Κεφάλαιο 10: H δικαιοσύνη της Αντριάννα (μέρος 7)


Στέκομαι στο πλευρό του Ζεέρνεμποχ και κοιτάζω τον Άσερ να χαροπαλεύει. Με κάθε του απόπειρα να ανασάνει, ένα μικρό σιντριβάνι αίματος ξεπετάγεται από την τρύπα στη βάση του λαιμού του. Οι σπασμοί του που διαδέχονται ο ένας τον άλλο γίνονται όλο και πιο αδύναμοι έως ότου παύουν οριστικά. Τα μάτια του χάνουν την εστίασή τους και απομένουν να κοιτάζουν το τίποτα, σβησμένα σαν φώτα. Έχει τελειώσει. Κι όμως, αυτό δεν μου αρκεί. Τον κοιτάζω για ένα δευτερόλεπτο παραπάνω για να σιγουρευτώ, θαρρείς, ότι είναι νεκρός. Δεν ξέρω εάν αυτό πρέπει να με εφησυχάσει ή να με ταράξει. Μάλλον το πρώτο. Ή μήπως όχι;

Ξαφνικά, αισθάνομαι μια ζάλη. Τα πόδια μου να με προδίδουν, τρεκλίζω και αρχίζω να πέφτω, κάτι όμως αποτρέπει την πτώση μου. Ο Ζίρο με πιάνει προτού συναντήσω το πάτωμα για μια ακόμη φορά. Τα μπράτσα του τυλίγονται γύρω μου, με σηκώνει και με κρατάει πάνω στο στέρνο του. Ολόκληρο το σώμα μου πονάει αφόρητα και μετά βίας στέκομαι όρθια. Τι παράξενο! Όσο κρατούσε η μάχη δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πονούσα. Μαντεύω ότι αυτό είναι μια επιπλέον παρενέργεια της αδρεναλίνης που εγκαταλείπει το σώμα μου.

«Γαμώτο, Αντριάννα», τον ακούω να ψιθυρίζει με μια ξαφνική αγωνία που τον κάνει να επικεντρωθεί αποκλειστικά σε εμένα. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία πλέον. Μόνο αυτό. Εκείνος, εγώ, και ετούτη η αγκαλιά. «Με κατατρόμαξες απόψε». Με αυτό σκύβει και κρύβει το κεφάλι του στην κορυφή των μαλλιών μου, εισπνέοντας τη μυρωδιά μου βαθιά και με λαχτάρα σαν να είναι κάποιου είδους ηρεμιστικό. «Είσαι καλά;», ρωτάει στο τέλος με ανυπόκριτο ενδιαφέρον, με άπειρο, ατόφιο συναίσθημα.

Για μια στιγμή απλώς στέκομαι εκεί, μαρμαρωμένη μες στα μπράτσα του, δίχως να σαλεύω και δίχως να αναπνέω, με την τελευταία του πρόταση να αντηχεί ξανά και ξανά μέσα μου. Με κατατρόμαξες...

Στ' αλήθεια τον τρόμαξα; Τον ακούω να παραδέχεται κάτι τέτοιο φωναχτά, και απλώς προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να παρακολουθείς τα αποψινά τεκταινόμενα από τη σκοπιά του Ζίρο. Πώς είναι να βλέπεις να εξευτελίζουν, να βλάπτουν και να πληγώνουν τον άνθρωπο σου, να τον βλέπεις να υποφέρει, να πασχίζει, να ματώνει και να σωριάζεται στο έδαφος αναρωτώμενος μονάχα εάν θα μπορέσει να σηκωθεί ξανά. Και να ξέρεις ότι εάν δεν τα καταφέρει, εσύ δεν θα μπορείς να του απλώσεις το χέρι και να τον σηκώσεις, δεν θα μπορείς να πολεμήσεις τον πόλεμό του, να δεχτείς τα χτυπήματα για αυτόν ή να τον υπερασπιστείς με οποιονδήποτε τρόπο. Είσαι καθόλα ανήμπορος, αλυσοδεμένος με τις αόρατες χειροπέδες μιας άλλης διάστασης.

