Κεφάλαιο 13: Λεηλατώντας τάφους και άλλες συναρπαστικές ιστορίες (μέρος 4)
Κάνοντας στροφή έρχομαι αντιμέτωπη με τον Γκρίφιν Σέιγουορθ. Δείχνει θεόρατος και τρομακτικός κάτω από τον σκοτεινό θόλο των κλαδιών και των φύλλων. Το κορμί του ογκώδες και δυνατό είναι σφιγμένο και ο θώρακάς του ανεβοκατεβαίνει σε έναν έξαλλο ρυθμό, θαρρείς κι έτρεχε για ώρα. Η αναπνοή του ηχεί τραχιά αφήνοντας παγωμένα συννεφάκια και αχνούς στον νυχτερινό αέρα. Με κυνηγούσε; Ή ήταν εκείνος που κυνηγούσα εγώ τόση ώρα; Η σκέψη ότι ο Γκρίφιν Σέιγουορθ ίσως είναι ο άνδρας με τον μανδύα περνάει απ' το μυαλό μου, αλλά δεν μένει για πολύ εκεί. Η θωριά του παραείναι μεγάλη και μυώδης για να την μπερδέψει κανείς με γυναικεία. Επίσης η έκφραση στο πρόσωπό του, αυτή η άγρια τρέλα που διαστρεβλώνει τα χαρακτηριστικά του, αυτή η πρωτόγονη, εκδικητική μανία του δεν ταιριάζει διόλου σε κάποιον έτοιμο να το βάλει στα πόδια. Εάν ήταν ο Γκρίφιν η φιγούρα που έστεκε στην άκρη του νεκροταφείου, δεν θα απομακρυνόταν από εμένα. Θα ερχόταν καταπάνω μου.
«Γκρίφιν...», λέω ξέπνοα. Εσύ μας έλειπες τώρα... «Τι κάνεις εδώ π-πέρα;»
«Προσπαθώ», γρυλίζει μαινόμενος. «Να καταλάβω τι στο διάβολο κάνεις εσύ εδώ πέρα. Αν και έχω ήδη μια θεωρία περί αυτού». Μικροί ήχοι από θροΐσματα και τριξίματα μας περικυκλώνουν ξαφνικά. Δυο αγόρια κάνουν την εμφάνισή τους φορώντας τα γνωστά λευκά και κόκκινα μπουφάν των Αθληταράδων.
Νεοσύλλεκτοι;
Ω, μα φυσικά...
Ο Γκρίφιν χρειάζεται ανεγκέφαλους εφήβους με περίσσια τεστοστερόνη ως υποστηρικτικό καστ. Χρειάζεται υποτακτικούς λακέδες για να τρέφουν τον υπέρμετρο εγωισμό του και να κάνουν τις βρομοδουλειές του. «Την θεωρία αυτή την συμμερίζονται και τα φιλαράκια μου από 'δω».
«Αναπληρωματικοί;», μαντεύω. «Τι κακόγουστο...»
«Δεν μου άφησες περιθώρια, Βάλενταϊν», αντιγυρίζει στον μόνιμα τεταμένο του τόνο. «Ξεπάστρεψες τους προηγούμενους και τώρα προσπαθείς να εξαφανίσεις τα ίχνη τους. Για αυτό δεν τριγυρνάς στον λόφο;»
«Όχι», αντιμιλάω θρασύτατα και υψώνω το πιγούνι μου θαρρετά σαν να προσπαθώ να του δείξω ότι οι κατηγορίες και οι απειλές του δεν αρκούν για να με ρίξουν. «Έμαθα ότι ψάχνετε τέταρτο για πρέφα και ήρθα», κάνω πεζά.
Και παραδόξως, ο ένας από τους νεοσύλλεκτους κρυφογελάει. Ο Γκρίφιν τον ανταμείβει με μια βλοσυρή ματιά. Προφανώς δεν έχει προλάβει να εκπαιδεύσει τους καινούριους του αυλοκόλακές επαρκώς, να τους μάθει τι επιτρέπεται και τι όχι. Με το να γελάει, ωστόσο, με τις αστείες μου προσβολές και την επίδειξη του πνεύματος μου έναντι του Γκρίφιν, κερδίζει αυτόματα κόκκινη κάρτα. Τώρα ξέρει. Και συμμορφώνεται αναλόγως. Το αγόρι σοβαρεύει απευθείας, μιμούμενο τους άλλους τραμπούκους.
«Πού είναι;», απαιτεί να μάθει ο Γκρίφιν. Απόδειξη πως δεν είναι ο άνδρας με τον μανδύα. Δεν είναι κανείς από αυτούς. Μα τότε ποιος;
«Σάμπως πολύ αργά δεν ενδιαφέρεσαι για δαύτους;», κάνω προκλητικά αντί ν' απαντήσω σε ότι με ρωτάει. Τον βλέπω να κάνει ένα βήμα μπροστά, ένα σπασμωδικό βήμα προς το μέρος μου που μαρτυράει ότι τα λιγοστά αποθέματα της υπομονής του εξαντλούνται. Δεν θα με ανέχεται για πολύ ακόμα...
