Κεφάλαιο 10: H δικαιοσύνη της Αντριάννα (μέρος 6)


Σε γενικές γραμμές, θα ήθελα να αναφέρω ότι η αποψινή νύχτα πέρα από αχαλίνωτα περιπετειώδης έχει αποδειχτεί και ιδιαιτέρως εποικοδομητική από άποψη ενημέρωσης. Για παράδειγμα, έχω μόλις ενημερωθεί ότι αν και ένα τραύμα από μαχαίρι στα νεφρά είναι θανάσιμο, ο τραυματίας χρειάζεται λίγα λεπτά έως ότου αποπνεύσει.

Πέντε, ίσως κι έξι. Μπορεί και επτά.

Και αυτά τα τελευταία επτά λεπτά του ο Άσερ δεν σκοπεύει να τα αφήσει να πάνε χαμένα. Είναι αποφασισμένος να τα αξιοποιήσει για κάτι σημαντικό, όπως το να με πάρει μαζί του στον αγύριστο, για παράδειγμα.

Αφού καταφέρνω να διαπεράσω το δέρμα του με την κόψη της λεπίδας μου, νιώθω για μια στιγμή το σοκ της επαφής, το σοκ της βίαιης πρόσκρουσης να τραντάζει και τα δικά μου κόκαλα, τα μπράτσα μου τρέμουν από την υπερβολική πίεση που έχω επιστρατεύσει και τα δόντια μου κροταλίζουν τόσο δυνατά, ώστε παραξενεύομαι που δεν πέφτουν. Είμαι πιο σφιγμένη από ποτέ, τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί σε πρωτοφανή βαθμό, σαν χορδές έτοιμες να σπάσουν, και οι μυς μου έχουν γίνει εντελώς άκαμπτοι σαν μαρμάρινοι.

Ύστερα από μια στιγμή εμβρόντητης σιωπής, ο Άσερ στριφογυρνάει δυσανασχετώντας και κοιτάζει την ατσάλινη λαβή που εξέχει αποτρόπαια από την σάρκα του. Ο τρόπος που το κάνει αυτό δεν είναι ούτε κατά διάνοια κοντά σε αυτό που περίμενα: το βλέμμα του δεν εμπεριέχει τρόμο ή ανησυχία, αλλά απορία, μια καταφανή έκπληξη σαν να μην έχει τραυματιστεί ο ίδιος, αλλά να έχει δει τυχαία το βίαιο σκηνικό να συμβαίνει σε κάποιον άλλο στον δρόμο μπροστά του, και να έχει πιαστεί εξ απήνης.

«Τ-τι έκανες;», σαστίζει.

«Κ-καλά», αντιγυρίζω και εγώ με την σειρά μου. «Δεν με προσέχεις καθόλου; Μήπως θες να το επαναλάβω κιόλας;» Ναι, όντως το λέω αυτό, παρά την μαγκωμάρα μου, παρά το φρικτό μούδιασμα που με έχει κυριεύσει σύγκορμη, το λέω. Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να αποκόψω και εγώ νοερά τον εαυτό μου από το περιστατικό, να προσπαθήσω να το δω σαν απλός θεατής και όχι σαν συμμέτοχη. Αυτό θα κρατήσει τον πανικό, την ενοχή, τις στοιχειωτικές ερινύες μακριά προς το παρόν. Αργότερα θα έχω αρκετό χρόνο για να αναλογιστώ τι έχω κάνει, για την ώρα όμως, δεν έχω αυτή την πολυτέλεια. Όχι αν θέλω να ολοκληρώσω αυτό που άρχισα. Πρέπει να συνεχίσω και για να το καταφέρω αυτό, πρέπει να αντιμετωπίσω κάθε ενδοιασμό που απειλεί να εμφανιστεί σαν να μην είναι δικός μου. Πώς θα αντιδρούσε κάποιος τρίτος; Πώς θα αντιδρούσε ο Ζεέρνεμποχ;

Κάπως έτσι...

