Κεφάλαιο 13: Λεηλατώντας τάφους και άλλες συναρπαστικές ιστορίες (μέρος 1)
Έχετε διασχίσει ποτέ σωφρονιστικό ίδρυμα μέσα στην μαύρη νύχτα πασχίζοντας να παραμείνετε αθέατοι και ασύλληπτοι από άγρυπνους φύλακες που περιφέρονται παντού τριγύρω, για να μην σας κάνουν τσακωτούς στην προσπάθεια σας να ξεφορτωθείτε ένα πτώμα;
Εγώ ναι, και δεν σας συστήνω την εμπειρία! Μιλάμε για πολύ αγχωτική κατάσταση...
Αγχωμένοι, αποκαμωμένοι και με την ψυχή στο στόμα, ο Ζίρο κι εγώ καταφέρνουμε, παρά τις απροσμέτρητες δυσχέρειες, να περάσουμε μέσα από την μικρή τρύπα της περίφραξης και να βρεθούμε στο σκοτεινό δάσος που απλώνεται πέρα και πίσω από τα όρια του ιδρύματος. Έχουμε συμφωνήσει να μεταφέρουμε τους Αθληταράδες στο νεκροταφείο της περιοχής και να τους κρύψουμε ανάμεσα στους όμοιους τους: τους νεκρούς. Αυτή μοιάζει να είναι η πιο φανερή και για αυτό η πιο μη αναμενόμενη κρυψώνα, ιδανική για την συγκάλυψη του εγκλήματος. Δύσκολα θα σκεφτεί κάποιος να ψάξει στο παλιό νεκροταφείο, μα ακόμη κι αν το σκεφτεί, δύσκολα θα το πράξει: ν' ανοίξει τους από καιρό σφραγισμένους τάφους και να ενοχλήσει τους νεκρούς. Αν, πάλι, αποφασίσει να το κάνει, σίγουρα θα του πάρει πολύ, πάρα πολύ καιρό μέχρις ότου μπορέσει να ξεχωρίσει τις σωρούς που αναζητάει μέσα στον ατελείωτο σωρό από κόκαλα και σκελετούς που έχουν συσσωρευτεί εκεί.
Δεν υπάρχει μονοπάτι προς το νεκροταφείο. Τα κλαδιά φυτρώνουν μπλεγμένα και σκούρα στην βαριά, γκρίζα ομίχλη που μας περιβάλλει και το φύλλωμα κάτω από τα πόδια μας τρίζει και θρυμματίζεται μαζί με το ξερό, άχρωμο χορτάρι. Ο Ζίρο προπορεύεται μερικά βήματα κι εγώ πασχίζω να τον ακολουθήσω. Ανάμεσά μας υπάρχει ένας μακρόστενος όγκος τυλιγμένος με ένα στραπατσαρισμένο κομμάτι από μουσαμά: Ο μακαρίτης Πιτ Κάρσον. Ο Ζίρο βαστάζει το βαρύτερο πάνω μέρος της σωρού κι εγώ το υποτιθέμενα ελαφρύτερο κάτω μέρος της, όταν όμως η διαδρομή που έχουμε πάρει γίνεται ελαφρώς ανηφορική, οι ισορροπίες ανατρέπονται. Τώρα το μεγαλύτερο βάρος πέφτει σε εμένα και αναγκάζομαι όχι μόνο να σηκώσω, αλλά και να σπρώξω το φορτίο προς τα πάνω για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε.
«Αααγκχ!» βογκάω, ενώ αισθάνομαι ότι ζορίζομαι πιο πολύ απ' ότι ποτέ πριν. «Ζίρο, Ζίρο, στάσου! Δ-δεν... δεν... μπορώ άλλο. Να κάνουμε ένα... διάλειμμα;»
«Δεν το βρίσκω καλή ιδέα...», διαφωνεί και έπειτα προσπαθεί να με παροτρύνει με ένα: «Σπρώξε!»
«Αν σπρώξω πιο πολύ», λέω απνευστί. «Θα γεννήσω το παχύ μου έντερο!»
