Κεφάλαιο 12: Να βγάλω τα χειμωνιάτικα απ' την ντουλάπα. Και τα πτώματα.
Ο κανονικός τίτλος δεν μου χωράει ολόκληρος. Στην πραγματικότητα είναι:
Οι δουλειές μου για σήμερα: Να βγάλω τα χειμωνιάτικα απ' την ντουλάπα.
Και τα πτώματα.
«Πρωινός έλεγχος!», ανακοινώνει μια φωνή από τον διάδρομο του κτιρίου των κοιτώνων. Η Έντνα. «Έχουμε καταμέτρηση! Όλοι οι τρόφιμοι σταθείτε στο κατώφλι του κοιτώνα σας και περιμένετε τους φύλακες να φτάσουν σε εσάς. Εμπρός, κουνηθείτε! Πάμε! Πάμε! Πάμε!»
Η είδηση αυτή με κάνει να πεταχτώ απ' το κρεβάτι μου σαν σπασμένο ελατήριο.
«Π-πρωινός έλεγχος;», κομπιάζω σαστισμένη. Περνώ τα χέρια μου πάνω απ' το πρησμένο μου πρόσωπο και τρίβω τη νύστα απ' τα βλέφαρά μου. Είναι μια αχρείαστη κίνηση, δύναμη της συνήθειας. Έχω ήδη ξυπνήσει για τα καλά. «Όχι... Όχι σήμερα, ρε γαμώτο...» Όμοια με θηρίο παγιδευμένο σε κλουβί, αρχίζω να πηγαινοέρχομαι πάνω-κάτω μες στον μικρό, ασφυκτικό χώρο του κοιτώνα μου, μη ξέροντας τι να κάνω. Γνωρίζω μονάχα ότι φύλακες θα μπουκάρουν από στιγμή σε στιγμή εδώ μέσα και όταν το κάνουν, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να μην ανακαλύψουν τις τρεις σωρούς που έχω στριμώξει άγαρμπα μέσα στην δίφυλλη ντουλάπα μου, τα τρία παγωμένα πτώματα που στέκουν εκεί τυλιγμένα σε πανί και μουσαμά σαν σκονισμένα χαλιά που δεν τα έστρωσε κανείς. Θα τα βρουν, θα τα δουν και θα καταλάβουν απευθείας περί τίνος πρόκειται. Και όταν το κάνουν, κάτι μου λέει ότι η πρώτη τους σκέψη δεν θα είναι ότι έπραξα ορθά εξαγνίζοντας αυτόν τον κόσμο από κάθε τι κακό. Δεν θα είναι καν η τελευταία τους σκέψη...
«Σκατά», μουρμουρίζω πανικόβλητη. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό... Δεν... δεν μπορεί να συμβαίνει, γαμώτο! Κι όμως συμβαίνει, έτσι;»
Ασφαλώς και συμβαίνει. Κάθε Τρίτη και Παρασκευή οι φύλακες περνάνε από τα δωμάτια μας για τον καθιερωμένο έλεγχο, στις οκτώ το πρωί ακριβώς. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο είχα ενημερωθεί εξ αρχής. Φρόντιζε το δωμάτιο να είναι συγυρισμένο, το κρεβάτι στρωμένο και να μην σε πιάσουν με τίποτα παράξενα σκατά, με είχε συμβουλεύσει η Έντνα κατά την άφιξη μου στο Ντέιβις Πλέις. Μαντεύω ότι με τον όρο «παράξενα σκατά», εννοούσε περισσότερο κάτι σαν ναρκωτικά, τσιγαριλίκια και απαγορευμένες ουσίες, και λιγότερο κάτι σε νεκροτόμαρα.
