Κεφάλαιο 10: Η δικαιοσύνη της Αντριάννα (μέρος 2)
Υψώνω την σφιγμένη μου γροθιά και αφήνω τους κόμπους των δαχτύλων μου να βροντήξουν ελαφρά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια της πόρτας με τον σκουριασμένο αριθμό 51. Αυτός ο κοιτώνας ανήκει στον Άσερ Πίτερσον, το πρώτο μου θύμα για απόψε. Δεν τον επέλεξα τυχαία. Ο Άσερ κέρδισε επάξια ετούτη την διάκριση, όταν έκανε ένα βήμα μπροστά ξεχωρίζοντας τον εαυτό του από τους άλλους παρευρισκόμενους στο σκοτεινό υπόγειο, όταν αποφάσισε να πρωτοστατήσει, όταν άκουσε την ερώτηση που τους απηύθυνε ο Γκρίφιν: «Ποιος θα την πάρεις πρώτος;», και τόλμησε ν' αποκριθεί μ' εκείνη την μικρή, μα μοιραία, λέξη: «Εγώ».
Ο Άσερ Πίτερσον ήταν ο πρώτος που βρέθηκε μέσα μου.
Και αυτό συνεπάγεται ότι θα είναι και ο πρώτος που θα το μετανιώσει.
Θα είναι ο πρώτος μου νεκρός.
Τουλάχιστον αυτό εξακολουθώ να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου, όσο στέκομαι στον αδειανό διάδρομο, έξω από το δωμάτιο όπου μένει εκείνος. Από την μια είμαι έτοιμη να πράξω, να πάρω την δικαιοσύνη στα χέρια μου, να την κόψω σε κομμάτια και ν' αποδώσω στον καθένα ότι του αναλογεί κι από την άλλη δεν μπορώ να πιστέψω ότι βρίσκομαι όντως εδώ. Η κάθε μου κίνηση, το κάθε μου βήμα τις προηγούμενες εβδομάδες με έχει οδηγήσει σε αυτό το σημείο, σ' ετούτη την στιγμή, αυτή είναι η μοίρα μου, το μονοπάτι του πεπρωμένου μου και συνειδητοποιώντας το δεν μπορώ παρά να νιώσω δέος. Αναρωτιέμαι εάν είναι πράγματι έτσι, εάν έχω προοριστεί για αυτό.
Κι αν όχι;
Γίνεται να ξεστρατίσεις από το μονοπάτι σου, να το χάσεις, να το μπερδέψεις με το μονοπάτι κάποιου άλλου;
Είναι πιθανό να έχω κάνει λάθος; Να μην πρέπει να είμαι εδώ απόψε;
Μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγω;
Και να πας πού; ξεπρόβαλε το αυτονόητο ερώτημα.
Δεν ξέρω, οπουδήποτε παρά εδώ.
Άσε τις παλινωδίες, Άντρι. Δεν χωράνε πια εδώ.
Καλά, καλά, καλά, σκέφτομαι ασυνάρτητα, αγανακτώντας παράλληλα με τον εαυτό μου και την εσωτερική μας διαμάχη. Μόνο κάποια τρελή τσακώνεται με τον ίδιο της τον εαυτό και μάλιστα υπό τέτοιες συνθήκες, υπό συνθήκες που καθιστούν απαραίτητη την διανοητική ακεραιότητα, την σταθερότητα, την αμετάκλητη αποφασιστικότητα.
Αντ' αυτών υπερισχύει σιγά σιγά η τρέλα γιατί σίγουρα είναι τρελό αυτό που κάνω.
Μέχρι πρότινος πάσχιζα να κρατήσω τους Αθληταράδες μακριά μου, να τους αποδιώξω πάση θυσία και ξαφνικά αλλάζω την στάση μου και καταλήγω να είμαι εγώ εκείνη που επιδιώκει μια συνάντηση μαζί τους. Με έναν από αυτούς. Παρά τα όσα μου έκαναν, παρά το γεγονός πως όταν τελείωσαν μαζί μου δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από ένα μικρό, ανθρώπινο κουβάρι που έτρεμε κι έκλαιγε, που ανησυχούσε κι αναριγούσε από την σκοτεινή γωνία ενός βρωμερού υπογείου κελιού. Παρόλα αυτά.