Πισωπατάω ενστικτωδώς για να κρατήσω την απόσταση ανάμεσα μας αμείωτη, την ίδια στιγμή που λέω: «Οι μπάσταρδοι σου βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα».
«Έχει ραδίκια το νεκροταφείο;», απορεί μεγαλόφωνα ο δεύτερος νεοσύλλεκτος.
Έτσι όπως είμαι κατάχλομη και καταπονημένη, με κομμένη την ανάσα μου, μπερδεμένα μαλλιά και κουρελιασμένα ρούχα καλυμμένα από πάνω ως κάτω με χώμα και αίμα, δείχνω σαν να έχω μόλις επιστρέψει από την Χώρα των Νεκρών. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ακόμα και αν δεν πρόλαβαν να με δουν να κατηφορίζω την πλαγιά, είναι λογικό να μαντεύουν ότι έρχομαι από εκεί.
«Έλεος, ρε Τζο», τον αποπαίρνει το άλλο αγόρι εκ μέρους του δυσαρεστημένου αρχηγού τους. «Δεν είναι τα ραδίκια το θέμα, φίλε».
Αν δεν ήταν τόσο οργισμένος μαζί μου, ο Γκρίφιν σίγουρα θα δυσανασχετούσε με την έλλειψη πειθαρχίας του όχλου του και δεν θα δίσταζε να το δείξει. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο από το στάτους της κλίκας του που διαλύεται, είμαι εγώ.
Εγώ ευθύνομαι για ετούτη την διάλυση.
Εγώ διέλυσα τους Αθληταράδες του.
Έναν έναν.
«Πού τους έχεις;» Το άλλοτε τέλειο πρόσωπο του Γκρίφιν Σέιγουορθ μοιάζει ανεπανόρθωτα παραμορφωμένο τώρα πια. Στο κέντρο του λείου μετώπου του έχει πεταχτεί μια χοντρή, πρασινωπή φλέβα που πάλλεται σαν τρελή. Τα μάτια του έχουν συρρικνωθεί σε δύο κακιασμένες, κίτρινες σχισμές με σκιερές ζάρες και ρυτίδες σύγχυσης να τα περιβάλλουν. Η τραυματισμένη του μύτη έχει δέσει στραβά σαν αστροπελέκι που τον διαπερνάει και τον πλήττει σύγκορμο. «Λέγε!», προστάζει.
«Γ-γιατί τόση βιασύνη;», τον τσιγκλάω ακόμα περισσότερο. Παρά τον άφατο τρόμο που φουντώνει μέσα μου, βάζω τα δυνατά μου ώστε να ακούγομαι και να δείχνω όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και συγκαταβατική μπορώ. Δεν υπάρχει πιο ενοχλητικό πράγμα από την συγκατάβαση. Αυτή είναι η τεχνική των γονιών μου: Εξουδετέρωσε-τον-αντίπαλο-δείχνοντάς-του-πόσο-λίγο-μετράει-για-σένα. Όποτε με αντιμετώπιζαν με αυτό τον τρόπο, οπότε έπαυαν καθόλα να αντιδρούν, με έκαναν να νιώθω ότι έπρεπε να αντιδράσω εγώ για όλους μας. Με τρέλαιναν. Τώρα αυτή η τρέλα φαίνεται να μεταδίδεται και στον Γκρίφιν. Η συγκατάβαση λειτουργεί άψογα.
«Αν περιμένεις λίγο θα σε στείλω να τους ανταμώσεις», λέω με μια σκληρή μα συνάμα ήπια ικανοποίηση.
«Αυτό ήταν», τον ακούω να λέει αφρίζοντας. «Ως εδώ. Αφήστε μας», διατάζει τους νεοσύλλεκτους Αθληταράδες. Όταν τον ρωτούν τι ακριβώς είναι αυτό που θέλει να κάνουν, τους γρυλίζει δύο τρεις ακατάληπτες οδηγίες, όπως: «Κρατήστε τσίλιες», ή «Φυλάξτε την περίμετρο», ή, «Έχετε το νου σας μήπως πλησιάσει κανείς».
Λέει ότι έχει να πει συγκρατώντας τα μάτια του, εκείνες τις δυο κοφτερές σχισμές στο χρώμα του θειαφιού επάνω μου. Λες και είμαι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να δει σε ολόκληρο το σύμπαν, ο Γκρίφιν δεν απομακρύνει το βλέμμα του από εμένα. Ούτε καν όταν οι άλλοι απομακρύνονται αφήνοντάς μας μόνους στο δάσος. Ούτε καν όταν αρχίζει να με πλησιάζει απειλητικά μέσα από τα κλαδιά και τα χαμόκλαδα που μπορούν να τον κάνουν να σκοντάψει. Ούτε καν όταν χώνει το χέρι του στην κωλότσεπη του τζιν του και ψαχουλεύοντας βγάζει από 'κει έναν σουγιά.
