν συνδυαζόταν με σαράντα ένα σπασμένα οστά. Ο οργανισμός της δεν άντεξε το σοκ κι έτσι πέθανε. Για πάντα.
Ο ορθολογισμός με τον οποίο αντιμετώπισε ο γιατρός μια τόσο τρελή και παράλογη κατάσταση, ήταν σαφώς μια λανθασμένη μέθοδος. Κοντόφθαλμη κι άχρηστη. Ο άνδρας αυτός, όμως, είχε δίκιο σε ένα πράγμα: Τα αμέτρητα σπασμένα οστά ισοδυναμούσαν με τραύματα θανάσιμα. Ακόμη κι εάν η Μία δεν έχανε την μάχη της με το σκοτάδι, θα έχανε την ζωή της λόγω των πληγών της.
Τις ίδιες πληγές ετοιμάζεται ν' αποκτήσει και ο Τζάσπερ καθώς σφαδάζει και σπαρταράει άγρια επάνω στο σκληρό, μαρμάρινο πάτωμα. Κάποιος πρέπει να τον προστατεύσει από δαύτες.
Χωρίς άλλο δισταγμό, τρέχω κοντά του. Ορμάω πάνω του και προσπαθώ να τον συγκρατήσω, να τον ακινητοποιήσω όσο το δυνατόν περισσότερο στη θέση του. Μεμιάς τοποθετώ προστατευτικά την μια μου παλάμη στο πίσω μέρος του κεφαλιού του που κοπανάει στο μάρμαρο. Το άλλο μου χέρι πιέζει τον ώμου του προσπαθώντας να τον κρατήσει κάτω και μαζί με αυτό και τον υπόλοιπο κορμό του. Δεν μοιάζει επαρκές. Ολόκληρος ο Τζάσπερ εξακολουθεί να τινάζεται δυνατά σαν να μην είναι ένα απλό αγόρι, αλλά ένας μηχανικός ταύρος. Είναι λες και δεν λαμβάνει καμία αντίσταση, καμία βοήθεια. Μόνη μου δεν θα τα καταφέρω.
«Αυγουστίνα! Πωλ, Προύντενς!», λέω εκλιπαρώντας τους. «Πρέπει να τον κρατήσουμε κάτω. Πρέπει να τον προστατεύσουμε από τον εαυτό του. Βλάπτεται. Αυτοκαταστρέφεται. Πρέπει... πρέπει να τον βοηθήσουμε». Οι Μετανοημένοι με κοιτάζουν χάσκοντας από τις θέσεις τους. Είναι απίστευτα χλωμοί λες και κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο έχει χαθεί από τα πρόσωπά τους. Είναι κάθιδροι και πανικόβλητοι και...
«Είναι για το καλό του», σκούζω. «Τ' ορκίζομαι!»
Δεν ξέρω πώς, αλλά με κάποιον τρόπο η τελευταία μου έκκληση πιάνει. Οι Μετανοημένοι πέφτουν γύρω απ' τον Τζάσπερ και μιμούνται τις δικές μου ενέργειες.
Αυτό είναι καλό... σκέφτομαι εξίσου έκπληκτη. Υπάρχει ακόμα ελπίδα...
Μετακινώ το χέρι μου από τον ώμο του Τζάσπερ στο μέτωπό του και νιώθω την επιδερμίδα του να φλογίζεται κάτω απ' την τρεμάμενη παλάμη μου. Το κούτελό του που ήταν ψυχρό, τώρα διακατέχεται από μια πυρετώδη φλόγα. Και ξέρω, ότι η θερμοκρασία του έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Ύψη στα οποία δεν μπορεί να σε φτάσει καμία επίγεια ασθένεια. Ο Τζάσπερ καίγεται ολάκερος και η φωτιά του έχει κάτι το... εξωκοσμικό.
