Κεφάλαιο 11: Έγκλημα και Ταλαιπωρία (μέρος 1)
Το κουδούνι χτυπάει με ένα διαπεραστικό και παρατεταμένο ντρινγκ που σημάνει την λήξη του τρίωρου μαθήματος Άλγεβρας του κυρίου Λοκ. Οι μαθητές αφήνουν τα θρανία τους και σκορπίζονται στις τέσσερις γωνίες του ορίζοντα. Μέσα στην κοσμοσυρροή ξεχωρίζω έναν νεαρό με λεία, καστανόχρυσα μαλλιά και κεχριμπαρένια μάτια. Εξακολουθεί να δείχνει μπερδεμένος, ενοχλημένος κι αμήχανος. Πιθανότατα αναρωτιέται τι έχουν απογίνει οι φίλοι του, οι τρεις νταγλαράδες με τα φουσκωτά, ασπροκόκκινα μπουφάν του ράγκμπι. Τους γυρεύει από 'δω κι από 'κει με το απορημένο βλέμμα του.
Ψάχνει, ψάχνει, μα δεν θα τους βρει. Όσο κι αν ψάξει.
Επειδή πολύ απλά οι Αθληταράδες δεν βρίσκονται σε κοινή θέα τώρα πια. Βρίσκονται άτσαλα στοιβαγμένοι μέσα στην ντουλάπα του κοιτώνα με τον αριθμό 41. Τον δικό μου κοιτώνα. Την δική μου ντουλάπα. Το έργο μου, το προσωπικό μου επίτευγμα είναι πως κατάφερα να τους χώσω εκεί. Για τώρα. Και δεν έχουν να πάνε πουθενά, μέχρι να το πω εγώ.
Καθώς η τάξη αδειάζει, σηκώνομαι αργά αργά από το θρανίο μου. Αρχίζω να μαζεύω τα βιβλία και τα μισάνοιχτά τετράδια μου, το μολύβι, την γόμα μου. Ενώ τακτοποιώ, προσέχω τα χέρια μου. Κάτω από τα νύχια μου, υπάρχουν λεπτά ημισέληνα στο χάλκινο χρώμα του αίματος. Παρά το νερό και το σαπούνι που χρησιμοποίησα δεν έχω καταφέρει ακόμα να τα βγάλω. Παραμένουν εκεί. Μια συνεχής, επίμονη υπενθύμιση του τι έχω διαπράξει.
Τι έχω καταφέρει.
Μια αμαρτία.
Ένα θαύμα.
Λίγα μέτρα παραπέρα, ο Γκρίφιν εξακολουθεί να διασχίζει αφηρημένα την αίθουσα της Άλγεβρας, αναζητώντας με το χρυσαφένιο του βλέμμα κάτι που δεν πρόκειται να δει.
Ποτέ ξανά.
Όμως το καταλαβαίνω, κατανοώ πλήρως την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ο Μαρκ Ντομπς, ο Πιτ Κάρσον και ο Άσερ Πίτερσον ήταν οι έμπιστοι του, οι υποτακτικοί του, οι λακέδες του. Κάθε του επιθυμία έσπευδαν να την ικανοποιήσουν, κάθε του προσταγή, την έκαναν πραγματικότητα, κάθε του ιδέα την ενστερνίζονταν λες και ήταν δική τους εξαρχής. Έκαναν ότι τους ζητούσε, σχεδόν σαν να μην ήταν αυτόνομοι οργανισμοί, αυτόβουλοι, αυτάρκεις. Κι όμως, να που τώρα δεν είναι εδώ. Λείπουν δίχως μια κουβέντα, δίχως μια εξήγηση.
Και το σημαντικότερο απ' όλα: δίχως την έγκριση του Γκρίφιν.
Μα πότε ήταν η τελευταία φορά που έκαναν κάτι δίχως να συμφωνήσει εκείνος πρώτα;
Τον μήνα που αρχίζει από Κ. Κανέναν.
Αυτό είναι κάτι νέο. Απρόσμενο. Ανησυχητικό.
