Κεφάλαιο 11: Έγκλημα και Ταλαιπωρία (μέρος 3)


«Αχ», αναστενάζει η Νιβ ολοκληρώνοντας την ιστορία της για τα λουλούδια, τις τσουγκράνες και τον πολύ μεγάλο γάλο του υπερήλικα επιστάτη. «Τέλος πάντων, τι κάνετε εσείς; Πώς είστε; Σε τι κατάσταση σας βρίσκω;»

«Συζητούσαμε», της εξηγεί ο Νέιθαν από την αντικριστή κορυφή του κύκλου των απροσάρμοστων. «Για τους γονείς μας και προσπαθούσαμε να αποφασίσουμε ποιος είχε τους χειρότερους ως παιδί. Η Μαίρη, για παράδειγμα, θεωρεί ότι η δική της μητέρα θα έπρεπε να βγει νικήτρια, επειδή ούσα βαριά καταθλιπτική έκοψε τις φλέβες της μες στην μπανιέρα του σπιτιού τους. Η Μαίρη ήταν εννιά όταν την βρήκε το πρωί πριν το σχολείο».

«Αυτοκτονία;», κάνει η Νιβ με ιλαρό ενδιαφέρον. «Πόσο ίμο». Δεν ακούγεται εντυπωσιασμένη απ' το οικογενειακό δράμα των Μπρίντλοβ.

«Και ο Κέιτζ», συνεχίζει ο Νέιθαν. «Επιμένει ότι το ρεμάλι, ο πατέρας του, θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη θέση, διότι όντας τζογαδόρος στοιχημάτισε το σπίτι τους και το έχασε τρεις φορές, αφήνοντας τους στον δρόμο».

«Μακάρι να είχα ένα βραβείο του Πατέρα της Χρονιάς», λέει ο Κέιτζ φουρκισμένος. «Για να μπορέσω να τον χτυπήσω με αυτό!»

«Χαρτοπαίγνια, δηλαδή», ξαναλέει η Νιβ στον ίδιο βαριεστημένο τόνο. «Αυτή είναι όλη κι όλη η αμαρτία του μπαμπάκα σου;»

«Ναι», της απαντά. «Και το θεωρώ αρκετά μεγάλο πρόβλημα. Όταν ήμουν δεκατέσσερα αναγκάστηκα να περάσω τα γενέθλια μου στον δρόμο, μέσα σε μια χαρτόκουτα. Οπότε μπορείς να φανταστείς για τι ανεύθυνο μπάσταρδο μιλάμε...»

«Φαντάζομαι...», αποκρίνεται η Νιβ. «Πώς δεν φαντάζομαι...» Η κόπωση της ημέρας δείχνει να την έχει καταβάλει αρκετά. Τα ρούχα και οι μπότες της είναι σχεδόν ολοσχερώς πασαλειμμένα με χώματα και σκόνες και το ίδιο συμβαίνει και με το όμορφο πρόσωπο της και τις μπούκλες των μαλλιών της. Τα σκούρα της μάτια δείχνουν θαμπά έχοντας χάσει την γνωστή τους σπίθα. Υποθέτω ότι είναι εξαντλημένη λόγω των εργασιών, αλλά ίσως να φταίει και το θέμα της συζήτησης που την έχει ρίξει. Κι αυτό διότι λίγες στιγμές αργότερα η Νιβ γέρνει πάνω στον φαρδύ ώμο του Ντόρμαντ και κουρνιάζει εκεί αποκαμωμένη. Αφού βολεύεται λέει: «Φαντάζομαι πόσο πολύ καλύτερες ήταν οι παιδικές σας ηλικίες από την δική μου. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για κανέναν μας, κάτι όμως μου λέει ότι αυτά που περάσατε εσείς μοιάζουν με σαββατοκύριακο στην Ντίσνεϋλαντ σε σχέση με τα δικά μου βιώματα».

«Γιατί;», απορεί ο Γκάβιν. «Τι το ιδιαίτερο είχε η δική σου παιδική ηλικία;»

Του στέλνει ένα πικραμένο χαμόγελο, προτού πει: «Ω, μα φυσικά την Ντελάιλα Νίκολς. Την μητέρα μου».

Ακούγοντάς την να ξεστομίζει κάτι τέτοιο, δεν μπορώ παρά να μην νιώσω μια πρωτοφανή ταύτιση μαζί της. Θυμάμαι εκείνη την Τετάρτη στο γραφείο ψυχανάλυσης του Αρτέμη Οκένζουα, όταν ο ψυχαναλυτής μου ζήτησε να του ζωγραφίσω ένα τέρας, θυμάμαι ότι η εικόνα που αποτύπωσα στο χαρτί ανήκε στην Αϊλίν Βάλενταϊν.