Υπάρχει ένα παλιό ρητό που πάει κάπως έτσι: Η τραγωδία δεν έγκειται στο να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να καταστρέφονται. Η πραγματική τραγωδία είναι να ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τους σώσεις.

Έτσι τον έκανα να αισθανθεί απόψε; Καταλαβαίνω ότι πρέπει να πω κάτι, κάτι καθησυχαστικό ίσως, μα στο τέλος, το μόνο που βγαίνει από μέσα μου είναι ένας άηχος, μακρύς αναστεναγμός, μείγμα ανακούφισης και θλίψης και τον σφίγγω κι εγώ επάνω μου, ανταποδίδοντας του την αγκαλιά και όλα όσα σημαίνει. Μια τεράστια έκρηξη συναισθημάτων γίνεται στο κέντρο του σώματός μου, στον πυρήνα της ίδιας μου της ύπαρξης, και το οστικό της κύμα εξαπλώνεται στο επόμενο νανοδευτερόλεπτο σκορπίζοντας το συγκλονιστικό της περιεχόμενο παντού, ως και στο τελευταίο μου κύτταρο. Ξεχειλίζω από συναισθήματα. Συναισθήματα για εκείνον.

«Τώρα είμαι», ψιθυρίζω αδύναμα.

Ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ με σφίγγει ακόμα πιο δυνατά επάνω του. Έχω περάσει αμέτρητες συγκινήσεις ετούτη την μέρα, έχω αποχαιρετήσει κάθε τι δικό μου: τη ζωή μου, το μέλλον μου και τα όνειρά μου, τους φόβους, τους ενδοιασμούς και την ηθική μου, έχω αναμετρηθεί με τον χειρότερο μου εφιάλτη, έχω ζωθεί με ένα φονικό όπλο, έχω πολεμήσει με όλους μου τις δυνάμεις, έχω έρθει αντιμέτωπη με τον θάνατο τόσες πολλές φορές που έχω χάσει το μέτρημα και έχω αφαιρέσει τη ζωή ενός άνδρα, αλλά για λόγους που αδυνατώ να κατανοήσω, αυτή εδώ η χειρονομία, αυτή η αγκαλιά, είναι που με σοκάρει και με επηρεάζει περισσότερο από κάθε τι.

Θα πρέπει να έχω τρελαθεί!

Πόσο παράξενο είναι αυτό; αναρωτιέμαι μες την παραζάλη μου. Ξαφνικά νιώθω καλά και ασφαλής μέσα σε αυτή την φρικιαστική σκηνή εγκλήματος, μέσα σε αυτό το σκηνικό μακελειού, επειδή έχω εκείνον μαζί μου. Κατά βάθος, όμως, ξέρω πως αυτή η γλυκιά γαλήνη δεν έχει κερδηθεί ακόμα. Έχω άλλους τρεις κοιτώνες να επισκεφτώ απόψε, άλλους τρεις ζωές να τελειώσω πριν την αυγή.

Και για να το κάνω αυτό, πρέπει να δώσω τέλος στην τρυφερή μας σκηνή. Απρόθυμη, απομονώνω τη σκέψη για το πόσο όμορφα νιώθω στην αγκαλιά του Ζεέρνεμποχ, την φιμώνω, την κλειδαμπαρώνω στο ντουλάπι των άχρηστών και πετάω το κλειδί μακριά. Αποτραβιέμαι και το ίδιο κάνει κι εκείνος με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση, είναι ο λιγότερο πρόθυμος να διακόψει αυτό που ζούμε. Κάνω ένα βήμα προς τα πίσω και τον κοιτάζω κατά πρόσωπο.

«Πρέπει να καθαρίσουμε», αποφαίνομαι. Τρίβω τη σόλα του παπουτσιού μου στο έδαφος για να σκουπίσω το αίμα.

