Κεφάλαιο 13: Λεηλατώντας τάφους και άλλες συναρπαστικές ιστορίες (μέρος 3)
Ένα ποτάμι ψύχους με την μορφή σταγόνων ιδρώτα κυλάει κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου, ενώ στρέφομαι αργά για να κοιτάξω προς την κατεύθυνση που μου έχουν υποδείξει τα μάτια του Ζεέρνεμποχ. Πέρα από τις επιτύμβιες στήλες και τις ταφόπλακές, σε μια γωνιά που το φεγγαρόφως δεν φτάνει, τα χαμηλά, ροζιασμένα κλωνάρια των δέντρων μοιάζουν να συστρέφονται γύρω από μια σκοτεινή μορφή, σχεδόν κρύβοντάς την μέσα στις διχαλωτές απολήξεις, στα φύλλα και στον ίσκιο τους.
Η καρδιά μου παύει ξαφνικά, οι κτύποι της σιωπούν. Ποιος στέκεται μαύρα μεσάνυχτα κάτω από ένα δέντρο, στις παρυφές ενός νεκροταφείου στην μέση του πουθενά;
«Σκατά», αντιδρώ χαμηλόφωνα, ανήμπορη να τραβήξω τα μάτια μου από τον μυστηριώδη άγνωστο. Η μορφή είναι αλάθητα ανθρώπινη, αλλά το σχήμα της και το μέγεθός της μοιάζουν αμφίβολα, κρυμμένα κάτω από έναν πορφυροκόκκινο μανδύα, ένα παράξενο κομμάτι άλικου υφάσματος σαν μεσαιωνικό μανδύα. Μια βαριά, φαρδιά κουκούλα πέφτει ως χαμηλά κρατώντας κρυφή την ταυτότητα του άνδρα ή της γυναίκας που μας παρακολουθεί. Από κάτω της μια ασημένια πόρπη συγκρατεί το ύφασμα του μανδύα κλείνοντας το, κάνοντάς το να πέφτει γύρω από τους ώμους και το σώμα του ιδιοκτήτη της. Κοιτάζω έντρομη την απρόσωπη φιγούρα με τον αιμάτινο μανδύα που είναι γεμάτος σκοτεινές πτυχώσεις και ανατριχιαστικά θροΐσματα. Εκπέμπει ζόφο και μοχθηρία. Ή, ίσως έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ επειδή δεν θέλω μάρτυρες για όσα κάνω εδώ απόψε. Δεν μπορούν να υπάρξουν μάρτυρες. Ούτε ένας.
«Π-ποιος είναι αυτός;», ψελλίζω. «Τι γυρεύει εδώ;»
«Πού να ξέρω», απαντάει ο Ζίρο στον ίδιο πανικόβλητο τόνο.
«Ξέρεις, όμως, πόσους βαθμούς μυωπίας έχει η τρελό-Μπένετ, πόσες θερμίδες καταναλώνει η Κονστάνς ημερησίως ή από τι αφροδίσια πάσχει η Νιβ κάθε φορά», θυμάμαι και παίρνω ξαφνικά ανάποδες. Με κατακλύζει ένα αλλόκοτο κράμα θυμού και φόβου που σίγουρα δεν βοηθάει την δεδομένη στιγμή. Πρέπει να φανώ λογική και ψύχραιμη, αλλά αδυνατώ. «Όσον αφορά, όμως, τις σημαντικές πληροφορίες έχεις πλήρη άγνοια, έτσι; Μπράβο, όχι μπράβο σου, Ζεέρνεμποχ! Με καταϋποχρέωσες! Ευτυχώς που έχω υπερφυσικά κονέ σαν και του λόγου σου γιατί τι θα έκανα, άραγε, εάν δεν ασχολούμουν με τα λιπαρά ντόνατς και τις ηπατίτιδες των άλλων!»
«Γίνεσαι άδικη», λέει.
«Ναι, ε; Για πες μου, τότε, τι γυρεύει αυτός εδώ;», επιμένω.
«Σου έχω ήδη πει ότι δεν ξέρω».
«Κι εγώ; Τι θα προφασιστώ ότι κάνω εδώ;», σκούζω. Ας μου δώσει τουλάχιστον μια μικρή διέξοδο, μια δικαιολογία για να σκεπάσω αυτό το εξωφρενικό σκηνικό στο οποίο έχει γίνει αυτόπτης μάρτυρας ο άγνωστος θεατής.