Όμως αυτό ακριβώς έχω στη ντουλάπα μου. Επειδή αποφάσισα ότι στους Αθληταράδες δεν μπορούσε να επιτραπεί να υπάρχουν πια, επειδή επέλεξα να αποδώσω δικαιοσύνη. Τώρα θα πληρώσω για αυτήν με ένα ανυπολόγιστο τίμημα που δεν μπορώ καν να φανταστώ. Θεέ μου, τι με περιμένει;
Πηγαίνω ως την πόρτα μου, την μισό-ανοίγω και στέκομαι στο κατώφλι της κρυφοκοιτάζοντας την κίνηση απ' έξω. Τον διάδρομο σαρώνουν έξι φύλακες οι οποίοι κινούνται σε ζευγάρια μπαινοβγαίνοντας γοργά στους κοιτώνες των αγουροξυπνημένων τροφίμων. Με κάποιους τελειώνουν γρήγορα, ενώ σε άλλους κοντοστέκονται εξετάζοντας κάθε τι διφορούμενο. Στην κορυφή του διαδρόμου στέκεται η Έντνα καταφέρνοντας να πλασάρει το συνηθισμένο της κράμα διάθεσης που αποτελείται από έναν παράδοξο συνδυασμό συναισθημάτων: βαριέται και δυσανασχετεί ταυτόχρονα.
Στο κατώφλι του κάθε κοιτώνα στέκονται οι κάτοικοί του. Τα μάτια μου σκανάρουν βεβιασμένα τον μακρόστενο χώρο που απλώνεται εμπρός μου και βλέπω ένα σωρό οικεία πρόσωπα: Τον Ντόρμαντ, τον Γκάβιν και την Τιντάλ, τον Κέιτζ, τον Ροσμάιζελ και την Μαίρη Μπρίντλοβ που φοράει μια μακριά, ολόμαυρη νυχτικιά σε γκόθικ στιλ, λες και έχει κάνει επιδρομή στην ντουλάπα της Μορτίσια Άνταμς και της έχει κλέψει τα του ύπνου. Σε μια άλλη πόρτα ξεπροβάλει η νωχελική Νιβ με ένα δαντελωτό κορμάκι που πιότερο αποκαλύπτει παρά καλύπτει το σώμα της. Τι στο καλό; απορώ μέσα στην ταραχή μου. Κοιμόταν ή τραβούσε ερωτικό φιλμ;
Ένας ένας οι τρόφιμοι παραμερίζουν επιτρέποντας στους φύλακες να μπουν στους κοιτώνες τους. Σύντομα θα έρθει και η δική μου σειρά, συνειδητοποιώ και μου κόβονται τα πόδια. Σύντομα θα είμαι εγώ αυτή που πρέπει να υποχωρήσει...
Η ματιά μου συναντάει τυχαία εκείνη της Γκουέν Μαρς που στέκει κάπου παραπέρα, στην απέναντι παράταξη των κοιτώνων. Μοιάζει σαν να είναι η μινιατούρα του Μπιλ: Τα μακριά κόκκινά μαλλιά της είναι ένα ανακατωμένο χάος σαν μια μικρή πυρκαγιά. Οι πιτζάμες της είναι ένα φαρδύ T-Shirt που της φτάνει ως τα γόνατα και από κάτω μισοφαίνονται τα μπατζάκια από ένα τσαλακωμένο μποξεράκι. Λίγο πιο χαμηλά φοράει ένα ζευγάρι από ανόμοιες κάλτσες και παρότι δείχνει να το αντιλαμβάνεται, δεν την πολύ-ενδιαφέρει. Αυτό που της κινεί το ενδιαφέρον είναι πως εγώ δείχνω κάθιδρη, χλωμή και έτοιμη να λιποθυμήσω από στιγμή σε στιγμή. Τα φρύδια της στο χρώμα της κανέλας σμίγουν μεταξύ τους και τα λεπτεπίλεπτα χείλη της σχηματίζουν μια άηχη φράση: Βαλ, τι τρέχει;
Αποκρίνομαι με ένα εξίσου σιωπηλό: Δεν μπορώ να τους αφήσω να μπουν...
Εντούτοις, όταν οι φύλακες Κλαρκ και Χέις εμφανίζονται μπροστά απ' το κατώφλι μου, γίνεται απολύτως αντιληπτό ότι δεν μπορώ και να τους εμποδίσω απ' το να εισέλθουν.