Εντούτοις, προσπαθώ. Προσπαθώ να επιστρατεύσω όση δύναμη διαθέτω. Δοκιμάζω να σφίξω τα μπράτσα μου που κρατάνε το φασκιωμένο πτώμα και να στυλώσω τα πόδια μου στο νωπό, χωμάτινο έδαφος από κάτω μου για να σπρώξω περισσότερο. Κι ενώ στην αρχή μοιάζει να πετυχαίνει, ξαφνικά βρίσκομαι να παραπατάω κάμποσα μέτρα προς τα πίσω. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν μέσα σε μια ατυχή στιγμή.
«Σκατά», γκρινιάζω απελπισμένη. «Είναι βαρύς ο παπάρας!»
«Εντάξει», λέει ο Ζίρο κατευναστικά, ενώ συνειδητοποιεί ότι πράγματι δεν μπορώ να κάνω πιο πολλά. «Δεν πειράζει, ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα. Χρειαζόμαστε μια στιγμή για να ξεκουραστούμε και να βρούμε την ανάσα μας».
Τον κοιτάζω μ' ευγνωμοσύνη, νιώθοντας να με καταπίνει ολόκληρη ένα κύμα εξάντλησης. Εκείνος είναι καλά, δεν έχει ανάγκη από ανάπαυλες και ξεκούραση, δεν χρειάζεται καν ν' ανασάνει. Εγώ όμως το χρειάζομαι. Και το αναγνωρίζει. Κάνει αυτή την μικρή υποχώρηση για εμένα. Σταματάμε. Και μόνο τότε συνειδητοποιώ γιατί ο Ζίρο ισχυρίστηκε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καλή ιδέα. Βρίσκομαι στην σκοτεινή καρδιά του δάσους μ' ένα παγωμένο πτώμα κι ένα φάντασμα για συντροφιά μου. Και σαν να μην αρκούν αυτά τα δύο, μια βαριά γκρίζα ομίχλη τυλίγει τα πάντα σαν σάβανο, προσθέτοντας στο ερεβώδες τοπίο μια αίσθηση γοτθικού τρόμου. Κάθε τι φαντάζει μυστηριώδες και απόκοσμο. Η όρασή μου αρχίζει να φθίνει. Το μυαλό μου ξεκινάει να μου παίζει παιχνίδια, το ισχνό, ψυχρό φως του φεγγαριού, οι σκιές των δέντρων, όλα αρχίζουν να παίρνουν νέες μορφές και σχήματα. Εχθροί και φύλακες ξεπηδάνε από το υποσυνείδητο, πλάσματα καμωμένα από εφιάλτες, τέρατα της αβύσσου και δαίμονες.
Ξαφνικά μου φαίνεται ότι ακούω μια κίνηση μέσα στο ακίνητο σκοτάδι. Τινάζομαι.
«Τι ήταν αυτό;», ρωτάω σε επαγρύπνηση.
«Ποιο;»
«Αυτό... αυτό που ακούστηκε... ο ήχος... σαν φύλλα που θροΐζουν ή κλαδιά που σπάνε...»
Ο Ζίρο μου ανταποδίδει το βλέμμα ατάραχος, πολύ πιο λογικός απ' όσο είμαι εγώ ετούτη την στιγμή. «Αντριάννα δεν νομίζω-»
«Ακούστηκε», τον διακόπτω πεπεισμένη ότι κάποιος μας έχει ακολουθήσει ως εδώ. Ότι κάποιος ξέρει. «Από κάπου πίσω μας».
Ο Ζίρο αφήνει έναν μικρό αναστεναγμό να δραπετεύσει απ' τα χλωμά του χείλη. Είναι ολοφάνερο ότι δεν μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με εμένα. Δεν του φαίνεται πιθανό να μας παρακολουθούν, γιατί εάν το έκαναν, θα μας είχαν ήδη πιάσει. Θα είχαν πιάσει εμένα, δηλαδή. «Τότε», προτείνει, προσπαθώντας να παραμείνει υπομονετικός και διαλλακτικός. «Ας συνεχίσουμε, ας φύγουμε από 'δω. Ούτως ή άλλως, πρέπει να φτάσουμε στο νεκροταφείο».
«Καλά...», συγκατανεύω, προσπαθώντας να αφομοιώσω λίγη από την ψυχραιμία του, να μην αφήσω τον πανικό να με κυριεύσει.