«Όντως πρέπει», συμφωνεί μαλακά, λες και δεν είμαι μια αιματοβαμμένη φόνισσα, αλλά ένα ακατάστατο παιδάκι που έπαιξε με δαχτυλομπογιές. Τα μαύρα του μάτια με αφήνουν μόνο για μια στιγμή, για να περιπλανηθούν στον χώρο ολόγυρά μας. Οι τοίχοι του κοιτώνα, το πάτωμα, το κρεβάτι έχουν παραδοθεί σε ένα αιματηρό κόκκινο χάος.

«Επίτρεψέ μου απλά να πω ότι λατρεύω τις αλλαγές που έκανες στο ντεκόρ. Μα καλά πώς κατάφερες να αιματοκυλήσεις κάθε γωνία;»

«Δεν ξέρω ειλικρινά...», απαντάω.

«Απλά ο Άσερ δεν έλεγε να πεθάνει. Ή αυτό έγινε ή εγώ κάτι δεν έκανα καλά. Στην αρχή πήγα για το δεξί του νεφρό, αλλά παρά το πρώτο χτύπημα δεν σταμάτησε, απλά επιβράδυνε κάπως κι έτσι κατέληξε να με κυνηγάει γύρω γύρω. Πήρε κάμποσα λεπτά έως ότου... έως ότου... σταμάτησε. Δεν μου 'πες ότι θέλει τόσο χρόνο».

«Κανονικά μια τέτοια επίθεση είναι αποτελεσματική γρηγορότερα», λέει.

«Τότε μπορεί να έκανα εγώ κάτι λάθος...», καταλήγω καταβεβλημένη.

Μου χαμογελάει με ένα χαμόγελο που στάζει μαύρο χιούμορ. «Δεν πειράζει, ότι έγινε έγινε. Εξάλλου μόνο μέσα από την επανάληψη επέρχεται η τελειοποίηση»

«Ναιιιι...», σαρκάζω. «Λες και θα σφάξω πολύ κόσμο ακόμα!»

«Σημαντικό είναι να έχεις φιλοδοξίες», διατείνεται εκείνος.

Μετά μου ζητάει να τον περιμένω όσο εκείνος θα διακτινιστεί στο αποθηκάκι του Νόα Ίστμαν, του γερό-επιστάτη για να βρει και να φέρει χλωρίνη και πατσαβούρες, σκοινί, μουσαμά και τα άλλα είδη καθαρισμού που θα χρειαστούμε.

Ωστόσο, τη στιγμή που περιμένω να εξαϋλωθεί, ο Ζίρο κοντοστέκεται. «Έι», λέει και το μέτωπό του ζαρώνει από απορία. «Τι σκατά είν' αυτό;»

«Ποιο;», απορώ και τα μάτια μου ακολουθούν τα δικά του για να δουν τι είναι αυτό που του έχει τραβήξει την προσοχή. Δίπλα στην άψυχη σωρό του Άσερ υπάρχει πεταμένος ένας μικρός καφετής σφαιρικός όγκος τυλιγμένος με αίμα και λίπος.

«Α», αναφωνώ. «Το νεφρό του Άσερ».

Να που τελικά κατάφερα να του το βγάλω.

«Τ-το ξερίζωσες;», ρωτάει σαστίζοντας για μια στιγμή. Λες και είναι οκέι να σφάζεις κόσμο, αλλά όχι να τον διαμελίζεις έπειτα. Μα ποιος φτιάχνει αυτούς τους κανόνες;

«Ναι...», μουγκρίζω.

«Μα πώς; Δεν σου 'μαθα πώς να κάνεις κάτι τέτοιο...»

Οι ώμοι μου ανασηκώνονται με έναν τρόπου που μοιάζει να λέει: Δεν-έχει-σημασία. «Έχω κλίση», εξηγώ.

«Εντυπωσιακό», λέει.

Κάνω μια γκριμάτσα. «Σ' ευχαριστώ. Ποτέ πριν κανείς δεν έχει επαινέσει τις νεφρεκτομές μου».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top