Κεφάλαιο 10: Η δικαιοσύνη της Αντριάννα (μέρος 4)
«Ξεκινάω απ' το ότι δεν θα έπρεπε να έχω γεννηθεί, ή έστω, έτσι με έκανε να νιώθω πάντοτε. Είχα μια αδερφή, ξέρεις, τη Μία, μια δίδυμη αδερφούλα απ' την οποία δεν με χώρισε ποτέ τίποτα παραπάνω από τα επτά λεπτά ανάμεσα στην δική της γέννηση και την δική μου. Εκείνη βγήκε πρώτη και νομίζω ότι εάν η μητέρα μου μπορούσε θα είχε σταματήσει εκεί, σε εκείνην, ότι εμένα θα προτιμούσε να μην με είχε αποκτήσει. Η Μία έμοιαζε να την υπερκαλύπτει, το ίδιο και τον πατέρα μου, κι εγώ απλώς είχα έρθει σε αυτό τον κόσμο μαζί της, εξαιτίας της, σαν ένα επιπλέον μέλος της, ένα παραπανίσιο άκρο που είχε ξεφυτρώσει από κάπου αυθαίρετα. Βάρος. Κομμάτι της Μία, κομμάτι της οικογένειας των Βάλενταϊν, μα και όχι», εξηγώ αυτά τα πράγματα στον Άσερ και τον βλέπω να με παρακολουθεί σιωπηλός, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση έχουν όλα αυτά μαζί του.
Κι εγώ το ίδιο κάνω.
Προς στιγμήν, ανησυχώ ότι έχω απλά αρχίσει να πλατειάζω, να του αραδιάζω τα εσώψυχά μου με τα οποία τον κουράζω. Ένα σωρό άσχετες, ανούσιες κι ασύνδετες μεταξύ τους πληροφορίες που δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό.
Ή μήπως εξυπηρετούν σε κάτι;
«Οι γονείς μας, ο κύριος και η κυρία Βάλενταϊν», εξακολουθώ να λέω ελπίζοντας ότι εν τέλει όλα θα συνδεθούν και θα εξαχθεί κάποιο νόημα. «Μας μεγάλωσαν σε ένα τριώροφο νεοκλασικό σπίτι που θυμίζει κουκλόσπιτο. Έχει τοίχους με μαονένια επένδυση και γυάλινες πόρτες, ψηλά ταβάνια και δάπεδα καλυμμένα με μάρμαρο και ελεφαντόδοντο. Τα πάντα σε στιλ κλασσικό και αρ ντεκό. Είναι ένα πραγματικά κομψό σπίτι, φινετσάτο και αριστοκρατικό», παραδέχομαι. «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι οι ιδιοκτήτες του, οι γονείς μας, προσπαθούσαν να είναι εξίσου αψεγάδιαστοι με τα περίτεχνα φωτιστικά και τους αστραφτερούς καθρέφτες τους, και εν τέλει κατέληξαν εξίσου άψυχοι με αυτά. Και αυτή την άψυχη, την άνευρη τελειότητά τους προσπάθησαν να την επιβάλλουν και σε εμάς, ξεχνώντας ότι δεν ήμασταν τίποτα περισσότερο από παιδιά. Η ίδια η φύση των παιδιών τα καθιστά ατελή, προβληματικά κι απείθαρχα. Κι όμως, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή ήταν ημέρα για τένις και μπαλέτο, κάθε Τρίτη και Πέμπτη για γαλλικά και πιάνο. Τις Τετάρτες τρώγαμε πάντα βάφλες για πρωινό. Τα Σάββατα ήταν αφιερωμένα στον Ιερό Σκοπό, το προτεσταντικό κόμμα με το οποίο πολιτεύονταν, τις Κυριακές δεν χάναμε ποτέ την εκκλησία. Αυτό