Ο Ζίρο κι εγώ αλλάζουμε θέσεις. Μ' εμένα να κρατάω τους ώμους και τα μπράτσα του Πιτ κι εκείνον να στηρίζει τα πόδια του, όπου πέφτει πλέον το περισσότερο βάρος, καταφέρνουμε να συνεχίσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά. Σ' ελάχιστο χρόνο αφήνουμε το ομιχλώδες δάσος πίσω μας και μπαίνουμε στην μακάβρια αυλή του νεκροταφείου του Ντέιβις Πλέις.
Εδώ είναι το βασίλειο του απόκοσμου, η γη των νεκρών. Από παντού τριγύρω ξεπετάγονται αναθήματα εις μνήμην των εκλιπόντων και εγχάρακτες επιτύμβιες στήλες, ταφόπλακες καλυμμένες με λάσπη και πρασινωπές λειχήνες, αγάλματα και πέτρινοι άγγελοι που θρηνούν αέναα.
Κάποτε θα γίνουμε όλοι κάτοικοι αυτού του βασιλείου, μα για την ώρα προτεραιότητα έχει ο Πιτ Κάρσον.
Αποφασίζουμε ότι θ' αναπαυθεί σε έναν πρόσφατα αναγερμένο τάφο –τον πιο πρόσφατο- έτσι ώστε η σωρός του να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στον βαθμό αποσύνθεσης της ήδη υπάρχουσας σωρού. Θέλουμε ότι απομείνει από τον Πιτ να μπερδευτεί με τον άλλον νεκρό, έναν τύπο ονόματι Τομπάιας Γουάιτ. Έτσι, εάν κάποιος, κάπου, κάποτε αποφασίσει ν' αρχίσει να ερευνά τις εξαφανίσεις των Αθληταράδων και εάν μ' έναν απίθανο τρόπο καταλήξει ως εδώ... να δυσκολευτεί να βγάλει άκρη.
Ή, μάλλον, να του είναι αδύνατον.
Αρχίζουμε να φτυαρίζουμε το χώμα σκάβοντας έναν κρατήρα στο έδαφος που συνεχώς μεγαλώνει και φαρδαίνει και βαθαίνει, έως ότου τα φτυάρια μας συγκρούονται με κάτι σκληρό και συμπαγές. Τις ξύλινες σανίδες που απαρτίζουν το καπάκι του φέρετρου.
Του φέρετρου του Τομπάιας Γουάιτ, του φέρετρου του Πιτ Κάρσον.
Σηκώνω τα μάτια μου από την σκοτεινή τρύπα στο χώμα και στέλνω ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Ζίρο. «Και τώρα;», λέω.
«Τώρα», λέει. «Ένας από τους δυο μας θα πρέπει να κατέβει εκεί κάτω και να τ' ανοίξει. Μετά ρίχνουμε τον Πιτ μέσα και του βάζουμε φωτιά για να εξαλειφθεί το γενετικό υλικό. Από 'κει και ύστερα κλείνουμε το φέρετρο, το θάβουμε εκ νέου και αφήνουμε τους νεκρούς στην λήθη».
«Ζίρο...»
«Έλα μου».
«Εγώ», διευκρινίζω ορθά κοφτά. «Δεν κατεβαίνω εκεί κάτω».
«Ω, μα ασφαλώς», αποκρίνεται με κάμποση κατανόηση, κάμποση ειρωνεία. «Έσφαξες τρεις μαντραχαλάδες, τους έκοψες τα λαρύγγια, τα πνευμόνια, τις κοιλιές, τους ξερίζωσες τα σπλάχνα και τους άφησες να πνιγούν σε μια λίμνη από το ίδιο τους το αίμα, αλλά τώρα νιώθεις άβολα με την ιδέα μιας τρύπας στο χώμα. Λογικό, απόλυτα λογικό».
«Μην με κρίνεις!», ξεσπάω.
«Εγώ...», κάνει να πει, κι όσο με κοιτάζει οι γωνίες του στόματός του τρεμοπαίζουν και γυρίζουν αργά προς τα πάνω. «Δεν...», προσπαθεί ξανά, αλλά αδυνατεί να ολοκληρώσει. Τι; Τι του συμβαίνει; Με κοιτάζει με τα χλωμά του χείλη τραβηγμένα σ' ένα πλατύ χαμόγελο, μικρές ζάρες σχηματίζονται επάνω στα μάγουλά του και γύρω από τα μάτια του που σμίγουν μισοκλείνοντας. Κι εξακολουθεί να χαμογελάει σαν να μη μπορεί να κάνει αλλιώς, σαν να έρχεται αντιμέτωπος με κάτι ακαταμάχητο, ακαταμάχητα χαριτωμένο. Τον παραλογισμό μου;
«Τι έπαθες;», απορώ.
