Κεφάλαιο 11: Έγκλημα και Ταλαιπωρία (μέρος 4)


Στην μπροστινή μεριά του κτιρίου των κοιτώνων δεσπόζει μια ψηλή, μεταλλική, μαύρη πύλη διάστικτη απ' άκρη σ' άκρη με κοκκινωπή σκουριά. Κάποιες νύχτες οι φύλακες του ιδρύματος θυμούνται να την κλειδώσουν και κάποιες άλλες νύχτες, όχι. Απόψε η πελώρια, καγκελόφραχτη πόρτα παραμένει ανοιχτή. Ευτυχώς. Προσέχοντας ώστε να κάνω όσο το δυνατόν λιγότερη φασαρία, σπρώχνω το βαρύ πορτόφυλλο με τις χοντρές, σφυρήλατες μπάρες και το κάνω ν' ανοίξει μ' ένα συρτό, σκουριασμένο τρίξιμο. Μετά παίρνω μια αργή, σταθεροποιητική ανάσα και βγαίνω έξω. 

Στην παγωνιά της νύχτας κατηφορίζω το μικρό χωμάτινο μονοπάτι που οδηγεί στο προαύλιο του ιδρύματος, το πλυσταριό, την τραπεζαρία, την εκκλησία και την βιβλιοθήκη, το γήπεδο ποδοσφαίρου και λίγο παραπέρα το κεντρικό κτήριο υποδοχής. Πρέπει να φτάσω μέχρι εκεί. 

Στο πλάι του κτηρίου αυτού υπάρχει ένα βοηθητικό δωματιάκι, το οποίο συνήθως περνά απαρατήρητο λόγω του μικροσκοπικού μεγέθους του και του ατιθάσευτου, καστανοκόκκινου κισσού που αναρριχάται παντού γύρω του μοιάζοντας να το καταπίνει. 

Εντούτοις, κάποιος το παρατήρησε αυτό το δωματιάκι. Εγώ το πρόσεξα. 

Πρόκειται για το αποθηκάκι του επιστάτη. Εκεί μέσα ο Νόα Ίστμαν φυλάει σαν Κέρβερος όλα όσα χρειάζομαι για να θάψω τους Αθληταράδες και να τους εξαφανίσω μια και καλή από προσώπου γης: φτυάρια και αξίνες και άλλα παρεμφερή. Τα θέλω. Τα χρειάζομαι. Και θα τα πάρω.

Η απόσταση που χωρίζει τους κοιτώνες των κρατούμενων από την αποθήκη είναι αρκετά μεγάλη κι έτσι κινούμαι με μεγάλη προσοχή και μόνιμη επαγρύπνηση, μεριμνώντας έτσι ώστε να κρύβομαι κάθε φορά που οι φύλακες εμφανίζονται και να ξεγλιστράω ταχύτατα όποτε φεύγουν. Αυτό ακριβώς είχα κληθεί να κάνω και μερικούς μήνες νωρίτερα, όταν είχα πρωτοέρθει στο ίδρυμα και ο Κάι με είχε καλέσει στις τάξεις διδασκαλίας για την σεάνς. 

Τότε, θυμάμαι, ήμουν αγχωμένη και νευρική, διστακτική και τρομαγμένη. Έτρεμα στην ιδέα να διασχίσω το σκοτεινό προαύλιο και μου φαινόταν παράξενο που έπρεπε ν' αποφύγω τους κύκλους του φωτός που σχημάτιζαν οι παλιοί φανοστάτες, προκειμένου να μείνω αόρατη. Τώρα πια όλα μου φαίνονται φυσιολογικά και σωστά, σαν να είναι όπως πρέπει. Σαν να βρίσκομαι εδώ που πρέπει να βρίσκομαι. Κινούμαι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, σβέλτη και τολμηρή, ευκίνητη και επιδέξια. Ατρόμητη.