«Να...», αρχίζει να λέει ο Ζίρο μακρόσυρτα, τόσο αργά και διστακτικά που καθίσταται σαφές ότι ούτε κι αυτός δεν ξέρει πώς να τα κουκουλώσει. «Πες ότι σκέφτεσαι ν' αγοράσεις οικόπεδο κάπου εδώ κοντά», ρίχνει μια δήθεν ανέμελη ματιά στον περιβάλλοντα χώρο, τα σπασμένα μάρμαρα των μνημείων και τις χορταριασμένες ταφόπλακες ολόγυρα. «Είναι ιδανική τοποθεσία για ένα ακίνητο μιας και κάνει ψυχρούλα πάνω στο λόφο και όσο για τη θέα... σκοτώνει».
«Ζίρο!», τον κατακεραυνώνω με αυτή την μια και μόνο λέξη, μοιάζει αρκετή για να τον συνετίσει. Έχει, εξάλλου, πλήρη επίγνωση του πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση.
«Δεν ξέρω...», παραδέχεται εξίσου αβοήθητος με εμένα. «Δεν ξέρω, εντάξει; Δεν ξέρω πώς να σε συμβουλεύσω πια. Απλά... φέρσου... φυσιολογικά...;» Η φωνή του υψώνεται ανεπαίσθητα προς το τέλος της πρότασης δημιουργώντας έναν πιο ερωτηματικό τόνο σαν να μην είναι σίγουρος για ότι λέει, για όσα με συμβουλεύει.
«Πλάκα κάνεις τώρα, έτσι;», συρίζω. «Είμαι μες το αίμα και σέρνω ένα πτώμα απ' το πόδι... Στ' αλήθεια νομίζεις ότι με το να φερθώ φυσιολογικά δεν θα του φανώ ένοχη;»
Οι τετράγωνοι ώμοι του ανασηκώνονται ελαφρώς. «Εξαρτάται», λέει.
«Από τι;», λέω.
«Έχει μάτια;», προτείνει ανέλπιστα.
Σαν να τον έχει ακούσει και να θέλει να σβήσει κάθε του αμφιβολία, ο άγνωστος γυρίζει ξαφνικά και χάνεται μες στο σκοτάδι της νύχτας, το γαλακτερό πέπλο της ομίχλης και το καταφύγιο των δέντρων. Τρέχει, τρέχει για να ξεφύγει, τρέχει για την ζωή του, τρέχει παίρνοντας μαζί του τα μυστικά μου.
«Απ' ότι φαίνεται...», συμπεραίνω όλο απελπισία. «Έχει».
«Φύγε», λέει ο Ζίρο δίχως δεύτερη σκέψη. «Ακολούθησε τον, δεν μπορείς να τον χάσεις! Θα τελειώσω εγώ ότι αρχίσαμε εδώ».
Κάνω όπως με διατάζει. Ξέρω ότι πρέπει να βρω αυτόν τον άγνωστο, κι ας μην είμαι απολύτως σίγουρη τι σκοπεύω να κάνω μαζί του μόλις το καταφέρω. Πρέπει να τον σταματήσω πάση θυσία!
Κινούμαι γοργά, διασχίζοντας το άχρωμο νεκροταφείο με βιασύνη. Τρέχω, νιώθοντας τον σφυγμό μου να επιταχύνεται επικίνδυνα, ακούγοντας την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή μέσα στο στήθος μου. Κατά την μανία καταδίωξης μου, αρχίζω να φέρομαι αλόγιστα και σπασμωδικά. Σκοντάφτω πάνω σε τάφους και σε αγάλματα, σε λουλούδια και νεκρούς. Κάποια στιγμή στραβοπατάω, ο αστράγαλός μου γυρίζει και σωριάζομαι κατάχαμα. «Γαμώτο...», μουγγρίζω πονεμένα. Μετά δοκιμάζω να σηκωθώ και να συνεχίσω αυτό που ξέρω πως πρέπει να κάνω. Καθώς σπρώχνω το έδαφος με τα χέρια μου και στυλώνω ξανά τα πόδια μου από κάτω μου, προσέχω κάτι που δεν είχα δει νωρίτερα. Στο σκοτάδι και την λάσπη που εκτείνονται ευθεία μπροστά μου, ξεχωρίζει ένα ραγισμένο κομμάτι από γκρίζο μάρμαρο, μια μοναχική, ξεχασμένη ταφόπλακα. Χαραγμένες πάνω της υπάρχουν τρεις φρικιαστικές λέξεις κι ένα όνομα:
Ενθάδε κείται ο
Ζ. Βάλχοφ
✖
Έχοντας αφήσει πίσω μου το παλιό νεκροταφείο στην κορυφή του λόφου, πασχίζω να εντοπίσω την μυστήρια φιγούρα που πότε εμφανίζεται και πότε χάνεται μέσα από την γλιστερή σκοτεινιά του δάσους. Στις φευγαλέες στιγμές που την συναντώ μέσα από τον λαβύρινθο των δέντρων και των κλαδιών, δυσκολεύομαι να καταλάβω εάν είναι ψιλόλιγνη και ογκώδης ή μεσαία σε ανάστημα, δυσκολεύομαι να πω εάν είναι μια ανδρική ή γυναικεία φυσιογνωμία, εάν μου είναι παντελώς άγνωστη ή έστω αμυδρά οικεία. Ποιος είσαι; σκέφτομαι. Ποιος είσαι, ανάθεμά σε;
«Σταμάτα!», ουρλιάζω. «Στάσου! Σε... σε παρακαλώ, σταμάτα! Δεν...» Δεν θα σε σύρω και 'σένα απ' το πόδι ως έναν ορθάνοιχτο τάφο για να τον κάνω δικό σου; Αυτό ετοιμάζομαι να πω; Μ' αυτό σκοπεύω να τον συνετίσω, να τον καθησυχάσω; Το ίδιο το γεγονός ότι πρέπει να δώσω μια τέτοια διαβεβαίωση είναι πέρα για πέρα ανησυχητικό! «Δεν θα σου κάνω κακό!», λέω, αλλά όπως είναι φυσικό δεν τον πείθω ιδιαίτερα.
Δεν σταματάει. Ούτε κι εγώ θα σταματούσα στην θέση του.
Προσπαθώ να τον ακολουθήσω, να μείνω κοντά του. Ψάχνω απελπισμένα για ίχνη που αφήνει στο διάβα του: σπασμένα κλαδιά και φυλλωσιές που θροΐζουν, το τίναγμα ενός κόκκινου μανδύα πίσω απ' τους κορμούς των δέντρων, τις βαθιές του πατημασιές και τα χνάρια του στην μαύρη λάσπη.
Ωστόσο, παρά την φρενήρη προσπάθεια, δεν αργώ να χάσω τον προσανατολισμό μου και μαζί μ' αυτόν χάνω και τον μανδυοφόρο. Μόλις αντιλαμβάνομαι τι μου έχει συμβεί, σταματώ για λίγο. Στέκομαι εδώ, παγωμένη, πανικόβλητη από το γεγονός ότι περπατώ στα τυφλά. Δίνω χρόνο στα μάτια μου περιμένοντας μέχρι να προσαρμοστούν ξανά και προσπαθώ να βρω και πάλι την ανάσα μου. Λίγα μέτρα παραπέρα βρίσκω νέα σημάδια από πατημασιές στο έδαφος, μεγάλα και ευδιάκριτα. Ανδρικά. Να 'σαι, λοιπόν! σκέφτομαι και τ' ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη.
Τα ίχνη χαράζουν φιδογυριστά μονοπάτια στο υγρό χώμα του δάσους, πηγαίνοντας πότε από 'δω και πότε από 'κει. Βηματίζω πλάι τους ανυπομονώντας να δω πού θα με βγάλουν, σε ποιον θα με οδηγήσουν τελικά, όμως το αποτέλεσμα με τυραννάει περισσότερο απ' ότι με λυτρώνει. Οι πατημασιές με βγάζουν πίσω στο μέρος όπου βρισκόμουν πριν λίγο, μαρτυρώντας ότι ανήκουν σε κάποιον που κύκλωσε την περιοχή, σε κάποιον που εξακολουθεί να κυκλώνει εμένα.
Δεν είμαι πια η κυνηγός.
Είμαι κυνηγημένη.
Κι αυτό είναι μόλις το ένα από τα δύο μου προβλήματα, διότι οι μεγάλες, ανδρικές δρασκελιές που με περιτριγυρίζουν, έχουν πλέον πολλαπλασιαστεί. Περισσότεροι από ένας άνδρες έχουν εισχωρήσει στο δάσος και με ψάχνουν.
«Βάλενταϊν», γρυλίζει μια εχθρική, μπάσα φωνή από κάπου πίσω μου.
Άκυρο, σκέφτομαι αναπηδώντας. Δεν με ψάχνουν πια.
Μόλις με βρήκαν.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top