Έτσι, δεν μπορώ παρά ν' αναρωτηθώ: «Νιβ; Πώς ακριβώς ήταν η μητέρα σου;»

«Για να δούμε...», λέει μ' ένα άψυχο σχεδόν βογκητό. «Η Ντελάιλα Νίκολς ήταν μια ναρκομανής πόρνη από την Λουϊζιάνα που μέχρι να μπει στην εφηβεία είχε κάνει ότι κατάχρηση και κραιπάλη μπορείτε να φανταστείτε. Έπαιρνε τα πάντα ανεξαιρέτως, οτιδήποτε μπορούσε για να ξεχνάει πόσο τιποτένιο ον ήταν, πόσο τρισάθλια ζωή είχε. Έκανε κοκαΐνη, ηρωίνη, ινσουλίνη, καφεΐνη, νικοτίνη, κεταμίνη, LSD, PhD, NBA, BMW, R'n'B και πάει λέγοντας. Γκαστρώθηκε από κάποιον άγνωστο όταν ήταν δεκαπέντε ετών. Απέκτησε ένα κοριτσάκι τότε, το οποίο θα ήταν μάλλον καλύτερα εάν δεν το είχε αποκτήσει ποτέ. Το κοριτσάκι της, η Νιβ, δεν μεγάλωσε σε ένα σπιτικό ή σε ένα τροχόσπιτο ή σε μια χαρτόκουτα. Ξέρετε πού μεγάλωσε; Σε έναν οίκο ανοχής, ναι, ναι από δαύτους με τα κόκκινα φωτάκια απ' έξω. Εκεί έβγαλε τα πρώτα της δοντάκια, εκεί έμαθε να μπουσουλάει και ύστερα να περπατάει. Εκεί έβλεπε την γυναίκα που την έφερε στον κόσμο να δέχεται τον ένα άνδρα μετά τον άλλον. Έμαθε να κάνει το ίδιο». Η Νιβ υψώνει ελαφρώς το πιγούνι της και φέρνει το πρόσωπό της μπροστά απ' το πρόσωπο του Ντόρμαντ. Του δίνει ένα αργό, βαθύ φιλί. Κι εκείνος της το ανταποδίδει. Οι γλώσσες τους αστράφτουν που και που, η μια πάνω στην άλλη. Η Νιβ αποτραβιέται, γυρίζει από την άλλη και ανταλλάσσει ένα ακόμη φιλί με τον Έλρον.

Αυτή είναι η συνηθισμένη της συμπεριφορά, η γνωστή της έκφυλη εκδηλωτικότατα, αλλά για πρώτη φορά την βλέπω μέσα από ένα νέο πρίσμα διαστροφής και καταστροφικότητας. Η Νιβ δεν είναι έτσι από επιλογή, είναι έτσι εξαιτίας της μητέρας της. Αυτό που βλέπουμε εμπρός μας δεν είναι οι ερωτικές περιπέτειες μιας ανήλικης μπίμπο. Είναι ψυχικό τραύμα, βαθύ ως τα μύχια της ψυχής. Αποστρέφω ασυναίσθητα το βλέμμα μου κι επαναφέρω την προσοχή μου στα άλλα άτομα του κύκλου των απροσάρμοστών. Αισθάνονται όλοι εξίσου άβολα, διότι και τα δικά τους μάτια έχουν ξαφνικά απομακρυνθεί από το άλλοτε καυτό θέαμα που αποτελούσε η Νιβέιρα Νίκολς. Αυτή η νέα της εκδοχή, η κατεστραμμένη, είναι πρωτοφανέρωτη και σκοτεινή. Η Νιβ δεν είναι εντάξει. Κανείς μας δεν είναι, βέβαια. Αλλά δεν νομίζω να είχε αντιληφθεί κάποιος από εμάς, τους υπόλοιπους, ότι η Νιβ δεν δρα αυτοβούλως, αλλά αντιδρά στο διεστραμμένο μητρικό της πρότυπο. Ότι όλα όσα την αποτελούν είναι μια αρρώστια. Η συνειδητοποίηση σοκάρει. Νιώθω ηλίθια που δεν το είχα δει νωρίτερα, που δεν είχα καταλάβει ότι η Νιβ, όπως όλοι μας, είναι κι αυτή άνθρωπος, όχι η καρικατούρα ενός ανθρώπου σε μόνιμη λίμπιντο. Είναι ένα παιδί. Τραυματισμένο.