Ο Γκρίφιν φτάνει στο κατώφλι της πόρτας, μα προτού το διαβεί κοντοστέκεται για μια στιγμή. Συλλογίζεται προβληματισμένος. Τι τρέχει; μοιάζει να απορεί. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εξαφανίστηκαν οι άλλοι; Κάνει να προχωρήσει παρακάτω, παραέξω, όμως την στιγμή που το επιχειρεί, το κεφάλι του γυρίζει ελαφρώς στο πλάι και τότε με βλέπει. Με παρατηρεί για πρώτη φορά ετούτη την ημέρα.
Και μοιάζει να ταράζεται. Στ' αλήθεια.
Ως τώρα δεν ήμουν παρά μια μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια στην άκρη του μυαλού του. Ξεχασμένη. Παύω όμως να είμαι αυτό αυτοστιγμεί. Πλέον είμαι ο καταλύτης που αλλάζει τα πάντα, που ανατρέπει καταστάσεις, που ανατρέπει τυράννους.
Είμαι ο εχθρός κι ο Γκρίφιν μοιάζει να το αντιλαμβάνεται μόλις. Είμαι η απειλή.
Γιατί τι είναι, στ' αλήθεια, ένας τύραννος δίχως υπόδουλους; Ένας σκακιστής χωρίς τα πιόνια του; Έτσι τους βλέπει όλους τους άλλους ο Γκρίφιν, σαν απλά πιόνια που κινεί για να παίξει το παιχνίδι του. Έχει κάνει το λάθος να με δει και εμένα έτσι, ως πιόνι. Όμως εγώ παίζω για την αντίπαλη ομάδα. Και εάν πρόκειται να γίνω ένα πιόνι σε αυτή την σκακιέρα, είμαι αποφασισμένη να γίνω το πιο επικίνδυνο απ' όλα.
Πριν βγει μου ρίχνει μια τελευταία ματιά συνειδητοποίησης, αναγνώρισης. Το ένα του μάτι τρεμοπαίζει ασυναίσθητα, αποκτώντας ένα μικρό, νευρικό τικ.
Του χαμογελάω.
Έχε το νου σου, Γκρίφιν. Ο βασιλιάς σου απειλείται. Ο βασιλιάς σου θα πέσει.
Έρχομαι για τον βασιλιά σου. Και θα τον ρίξω.
✖
Οι χλωμές αχτίδες του Δεκεμβριανού ήλιου τρυπώνουν δειλά δειλά μέσα από τις πλατιές φυλλωσιές του γέρικου πλάτανου, που στέκει στην μια άκρη του προαυλίου. Κάτω απ' τα χοντρά του κλαδιά κάθονται οκλαδόν οι: Ντόρμαντ και Γκάβιν, Κέιτζ και Έλρον, η Μαίρη Μπρίντλοβ και η Εχάντι, ο Νέιθαν Ρις και ο Τζον Άμπροουζ.
Αφήνοντας την παντελώς άδεια πια αίθουσα Άλγεβρας πίσω μου, βγήκα στο προαύλιο του ιδρύματος και ένιωσα πιο αντικοινωνική κι αποκομμένη από ποτέ. Χωρίς τον Ζίρο και τον Κάι, χωρίς τον Τζέηκ και την Εστέλλα και τους Μαρς... ήμουν απλά μόνη μου. Μια αφόρητα αμήχανη τύπισσα που περιφερόταν άσκοπα από 'δω κι από 'κει αποτυγχάνοντας να ταιριάξει κάπου, να ενσωματωθεί. Κάτι έπρεπε να κάνω για αυτό, κάτι έπρεπε να γίνει.
Εφόσον είμαι φυλακισμένη εδώ μέσα επ' αόριστόν, σκέφτηκα, τότε πρέπει να βρω περισσότερες παρέες, νέες, για όταν οι παλιές μου εξαφανίζονται σε μακρινές διαστάσεις, για όταν δέχονται άγριες, σχεδόν θανάσιμες επιθέσεις, που τους στέλνουν στην εντατική σε κωματώδη κατάσταση ή για όταν χάνουν την ζωή τους πολεμώντας δαιμονικές οντότητες της Κόλασης. Τα γνωστά δηλαδή...