ήταν νόμος. Δεν ακούγεται και τόσο τρομερό, βέβαια, τώρα που το περιγράφω, ε;», διερωτώμαι μεγαλόφωνα. «Ακούγεται σαν μια καλή ζωή... Όμως μόνο καλή δεν ήταν, τουλάχιστον από την δική μου οπτική, την οπτική της ανεπιθύμητης. Βλέπεις, οι γονείς μας ήταν αυστηροί, εξαιρετικά αυστηροί με έναν πολύ παράξενο, πολύ δικό τους τρόπο. Είχαν υπερβολικά υψηλές προσδοκίες για τις απογόνους τους, λες και δεν τις είχαν αποκτήσει για κανέναν άλλο σκοπό πέρα απ' το να ανταγωνιστούν τους γείτονες τους και τα παιδιά που είχαν αυτοί, λες και έπρεπε πάση θυσία να αποδείξουν ότι το δικό τους γενετικό υλικό ήταν σαφώς ανώτερο, ότι οι κόρες τους μπορούσαν να μάθουν άπταιστα γαλλικά, να εκτελέσουν την τέλεια πιρουέτα, να παίξουν τις Τέσσερις Εποχές του Τσαϊκόφσκι με κλειστά τα μάτια. Επίσης είχαν πάντοτε τον τρόπο τους να σου δείχνουν την δυσαρέσκεια τους όταν δεν ανταπεξερχόσουν σε αυτές τους τις προσδοκίες, και το έκαναν χωρίς φωνές και κατσαδιάσματα, χωρίς διαπληκτισμούς και υστερίες. Ένα βλέμμα τους αρκούσε για να σου υποδείξει το κάθε ατόπημα και σφάλμα, για να δημιουργήσει μέσα σου ντροπή, βαθιά ντροπή ως το κόκαλο, τέτοια που αφομοιώνεται στο DNA σου, που σε αλλάζει. Σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν είσαι αρκετά καλή, αρκετά έξυπνη και αρεστή. Ότι απογοητεύεις συνεχώς. Αυτή ήταν η σχέση μου με τους γονείς μου, τον κύριο Τέλειο και την κυρία Τέλεια», του εκμυστηρεύομαι με πικρία.
Γιατί εξακολουθώ να του τα λέω αυτά;
Δεν ξέρω... ίσως να το πηγαίνω κάπου ή ίσως να φέρομαι όπως οι ετοιμοθάνατες γριές στον εξομολογητή τους, εκείνες βιάζονται να ξαλαφρώσουν την συνείδησή τους πριν το αναπόφευκτο τέλος. «Τώρα φαντάσου με», τον προτρέπω.
«Εμένα, ένα μικρό εξάχρονο κοριτσάκι που έρχεται αντιμέτωπο με την συνειδητοποίηση ότι οι γονείς του δεν το θέλουν, απλώς το ανέχονται για χάρη της αδερφής του, της εξελιγμένης, καλύτερης εκδοχής του, εκείνης που τα κάνει όλα καλύτερα κι ας μην προσπαθεί εξίσου σκληρά, εκείνης που κέρδισε την εύνοια των γονιών της απλά επειδή γεννήθηκε πρώτη. Κανείς δεν θα έπρεπε να νιώθει έτσι στα έξι του, να μεγαλώνει στην σκιά ενός άλλου παιδιού, να παραμερίζεται τόσο φρικτά. Αλλά συμβαίνει. Συνέβη. Σε εμένα. Πράγμα που επέφερε τις αναμενόμενες συνέπειες: Μετατράπηκα σε ένα από εκείνα τα κορίτσια που ήθελαν αυτό που είχαν οι άλλοι, αυτό που δεν είχαν οι ίδιες: την αποδοχή, την εύνοια, τον έπαινο. Έγινα ο κακιασμένος, ζηλιάρης, φθονερός κλώνος της Μία, γέμισα με