Ξαφνικά συμβαίνει κάτι που διακόπτει απευθείας το αλαλούμ του μυαλού μου. Ο άδειος διάδρομος του ιδρύματος γεμίζει μ' ένα αργό, τρεμουλιαστό τρίξιμο σαν σε θρίλερ, καθώς η πόρτα ευθεία μπροστά μου, η πόρτα με τον αριθμό 51, ανοίγει.
✖
«Τι θες εσύ εδώ;» Ο Άσερ ξεπροβάλει πίσω απ' το πορτόφυλλο, γέρνοντας χαλαρά επάνω στην κάσα του κι εγώ απλά τον κοιτάζω για λίγο σαν χαμένη, υπερβολικά απορροφημένη από τις προηγούμενες σκέψεις μου, ώστε να μπορέσω να βρω μια απάντηση να του δώσω.
Έλα μου ντε, τι θέλω εδώ;
Δεν ξέρω τι να του πω, ούτε πίσω από ποια δικαιολογία να κρύψω τις αληθινές προθέσεις της ακατανόητης επίσκεψης μου. Το μόνο που ξέρω είναι πως όσο τον αντικρίζω στο ισχνό ημίφως του διαδρόμου, τόσο λιγότερο τρομακτικό τον βρίσκω. Δεν είναι όπως τότε στο υπόγειο. Τώρα ο Άσερ είναι προφανώς αγουροξυπνημένος, με ανάκατα μαλλιά, απαλές ζάρες που άφησε σαν αποτύπωμα το μαξιλάρι στην μια πλευρά του μελαμψού προσώπου του και μάτια μισόκλειστα που δε έχουν προλάβει ακόμη να προσαρμοστούν στο φως. Δες τον! Σκέφτομαι αιφνιδιασμένη. Μοιάζει με μικρό αγοράκι... Εντάξει, απ' τον λαιμό και πάνω, γιατί απ' τον λαιμό και κάτω δεν φοράει μπλούζα, κι αυτό αλλάζει κάπως τα πράγματα. Όλοι οι γεροδεμένοι, αρρενωποί μύες του με την έντονη γράμμωση και το ηλιοκαμένο χρώμα είναι φόρα παρτίδα και... και είναι υπερβολικά ωραίος, ανάθεμά τον! Ωραίος με έναν ανούσιο για εμένα τρόπο που όμως καθιστά ευνόητο γιατί αρέσει στις Λατίνες, γιατί ανήκει στους Αθληταράδες, γιατί είναι δημοφιλής εδώ.
Η δεύτερη σκέψη μου είναι πως: οι κακοί δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ τόσο όμορφοι. Δεν το δικαιούνται! Θα έπρεπε να είναι πραγματικά αποτροπιαστικοί, με πράσινο, σαπισμένο δέρμα, γιγάντιες κρεατοελιές και στραβά ποδάρια, όπως τους περιγράφουν στα παραμύθια για παιδιά. Τότε κανείς δεν θα θαμπωνόταν από το ωραίο τους παρουσιαστικό, από αυτό το παραπλανητικό προσωπείο.