Αυτή η συνειδητοποίηση με ώθησε να πλησιάσω τα παιδιά που άραζαν κάτω απ' τον πελώριο πλάτανο, να προσπαθήσω να ενταχτώ στον κόσμο τους. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, όσο αρχικά περίμενα. Η μικρή, ανομοιόμορφη ομάδα τους, αποτελούνταν ξεκάθαρα από άλλες, μικρότερες ομάδες που είχαν ενωθεί ξαφνικά. Γκοθάδες και πρεζάκια, κορίτσια χαμηλών ηθών και μυστηριώδεις τύποι με άγνωστο και αμαυρωμένο παρελθόν που σχεδόν έγραφαν ΚΊΝΔΥΝΟΣ στο μέτωπο τους, σαν προειδοποίηση σε πακέτο τσιγάρων.
Πλησίασα. Και παραδόξως, ταίριαξα σε αυτό το απρόσμενα ευχάριστο συνονθύλευμα απροσάρμοστων. Κάθονταν όλοι τους οκλαδόν πάνω στο ξερό γκριζαρισμένο γρασίδι, σ' έναν κύκλο σαν ινδιάνοι γύρω από μια υπαίθριά φωτιά. Καθισμένη ανάμεσα τους, τους παρακολουθώ καθώς λένε ιστορίες, συναγωνίζονται και μαλώνουν για το τίνος οι γονείς είναι οι χειρότεροι. Είναι δύσκολο να αποφανθείς ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Οι περισσότερες ιστορίες περιλαμβάνουν εφηβικές εγκυμοσύνες και νέους απρόθυμους και καθόλα ανίκανους να μεγαλώσουν ένα παιδί, αδιάφορες μανάδες, αλκοολικούς και συχνά βίαιους πατεράδες, προβληματικές συμπεριφορές, μπελάδες, ανάδοχες οικογένειες και μικρά που μεγαλώνοντας μοιάζουν ολοένα και περισσότερο στους γονείς τους. Σ' εκείνους που μισούν, σ' εκείνους που δεν ήταν εκεί όταν ή όπως τους χρειάζονταν. Οι εμπειρίες τους μοιάζουν μεταξύ τους. Αρκετά. Η κάθε ιστορία μοιάζει λες και είναι απλώς μια ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή της προηγούμενης ή της επόμενης και τα βιώματα του Κέιτζ είναι τα ίδια με τα βιώματα του Γκάβιν που είναι τα ίδια με τα βιώματα της Εχάντι και πάει λέγοντας.
Στον σαματά που ξεσηκώνουν οι συνομιλητές μου, προσέχω κάποιον λιγότερο ομιλητικό ανάμεσα τους, ανάμεσά μας. Είναι ένας χαμηλών τόνων νεαρός, διακριτικός, εσωστρεφής. Είναι όμορφος με έναν κλασσικό τρόπο, κοινότυπο, καθολικά αποδεκτό. Είναι χλωμός με αρρενωπά χαρακτηριστικά τα οποία, διατηρούν, εντούτοις, μια απαλότητα, μια κομψότητα και χάρη που οι περισσότεροι άνδρες μοιάζουν να χάνουν μεγαλώνοντας. Έχει σκουροκάστανα μαλλιά, λεία και λαμπερά που συνοδεύονται από ένα ζευγάρι πυκνά, καλοσχηματισμένα φρύδια. Τον κοιτάζω και ύστερα από λίγο το αντιλαμβάνεται διότι στρέφει την ματιά του προς το μέρος μου και μου ανταποδίδει το βλέμμα.
Τα φρύδια του σμίγουν απειροελάχιστα μεταξύ τους, σαν να μην περίμενε ότι θα μπορούσε να έχει αποσπάσει την προσοχή του οποιουδήποτε μέσα σε όλη αυτή την φασαρία και τον κακό χαμό. Τι κοιτάζεις; μοιάζει να ρωτάει με το βλέμμα.
Εσένα, σκέφτομαι, μα κρατώ την σκέψη για τον εαυτό μου. Εσένα βρε αδιανόητα τυχερό κάθαρμα, εσένα κοιτάζω...
