Κεφάλαιο 15: Πρέπει οπωσδήποτε να δίνω από ένα όνομα σε κάθε κεφάλαιο; (μέρος 1)
Δεν χωράει ολόκληρος ο τίτλος του κεφαλαίου. Κανονικά είναι:
Πρέπει οπωσδήποτε να δίνω από ένα όνομα σε κάθε κεφάλαιο; Κουράστηκα!
Κάποιες φορές, όταν νιώθεις ότι έχεις φτάσει στα όρια σου και δεν αντέχεις να δεχτείς άλλα πλήγματα της μοίρας, στρέφεσαι στο σύμπαν, το κοιτάζεις καταπρόσωπο και αγανακτισμένα λες: «Εντάξει τώρα; Φτάνει το μαρτύριο; Ή σκέφτεσαι να μου τα κάνεις πολύ χειρότερα; Βέβαια, δεν νομίζω ότι γίνεται χειρότερα...» Και το σύμπαν σου ανταποδίδει την ματιά, χαμογελάει κακιασμένα και αποκρίνεται μ' ένα: «Δεκτή η πρόκληση. Το χείριστο έρχεται».
Μια από αυτές τις φορές είναι και η σημερινή.
Βρίσκομαι στην τραπεζαρία του Ντέιβις Πλέις και περιμένω υπομονετικά στην ουρά για την τροφοδοσία. Πεθαίνω της πείνας κι αναρωτιέμαι ποια συνταγή από το μενού των Ορκ θα έχουν εκτελέσει οι αθεόφοβες οι μαγείρισσες μας πάλι. Βατραχοπόδαρα; Μάτια σαλαμάνδρας; Νυφίτσα στιφάδο; Μπορώ μονάχα να κάνω υποθέσεις... Απ' την μια τρέμω στην ιδέα του ποια μπορεί να είναι η αηδιαστικά ευφάνταστη σπεσιαλιτέ της ημέρας. Διχάζομαι σχετικά με το εάν θέλω πραγματικά να προχωρήσει η ουρά και να φτάσει η σειρά μου για να σερβιριστώ ή εάν προτιμώ την αναμονή και την απόσταση ασφαλείας μου από το μπαρ.
Απ' την άλλη η τωρινή μου θέση δεν είναι λιγότερο βασανιστική. Στέκομαι στην ουρά περικυκλωμένη από ανόητους φυλακόβιους που χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη ευαισθησίας, καλών τρόπων και τακτ. Αισθάνομαι τα μάτια τους επάνω μου και ακούω τους ψιθύρους τους και τα κακεντρεχή σχόλια τους, όσο μιλάνε χαμηλόφωνα ο ένας στον άλλο, παρατηρώντας την ουλή μου, το πόσο φρικιαστικά παραμορφώνει την όψη μου, το πόσο αποκρουστική με κάνει.
Και νιώθω ακριβώς όπως ο Ζίρο εκείνο το πρώτο βράδυ στο αναρρωτήριο, όταν στράφηκε λυπημένα προς το μέρους μου και είπε: Ένα πράγμα θα σου ζητήσω μόνο: Πάψε να με κοιτάζεις με αυτό το ύφος. Το ύφος κάποιου που έχει εμπρός του ένα αποτυχημένο πείραμα του Δόκτωρ Φρανκενστάιν. Ξέρω ότι δείχνω παράξενος, απόκοσμος, τερατώδης... Δεν πρέπει όμως να ξεχνάς ότι σε αυτόν τον κόσμο γεννιούνται συχνά τέρατα που προέρχονται από ανθρώπινους γονείς.
Ή, προσθέτω εκ των υστέρων, μερικές φορές δημιουργούνται. Όπως εγώ.
Ντροπιασμένη αφήνω το κεφάλι μου να πέσει μπροστά και τα μαλλιά μου να καλύψουν τα πλαϊνά του παραμορφωμένου μου προσώπου, και απλώς υπομένω την κατάσταση, περιμένω μέχρις ότου έρχεται η σειρά μου για να παραγγείλω.