«Καλημέρα», λέω μαγκωμένη. «Είναι λιγάκι νωρίς, δεν νομίζετε;»
Οι δύο γεροδεμένοι άντρες με τις σκουρόχρωμες στολές μου ανταποδίδουν το βλέμμα με σκυθρωπά ενοχλημένες εκφράσεις. «Μήπως θα ήθελες να ξαναπεράσουμε κάποια πιο βολική για εσένα ώρα;», με ειρωνεύεται ο Κλαρκ, την ίδια στιγμή που ο Χέις μου κάνει ένα κοφτό νόημα που σημαίνει ξεκάθαρα: Ξεκουβάλα τώρα.
«Ό-όχι», προσπαθώ να τους καλοπιάσω, όμως αποτυγχάνω. Οικτρά. «Εγώ... δεν εννοούσα...» Δεν εννοούσα τι; Αυτό ακριβώς εννοούσα: Θέλω να περάσουν αργότερα, όταν θα έχω ξεφορτωθεί κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Μεγάλο ή μικρό. «Καλά ντε...», βαριαναστενάζω στο τέλος και τους αφήνω να μπουν χωρίς πολλά πολλά.
Τους βλέπω να κινούνται μες στον κοιτώνα μου με γρήγορες κινήσεις, μετρημένες και αποτελεσματικές. Επεξεργάζονται τον χώρο, τις ύποπτες γωνίες του και τις πιθανές κρυψώνες του. Ανοιγοκλείνουν τα συρτάρια του γραφείου μου, ξεφυλλίζουν τα βιβλία και τα τετράδια που παρατάσσονται ατάκτως πάνω του. Ελέγχουν το περιεχόμενο του κομοδίνου μου, τινάζουν το πάπλωμα του κρεβατιού μου για να τσεκάρουν εάν υπάρχει κάτι κάτω απ' τα στρωσίδια, το στρώμα και τα σανίδια του. Ψάχνουν, ψάχνουν, ψάχνουν, χωρίς να ξέρουν τι είναι αυτό που ελπίζουν να βρουν. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι τίποτα. Πρόκειται απλώς για υπόθεση ρουτίνας για αυτούς τους δύο άντρες.
Για εμένα, όμως, αυτό που συμβαίνει γύρω μου είναι κάθε άλλο παρά ρουτίνα. Η ανάσα μου κόβεται, τα νεύρα μου τεντώνονται σαν χορδές έτοιμες να σπάσουν και οι μυς στο σώμα μου είναι εντελώς τεταμένοι, σφιγμένοι σαν... σαν σε νεκρική ακαμψία. Όπως οι μυς του Άσερ, του Πιτ, του Μαρκ, των άψυχων σωρών που βρίσκονται κρυμμένες σε κοινή θέα.
Μα για πόσο, θαρρείς, ότι θα παραμείνουν κρυμμένες; αναρωτιέται μια φωνούλα μέσα μου, το υποσυνείδητό μου που έχει στραφεί εναντίον μου και τώρα με γλεντάει δίχως έλεος...;
Για όσο χρειαστεί, τρίζω τα δόντια μου στην σκέψη. Και επί τη ευκαιρία, σκάσε, σκάσε!
Αλλά είναι αργά. Έχω ήδη πέσει στην παγίδα να φανταστώ ότι με κάποιον τρόπο τα πτώματα έρχονται στο φως, ότι οι φύλακες τα ανακαλύπτουν πίσω από τα πορτόφυλλα της ντουλάπας. Τι μπορεί να είναι αυτό που θα με προδώσει; Για τι πρέπει να μεριμνήσω τώρα δα;
Δεν ξέρω, στην πραγματικότητα δεν έχω την παραμικρή ιδέα και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ευχηθώ να ήταν εδώ κι ο Ζίρο. Εκείνος μοιάζει να ξέρει πάντα τι να κάνω και τι να μην. Τι θα μπορούσε να κάνει αυτή την στιγμή, αν ήταν εδώ, στη θέση που βρίσκομαι εγώ τώρα; Τι θα σκεφτόταν;
Ίσως την μυρωδιά... Σύμφωνα με τις γνώσεις που έχω αποκομίσει από τα Μαθήματα Φόνων, μια ανθρώπινη σωρός αρχίζει να αποκτάει την χαρακτηριστική δυσωδία του θανάτου κάπου ανάμεσα στο πρώτο εικοσιτετράωρο και τις πρώτες τρεις ημέρες Μ.Θ. Κι αυτή την στιγμή διανύουμε ήδη το δεύτερο εικοσιτετράωρο δίχως το κλαμπ των Αθληταράδων. Να έχουν προλάβει να... μυρίσουν;
Τα ρουθούνια μου τρεμοπαίζουν. Εισπνέω βαθιά. Εκπνέω με δυσκολία. Και ξαφνικά ο αέρας του δωματίου μου φαίνεται ότι βαραίνει, ότι πυκνώνει, ότι αποκτάει μια εμετική νότα. Την εσάνς της αποσύνθεσης.