φαρμάκι και πικρία, αναρίθμητα απωθημένα και θλιβερό σαρκασμό. Και παρόλα αυτά, προσπαθούσα ακόμη, πάσχιζα να κρύψω την καταστροφή που μου είχαν προκαλέσει με τον παθητικό συναισθηματικό τους εκφοβισμό, με την επίγνωση ότι θα ερχόμουν πάντοτε δεύτερη. Κι ας μην το άξιζα, κι ας έδινα πάντα τον καλύτερο μου εαυτό. Μετά από δέκα χρόνια δεν είχε μείνει τίποτα άλλο μέσα μου εκτός από έναν εύθραυστο ψυχισμό, μια αρρωστημένη ανασφάλεια και μια καταπιεσμένη σοβαροφάνεια. Αλλά ούτε αυτό δεν τους έφτανε, μπορεί να τους είχα δώσει τα πάντα, την αμετακίνητη υποταγή μου, την τυφλή υπακοή μου, τις καλύτερες επιδόσεις μου και μια παιδική αγάπη άνευ όρων και ανταπόδοσης, αλλά και πάλι δεν αρκούσε. Ήμουν το πιο καλό, το πιο ήσυχο, προσεκτικό και υπάκουο παιδί που ζούσε στη Νέα Υόρκη, έκανα αυτό που μου ζητούσαν δίχως δεύτερη κουβέντα, συμπεριφερόμουν όπως έκριναν εκείνοι ότι άρμοζε σε κάθε περίσταση, προσπαθούσα υπέρ το δέον. Ακόμα και τις νύχτες, όταν έβλεπα κάποιο κακό όνειρο και ξυπνούσα κλαίγοντας δεν διανοούμουν να πάω στο κρεβάτι τους και να τους ενοχλήσω, όσο κι αν το 'θελα, όσο κι αν το χρειαζόμουν. Απλώς έμενα εκεί, τρομαγμένη και κάθιδρη πάνω στο στρώμα μου, με μια μικρή καρδούλα να φτερουγίζει και ένα βρεγμένο βρακάκι και περίμενα να ξημερώσει».
Πηγαίνω και στέκομαι μπροστά απ' το τετράγωνο παράθυρο του κοιτώνα του Άσερ, επιτρέποντας στις χλωμές αχτίδες της σελήνης να με λούσουν ολόκληρη, να με φωτίσουν δημιουργώντας ένα ασημένιο περίγραμμα γύρω μου: την γραμμή των ποδιών και των μηρών μου, το μικροσκοπικό φόρεμα που καλύπτει την κορυφή τους, την καμπύλη των γοφών και της μέσης μου, το σχήμα των ώμων και τα καστανά κύματα των μαλλιών μου. Θέλω να με δει. Και μόλις το κάνει του χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο όλο χαριτωμένη εσωστρέφεια και του μαρτυράω ότι: «Στ' αλήθεια ήμουν καλό κορίτσι...»
Ο Άσερ προσέχει τις κινήσεις μου, προσέχει την υπόνοια στο χαμόγελό μου, που είναι αθώο μα υποσχόμενο ταυτόχρονα, και αυτό τον κάνει να μειδιάσει και ο ίδιος ελαφρά.
«Α, ναι;», κάνει φέρνοντας το τσιγάρο του στο στόμα. «Πόσο καλό;»
Νεύω κουνώντας το κεφάλι μου πάνω κάτω. «Το καλύτερο», μουρμουρίζω. «Για όλους εκτός απ' τους γονείς μου, εκείνο το ανδρόγυνο που μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο μέσα από ένα ψυχρό, σφιγμένο και ακατάδεκτο ύφος, από απρόθυμη, υποκριτική συγκατάβαση, φαιδρό ενδιαφέρον και αμέτρητο επιεικές, αδικαιολόγητα ανειλικρινές συναίσθημα».