Όταν τελικά φτάνω στον πάγκο με τα φαγητά είμαι πλέον πεπεισμένη ότι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί σήμερα, εκτός από τις φιμωμένες λεκτικές προσβολές και τον εξευτελισμό που έχω ήδη λάβει, είναι μια τροφική δηλητηρίαση ή μια πλύση στομάχου στην εσχάτη των περιπτώσεων.
Αλλά απατώμαι.
Οικτρά.
Χαιρετώ άκεφα την Μαντλέν, την υπεύθυνη τροφοδοσίας που στέκεται πίσω απ' τον μακρόστενο πάγκο, και γέρνω μπροστά προσπαθώντας να διακρίνω το περιεχόμενο των δίσκων του φαγητού και να επιλέξω ποιο μου φαίνεται πιο... υποφερτό. Καθώς το κάνω αυτό, παράξενοι ήχοι ξεσπούν από κάπου παραπέρα. Αρχικά, προσπαθώ να τους αγνοήσω, να παραγγείλω και να φύγω για να μην μπλοκάρω την ουρά των πεινασμένων τροφίμων.
Ωστόσο, καθώς η βαβούρα μεγαλώνει, το ίδιο συμβαίνει και στην απορία μου. Κραυγές, ουρλιαχτά και γρυλίσματα ξεσπάνε συνεχώς, μια αδιευκρίνιστη, απροσδιόριστη φασαρία που μπλέκεται με τον ήχο μαχαιροπίρουνων που κροταλίζουν, καρεκλοπόδαρων που σέρνονται ξαφνικά επάνω στο πάτωμα και κάμποσο ποδοβολητό.
«Τι στην ευχή;», διερωτάται φωναχτά η Μαντλέν κοιτώντας πάνω απ' τον ώμο μου, την σκηνή που εξελίσσεται στο βάθος της αίθουσας της καφετέριας.
«Μμμμ;», μουγγρίζω παραξενευμένη. «Τι έγινε;»
«Αυτό λέω και 'γω», αποκρίνεται στον ίδιο έκπληκτο τόνο. «Τι στην ευχή τρέχει;»
Γυρίζω ελαφρώς το κεφάλι μου και ρίχνω μια κλεφτή ματιά πάνω απ' τον ώμο μου. Κι αυτό που βλέπω με ξαφνιάζει, αλλά όχι και τόσο. Λίγα μέτρα παραπέρα βρίσκονται τέσσερις τρόφιμοι με καρό πουκάμισα και πλεχτά πουλόβερ. Οι Μετανοημένοι. Η Αυγουστίνα, ο Πωλ και η Προύντενς έχουν περικυκλώσει τον τέταρτο της παρέας τους, τον Τζάσπερ, ο οποίος βρίσκεται πεσμένος κατάχαμα δείχνοντας τρομαγμένος, ωχρός και πελιδνός καθώς ξεψυχάει.
Απομακρύνω το βλέμμα μου και γυρίζω αδιάφορα προς την Μαντλέν. «Τι είπες ότι έχει το σημερινό μενού; Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι βάσει της εμφάνισης, μπορώ μόνο να διακρίνω ότι αυτό είναι λιγδερό». Ο δείκτης μου σημαδεύει το ταψί με την επιλογή Νο.1 και ύστερα μετατοπίζεται στον δίσκο με την επιλογή Νο.2. «Και αυτό περισσότερο λιγδερό».
«Βάλενταϊν», απαντάει η Μαντλέν συγκρατώντας συνεχώς τα ανήσυχα μάτια της προς την κατεύθυνση του Τζάσπερ και των υπόλοιπων. «Με συγχωρείς για λίγο. Πρέπει να δω τι συμβαίνει εκεί... Πρέπει να ειδοποιήσω κάποιον... Κάποιον γιατρό ή φύλακα ή...»