Όταν ήμουν μικρούλα, η Μία κι εγώ είχαμε μάθει να ψέλνουμε μια προσευχή. Πήγαινε κάπως έτσι: Ο Κύριος είναι ο ποιμένας μου· τίποτε δεν θα στερηθώ. Σε καταπράσινα λιβάδια με ανέπαυσε· σε νερά αναπαύσεως με οδήγησε. Ανόρθωσε την ψυχή μου· με οδήγησε μέσα από μονοπάτια δικαιοσύνης, χάρη στο όνομα Του. Και μέσα σε κοιλάδα σκιάς θανάτου αν περπατήσω, δεν θα φοβηθώ κακό· διότι, Εσύ είσαι μαζί μου·

Αισθάνομαι ένα χαμόγελο νοσταλγίας να χαράζεται στα χείλη μου, όταν συνειδητοποιώ ότι θυμάμαι ολόκληρη την προσευχή. Μα δεν νιώθω να με εκφράζει πλέον. Όχι όπως παλιότερα. Επειδή έχω βρεθεί στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου και έχω ανακαλύψει ότι είμαι μόνη μου εκεί. Αυτό με διέλυσε. Και μετά με έκανε δυνατή, με έκανε αυτήν που είμαι. Δεν φοβάμαι τίποτα πια, τίποτα και κανέναν. Η σκιά είναι δική μου και το ίδιο και η κοιλάδα.

Έχω πια αρχίσει να καταλαβαίνω ότι είμαι πολύ πιο σκληρή απ' όσο με είχαν κάνει να πιστεύω, πολύ πιο ανθεκτική και μαχητική. Αρχίζω επιτέλους να κατασταλάζω, ν' αντιλαμβάνομαι τι μου συμβαίνει. Μέσα στους τελευταίους μήνες έχω γνωρίσει τις μέχρι τώρα ανεξερεύνητες πτυχές του εαυτού μου, όσες είχαν παραμείνει άγνωστες και σκοτεινές επί δεκαέξι χρόνια. Πάντοτε έτσι ήμουν, αλλά εθελοτυφλούσα. 

Τώρα, όμως, το βλέπω ξεκάθαρα. 

Ένα γεγονός αναντίρρητο, ευθεία μπροστά μου. 

Εγώ γεννήθηκα για την καταστροφή. 

Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ δημιουργώ οδύνη, χάος και όλεθρο. Και στο διάβα μου σκορπώ πτώματα. Δεν είμαι ένα απλό κορίτσι όπως όλα τ' άλλα. Όχι πια. Έχω μετουσιωθεί σε κάτι... άλλο

Σ' έναν ανεμοστρόβιλο, συντριπτικό κι ασταμάτητο. 

Σ' έναν τυφώνα με ανθρώπινη κοψιά. 

Μια θύελλα.

Με μια πρώτη ματιά γίνεται αντιληπτό πως το αποθηκάκι δεν έχει φροντιστεί από κανέναν εδώ και πολύ, πολύ καιρό και τώρα μοιάζει λασπωμένο και πνιγμένο από ζιζάνια και αγριόχορτα που φυτρώνουν ανεξέλεγκτα. Το ίδιο κάνει κι ο κισσός. Οι τοίχοι όταν καταφέρνουν να ξετρυπώσουν κάτω απ' τις πρασινάδες, δείχνουν μουσκλιασμένοι και βρώμικοι. Στέκομαι πάνω στις πέτρες του πλακόστρωτου ευθεία μπροστά απ' το έρημο δωμάτιο. Είναι κι αυτές λεκιασμένες από τα σημάδια της υγρασίας και της εγκατάλειψης. Ψάχνω έναν τρόπο να μπω μέσα.

Αρχικά δοκιμάζω το πόμολο της πόρτας. Κλειδωμένη, όπως είναι αναμενόμενο. Στην συνέχεια πηγαίνω προς το παράθυρο στα δεξιά της πρόσοψης. Βάζω τα δάχτυλα μου κάτω από το αραχνιασμένο ξύλινο πλαίσιο του παραθύρου σπρώχνοντας αλλά εκείνο δεν κινείται. 

Ούτε στο ελάχιστο.

Εγκαταλείπω κι αυτήν την προσπάθεια και κάνω ένα βήμα προς τα πίσω, για να δώσω στον εαυτό μου τον χρόνο και τον χώρο να σκεφτεί. Και τώρα; αναρωτιέμαι. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω; Να διαρρήξω το μέρος; Μάλλον, ναι. Και στο σημείο αυτό είναι που συνειδητοποιώ ότι θύελλα ξε-θύελλα, δεν έχω ακόμη τα φόντα ώστε να διαπράξω το τέλειο έγκλημα. Δεν ξέρω καν πώς ν' ανοίξω μια πόρτα χωρίς κλειδί...

«Σκέψου, σκέψου, Άντρι, σκέψου κάτι και γρήγορα», μουρμουρίζω στον εαυτό μου χαμηλόφωνα. Κοιτάζω την απροσπέλαστη πόρτα μπροστά μου μ' ένα βλέμμα όλο δυσφορία κι απόγνωση και φέρνω το ένα μου χέρι στο κεφάλι μου και το ξύνω προβληματισμένη, λες κι έτσι θα κατεβάσει κάποια ιδέα ευκολότερα.