✖
Τρέχω. Τρέχω ακούγοντας την ανάσα μου να βροντάει στ' αυτιά μου. Τρέχω με τον ξέφρενο παλμό μου να σφυροκοπάει ασταμάτητα τα μηλίγγια μου. Τρέχω χωρίς σταματημό.
Από παντού γύρω μου έρχονται διάφοροι ήχοι: Οι διαφανείς βελόνες της βροχής που συγκρούονται με τις φυλλωσιές και οι παχιές σταγόνες του νερού που πέφτουν στο ολισθηρό έδαφος και σκορπίζονται σαν κρυστάλλινα λουλούδια που ανθίζουν ξαφνικά. Οι άγριες κραυγές και οι κατάρες του Γκρίφιν και οι βαριές του δρασκελιές που διαλύουν κλαδιά και χορτάρια, που πλατσουρίζουν πέφτοντας σε λασπωμένες λακκούβες, καθώς με πλησιάζουν όλο και περισσότερο.
Είναι κοντά. Όλο και πιο κοντά μου.
Και τώρα πια, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είναι ο κυνηγός και ποιος ο κυνηγημένος, ποιος ο θηρευτής και ποιο το θήραμα.
Τρέχω ξέροντας ότι εάν με πιάσει, όλα θα έχουν τελειώσει.
Δεν σταματάω. Δεν σταματάω όταν η ανάσα μου κόβεται, δεν σταματάω όταν το στήθος μου αρχίζει να καίει, δεν σταματάω όταν τα πόδια μου μουδιάζουν και αρχίζουν να παραπαίουν, ούτε όταν όλοι οι μυς στο εξαντλημένο κορμί μου με ικετεύουν για έλεος.
Δεν σταματάω παρά μόνο όταν η μικροσκοπική μαύρη ρίζα ενός δέντρου που ξεπετάγεται ύπουλα απ' το έδαφος με κάνει να στραβοπατήσω. Το πόδι μου χώνεται από κάτω της, ο αστράγαλός μου γυρίζει άσχημα κι εγώ σωριάζομαι κατάχαμα.
Και ξέρω τι σημαίνει αυτό, ξέρω τι συνεπάγεται: Το τέλος μου. Αυτό είναι το τέλος, το τέλος της Αντριάννα Βάλενταϊν, ενός μικρού, ανόητου κοριτσιού που τόλμησε να πιστέψει ότι μπορούσε να κάνε την διαφορά, ότι μπορούσε να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος. Τώρα αποδεικνύεται πως η μόνη μου συμβολή σ' ετούτο τον τόπο, θα είναι να γίνει το κουφάρι μου λίπασμα για τα φυτά, τροφή για τα σκουλήκια.
Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
✖
Ο Γκρίφιν πέφτει επάνω μου, φέρνει τον σουγιά του στον λαιμό και το πρόσωπό μου, το πιέζει ενάντια στην σάρκα μου και αρχίζει να μου ουρλιάζει σαν κανίβαλος, σαν μανιακός ψυχάκιας. Παρά τις αρχικές αντιστάσεις μου και την μάταιη προσπάθεια μου να τον πολεμήσω, στο τέλος απλά ζαρώνω τρέμοντας από κάτω του. Η πλάτη μου βυθίζεται λίγο πιο βαθιά στην πηχτή μαύρη λάσπη, στον υγρό χωμάτινο τάφο μου.
Η ομίχλη έχει πια χαθεί αφήνοντας την απόκοσμη χλωμάδα της να κολλήσει επάνω στα σκουροπράσινα φύλλα και την χλόη, τα κλαδιά των δέντρων τρίζουν από τον ξαφνικό αγέρα, θροΐζουν ψιθυρίζοντας, θαρρείς, ένα θρηνητικό τραγούδι. Για εμένα;
Η νύχτα κλαίει με βρόχινα δάκρυα και ο ουράνιος θόλος σπάει και κομματιάζεται όταν αστραπές απλώνονται πάνω του, όμοιες με τις φλέβες ενός οργισμένου Θεού. Κεραυνοί πέφτουν ολόγυρά μας και το φως τους διώχνει την απόκοσμη σκοτεινιά του δάσους, μετακινείται και μετατοπίζεται δεξιά κι αριστερά καθώς μας πλησιάζει και...