Όσο κι αν δεν το θέλω, πιέζω τον εαυτό μου να πάρει μια συμπληρωματική ανάσα για να βεβαιωθώ ότι αυτό που έχουν ανιχνεύσει οι αισθήσεις μου πράγματι υπάρχει. Ωστόσο, αντί να καταλήξω σε ένα ακέραιο και συμπαγές συμπέρασμα, συνειδητοποιώ ότι συλλαμβάνω κάτι επίσης ανησυχητικό με μια ακόμη αίσθησή μου: την ακοή. Τα αυτιά μου βουίζουν υπό την υπόκρουση ενός χαμηλού, θαμπού, κοφτού ήχου, όμοιου με αυτόν ενός ρολογιού τυλιγμένου σε βαμβάκι. Είναι ένας ήχος επίμονος που μοιάζει να γίνεται ολοένα και πιο γρήγορος, ολοένα και πιο δυνατός, καθώς επαναλαμβάνεται. Χλομιάζω ακόμη περισσότερο από ότι πριν όταν καταφέρνω τελικά να αποδώσω τον ήχο κάπου: Είναι ο κτύπος μιας καρδιάς. Ή δυο; Ή μήπως τριών καρδιών; Τριών καρδιών που θα 'πρεπε να έχουν πάψει. Οριστικά. Έντρομή όσο ποτέ άλλοτε αποτολμώ μια κλεφτή ματιά προς τα σφαλιστά πορτόφυλλα της ντουλάπας που εμπεριέχει το τρομερό μυστικό μου, το τρομερότερο όλων.
Αυτή είναι η πηγή της δαιμονικής τυμπανοκρουσίας; Σαν να προσπαθώ να το διαπιστώσω προτού χάσω τα λογικά μου –όσα μου έχουν απομείνει, δηλαδή- περπατάω δειλά προς τα 'κει. Οι φύλακες δεν δείχνουν να με προσέχουν. Για την ώρα είναι απασχολημένοι με μια άλλη γωνιά του κοιτώνα 41. Ακολουθώ τον αφύσικο παλμό που γίνεται όλο και πιο έντονος, καθαρός κι ευδιάκριτος, γοργός και ξέφρενος σαν τύμπανα αγωνίας. Ένα οργιαστικό ντουκ-ντουκ-ντουκ που βροντάει δαιμονισμένα στους κροτάφους μου. Έως ότου φτάνω μπροστά από την μεγάλη ντουλάπα, το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει. Ν-νομίζω ότι από εδώ πηγάζει ο ήχος. Μα πώς; Πώς είναι δυνατόν; Τι είναι τούτο με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπη; Τρέλα ή υπερόξυνση των αισθήσεων;
Νομίζω ότι απλώς παρανοώ, όπως ο δολοφόνος στο διήγημα του Πόε: Μαρτυριάρα καρδιά... Ακόμα και μερικές από τις σκέψεις και τις φράσεις που ακούστηκαν στο μυαλό μου είναι κλεμμένες απ' το διήγημα τρόμου. Να 'ν' αυτό, άραγε; Παράνοια;
«Στην άκρη», γαβγίζει ο φύλακας ονόματι Κλαρκ και δίνοντάς μου μια σπρωξιά με βγάζει απ' την τροχιά μου, με εκτοπίζει και παίρνει την θέση μου μπροστά απ' την κρυψώνα των νεκρών.