Και τότε κάτι πιάνω: την στενόμακρη φουρκέτα που είχα χώσει στα μαλλιά μου το πρωί για να τα κρατήσω μακριά απ' το πρόσωπό μου. Την τραβάω μεμιάς και την φέρνω μπροστά στο πρόσωπό μου. Σκέφτομαι τότε σκηνές από νουάρ ταινίες μυστηρίου, όπου οι ήρωες παραβίαζαν πόρτες χρησιμοποιώντας ένα σωρό αντικείμενα, αθώα, μικρά, καθημερινά: πιστωτικές κάρτες και ταυτότητες, λοστούς και κατσαβίδια, συνδετήρες και... φουρκέτες.

«Ε...», αναστενάζω. «Δεν βαριέσαι, ας δοκιμάσω». Κάνω άλλο ένα βήμα μπροστά και χώνοντας την φουρκέτα μέσα στην μαύρη τρύπα της κλειδαρότρυπας, αρχίζω να την στριφογυρίζω πότε από 'δω και πότε από 'κει, αφού δεν έχω καμία καλύτερη ιδέα ή εναλλακτική. Προσπαθώ, αλλά δίχως επιτυχία. «Αχ, να πάρει», βογκάω και κάνω να βγάλω το κοκαλάκι μου απ' την μικρή σχισμή πάνω στην σφραγισμένη πόρτα, όταν ακούω βήματα και ομιλίες να πλησιάζουν.

Οι φύλακες!

Μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου γίνεται σαφές ότι δεν με παίρνει να σταματήσω. Πρέπει ν' ανοίξω αυτή την πόρτα ό,τι κι αν γίνει. Επειδή τίποτα άλλο δεν αποτελεί επιλογή: δεν μπορώ να κάνω μεταβολή και να αρχίσω να τρέχω εν μέσω του άδειου προαυλίου, όχι με τους άνδρες τόσο κοντά. Και δεν μπορώ να μείνω εκτεθειμένη εδώ πέρα και να περιμένω να με πιάσουν. Πρέπει να μπω μέσα! Τώρα!

Χώνω και πάλι την φουρκέτα μέσα στην κλειδαρότρυπα κι αρχίζω να την γυρίζω και να την κοπανάω πάνω στα στενά της τοιχώματα απρόσεκτα, μανιασμένα, απελπισμένα.

Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, άνοιξε!

Και εντελώς ανέλπιστα, το κάνει. Η πόρτα ανοίγει με ένα σιγανό κλικ.

Εισβάλλω στο εσωτερικό της και κλείνω το σκονισμένο πορτόφυλλο πίσω μου, μόλις μια στιγμή προτού οι φύλακες φτάσουν στο αποθηκάκι.

Ίσως, σκέφτομαι μ' έναν αναστεναγμό ανακούφισης, τελικά να μην μ' έχει απαρνηθεί ο Θεός μου. Ίσως να εξακολουθεί να βαδίζει μαζί μου στην σκιερή κοιλάδα του Ντέιβις Πλέις.

Όταν βγαίνω ξανά από την αποθήκη του επιστάτη είμαι πλήρως εξοπλισμένη. Στο ένα μου χέρι κρατώ μια μυτερή αξίνα και στο άλλο δύο μεγάλα φτυάρια. Παίρνω το δρόμο της επιστροφής νιώθοντας κάτι παραπάνω από ευχαριστημένη με τον εαυτό μου, όταν ξαφνικά έρχομαι αντιμέτωπη με ένα ακόμη εμπόδιο που δεν είχα υπολογίσει πριν. Από κάποια απομακρυσμένη γωνία του ιδρύματος αρχίζουν ν' ακούγονται φωνές.

Ο Ίστμαν ωρύεται μέσα στην νύχτα. Ουρλιάζει έξαλλος σε κάποιον. Σ' εμένα; Στους φύλακες με τους οποίους συνεργάζεται;

Όχι. Όχι, από τα συμφραζόμενα του, καταλαβαίνω ότι ο Νόα Ίστμαν φωνάζει στον Συνταγματάρχη Μπάτερφιλντ. Τον σκύλο του. Το φονικό ντόπερμαν που του έχει ξεφύγει και τριγυρνάει ελεύθερο στο προαύλιο. Τα αρχέγονα ένστικτα του ζώου εντόπισαν κάτι, μια απειλή, μια λεία και τώρα βρίσκονται στο κατόπι της.