Στάσου ένα λεπτό! σκέφτομαι παραξενευμένη. Τι κάνει το φως τους; Το φως των κεραυνών; Μετακινείται; Κινείται δεξιά κι αριστερά; Και πλησιάζει;
Τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν, όσο τα μάτια μου επικεντρώνονται στις φωτεινές αχτίδες χλωμού φωτός που έρχονται από την βάση του λόφου, από την κατεύθυνση του ιδρύματος. Την απρόσμενη εικόνα συνοδεύει ο ήχος γνώριμων φωνών και γαβγισμάτων.
Αυτοί δεν είναι κεραυνοί. Είναι φύλακες με φακούς! Ο Ίστμαν και ο Συνταγματάρχης Μπάτερφιλντ τους οδηγούν κατά 'δω.
Αναθαρρώντας ξαφνικά στρέφομαι προς τον Γκρίφιν. Μπορεί οι φύλακες να δουλεύουν για την θεία του και κατ' επέκταση για τον ίδιο, αλλά δεν παύουν να είναι φύλακες του ιδρύματος. Η δουλειά τους είναι να διαφυλάσσουν την τάξη, όπου και όσο μπορούν. Κι αυτή είναι μια από αυτές τις καταστάσεις, στις οποίες καλούνται να επέμβουν.
«Νόμιζα ότι ζήτησες από τους νέους σου φίλους να φυλάνε τσίλιες», λέω. Ελπίζω να ακουστώ προκλητικά πνευματώδης για μια ακόμη φορά, αλλά η φωνή μου που βγαίνει μόλις και μετά βίας ακούγεται σαν αγκομαχητό. «Απ' ότι φαίνεται οι εντολές σου δεν εισακούστηκαν», προσθέτω. «Μαζί με τους παλιούς σου υποτακτικούς πέθανες κι εσύ, πέθαναν όλα όσα ήσουν. Δεν είσαι ο εντολοδόχος πια, Γκρίφιν, επειδή δεν υπάρχει κανείς να εκτελέσει τις ηλίθιες τις εντολές σου. Είσαι ένα τίποτα!»
«Είμαι τα πάντα», διαφωνεί. «Είμαι η αρχή όλων σου των δεινών και είμαι το τέλος σου». Με αυτό ο Γκρίφιν υψώνει τα χέρια του στον ανταριασμένο αέρα πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ανάμεσα στις παλάμες του έχει κλείσει την λαβή του σουγιά του. Η λεπίδα εξέχει λάμποντας δυσοίωνα.
Στις στιγμές που διαδέχονται αυτήν του την κίνηση παραμένω ήρεμη, παράξενα, αλλόκοτα, αταίριαστα ήρεμη. Ίσως να έχω κουραστεί πια, να έχω κουραστεί να φοβάμαι και να παλεύω και να πασχίζω δίχως σταματημό. Ή, ίσως να έχω επιτέλους αρχίσει να πιστεύω ότι είμαι η καλή της ιστορίας κι ο Γκρίφιν είναι ο κακός. Ίσως η κοσμοθεωρία μου έχει αλλάξει, ίσως έχω αρχίσει να πιστεύω ότι το καλό μπορεί να υπερισχύσει, απλά και μόνο επειδή είναι το καλό, επειδή με την νίκη του θα επανέλθει η συμπαντική ισορροπία, η κοσμική λύτρωση. Τι λέει εκείνο το ρητό; Οι καλοί πάντοτε κερδίζουν στο τέλος. Αν δεν κερδίσουν, τότε δεν έχει φτάσει το τέλος. Είμαι η καλή. Δεν μπορεί να πεθάνω, όχι στα αλήθεια, όχι έτσι. Όχι πριν ολοκληρώσω το έργο μου. Κάτι πρέπει να γίνει. Κάτι θα γίνει. Δεν ξέρω τι ακριβώς προσμένω. Να νικήσω τον Γκρίφιν αμαχητί; Να τον δω να εγκαταλείπει; Να τον χτυπήσει ένας κεραυνός; Τι; Το πιθανότερο είναι να τον σταματήσει η βοήθεια που πλησιάζει. Μπορεί να βασίζομαι σε αυτό, στην επίγνωση του ότι δεν είμαι μόνη πια, ότι οι φύλακες είναι κοντά, όλο και πιο κοντά μας. Αλλά όπως αποδεικνύεται οι φύλακες δεν είναι αρκετά γρήγοροι. Επειδή ο Γκρίφιν είναι εν βρασμώ, τρελός και ασταμάτητος. Και επειδή είναι ακόμα πιο γρήγορος, γρηγορότερος απ' όλους. Μια στιγμή προτού μας φτάσουν οι άνδρες με τους φακούς, το μαχαίρι του κατεβαίνει σαν αστραπή μες στη νύχτα και διαπερνάει το κρανίο μου.
Η τελευταία μου σκέψη καθώς όλα σκοτεινιάζουν είναι ότι το καλό έχει ηττηθεί.
Χάσαμε.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top