Αφήνοντας ένα θυμωμένο γρύλισμα ο Άσερ τραβάει το μαχαίρι από την πληγή σαν να μη είναι τίποτα άλλο παρά ένα μικρό, ενοχλητικό αγκαθάκι χωμένο στα πλευρά του. Η κίνηση του είναι απρόσεκτη και βεβιασμένη και η λεπίδα αφήνει πίσω της μια βαθιά χαρακιά στη λαβωμένη σάρκα απ' όπου πετάγεται αίμα, μικρά κατακόκκινα σταγονίδια, άλλα παχιά και άλλα μικρότερα, που πέφτουν και πιτσιλάνε το πάτωμα. Μια πορφυρή σταγόνα προσγειώνεται πάνω στο λυγισμένο μου γόνατό. Την κοιτάζω για λίγο σαν χαζή, σαν να μη μπορώ να καταλάβω ούτε κι εγώ καλά καλά τι έχει γίνει ή από πού έχει έρθει, κι ας παριστάνω την ειρωνικά πνευματώδη και χαλαρή. Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας μηχανισμός άμυνας του οργανισμού μου που έχει ενεργοποιηθεί για να με προφυλάξει. Στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώ, δεν μπορείς να είσαι χαλαρός με αυτά τα πράγματα. Εκτός και εάν είσαι ψυχοπαθής.

Ο Άσερ παίρνει το μαχαίρι στα χέρια του και μετά διαγράφει μισή στροφή, γυρίζει και το εκτινάσσει όσο μακρύτερα γίνεται με μια μικρή, κοφτή, εξοργισμένη κίνηση. Τα μάτια μου το ακολουθούν ως την άλλη άκρη του κοιτώνα, και ύστερα το κορμί μου κάνει το ίδιο. Μισοσηκώνομαι σαν αθλήτρια σε στάση εφόρμησης και την επόμενη στιγμή τινάζομαι μπροστά προσπαθώντας να ξεφύγω απ' τον Άσερ με ένα μεγάλο άλμα και να βρεθώ απέναντι. Να οπλιστώ ξανά.

Τρέχω για να φτάσω και πάλι το μαχαίρι μου, τρέχω σαν τρελή και παλαβή, τρέχω σαν να εξαρτάται η ζωή μου από αυτό, επειδή εξαρτάται. Είναι κρίσιμο το να μπορέσω είτε να προφυλάξω τον εαυτό μου έως ότου η πρώτη πληγή κάνει τον αντίπαλό μου να εξασθενίσει, είτε να τον πληγώσω ξανά ώστε να τον εξασθενίσω μια ώρα αρχύτερα. Όπως κι αν έχει, όλα συγκλίνουν στο ότι θα πρέπει να επανακτήσω αυτό το καταραμένο το μαχαίρι! Αλλά δεν προλαβαίνω. Ο Άσερ με πλησιάζει, ακούω τις βαριές του δρασκελιές να χτυπάνε το κρύο πάτωμα πίσω μου και έπειτα νιώθω τα χέρια του να μπλέκονται στα μαλλιά μου, να τα αρπάζουν βίαια, να τυλίγονται μέσα τους και να σφίγγονται σε μια γροθιά. Με πιάνει και με γυρίζει προς το μέρος του, η λαβή του στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τα μαλλιά μου, δίνει την θέση της σε μια νέα που κλείνει γύρω απ' τον λαιμό μου, όσο ο Άσερ σκύβει από πάνω μου, ένας μαινόμενος, θεόρατος γίγαντας που μου ουρλιάζει ένα σωρό φρικτά πράγματα για όσα του έκανα, για όσα θα μου κάνει σε ανταπόδοση. Τα χέρια του σφίγγουν τον λαιμό και το σβέρκο μου και το μόνο που ακούω πια είναι το κροτάλισμα των σπονδύλων μου που τρίζουν ικετεύοντας για έλεος, όπως με σηκώνει στον αέρα πνίγοντάς με. Θέλω να του ουρλιάξω και εγώ, αλλά είναι ανέφικτο, θέλω να ελευθερωθώ αλλά είναι μάταιο. Το μόνο που μπορώ να κάνω έτσι όπως με συγκρατεί είναι να αρχίσω να συστρέφομαι, να χτυπιέμαι ανεξέλεγκτα και να κλοτσάω τον αέρα παλεύοντας να ξεγλιστρήσω από το κράτημα του. Ψυχορραγώ για ένα φρικιαστικά μακρύ διάστημα ανίκανη να δραπετεύσω, δίχως λογική ή κουράγιο. Τον κοιτάζω που με κοιτάζει και παρά τον θυμό του ένα άγριο μειδίαμα χαράζεται στα χείλη του. Του αρέσει αυτό, ο στραγγαλισμός. Είναι ο απόλυτος ορισμός της κυριαρχίας, φόνος σε αργή κίνηση. Αρχίζω να σφαδάζω, προσπαθώντας περισσότερο να ξεφύγω παρά να πολεμήσω. Ο χρόνος μου εξαντλείται, το απόθεμα οξυγόνου μέσα μου στερεύει επικίνδυνα, οι παλμοί μου βροντούν σαν κεραυνοί στους κροτάφους μου και η όρασή μου θολώνει και αρχίζει να σβήνει.