Το κατόπι μου.

Το βάζω στα πόδια την ίδια στιγμή που ένα σκυλί με σουβλερή μύτη, μαύρο γυαλιστερό τρίχωμα και τρομακτικά μυώδες σώμα εμφανίζεται πίσω απ' την γωνία του κεντρικού κτηρίου υποδοχής. Τρέχω και σαν να του έχω δώσει κάποιο αόρατο σινιάλο, τρέχει κι εκείνο. Ξοπίσω μου. Κινούμαι με φρενήρη ταχύτητα, γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορώ δίχως κάποια λογική ή στρατηγική. Δεν ξέρω προς τα πού ακριβώς πηγαίνω, κανονικά θα έπρεπε να κατευθυνθώ προς τον λόφο των κοιτώνων, αλλά αυτός μου πέφτει πολύ μακριά την δεδομένη στιγμή. Μοιάζει απλησίαστος όσο και το φεγγάρι. Οπότε απλώς προσπαθώ να μεγαλώσω την απόσταση που με χωρίζει από τον λυσσασμένο σκύλο ή έστω να την κρατήσω σταθερή. Άδικος κόπος. Ξέρω ότι το ζώο είναι πιο γρήγορο από εμένα. Είναι ζήτημα χρόνου να με φτάσει. Συνεπώς τι να κάνω; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω... Μονάχα τρέχω και εύχομαι ολόψυχα να μην μ' εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου, να μην με προδώσουν τα πόδια μου.

Το ντόπερμαν με καταδιώκει σαν να μην είναι κάποιον γήινο πλάσμα, αλλά κάποιο υπερφυσικό τέρας, ένα μυθικό λαγωνικό της Κόλασης. Μπορώ ν' ακούσω τους άγριους συριγμούς του και τα γαβγίσματα του, μπορώ να αισθανθώ τις δονήσεις του εδάφους κάθε φορά που τα πέλματα του χτυπάνε το χώμα και τους χαλικόστρωτους δρομίσκους του προαυλίου. Θα με πιάσει! Θα με πιάσει! Θα με πιάσει!

Για μια στιγμή μου περνάει απ' το μυαλό να σταματήσω επιτόπου, να γυρίσω και να του επιτεθώ εγώ πρώτη μ' ένα φτυάρι ή μια αξίνα. Εάν μπορέσω να του καταφέρω ένα γερό χτύπημα...

Μα τι λέω; Όχι, όχι! Δεν θα το κάνω αυτό! Όχι σε ένα ζώο... Ακόμα και εάν μοιάζει με δαιμονόσκυλο από τον Άδη που ήρθε για να μου πάρει την ψυχή και να κόψει το σώμα μου σε χίλια κομμάτια! Δεν το κάνω!

Οπότε;

Τρέχα!

Προς τα πού, διάβολε;

Δεν ξέρω πού να πάω. Προσπερνάω την διώροφη, τούβλινη βιβλιοθήκη του ιδρύματος και πλησιάζω γοργά το πίσω μέρος της παλιάς, ετοιμόρροπης εκκλησία όταν τα μάτια μου πέφτουν τυχαία επάνω σε κάτι. Η σιδερένια περίφραξη πίσω από αυτό το κτίσμα έχει ένα ψεγάδι, ένα αδύναμο σημείο. Μια τρύπα μικρή σαν λαγούμι!

Βάζω πλώρη για 'κει και ξαφνικά θυμάμαι κάτι, κάτι που είχα ξεχάσει για τα καλά. Το μοιραίο εκείνο βράδυ του πάρτι, προτού μεθύσω με αλκοόλ και ναρκωτικά, ο Κάι μου σύστησε έναν παλιό του γνώριμο, τον Αράτ Γιουσούφ Τζιαντάν, τον λεγόμενο Φαρμακοποιό. Έναν αηδιαστικό τύπο που, ωστόσο, έμοιαζε να είναι ενήμερος επί παντός επιστητού. Εκείνος μου είχε πει: Δεν μπορείς να σπάσεις τους δρακόντιους κανόνες του Ντέιβις Πλέις, αλλά μπορείς να τους λυγίσεις. Για παράδειγμα, χμμμ, μπορείς να βγεις έξω από το ίδρυμα, όποτε σου καπνίσει. Τι; Δεν το ήξερες αυτό, ε; Ναι, κι όμως. Υπάρχει μια τρύπα κάπου στον φράχτη στην πίσω μεριά του ιδρύματος, κοντά στην εκκλησία.