«Ω», λέω με ολοφάνερη αναισθησία. «Για τι; Γι' αυτό;» Δίχως να μπω στον κόπο να γυρίσω, σηκώνω το χέρι μου και δείχνω προς τα πίσω με τον αντίχειρά μου. «Μην χολοσκάς, Μαντλέν. Για τους Μετανοημένους μιλάμε. Αυτό που βλέπεις να διαδραματίζεται στο βάθος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ακόμα φρικτό, θεατρικό δρώμενο ενορχηστρωμένο από την Αυγουστίνα Βίδα Τρελό-Μπένετ. Έχει καιρό τώρα που οι εκκεντρικότητές της δεν πιάνουν, βρίσκεται στην αφάνεια και αποζητάει την επικαιρότητα. Την προσοχή μας. Πιθανότατα σκέφτηκε να παραστήσει την ενσάρκωση του Ιησού και να υποκριθεί ότι επαναλαμβάνει τα θαύματά του, όπως ο Χριστός που θεράπευσε τον τυφλό ζητιάνο Βαρτιμαίο ή τον παράλυτο Αινέα. Δώσ' της λίγα λεπτάκια και θα δεις. Σύντομα θα μας ψάλλει κάποιο βιβλικό εδάφιο, θα πλησιάσει τον Τζάσπερ, θα τον αγγίξει στο μέτωπο ή τον ώμο και θα τον κάνει περδίκι απ' ότι κι αν είναι αυτό απ' το οποίο πάσχει».
Η Μαντλέν με κοιτάζει, ενώ αμφιταλαντεύεται. «Μώρε λες;»
«Οπωσδήποτ-», κάνω να πω, μα δεν ολοκληρώνω ποτέ αυτή μου την λέξη.
Επειδή τότε συμβαίνει ξανά.
Αυτό που ήξερα ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα.
Αυτό που φοβόμουν, μα είχα αρχίσει να ξεχνάω. Να το αγνοώ πλήρως.
Μέσα σε ελάχιστες στιγμές, ο χώρος ολόγυρά μας μοιάζει να βυθίζεται σε μια ξαφνική, αδιάσπαστη σιωπή. Αφύσικη και ανατριχιαστική. Η ξαφνική έλλειψη ήχων κάνει τον μουντό βόμβο των κίτρινων λαμπών φθορισμού που κρέμονται απ' το γεμάτο υγρασία βιομηχανικό ταβάνι της καφετέριας, να δυναμώνει. Είναι υπόκωφος αυτός ο ήχος, αλλά είναι κι ο μόνος που αντηχεί σ' ολόκληρη την αίθουσα. Πέραν αυτού, τίποτε άλλο. Υψώνω τα μάτια μου στην οροφή και βλέπω τα φώτα της να τρεμουλιάζουν ασταθή, αδύναμα. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα επανέρχονται. Για λίγο. Και έπειτα, σβήνουν ξανά συμπαρασύροντας όλο τον κόσμο του ιδρύματος σ' ένα πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι.
Ω, Θεέ μου! Μου είναι γνώριμη αυτή η σκηνή. Την έχω ξαναζήσει.
Το βράδυ της δωδεκάτης Ιουλίου. Την νύχτα του θανάτου της αδερφής μου.
Βρισκόμουν καθισμένη στον αναπαυτικό καναπέ σε σχήμα U που δέσποζε στην μέση του κομψού σαλονιού των Βάλενταϊν. Κρατούσα το τηλεκοντρόλ ευθεία μπροστά μου κι έκανα βαριεστημένα ζάπινγκ στην τηλεόραση, όταν τα σποτάκια ψηλά στο ταβάνι του διαμερίσματος άρχισαν να τρεμοσβήνουν, χάνοντας το φως τους.
Αμέσως μετά από αυτό το αλλόκοτο, ανεξήγητο φαινόμενο, ακούστηκαν οι κραυγές.
Οι κραυγές της...
Οι κραυγές της Μία που ξεχύνονταν απ' την σκοτεινή σοφίτα στην κορυφή του σπιτιού. Διαπεραστικά, σπαραχτικά ουρλιαχτά απ' αυτά που σου παγώνουν το αίμα, που σου ραγίζουν την καρδιά.
Ολόιδια με αυτά που παράγει ο Τζάσπερ τώρα.
✖
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top