Και, τέλος, η σκέψη που διαδέχεται τις δύο πρώτες έχει να κάνει και πάλι με το ότι ο Άσερ δείχνει νυσταγμένος. Δεν ξέρω γιατί με παραξενεύει τόσο αυτό. Υποθέτω ότι η έκπληξη μου πηγάζει από την εικόνα που έχω στο μυαλό μου για αυτόν, η οποία είναι άκρως απάνθρωπη, εν αντιθέσει με τον ύπνο, ένα καταφύγιο για το νου και το σώμα στο οποίο καταφεύγουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, ένα μέρος όπου οι άμυνες πέφτουν εντελώς και αφήνονται. Υποθέτω ότι όποτε σκέφτομαι τον Άσερ τον τοποθετώ νοερά σε αποτρόπαιες σκηνές εγκλήματος, σε σκοτεινά υπόγεια ή ζοφερά σοκάκια, να παραμονεύει. Δεν τον έχω φανταστεί ποτέ υπό φυσιολογικές συνθήκες, λες και δεν έχει ανάγκη από ύπνο ή φαγητό ή οξυγόνο, παρά μόνο απ' το να κάνει κακό. Και κάνοντάς το πώς μπορεί να κοιμάται τα βράδια; Πώς είναι δυνατόν να δείχνει νυσταγμένος; Μα στ' αλήθεια κοιμόταν; Πώς; Πώς καταφέρνει να πάει μέχρι το κρεβάτι και να πλαγιάσει, ύστερα από όσα βαραίνουν την συνείδησή του;
Ω, μα αυτό είναι το θέμα, Άντρι, υπενθυμίζω στον εαυτό μου, ο Άσερ δεν έχει συνείδηση. Κι έστω κι αν διέθετε κάποτε, τώρα πια την έχει βγάλει εκτός λειτουργίας. Μην ξεχνάς ότι εδώ και χρόνια καταστρέφει ανθρώπους και κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο για εκείνον... Η ρουτίνα του αποτελείται από το να στέλνει παιδιά στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, να ατιμάζει κορίτσια, να συνθλίβει κόκαλα και να τσακίζει ψυχισμούς.
Και ξαφνικά όλοι οι λόγοι που με κρατούσαν άγρυπνη τις νύχτες, όλοι οι λόγοι που έκαναν τον Άσερ μια τόσο στοιχειωτική μορφή στο μυαλό μου, επανέρχονται στο προσκήνιο, ξεκάθαροι όσο ποτέ άλλωστε.
Για αυτό είμαι εδώ, για όλα αυτά.
«Βάλενταϊν...;», τον ακούω να με ρωτάει. «Τι θες εδώ;» Ξεκολλάει από την κάσα της πόρτας κι αφού ισιώνει την πλάτη του, κάνει μισό βήμα προς εμένα.
Η αντανακλαστική μου κίνηση είναι να αποτραβηχτώ αμέσως από κοντά του λες κι έχω κάποια αλλεργική αντίδραση, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατούμαι. Την καταπνίγω. «Ε-εγώ...»
«Είσαι καλά;», ρωτάει με τα σκούρα φρύδια του να σμίγουν από απορία. Είναι σαφές ότι δεν είναι η ευημερία μου αυτό που προσπαθεί να διαπιστώσει. Απλά δεν με περίμενε. Εδώ. Απόψε. Ντυμένη έτσι, γδυμένη έτσι. Η εικόνα που είχε για εμένα, που είχαν όλοι τους, έχει αρχίσει να αλλάζει παράξενα, απρόσμενα μέσα από την ακατανόητη επανάστασή μου που περιλαμβάνει υψωμένες γροθιές και επιθέσεις με ασημένιους δίσκους φαγητού στην τραπεζαρία, ρομαντικά συνολάκια όλο σατέν και δαντέλα συνδυασμένα με νυχτερινές επισκέψεις σε επικίνδυνους άντρες. Άντρες σαν κι εκείνον.
Μα τι κάνεις εδώ; μοιάζει να ρωτάει με το ύφος του. Ξέχασες ποιος είμαι; Ξέχασες τι έγινε την άλλη φορά; Ξέχασες τι κάνουν τύποι σαν εμένα σε κοριτσάκια σαν εσένα; Είναι μπερδεμένος και έκπληκτος και περίεργος. Τον έχω αιφνιδιάσει αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Κάνει άλλο μισό βήμα προς το μέρος μου σαν να θέλει να με φτάσει, σαν να πιστεύει ότι αν το κάνει θα φτάσει και στην πολυπόθητη απάντηση που εξηγεί την συμπεριφορά μου.