«Μην φοβάσαι...», ψιθυρίζω γέρνοντάς μπροστά, μέχρι που καταφέρνω να ευθυγραμμίσω το πρόσωπό μου με το δικό του και να αντικρίσω τα μάτια του και πάλι. «Μονάχα πολέμα. Δεν είσαι μόνος, οι φίλοι σου είναι εδώ για 'σένα... Κι εγώ...», συνεχίζω κομπιάζοντας. «Κι εγώ είμαι εδώ για σένα... Και ότι κι αν γίνει... δεν θα σε αφήσω...»
Την μια στιγμή ο Τζάσπερ με κοιτάζει κατάματα λες και μπορεί μέσα στην παραζάλη του να διακρίνει ψήγματα αλήθεια σε όσα του λέω. Αναθαρρεί. Μα την αμέσως επόμενη στιγμή το βλέμμα του σβήνει, τα μάτια του στριφογυρίζουν φρικιαστικά μέσα στις κόγχες τους, οι βολβοί του περιστρέφονται, καθώς οι καστανές του κόρες αντικαθιστούνται από το ασπράδι τους.
«Τζάσπερ...», βαρυγκωμώ. «Τζάσπερ;»
«Θα 'πρεπε...», μουρμουρίζει αδιάληπτα, ακατάσχετα.
«Τι;» Αβέβαιη για αυτό που έχω ακούσει, σκύβω ακόμα πιο κοντά του. Φέρνω το αυτί μου κοντά στο στόμα του και τον παρακινώ απελπισμένη να μιλήσει ξανά. «Τι είπες;»
Τα χείλη του κινούνται αργά. Μια τρεμουλιαστή, παγωμένη ανάσα βγαίνει από μέσα τους, κάνοντάς με να ανατριχιάσω ακόμη περισσότερο.
«Θα... 'ρθει και... για... σένα...», συρίζει.
«Π-ποιος;», επιμένω προσπαθώντας να εξάγω κάποιο νόημα, να αποσπάσω κάποια πληροφορία που μπορεί να τον βοηθήσει. Θέλω απελπισμένα να μπω στο μυαλό του, να μάθω τι σκέφτεται, τι νιώθει... Πώς μπορώ να βοηθήσω, πώς μπορώ να παλέψω μαζί του. Γι' αυτόν.
«Ξέρεις... ποιος...», ψιθυρίζει. «Ρίνα».
Τινάζομαι αιφνιδιασμένη προς τα πίσω. Πέφτω κάμποσα μέτρα παρά πέρα κι απομένω να κοιτάζω το σκηνικό. Ένα σώμα σφαδάζει καταμεσής της καφετέριας, παρασυρμένο από σπασμούς και τινάγματα και κρότους και άλλες φρικιαστικές λεπτομέρειες που υποδηλώνουν ότι αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι κάτι που δεν ανήκει σ' ετούτο τον κόσμο και τους κανόνες του. Η σωρός προσπαθεί να καταληφθεί από κάποιον, από κάτι. Και καταλήγω πως ο ξενιστής τα 'χει καταφέρει. Ο Τζάσπερ είναι απών. Κάτι άλλο όμως έχει πάρει την θέση του.
Και ξέρω τι είναι αυτό.
«Τους Μαρς!», πιάνω να ουρλιάζω στον περίγυρο που πλέον αποτελείται από σοκαρισμένους τρόφιμους, σοκαρισμένα μέλη του προσωπικού και ακόμα πιο σοκαρισμένους φύλακες. «Χρειαζόμαστε τους Μαρς! Πρέπει να τους βγάλετε από την απομόνωση! Πρέπει να τους φέρετε εδώ! Τώρα αμέσως!»
«Τους Μαρς;», απορεί ένας από αυτούς, ο φύλακας Κλαρκ. «Τι σχέση έχουν αυτοί με όλο... αυτό; Γιατί τους Μαρς; Γιατί να...;»
Επειδή, θυμάμαι, δεν πολεμάμε εχθρούς από σάρκα και αίμα, αλλά ανώτερες δυνάμεις του σκότους και κακά πνεύματα σε ουράνια μέρη...
«Επειδή είναι οι μόνοι που μπορούν να βοηθήσουν! Είναι οι μόνοι που μπορούν να τον σώσουν και μαζί με αυτόν να σώσουν και εμάς τους υπόλοιπους».
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top