«Τίποτα», μουρμουρίζει και χαμηλώνει ενοχικά σχεδόν τα μάτια του. Το χαμόγελο, εντούτοις, παραμένει.
«Αυτό δεν είναι τίποτα», διαφωνώ. «Με φλερτάρεις. Και μάλιστα ξεδιάντροπα. Πας καλά, παιδάκι μου; Δεν είναι ώρα για σαλιαρίσματα τώρα».
«Όπως διατάξεις», αποκρίνεται πειθήνια. «Κακούργα». Μ' αυτό ο Ζίρο λυγίζει τα γόνατά του, δίνει ένα σάλτο και βρίσκεται μέσα στον λάκκο. Χωρίς περεταίρω χρονοτριβές, πιάνει το πολυγωνικό πορτάκι της σφραγισμένης κάσας και την ανοίγει.
Άθελά μου σκέφτομαι την κλασσική σκηνή από τον Φρανκενστάιν της Μαίρη Σέλλεϊ, όταν το φρικτά παραμορφωμένο τέρας από νεκρά, ανθρώπινα μέλη επανέρχεται στη ζωή. Είναι ζωντανόόόό! Σκέφτομαι κρατώντας την ανάσα μου για τις στιγμές που επακολουθούν. Όμως ο Τομπάιας Γουάιτ δεν είναι ζωντανός, αντίθετα έχει την ευγενή καλοσύνη να παραμένει νεκρός, ακόμα κι ενώ ο τάφος του λεηλατείται.
Ο Ζίρο σκαρφαλώνει βγαίνοντας από τον λάκκο και με βοηθάει να πιάσω τον τυλιγμένο σε χοντρό μουσαμά μπόγο που αποτελεί την σωρό του Πιτ Κάρσον, ώστε να τον μεταφέρουμε ως το άνοιγμα του σκοτεινού λάκκου.
«Με τον δέοντα σεβασμό», με παροτρύνει, καθώς ετοιμαζόμαστε να τον κατεβάσουμε στα έγκατα της γης.
«Σεβασμό;», όπως είναι φυσικό κι επόμενο, εκπλήσσομαι. «Στον Πιτ;», ρωτάω. «Ο τύπος ήταν κατακάθι».
«Ναι», συμφωνεί ο Ζίρο. «Αλλά τώρα είναι νεκρό κατακάθι. Και κάθε τι νεκρό, είτε το αξίζει, είτε όχι, μπαίνει αυτόματα σε άλλο status. Αυτόματη αγιοποίηση».
Μα τι βλακείες τσαμπουνάει πάλι; Δεν μπαίνω στον κόπο, αυτή την φορά. «Ό,τι πεις», μουρμουρίζω κι ετοιμάζομαι να αφήσω τον μουσαμά να γλιστρήσει απ' τις παλάμες μου και να στείλει τον Πιτ εκεί όπου ανήκει κάτω, κάτω, κάτω, μαζί με τ' άλλα χαμερπή σκουλήκια.
«Α, κάτσε!», ξεφωνίζει ξαφνικά ο Ζίρο.
«Τι;», απορώ. «Τι 'ν' πάλι;»
Δίχως εξηγήσεις και κωλυσιεργίεςο Ζίρο αφήνει το φορτίο μας κατάχαμα κι αρχίζει να ξετυλίγει την σωρό, μέχρις ότου το παγωμένο πτώμα του Πιτ Κάρσον ξεπροβάλει από κάτω. Αποστρέφω μεμιάς το βλέμμα μου.
Ναι, είναι δικό μου δημιούργημα. Και ναι, δεν αντέχω να το κοιτάζω.
«Αν προτείνεις να πούμε δύο λόγια για να τον αποχαιρετήσουμε όπως του πρέπει τώρα που είναι ένα αγιοποιημένο ψοφίμι», προειδοποιώ μ' ένα χαμηλόφωνο γρύλισμα. «Θα τσαντιστώ πολύ άσχημα. Να το ξέρεις».
«Δεν τον ξετύλιξα για να του απευθύνω επικήδειο», με διαβεβαιώνει εκείνος.