Τα μάτια μου που περιπλανιόνται στον κύκλο συναντούν φευγαλέα τα καστανά μάτια του Τζον Άμπροουζ, ο οποίος εξακολουθεί να με κοιτάζει επίμονα και διαπεραστικά, σαν να θέλει να καταλάβει τι είν' αυτό που του είπα πριν, αυτό για τον Βάλχοφ. Μοιάζει να έχει κολλήσει εκεί και να μην μπορεί να ξεκολλήσει. Επιπλέον, μαντεύω πως νιώθει περιορισμένος, παγιδευμένος από τα άλλα άτομα του κύκλου. Θέλει να μου μιλήσει, να με ρωτήσει, να μάθει όλα όσα ξέρω, αλλά δεν μπορεί. Όχι εδώ, όχι τώρα. Δεν επιθυμεί να τραβήξει την προσοχή επάνω του, να θυμίσει σε όλους την καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία, την σχέση του με τον Ζίρο. Λες και ο Ζίρο είναι κάποιο ένοχο μυστικό, κάποιο one night stand της ντροπής. Απομακρύνω το βλέμμα μου απ' το δικό του. Ας τον ν' αναρωτιέται και να βασανίζεται, σκέφτομαι χολωμένα. Του αξίζει.

Ο επόμενος που παρατηρώ είναι ο Νέιθαν Ρις, το μοναδικό μέλος του κύκλου που δεν έχει πάρει τα μάτια του από την Νιβ. Την κοιτάζει ανυποχώρητα, σταθερά και παρατεταμένα. Τα ψυχρά, γαλάζια μάτια του είναι αγριεμένα και τον κάνουν να μοιάζει με θεριό, με λύκο της Σιβηρίας. Και στ' αλήθεια μοιάζει έτοιμος να χιμήξει στον Ντόρμαντ και τον Έλρον και να τους κατασπαράξει.

Ω, για δες τον που ζηλεύει, σκέφτομαι αιφνιδιασμένη. Για δες τον που νοιάζεται. Ίσως τελικά η σχέση τους να μην είναι τόσο ελεύθερη κι επιφανειακή όσο ισχυρίζεται εκείνη...

«Το πρεζόνι», συρίζει παγερά ο Νέιθαν. «Δεν έπρεπε να γίνει ποτέ μητέρα».

«Αλλά έγινε», αποκρίνεται η Νιβ, ενώ αφήνει τα δύο αγόρια και επανέρχεται στην κοσμιότητα. «Και ήταν η δική μου. Και τώρα είναι νεκρή».

«Δεν μου τα 'χες πει όλα αυτά, ρε φιλενάδα», μουγγρίζει θλιμμένα η Εχάντι. «Πολύ γάμησε τα η φάση σου. Δεν ξέρω τι να πω, ειλικρινά. Ίσως να σε παρηγορεί το γεγονός ότι η δική σου μητέρα είναι νεκρή. Δεν πρόκειται να σου κάνει επίσκεψη σε λίγες μέρες και να σε αναγκάσει ν' αναβιώσεις τις άσχημες μέρες. Αλίμονο από μας».

Ορίστε; Τι σημαίνει αυτό; «Γιατί;», τινάζομαι μεμιάς. «Τι θα γίνει μ' εμάς;»

«Καλά πού ζεις εσύ;», αναρωτιέται φωναχτά ο Κέιτζ. «Έρχονται τα Χριστούγεννα, ντε!»

Η Εχάντι συμπληρώνει, λέγοντας: «Οι γονείς και οι κηδεμόνες μας θα έχουν την δυνατότητα να μας επισκεφθούν και εάν το επιθυμούν να μας πάρουν σπίτι για τις γιορτές».

«Τι!», τσιρίζω. Τα μάτια μου γουρλώνουν, το σαγόνι μου πέφτει και ξέρω, ξέρω ότι ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν θα χρειαστούν το παιδί-αξεσουάρ τους για να διακοσμήσουν το άψογα επιπλωμένο τριώροφο σπίτι τους στην χιονισμένη Νέα Υόρκη. Αυτά τα Χριστούγεννα ανάμεσα στα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα πλουμιστά τυλιγμένα δώρα, θα βρίσκεται και η Αντριάννα.

Οι μέρες μου στο ίδρυμα είναι μετρημένες.

«Όχι!», διαμαρτύρομαι έντρομη όσο ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top