Πεθαίνω, σκέφτομαι με δέος. Πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω...

Όμως δεν μπορώ να πεθάνω! Όχι έτσι! Όχι ακόμα! Και σίγουρα όχι αμαχητί!

Η συνειδητοποίηση κάνει ξαφνικά την αδρεναλίνη μου που είχε προσωρινά χαθεί, να επανέλθει δριμύτερη, να εκτιναχτεί στα ύψη σαν ρουκέτα. Ο φόβος μού ουρλιάζει, αλλά η εκπαίδευση μου παίρνει τα ηνία και μου δείχνει τι πρέπει να κάνω για να αποδράσω. Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο από τα Μαθήματα Φόνων, θυμάμαι τον Ζίρο να μου λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να ξεφύγω από μια λαβή στον λαιμό μου είναι να φέρω τους λυγισμένους μου αγκώνες πάνω από τον πήχη του ατόμου που με κρατάει και να τον σπρώξω προς τα κάτω, έως ότου υποχωρήσει. Κι έτσι, το κάνω. Κάνω αυτό που με δίδαξε. Και απελευθερώνομαι.

Εντούτοις, ο Άσερ δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια του. Θέλει εκδίκηση και δεν θα ησυχάσει μέχρι να την έχει. Με αρπάζει ξανά από τους ώμους και αυτή τη φορά με στέλνει σαν πάνινη κούκλα πάνω στο στρώμα του κρεβατιού του. Πέφτω χάμω με τόση ορμή που κάμποσες από τις τάβλες που το συγκρατούν ακούγονται να σπάνε επιτόπου. Βάζω στοίχημα ότι οι περισσότερες τσακίζουν σε πάνω από ένα κομμάτια.

Χωρίς να χάσει άλλο από τον πολύτιμο χρόνο του, χωρίς να χαραμίσει άλλη μια από τις ύστατες στιγμές του, ο Άσερ σπεύδει προς το πλαϊνό του κρεβατιού και γέρνει από πάνω μου. Αυτό δεν είναι καλό! Τον βλέπω να πλησιάζει ξανά και θυμάμαι ότι πρέπει να τον κρατήσω σε απόσταση. Αρχίζω να κλωτσάω τα σκεπάσματα προσπαθώντας να συρθώ όσο το δυνατόν πιο μακριά του, αλλά γρήγορα τα μακριά του δάχτυλα φυλακίζουν σφιχτά τους αστραγάλους μου και με τραβάει. Η απελπισία μου μπλέκεται με το αξεδιάλυτο κουβάρι από πανικό και σύγχυση που με διακατέχουν. Πάνω απ' όλα, όμως, αυτή που υπερισχύει είναι η ανάγκη να ελευθερωθώ, να επιβιώσω, να συνεχίσω να υφίσταμαι όταν ο Άσερ πάψει. Δεν μπορώ να τον αφήσω επ ουδενί να πάρει ξανά το επάνω χέρι στην αναμέτρησή μας. Τον νιώθω να με σέρνει ακατάπαυστα επάνω στο στρώμα κρατώντας επίμονα τους αστραγάλους μου και γνωρίζοντας ότι πρέπει να δράσω άμεσα, καταφεύγω στο πρώτο πράγμα που μου περνάει απ' το μυαλό: Κλωτσάω μανιασμένα τινάζοντας τα πόδια μου εδώ κι εκεί, ώσπου ο αριστερός μου αστράγαλος γλιστράει από το χέρι του. Μόλις το κατορθώνω αυτό νιώθω να παίρνω τα πάνω μου και αμέσως η πατούσα μου συγκρούεται με τη μύτη του. Το κεφάλι του τινάζεται προς τα πίσω και ένα πηχτό, βαθυκόκκινο υγρό πιτσιλίζει το στρώμα και τον άσπρο τοίχο.