«Τότε;» Κατά λάθος, τα μάτια μου προσγειώνονται για μια ακόμη φορά στο πτώμα που μοιάζει πλέον γκρίζο και συνάμα μαβί, όλο μελανιές κι εκδορές, παραμορφώσεις και πρηξίματα. Μοιάζει ανθρώπινο και την ίδια στιγμή, όχι. Τι ήθελα και το κοίταξα;
Ο Ζεέρνεμποχ δεν απαντάει στο ερώτημα. Τουλάχιστον όχι λεκτικά. Παρόλα αυτά, αντιδράει. Ξαφνικά σηκώνει το πόδι του και έπειτα το κατεβάζει με δύναμη επάνω στο κεφάλι του νεκρού. Το κάνει ξανά και ξανά και ξανά. Η μύτη και η σόλα της μπότας του προσγειώνονται στο κρανίο, ισοπεδώνοντας το, δημιουργώντας ένα αποτρόπαιο βαθούλωμα εκεί όπου κάποτε ήταν το πρόσωπο του Πιτ Κάρσον. Τώρα δεν έχει απομείνει τίποτα παραπάνω από μια ματωμένη κουφάλα από λιωμένους μυς και διαλυμένα κόκαλα.
«Γ-γ-γ-γιατί;», ψελλίζω με δυο μάτια ολοστρόγγυλα από το σοκ. «Γιατί το έκανες αυτό;»
Ο Ζίρο με κοιτάζει ατάραχος. Οι μυς στο πρόσωπό του είναι σφιγμένοι και το στέρνο και οι ώμοι του ανεβοκατεβαίνουν, όπως θα έκαναν εάν ζούσε κι είχε πιέσει το σώμα και τις αντοχές του για να καταφέρει κάτι. Όμως αυτό είναι όλο. Πέρα από την σωματική κόπωση, δεν τον έχει επηρεάσει τίποτα άλλο. «Επειδή...», μου εξηγεί.
Α) Είμαι ένα τρελαμένο ψυχάκι του κερατά.
Β) Μισώ τον Πιτ. Και του το χρωστούσα.
Γ) Εξυπηρετώ τις ανάγκες του σχεδίου μας.
Αναρωτιέμαι σε ποια από τις προαναφερθείσες απαντήσεις θα καταφύγει. Στην Α; Μάλλον...
«Επειδή ακόμη και αφού τον κάψουμε, και καταστρέψουμε κάθε ένδειξη για το ποιος είναι, ο Πιτ θα αναγνωρίζεται από τα δόντια του. Και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να τα κρατήσει».
«Κ-κ-και έτσι αποφάσισες να του διαλύσεις το κ-κρανίο με την μπότα σου;»
«Προφανώς», απαντάει μ' ένα ελαφρύ ανασήκωμα των ώμων του. Μετά γονατίζει κι αρχίζει να ψαχουλεύει στα συντρίμμια του κατεστραμμένου προσώπου, για τα μικρότερα οστέινα κομμάτια που μπορεί να βρει: τα δόντια.
Τον κοιτάζω άναυδη. «Και κατά τ' άλλα έχεις το θράσος να με δασκαλεύεις για σεβασμό απέναντι στους νεκρούς;»
«Μμμμ», μουρμουρίζει στον ίδιο ατάραχο τόνο του, λες και δεν μαζεύει τα δόντια κάποιου, αλλά ένα μάτσο μαργαρίτες απ' το χώμα. «Ο νεκρός αυτός ήταν κατακάθια όσο ζούσε. Δεν ήταν;»
«Ναι, αλλά τώρα είναι νεκρό κατακάθι. Αυτόματη αγιοποίηση», του θυμίζω. «Συ πας».
Ο Ζίρο σηκώνεται με δύο χούφτες γεμάτες ματωμένα δόντια και θραύσματα οστών. Στέκεται εμπρός μου και μου ανταποδίδει την ματιά. «Αν ξέρεις κάποιον πιο σεβαστικό τρόπο να σπάσεις το κεφάλι κάποιου και να τον αφήσεις φαφούτη, πες τον μου, και θα τον εφαρμόσω την επόμενη φορά», λέει μελιστάλακτα. «Το υπόσχομαι».
Είμαι υπερβολικά σοκαρισμένη για ν' αρθρώσω οτιδήποτε περισσότερο από την λέξη με την οποία του απαντώ τελικά: «Φρίκουλα», λέω.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top