«Ε; Ναι, ναι», απαντώ μηχανικά. «Καλά είμαι». Απλώς μην με πλησιάσεις περισσότερο...
Ο Άσερ απομένει στο κατώφλι και με κοιτάζει καλά καλά για λίγη ώρα. Η ματιά του είναι διαπεραστική, διεισδυτική κι έντονη και δεν έχει πια τίποτα από την προηγούμενη νύστα της. Μάλλον το μυστήριο γύρω απ' την επίσκεψη μου του έχει τραβήξει το ενδιαφέρον, ίσως και να τον έχει βάλει σε σκέψεις ή υποψίες, ποιος ξέρει; Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι δεν μου αρέσει ο τρόπος που με κοιτάει. Δεν μου αρέσει καν που με κοιτάει. Μακάρι να μπορούσα να εξαφανιστώ, να γίνω αόρατη σαν φάντασμα, σαν τον Ζίρο. Μα δεν μπορώ, κι εκείνος δεν είναι εδώ τώρα. Είναι ο Άσερ αντ' αυτού και η παρουσία του με ανατριχιάζει. Νιώθω λες κι ένα παγωμένο χέρι χαϊδεύει την σπονδυλική μου στήλη, νιώθω λες και πάγος κυλάει στις φλέβες μου, αντί για αίμα. Αναριγώ.
Και ασφαλώς, το προσέχει κι αυτό. Δεν μπορώ να του κρυφτώ. Να πάρει!
Αναστενάζω με ύφος παραίτησης. Είμαι σίγουρη ότι ο Άσερ Πίτερσον μπορεί να αισθανθεί τον εκνευρισμό μου να δονείται στον χώρο ανάμεσά μας, όπως ο καρχαρίας που μυρίζει μια σταγόνα αίματος μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού. Κάτι έχει μυρίσει, κάτι έχει βρει. Μια λεία ή μήπως η λεία του βρήκε εκείνον; Το ενδιαφέρον του εντείνεται, η σκέψη τον εξιτάρει και αδημονεί ν' αρχίσει το κυνήγι του. Θέλει να την διερευνήσει το εύρημα του, έως ότου ανακαλύψει τι συμβαίνει.
Και εγώ σκοπεύω να τον αφήσω να το κάνει. Ή να προσπαθήσει.
«Όχι, δεν είμαι καλά, για να λέμε την αλήθεια δεν είμαι καθόλου καλά», παραδέχομαι απρόθυμα. «Πρέπει να μιλήσουμε. Μπο-μπορούμε να μιλήσουμε; Παρακαλώ...»
Ύστερα από μια στιγμή αμφιταλάντευσης ο Άσερ Πίτερσον συγκατανεύει. «Πέρνα μέσα», λέει και παραμερίζει ράθυμα για να με αφήσει να μπω.
Εντάξει, αυτό είναι, σκέφτομαι. Τα κατάφερες, τα κατάφερες!
Όμως δεν τα έχω καταφέρει ακόμη, διότι αν και έχω λάβει την άδεια του για να μπω, νιώθω προς στιγμήν ανίκανη να το κάνω. Οι μυς των ποδιών μου κοκαλώνουν, οι πατούσες μου μουδιάζουν. Μπες, με προστάζει η λογική. Μπες μέσα, γαμώτο σου! Αλλά έχω ακινητοποιηθεί διστάζοντας, βλέποντας ότι η γνωστή αναποφασιστικότητα μου προσπαθεί να με κυριέψει και πάλι. Και τα καταφέρνει θαυμάσια. Αν μπω εκεί μέσα, κάτι φοβερό θα συμβεί, κάτι φοβερό θα συμβεί, κάτι φοβερό θα συμβεί...
Ναι, θα συμβεί και αυτός είναι και ο στόχος σου. Εσύ θα το κάνεις να συμβεί!
Αμφιταλαντεύομαι.
«Θα μπεις μέσα;»
«Ν-ν-να... να μπω... μέσα... στο δωμάτιο;», καταβάλλω προσπάθεια να ρωτήσω. Το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου και χολή σκαρφαλώνει στον λαιμό μου.