Αντ' αυτού του στέλνω ένα φιλικό χαμόγελο και σχηματίζω μια άηχη πρόταση με τα χείλη μου. Τον αφήνω να την διαβάσει. Έι, λέω. Σου ακούγεται λες και είχαν όλοι τους τους ίδιους γονείς ή είναι η ιδέα μου;
Από την άλλη μεριά του κύκλου των απόκληρων, ο Τζον Άμπροουζ υπομειδιά σε απάντηση. Ίδιους και απαράλλακτους, τα απαλά του χείλη δίνουν μορφή στα γράμματα και τις λέξεις, χωρίς να παράγουν τον παραμικρό ήχο. Είναι μια πρόταση μόνο με εμένα ως μοναδικό της αποδέκτη.
Κι εσύ; λέω αν και ξέρω, ξέρω ήδη την ιστορία του αγοριού απέναντί μου, το παρελθόν του, τα πάντα. Μου τα έχει πει ο Ζίρο. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιστορία, η δική του και του Τζον, είναι το πρώτο πράγμα που μου είπε ποτέ.
Όταν έγινα δεκάξι οι Αμπρόουζ μετακόμισαν στην γειτονιά μας, μου είχε διηγηθεί. Και ως παλαιών αρχών, συντηρητική, πατριαρχική οικογένεια ταίριαξαν αμέσως με την δική μας. Συχνές, εβδομαδιαίες επισκέψεις, αγώνες χόκεϋ, σαββατιάτικα δείπνα και Κυριακές στην εκκλησία. Μέσα σε σύντομο διάστημα οι Βάλχοφ και οι Αμπρόουζ είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι, εε, και αφού τους έτρωγα τόσο συχνά στην μάπα, ήταν αναπόφευκτο να προσέξω και τον γιό τους, τον Τζον. Το αναπάντεχο, όμως, ήταν ότι κι ο Τζον πρόσεξε εμένα. Στην αρχή γίναμε καλοί φίλοι συνειδητοποιώντας πόσα πολλά μας ένωναν: τα καταπιεσμένα παιδικά χρόνια, η αηδία για το μπρόκολο, η μόνιμη υποταγή στους κανόνες, η αγάπη για τους Black Sabbath και τους Nirvana, η αυστηρή πατρική φιγούρα που επισκίαζε τρομακτικά πολύ την ισχνή μητρική φιγούρα στο βάθος, κι αυτή η άσβεστη ανάγκη για λίγη επανάσταση, για λίγη ελευθερία... Στο τέλος, ο Ζίρο κι ο Τζον ερωτεύτηκαν.
Πώς είναι οι δικοί σου γονείς; επιμένω. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, γιατί προσπαθώ επανειλημμένα να του εκμαιεύσω μια πληροφορία που ήδη κατέχω. Είναι μάταιο.
Τι μ' έχει πιάσει; Μαντεύω ότι φταίει αυτό που έχουμε κοινό: Ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ. Ο Τζον υπήρξε για τον Ζίρο αυτό που θα ήθελα εγώ να είμαι: Η πρώτη του αγάπη. Είναι κάποιος που τον γνώρισε προτού ο ίδιος γνωρίσει καλά καλά τον εαυτό του. Είναι κάποιος που τον έχει δει έξω από τα τείχη του ιδρύματος, κάπου πολύ μακριά από εδώ, τόσο μακριά που μοιάζει με άλλη πραγματικότητα. Τον έχει δει ελεύθερο, ονειροπόλο, ρομαντικό, ιδεαλιστή. Τον έχει δει ευτυχισμένο.
Φαντάζομαι την όψη του σε τέτοιες στιγμές, τον φαντάζομαι να χαμογελάει με χαμόγελα τόσο φαρδιά, ανυπόκριτα και πηγαία, ικανά να φωτίσουν τα κατάμαυρα του μάτια, να τα κάνουν ν' ακτινοβολούν. Φαντάζομαι δυο μικρά διαμαντάκια να λάμπουν μες στις κόρες των ματιών του, όπως τα φωτεινότερα αστέρια στον ουρανό της νύχτας.