«Μα τ-τ-τι κάνεις;», πετάγομαι και όταν δεν παίρνω απάντηση, στρέφομαι στον δεύτερο φύλακα που στέκει λίγα μέτρα πιο πίσω και επαναλαμβάνω την ερώτηση. «Τι κάνετε;»
«Έχουμε ελέγξει όλο τον κοιτώνα, γλύκα», απαντάει με ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων του. «Μας έχει μείνει η ντουλάπα και την κάναμε από ΄δω».
«Δ-δεν νομίζω», το χέρι μου προσγειώνεται σπασμωδικά στο σημείο όπου ενώνονται τα δυο φύλλα της ντουλάπας και το πιέζουν για να παραμείνει ως έχει: Κλειστό. «Ότι χρειάζεται να ασχοληθείτε με την ντ-ντουλάπα μου».
«Και γιατί όχι;»
«Ε...» Αμήχανη σιωπή και παύση για αυτοσχεδιασμό και μετά: «Είναι όλο άπλυτα».
Τώρα είναι η σειρά των ώμων του Κλαρκ ν' ανασηκωθούν με παντελή αδιαφορία. Τα γόητρά μου δεν είναι ισχυρά. Ο άντρας τοποθετεί το χέρι του πάνω στο πόμολό της ντουλάπας και ετοιμάζεται να ανατρέψει τις αντιστάσεις μου.
«Όχι», ξαναλέω με λίγη περισσότερη πυγμή, προσπαθώντας να απαλλάξω την φωνή μου από το κοριτσίστικο τρέμουλό της και την ψιλή, υστερική της χροιά. «Δεν καταλαβαίνετε... Έχω τα εσώρουχά μου εκεί μέσα...» Ούτε αυτό μοιάζει να λειτουργεί. «Τα άπλυτα εσώρουχά μου», σπεύδω να προσθέσω με νόημα.
«Ποιος νοιάζεται;»
«Μα δεν τα 'χω δώσει σε κανέναν να τα πλύνει εδώ και εβδομάδες!», σκούζω. Και μπορεί στα μάτια ενός τρίτου παρατηρητή η κατάσταση να μοιάζει κωμικοτραγική μέχρι γελοία, αλλά εγώ δεν διακρίνω ίχνος χιούμορ σε όσα διαδραματίζονται. Με διακατέχει ένα τρομερό αίσθημα αγωνίας, όπως αυτό που πρέπει να αισθάνονται οι ετοιμοθάνατοι στην αγχόνη. Η μοίρα μου είναι παρόμοια. Είμαι καταδικασμένη. Άπαξ και ανοιχτούν τα φύλλα της ντουλάπας, είμαι καταδικασμένη.
Ο Κλαρκ στριφογυρνάει ελαφρώς και ρίχνει ένα σπινθηροβόλο βλέμμα πορνοδιαστροφικού μεσήλικα προς τον συνάδελφό του. Εκείνος του χαμογελάει στο ίδιο ανώμαλο ύφος. «Ακόμα καλύτερα», απαντάει ανενδοίαστα.