Εκεί μέσα μαζί του...
Εκεί μέσα... σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όμοιο με εκείνο του παρελθόντος...
Κι αν γίνει αυτό που έγινε την τελευταία φορά; Αν μου... αν μου κάνει το ίδιο;
Ο Άσερ με κοιτάζει επίμονα, παρατεταμένα, και καθώς η ματιά του βαθαίνει και γίνεται πιο διεισδυτική, στα χείλη του σχηματίζεται ένα τρομακτικό χαμόγελο.
Το μικρό μου δίλημμα τον διασκεδάζει, τρέφεται από αυτό, από την αγωνία και τον φόβο μου. «Από όσο ξέρω δεν μπορείς να μπεις έξω από το δωμάτιο», απαντάει με θράσος. «Είναι πρακτικά αδύνατον», συνεχίζει. «Οπότε ναι. Μέσα».
«Ν-ναι», συγκατανεύω. «Φυσικά. Δίκιο έχεις. Απλώς... Ξέρεις... Είναι περίεργο και για μένα όλο... αυτό». Αφήνω τα υπόλοιπα να εννοηθούν, ξέρει για τι πράγμα μιλάω.
Συνειδητοποιώ σε αυτό το σημείο, ότι δεν υπάρχει λόγος να πασχίζω να κρύψω όσα νιώθω: το άγχος μου, την αδεξιότητα, την αβεβαιότητα μου. Είναι μάταιο, και έτσι αποφασίζω να τα προβάλω, να τα χρησιμοποιήσω ως δέλεαρ, ως δόλωμα. Και ξέρω ότι θα τσιμπήσει. Κάθε τι αρνητικό μοιάζει να λειτουργεί σαν αφροδισιακό για τους Αθληταράδες. Είμαι αδέξια, αποπροσανατολισμένη, ασταθής. Και αυτό είναι υπέρ μου.
«Κι όμως, εσύ ήρθες σε εμένα», ανταπαντά με το χαμόγελό του να μικραίνει, να συρρικνώνεται σε ένα μειδίαμα όλο υπονοούμενα, σαν να μην βρίσκομαι εδώ μονάχα για να του μιλήσω, σαν να επιθυμώ περισσότερα από τα λόγια του. Κάτι άλλο δικό του. «Άρα το θέλεις. Έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι», αποκρίνομαι πειθήνια.
Αν και το μισώ. Μισώ να δείχνω έτσι απέναντί του, μισώ να πρέπει να υποκρίνομαι ότι θέλω κάτι από αυτόν, ότι το θέλω πολύ, ότι το έχω ανάγκη. Μισώ που δεν μπορώ να του ουρλιάξω όσα σκέφτομαι πραγματικά, που δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω στα ίσια κι έτσι υποχωρώ, υποτάσσομαι, βρίσκομαι από κάτω. Ξανά. Λαχταράω όσο τίποτα να σταθώ στην θέση ισχύος για μια έστω φορά, να τον κοιτάξω από ψηλά και να του δείξω στ' αλήθεια πόσο μικρός και ελεεινός, πόσο χαμερπής και άθλιος είναι. Λιγότερος και από ζωύφιο.
Εντούτοις, όσο κι αν απεχθάνομαι την κατάσταση στην οποία έχω βρεθεί, ξέρω ότι υπάρχει μονάχα ένας τρόπος για να δραπετεύσω από αυτήν. Κι έτσι κάνω αυτό που πρέπει. Αν και μου παίρνει αρκετά λεπτά να κατανικήσω την άρνηση μου, ν' αποδιώξω τον πανικό που έχει γαντζωθεί στα σωθικά μου και να μπορέσω να σαλέψω, τελικά το πετυχαίνω. Διαβαίνω το κατώφλι και προχωρώ στο εσωτερικό του κοιτώνα 51, νιώθοντας λες και αυτός που έχω μπροστά μου είναι ο Αντίχριστος, που με προσκαλεί στο άντρο του, στα έγκατα της Κόλασης.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top