Ένα υπόκωφο μουγκρητό βγαίνει απ' το λαρύγγι του και παραπατάει λίγο. Μέχρι να ανακτήσει την ισορροπία του, εγώ γυρίζω μπρούμυτα και πηδάω από την άκρη του κρεβατιού. Ξοδεύω μόνο μια στιγμή μένοντας ζαρωμένη εκεί, στα πόδια μου, πασχίζοντας να πάρω ανάσα και να καταλαγιάσω τον πανικό των πνευμόνων μου. Μετά στηρίζομαι στο τετράγωνο κομοδίνο και σηκώνομαι με κόπο, θέλοντας να απομακρυνθώ εγκαίρως για να αποφύγω την επόμενη επέλαση του Άσερ.

Απ' το λαιμό μου ξεφεύγει μια κραυγή όταν παραπατάω προς τα πίσω, σκοντάφτω και πέφτω τη στιγμή που ο Άσερ μου επιτίθεται ξανά. Κυλάω στο πλάι και του ξεφεύγω για ελάχιστα εκατοστά. Μετά τρέχω βιαστικά για μια ακόμη φορά προς το μαχαίρι και την έξοδο, αλλά ο Άσερ ακόμη κι αιμόφυρτος είναι πολύ ψηλότερος από ότι εγώ, κι άρα πολύ πιο γρήγορος. Πηδάει στον αέρα και προσγειώνεται μπροστά μου, φράζοντάς μου τον μοναδικό δρόμο προς την σωτηρία.

«Το 'βάλες για κάπου;», συρίζει όλο μένος. Έτσι όπως στέκει εμπρός μου μου απαγορεύει να φτάσω το όπλο μου, να βγω στον διάδρομο ή να ζητήσω βοήθεια από τους άλλους τρόφιμους. Είναι πια ξεκάθαρο ότι αυτή που είναι παγιδευμένη είμαι εγώ.

«Ναι...», αντιμιλάω ασθμαίνοντας. «Λέω να πάω ν' αλλάξω λάδια στο αμάξι μου».

Σαν να μην του 'χω απαντήσει ειρωνικά, αλλά να τον έχω εκλιπαρήσει άκρως ρεαλιστικά να μου ανοίξει τον δρόμο, ο Άσερ γαβγίζει μ' ένα τραχύ: «Δεν το νομίζω», και αρχίζει να με πλησιάζει ξανά.

Υπό την συντριπτική επίγνωση του ότι δεν έχω πια την δύναμη, μήτε τα μέσα για να το αναχαιτίσω, οπισθοχωρώ και πάλι προς το βάθος του κοιτώνα 51. Απομακρύνομαι με την όπισθεν, συγκρατώντας τα μάτια μου επάνω του, υπερβολικά φοβισμένη για να αποστρέψω το βλέμμα μου. Κάποια, όμως, στιγμή αναγκάζομαι να το κάνω, να στραφώ κάπου αλλού, οπουδήποτε, σε αναζήτηση λύσης. Κοιτάζω ανήμπορη ολόγυρα και μέσα στην απόγνωση μου αρπάζω ότι βρίσκω μπροστά μου που μπορεί να φανεί χρήσιμο. Ένα πήλινο τασάκι βρίσκεται στην τρεμάμενη παλάμη μου και λες και είναι κάποιου είδους φρίσμπυ το εκσφενδονίζω κατά πάνω του. Ο Άσερ σκύβει εγκαίρως για να το αποφεύγει κι έτσι αυτό συνεχίζει την τρελή τροχιά του στον αέρα έως ότου συγκρούεται με τον τοίχο από πίσω και εκρήγνυται σε ένα σύννεφο από κονιορτοποιημένο πηλό. Σειρά έχει μια σιδερένια μολυβοθήκη που εξακοντίζω εναντίον του, ένα βάζο, μια ξύλινη κορνίζα και τέλος η βαριά συσκευή του PlayStation. Η κονσόλα τον χτυπάει στη μέση του κορμού και έπειτα πέφτει στο πάτωμα με έναν κούφιο γδούπο. Ο Άσερ δεν δείχνει να το προσέχει καν. Υπό διαφορετικές συνθήκες μια σπασμένη παιχνιδοκονσόλα θα ήταν μεγάλο πρόβλημα, στην προκειμένη, όμως, επισκιάζεται εντελώς από μια άλλη απώλεια: ένα αχρηστευμένο νεφρό.