«Τι;», κάνω σαν κεραυνόπληκτη και παρότι ετοιμάζομαι να εντείνω τις αντιστάσεις μου και να παραπονεθώ για αυτή την απρεπή αντιμετώπιση, δεν το κάνω. Πολύ απλά, επειδή ο ήχος που ακούγεται αμέσως μετά με κάνει να σταματήσω μεμιάς. Και το ίδιο κάνουν και οι φρουροί. Είναι ένας υπόκωφος ήχος, πνιχτός και φιμωμένος, αλλά ταυτόχρονα τόσο χαρακτηριστικός που δεν μπορείς να τον μπερδέψεις. Το αλάθητο ποπφ που συνοδεύει κάθε απελευθέρωση εντερικών αερίων. Με απλούστερα λόγια; Κάποιος έκλασε και από το ύφος των Κλαρκ-Χέις είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι αυτοί οι δύο. Βέβαια, ακόμη και χωρίς να τους κοιτούσα, θα ήξερα ότι ο υπεύθυνος βρίσκεται μέσα στη ντουλάπα κι όχι έξω από αυτήν. Βλέπετε, το σώμα μας Μ.Θ. τείνει να τα κάνει κάτι τέτοια: οι σφιγκτήρες μας χαλαρώνουν και τα συσσωρευμένα αέρια απελευθερώνονται. Όπως τώρα. Ένας από τους τρεις Αθληταράδες την αμόλησε, πράγμα που σημαίνει ότι... πρέπει να το πάρω πάνω μου. Στέλνω ένα απολογητικό χαμόγελο στους δύο φύλακες με τις ζαρωμένες μύτες και κοκκινίζοντας μουρμουρίζω ένα: «Με συγχωρείτε», ενώ από μέσα μου καταριέμαι τους τρεις νεκρούς για την ντροπή στην οποία με έχουν υποβάλ-
Πφεεεερπ, ο συλλογισμός μου διακόπτεται από μια δεύτερη πορδή, σαφώς μεγαλύτερης τόλμης και διάρκειας από την πρώτη, την οποία διαδέχεται σύντομα μια τρίτη κορυφώνοντας το κρεσέντο του πορδοβολητού.
Κοιτάζω τους δύο άντρες με τα επίπεδα της αξιοπρέπειας μου να πέφτουν, να πέφτουν, να πέφτουν κατακόρυφα μέχρι που φτάνουν στα Τάρταρα. Η λέξη «εξευτελισμένη», αποκτάει νέο νόημα εδώ και τώρα, την στιγμή που κατακλύζομαι από τον βρωμερό και χυδαίο ήχο που θυμίζει ένα χαλασμένο τρομπόνι που παίζει φάλτσα μπροστά από έναν ενισχυτή ήχου 1000 Watt. Μπλουουουουουουουουρπ!
«Τι θα γίνει, Βάλενταϊν;», κάνει ο Χέις αηδιασμένος. «Μας ρήμαξες στο κλανίδι. Ασφυξιογόνο μάσκα θα χρειαστούμε σε λίγο!»
Και δεν έχει και άδικο. Το οξυγόνο του κοιτώνα 41 έχει πια εξαφανιστεί. Πιο φιλική είναι η ατμόσφαιρα στον Άρη. «Συγγνώμη», λέω. «Συγγνώμη, συγγνώμη. Έχω, εεεεμ, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Και πάλι συγγνώμη».
Όσο άσχημη κι αν είναι, όμως, η κατάσταση με την διαρροή αυτών των εντερικών αερίων, είναι μακράν πιο ευνοϊκή από ότι ακολουθεί. Επειδή ελάχιστες στιγμές αργότερα ο Κλαρκ επανατοποθετεί τα χέρια του στο πόμολο της ντουλάπας, τα δάχτυλά του τυλίγονται γύρω απ' τις σιδερένιες λαβές και την ανοίγει.
Και ξέρω ότι είμαι χαμένη από χέρι.
✖
Ή, μπορεί και όχι...
Μέσα στην όλη ατυχία μου, στέκομαι τυχερή, αδιανόητα, ασύλληπτα τυχερή. Επειδή καθώς τα χέρια του Κλαρκ παραμερίζουν τα φύλλα της ντουλάπας για να φτάσουν στο εσωτερικό της, κάτι άλλο τον αποσπά την τελευταία στιγμή. Κάτι σωτήριο κάνει την προσοχή του να μετατοπιστεί ακαριαία. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χέις. Από τον μέχρι πρότινος ήρεμο διάδρομο, μοιάζει να ξεσηκώνεται σαματάς. Κραυγές και ουρλιαχτά, βρισιές και γρονθοκοπήματα και χαστούκια και βρόντοι και γδούποι. Κάτι τρέχει, κάποια ταραχοποιά στοιχεία έχουν αναλάβει δράση σκορπώντας τον κακό χαμό, προσελκύοντας τους φύλακες. Ο Κλαρκ και ο Χέις αφήνουν τον κοιτώνα 41 και ξεχύνονται στον διάδρομο.