Η πληροφορία του είναι έγκυρη, φυσικά. Η τρύπα υπάρχει και δίνοντας ένα σάλτο τινάζομαι μπροστά, πέφτω στο έδαφος και σέρνομαι ώσπου βγαίνω από μέσα της. Χωρίς να χάσω στιγμή παραπάνω, παρατάω τα εργαλεία μου στην άκρη, πιάνω έναν κομμένο κορμό δέντρου που κείτεται οριζοντιωμένος λίγα μέτρα παραπέρα και τον σπρώχνω βογκώντας μέχρι να τον φέρω μπροστά από την τρύπα και να την μπλοκάρω. Θα κρατήσει, άραγε;

Κάτι πέφτει επάνω στο συρματόπλεγμα της περίφραξης κάνοντας το να ταλαντευτεί και να κροταλίσει δυνατά. Ο Συνταγματάρχης. Το πελώριο ζώο δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από κατάμαυρο τρίχωμα, από μάτια που γυαλίζουν φονικά, από τραβηγμένα γκρίζα ούλα που αφρίζουν και από σαγόνια όλο αιχμηρά σαν μαχαίρια δόντια. Το συρματόπλεγμα τραντάζεται και το ίδιο κάνει και η καρδιά μου.

Σηκώνομαι αποκαμωμένη, παίρνω τα εργαλεία που παράτησα προηγουμένως και απομακρύνομαι από το θηρίο και τον ιδιοκτήτη του που όλο και σιμώνει. Αποζητώ καταφύγιο στους αγκαθωτούς θάμνους και τα δέντρα του δάσους που απλώνονται πίσω από το ίδρυμα. Κρύβομαι πίσω από τον φαρδύ κορμό ενός δέντρου και ξαποσταίνω εκεί.

«Μα τι σ' έπιασε πάλι, τρελόσκυλο;», ακούω τον Ίστμαν να κρώξει ξερά, κάπου πέρα από τον φράχτη. «Έλα 'δω, έλα σου λέω και μην αντιστέκεσαι! Έχουμε να περιπολήσουμε το προαύλιο για τυχόν χούλιγκανς που σουλατσάρουν ετούτες τις απαγορευμένες ώρες τις νύχτας».

Και κάπως έτσι τα γαβγίσματα, τα γρυλίσματα και οι στριγκλιές σβήνουν καθώς απομακρύνονται.

Δεν μπαίνω αμέσως πίσω στο ίδρυμα. Αντίθετα στέκομαι εδώ έξω, με την πλάτη μου στηριγμένη πάνω στον τραχύ κορμό του δέντρου και τα πνευμόνια μου γεμάτα από τον καθάριο αέρα του δάσους και της νύχτας. Και τότε, θαρρείς κι έχω κάποια έκλαμψη, συνειδητοποιώ εκ νέου τις δυνατότητες που απλώνονται μπροστά μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να θάψω τις σωρούς μέσα στο ίδρυμα, όχι όταν οι φύλακες πηγαινοέρχονται, όχι όταν παραμονεύει ο επιστάτης και ο δαιμόνιος σκύλος του. Μπορώ, όμως, να ξεφορτωθώ τα πτώματα εδώ έξω. Εδώ που δεν ελλοχεύει κανένας κίνδυνος.

Κοιτάζω τον δασώδη λόφο που εμπρός μου, είναι αχανής και ανηφορικός και ξέρω, ξέρω ότι στην κορυφή αυτού του λόφου τα δέντρα αραιώνουν παραχωρώντας την θέση τους σε ένα άγονο ξέφωτο. Εκεί βρίσκεται το παλιό νεκροταφείο. Εκεί πρέπει να πάω κι εγώ. Και μόλις το κάνω, θα πάρω τους Αθληταράδες μαζί μου. Θα τους αφήσω εκεί. Αιώνια.        


Σημείωση: Στα παλαιότερα κεφάλαια ο Συνταγματάρχης Μπάτερφιλντ ήταν ροτβάιλερ, αλλά πάντα ήθελα να τον κάνω ντόπερμαντ, επειδή τα θεωρώ πανέμορφα. Οπότε, αποφάσισα επιτέλους να του αλλάξω ράτσα. Όταν με το καλό κάνω διορθώσεις στα προηγούμενα κεφάλαια, θα το φτιάξω και εκεί. ;)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top