Σηκώνω το ένα μου χέρι, το φέρνω στον λαιμό μου και αρχίζω να παίζω με το κρεμαστό που φοράω εκεί. Είναι το μαργαριταρένιο κολιέ που μου 'δώσε ο Ζίρο. Οι μικροσκοπικές ιβουάρ πέρλες του τυλίγονται σε τρεις αλλεπάλληλες σειρές, με την πρώτη να σφίγγει ελαφρά τον λαιμό μου, την δεύτερη να πέφτει πάνω στο κλειδοκόκαλό μου και την τελευταία να κυλάει χαμηλότερα, ανάμεσα στα στήθη μου. Βλέπω τα μάτια του Άσερ ν' ακολουθούν τις πέρλες στην κάθοδό τους.
Προσποιούμαι ότι δεν ξέρω τι κάνει, πού έχει μετατοπιστεί η προσοχή του. Συνεχίζω να μιλάω, να του εξιστορώ τα Χρονικά των Βάλενταϊν και της Κατάθλιψης, προσπαθώντας να ολοκληρώσω κάπως το δράμα μου. «Ποτέ δεν μου είχαν πει ότι με αγαπούν και ποτέ δεν το υπέθεσα. Είχα καταλάβει από νωρίς ότι δεν με ήθελαν. Το ένα παιδί αρκούσε για να επωμιστεί όλες τις προσδοκίες τους, τις λαμπρές φιλοδοξίες τους για το μέλλον, το δεύτερο απλά περίσσευε». Κάνω μια μικρή παύση, συνειδητοποιώντας ότι όσα λέω δεν είναι πια μέρος μιας παράστασης αυτοσχεδιασμού, αλλά η αλήθεια μου. Δυσκολεύομαι να συνεχίσω, όμως πιέζω τις λέξεις ώστε να περάσουν μέσα από τον κόμπο που έχει αρχίσει να σχηματίζεται στον λαιμό μου. «Ε-εντούτοις, η κατάσταση δεν άλλαξε διόλου όταν η Μία...», διστάζω να το πω, ακόμα και ύστερα από τόσους μήνες δυσκολεύομαι. «Όταν η Μία π-πέθανε. Μόνο επιδεινώθηκε, πράγμα που με έκανε να καταλάβω και κάτι ακόμα: Ενδόμυχα ο μπαμπάκας και η μαμάκα εύχονται να είχα πεθάνει εγώ και αφού δεν το έκανα επέλεξαν να με βγάλουν από την ζωή τους με άλλο τρόπο. Αμεσότερο».
Ξαφνικά αισθάνομαι κάτι υγρό να κυλάει στο δεξί μου μάγουλο. Ένα δάκρυ.
«Α», σκούζω άκεφα. «Σκατά...» Όμως πολεμώ την αρχική μου παρόρμηση και δεν το σκουπίζω, τα χέρια μου παραμένουν μακριά απ' το κλαμένο μου πρόσωπο. Τον αφήνω να δει τον πόνο που τόσο τον ευχαριστεί, την λύπη, την απελπισία. Προσπαθώ να τα χρησιμοποιήσω προς όφελός μου, να τα κάνω κάτι χρήσιμο επιτέλους. Ένα όπλο.
Η κάθε σου πτυχή είναι όμορφη, Αντριάννα, επαναλαμβάνω νοερά. Να το θυμάσαι αυτό, μην φοβάσαι να πειραματιστείς με λίγη τρυφερότητα, λίγη ευαισθησία. Είναι πολύ πιο γοητευτικά απ' ότι μπορείς να φανταστείς...