«Ανάθεμα», ξεφωνίζω και φέρνω την παλάμη μου στο μουσκεμένο μου μέτωπο για να σφουγγίσω τους κόμπους κρύου ιδρώτα που έχουν σχηματιστεί εκεί. «Αυτό παρά-ήταν κοντά!»
Μετά, όμως, η περιέργεια με νικάει κι εμένα και κατευθύνομαι προς το κατώφλι του κοιτώνα μου για να δω τι στο καλό συμβαίνει. Και όταν το κάνω μένω στήλη άλατος.
Η Γκουέντολιν Μαρς και η Νιβέιρα Νίκολς έχουν επιδοθεί σε έναν καβγά δίχως προηγούμενο. Αυτό που εξελίσσεται ενώπιον όλων μας είναι ένα θεαματικότατο οπτικοακουστικό υπερθέαμα από στρατηγικές μπουνιές και κλωτσιές και τραχιά, ενστικτώδη γρυλίσματα από μέρους της Γκουέν και από στριγκλιές, νυχιές, υστερία, δράμα, μια πρέζα σεξαπίλ και φυσικά κάμποσο κατινίστικο ξεμάλλιασμα από την Νιβ. Μα τι κάνουν; απορώ εύλογα. Αυτές οι δύο μόλις και μετά βίας μιλάνε μεταξύ τους. Προς τι όλη αυτή η φασαρία; Τι έχουν να χωρίσουν, άραγε;
Αδυνατώ να καταλάβω για κάμποσα λεπτά, μέχρις ότου οι φύλακες καταφέρνουν να ξεγαντζώσουν την μια από την άλλη και να τις απομακρύνουν. Χρειάζονται και οι έξι φύλακες για να γίνει αυτό, αφού η Γκουέν παρά το μικροσκοπικό της σκαρί προβάλει λυσσαλέα αντίσταση απέναντι στους άντρες που θέλουν να την καταστείλουν. Παράλληλα η Νιβ είναι πολύ πιο συνεργάσιμη, ίσως υπερβολικά συνεργάσιμη. Όλο νάζια και ακκίσματα σαν δεσποσύνη που σώθηκε από βέβαιο κίνδυνο χάρη στους χρυσούς της ιππότες. Μια συμπεριφορά που ελκύει όλους τους ελεύθερους φύλακες να πέσουν πάνω της όπως οι μύγες στο μέλι.
«Αν είναι δυνατόν!», αλυχτάει η Έντνα με τον θυμό να αστράφτει στο πλαδαρό της πρόσωπό, βάφοντάς το στο κόκκινο χρώμα των βαμμένων της μαλλιών. «Πάρτε τες από 'δω! Πάρ' τε τες αμέσως και δώστε τες στον Ίστμαν! Να δούμε εάν θα σπάσει καθόλου ο τσαμπουκάς τους στην απομόνωση που θα τις στείλει!»
Απομένω στο κατώφλι μου να χάσκω μπερδεμένη, όσο οι φύλακες σέρνουν τα δύο ξέπνοα κορίτσια μακριά. Λίγο προτού χαθεί από το οπτικό μου πεδίο η Νιβ μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι και η Γκουέν σχηματίζει ένα τελευταίο βουβό μήνυμα με τα χείλη της. Μου λέει: Κρύψ' τα.
Αυτομάτως σκέφτομαι: Ναι, εντάξει, εντάξει. Θα τα κρύψω. Δεν την ξαναπατάω έτσι. Φυσικά και θα τα κρύψω! Απόψε κιόλας.
Αλλά... για κάτσε μια στιγμή. Πώς ξέρει η Γκουέντολιν Μαρς και η Νιβέιρα Νίκολς για τους τρεις νεκρούς Αθληταράδες που σαπίζουν στην ντουλάπα μου;
Και μαζί με αυτές ποιος άλλος το ξέρει;
Μήπως το ένοχο μυστικό μου... δεν είναι πια μυστικό;
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top