Πόσο όμορφος πρέπει να έδειχνε τότε; Όταν ήταν με τον Τζον, όταν δεν ήταν δικός μου... Να, ορίστε. Αυτό είναι το θέμα! Αυτό ακριβώς! Κάπου μέσα μου το τέρας με τα πράσινα μάτια έχει αφυπνιστεί. Κοιτάζω τον ανυποψίαστο Τζον Άμπροουζ και το μόνο που μπορώ να νιώσω είναι ότι τον φθονώ, τον φθονώ με ότι έχω, με όλη μου την ψυχή. Επειδή, εκείνος, εν αντιθέσει με εμένα, είχε την ευκαιρία να ζήσει με τον Ζίρο, είχε την ευκαιρία να κάνει τα πράγματα σωστά για να 'ναι μαζί του, να παλέψει για χάρη του ή να πεθάνει στο πλευρό του. Ήταν η πρώτη του αγάπη κι εγώ η τελευταία του. Μερικοί χαριτολογώντας λένε ότι οι αγάπες είναι σαν τις διαθήκες: η τελευταία ακυρώνει όλες τις υπόλοιπες. Χμμμ, σκέφτομαι, ναι, το λένε, και παραδόξως δεν το βρίσκω διόλου παρήγορο. Επειδή γνωρίζω τι έχει προηγηθεί, επειδή ξέρω ότι ο Τζον είχε το ξεχωριστό προνόμιο της πρωτιάς και ότι το χαράμισε υπό μια έννοια. Όσο κι αν στήριξε τον Ζίρο, όσο κι αν τον αγάπησε δεν ήταν αρκετό. Επειδή τώρα είναι νεκρός. Και δεν τον έχει κανείς μας. Όχι ουσιαστικά, όχι οριστικά. Ο Ζίρο χάνεται μέρα με την μέρα, ώρα την ώρα, πορεύεται προς την ανυπαρξία και σύντομα θα της δοθεί ολοκληρωτικά. Και κάπου μέσα μου δεν μπορώ παρά ν' αναρωτιέμαι: Θα συνέβαινε, άραγε, το ίδιο εάν είχα έρθει εγώ πρώτη; Θα είχα κάνει κάτι διαφορετικά απ' τον Τζον, κάτι καλύτερα; Θα μπορούσα να έχω δώσει μια διαφορετική κατάληξη στην ζωή και τον θάνατο του Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ; Θα είχε κρατήσει την καρδιά του ασφαλή, αράγιστη, ζωντανή;
Δεν ξέρω. Όμως, έτσι θέλω να πιστεύω. Και εφόσον το πιστεύω, δεν μπορώ παρά να μην κακιώσω λιγάκι στον Τζον Άμπροουζ που επέτρεψε στα πράγματα να εξελιχθούν όπως εξελίχτηκαν, που δεν έδωσε σ' ετούτη την ιστορία ένα ευτυχισμένο τέλος. Το τέλος που της αξίζει.
Αγνοώντας όλα όσα συμβαίνουν μέσα μου, ο Τζον μου χαρίζει μισό χαμόγελο και απαντάει στην ερώτηση για τους γονείς του με ένα άηχο: Φρικτοί. Αλλά με τον δικό τους τρόπο.
Δηλαδή, τον πιέζω λίγο ακόμα. Πώς;
Είναι περίπλοκο, αποκρίνεται. Ας κρατήσουμε απλά ότι ήταν φρικτοί και με υπέβαλαν σε φρικτές καταστάσεις.
Ω, κάνω σουφρώνοντας τα χείλη μου σε έναν σαρκώδη κύκλο. Ότι κι αν πέρασες, όμως, δεν μπορεί να ήταν τόοοσο φρικτό. Επειδή δεν το πέρασες μόνος σου, έτσι; Είχες τον Βάλχοφ.
Τα καστανά μάτια του Τζον Άμπροουζ ανοίγουν διάπλατα από το σοκ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μοιάζει ν' αναρωτιέται εάν διάβασε σωστά τα χείλη μου ή εάν παρερμήνευσε κάποια λέξη ή φράση. Όμως η έκφραση μου τολμηρή και συνειδητά προκλητική του επιβεβαιώνει ότι δεν λανθάνει. Είπα αυτό που νομίζει ότι είπα. Αναφέρθηκα σε ένα όνομα που δεν έχει πει κανείς εδώ και καιρό, μήνες ολάκερους. Σε ένα αγόρι χαμένο στην λήθη. Ξεχασμένο απ' όλους. Τον πρώην του.
Τ-τι είπες; Τι... π-πώς, προσπαθεί να ρωτήσει, πώς ξέρεις εσύ για τον Βάλχοφ;
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top