«Όσο παλιές κι αν είναι οι αναμνήσεις... όσο μακριά κι αν βρίσκονται εκείνοι, η σκέψη τους πάντα με επηρεάζει, με διαλύει», βογκάω όλο παράπονο. «Έφεραν στον κόσμο ένα πλάσμα που δεν ήθελαν να κρατήσουν κι όμως δεν το έδιωξαν από κοντά τους όσο ήταν ακόμα νωρίς. Αντίθετα το κράτησαν δίπλα τους και το κατέστρεψαν». Τον κοιτάζω βουρκωμένη. «Καταλαβαίνεις τι μου έκαναν; Με έκλεισαν στον σύγχρονο πύργο τους, με φυλάκισαν εκεί, στο αφράτο ροζ τους σύννεφο, στο ουράνιο τόξο του αφελούς, σε έναν κόσμο γεμάτο με καλούς τρόπους και κανονισμούς, πολυτέλειες και ιδιωτικά σχολεία, όπου περιτριγυριζόμουν από σνομπ Νεοϋορκέζους, ιπποτικούς συνοδούς και ελίτ φλώρους που πιστεύουν ότι ζουν σε μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ. Και μετά... μετά... εντελώς ξαφνικά με πήραν από 'κει πέταξαν εδώ μέσα, σε ετούτο το καθαρτήριο, χωρίς να νοιάζονται για το τι θ' απογίνω, για το πώς σκατά θα επιβιώσω. Εάν με προόριζαν για αυτή τη ζωή, τότε θα έπρεπε να με έχουν προετοιμάσει, να με έχουν σκληραγωγήσει κάπως... Αλλά δεν το έκαναν! Δεν έκαναν ούτε καν αυτό, διάβολε!»
Με μια εκνευρισμένη κίνηση αφήνω τα μαργαριτάρια να πέσουν απ' τα δάχτυλά μου, σχεδόν τα πετάω και τα αφήνω να χτυπήσουν και πάλι το δέρμα μου. Νιώθω να εκτονώνομαι λιγάκι, όχι αρκετά. Έπειτα αφήνω όσο εκνευρισμό έχω ακόμη να διαρρεύσει από τα άκρα μου, μετακινώ το βάρος μου απ' το ένα μου πόδι στο άλλο, ταλαντεύομαι και μαζί μου την κίνηση ακολουθεί και η μικροσκοπική φούστα του φορέματός μου. Κυματίζει νωχελικά γύρω απ' τα μπούτια μου σαν καμπανούλα. Στο τέλος, σαν να μην μου αρκεί τίποτα απ' όλα αυτά, κάνω ένα βήμα προς τα πίσω και βρίσκω το φαρδύ περβάζι του παραθύρου του κοιτώνα 51. Δίνω ένα σάλτο και βρίσκομαι πάνω του, κάθομαι εκεί. Καθ' όλη την διάρκεια δεν διακόπτω την οπτική επαφή, ούτε στιγμή. Εξακολουθώ να κοιτάζω τον Άσερ Πίτερσον κατάματα, με μια ματιά έντονη και απαιτητική, ευάλωτη μα και αφοπλιστική μαζί, που δεν σ' αφήνει να την αφήσεις. Και όντως, ο Άσερ δεν παίρνει τα μάτια του από τα δικά μου, δεν τα κατεβάζει ως συνήθως στο κορμί μου με τον γνωστό φιλήδονο τρόπο του. Ούτε καν όταν σκύβω μπροστά κάνοντας το V του ντεκολτέ μου να βαθύνει και τα στήθη μου να πιεστούν το ένα με το άλλο, ούτε καν όταν ανοίγω αμυδρά τα πόδια μου και αφήνω το ύφασμα και την δαντέλα του να κυλήσουν στον κενό χώρο ανάμεσά τους.
«Το δηλητήριο σε σκοτώνει», λέω ψιθυριστά. «Λένε όμως ότι μια μικρή δόση στο αίμα επί καθημερινή βάση αρκεί ώστε να σε κάνει ν' αποκτήσεις ανοσία μακροπρόθεσμα. Αυτό χρειάζομαι, λοιπόν. Αυτό χρειαζόμουν πάντοτε. Μια μικρή δόση... Κι εσύ είσαι ο πρώτος που μου έδωσε λίγο... Και παρόλο που στην αρχή σε μίσησα για αυτό, τώρα έχω αναθεωρήσει. Σε ευγνωμονώ για το δηλητήριο, Άσερ. Νομίζω ότι αυτό προσπαθώ να σου πω τόση ώρα... Σε ευχαριστώ και θέλω κι άλλο. Θα μου το δώσεις;»
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top