Ο Άσερ βγάζει έναν διαπεραστικό βρυχηθμό, έναν απίστευτα τραχύ και εκκωφαντικό ήχο ανάμεσα σε γέλιο και γρύλισμα και μου ορμάει ξανά. Πέφτει πάνω μου με όλη την ορμή ενός πολιορκητικού κριού και σωριαζόμαστε μεμιάς στο πάτωμα, ανάμεσα σε θραύσματα και σπασμένα κομμάτια από όλα τα πράγματα που διαλύθηκαν προηγουμένως. Αναρωτιέμαι τι θα σπάσει πάνω σε αυτό το δάπεδο στη συνέχεια, ένα οστό ίσως...;

Ο Άσερ βρίσκεται ξαφνικά από πάνω μου και προσπαθεί να μου επιβληθεί καρφώνοντας το κορμί μου κάτω, παγιδεύοντας τα άκρα μου με τα δικά του, ακινητοποιώντας με. Φέρω λυσσαλέα αντίσταση, την οποία ομολογουμένως δεν περίμενε, δεν περίμενε να του το κάνω τόσο δύσκολο, όχι εγώ, όχι εκείνο το κορίτσι που είχε καταληφθεί από αδράνεια όσο την ατίμαζε σε ένα σκοτεινό υπόγειο.

Παλεύω με όλο μου το είναι, τον αντικρούω και τον χτυπάω με ασίγαστη μανία ελπίζοντας πραγματικά να μπορέσω να τον λαβώσω κάπου όπου θα τον πονέσω. Ωστόσο, παλεύει και εκείνος, με ξυλοκοπάει αλύπητα και γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι δεν θα μπορέσω να αντέξω πολλά περισσότερα ευθεία χτυπήματα. Αυτό παραμένει υπέρ μου, όμως, επειδή ο Άσερ δεν περίμενε να μείνω όρθια για τόσο πολύ, περίμενε να πέσω κάτω με το πρώτο χτύπημα, αλλά τον έχω διαψεύσει. Δεν είμαι ένα αδύναμο πλάσμα, ούτε σωματικά, ούτε ψυχικά. Είμαι μια αντάξια αντίπαλος.

Τι μπορώ να κάνω; Τι μπορώ να του κάνω; αναρωτιέμαι ακατάπαυστα. Τι είναι το χειρότερο που μπορώ να του κάνω; Τα χέρια μου τυλίγονται γύρω από την μέση του και δοκιμάζω να τον σπρώξω ή να τσουλήσω κάπως το κορμί του στο πλάι για να βρεθώ από πάνω, η προσπάθεια, όμως, αποβαίνει ατελέσφορη. Αναμενόμενο. Ο Άσερ παραείναι βαρύς και δυσκίνητος για εμένα, ένα συντριπτικό, αμετακίνητο φορτίο που με πλακώνει. Δεν μπορώ να τον σηκώσω. Οι μυς μου καίνε από την υπερπροσπάθεια και αρχίζουν παραπαίουν, στο τέλος τα παρατάω. Τα χέρια μου γλιστράνε από γύρω του, καθώς όμως το κάνουν ακουμπάνε κάτι ζεστό και υγρό στην μια του πλευρά: μια βαθιά οπή που στάζει αίμα, μια χαίνουσα πληγή χαμηλά, στην βάση της πλάτης του. Και τότε, κάνω το αδιανόητο: Δεν απομακρύνω αηδιασμένη το χέρι μου, αλλά το κατευθύνω ακριβώς εκεί! Τα δάχτυλά μου χωρίζουν την κομμένη στα δυο σάρκα, παραμερίζουν τους κατακρεουργημένους μυς και χώνονται ανάμεσά τους, μέσα σε μια καυτή, υγρή και γλοιώδη κοιλότητα όλο αίμα, κόκαλα και σπλάχνα. Νομίζω πως πιάνω κάτι, ένα όργανο μεγάλο όσο και η παλάμη μου που κλείνει γύρω του. Πιέζω τον εαυτό μου να μην αποτραβηχτεί, εκτός κι αν το τραβήξει μαζί του. Το αρπάζω σφιχτά και το συστρέφω δοκιμάζοντας να το ξεριζώσω λες και είναι το καλώδιο μιας ξεχαρβαλωμένης πρίζας. Δεν είναι καθόλου εύκολο για τους εξής λόγους:

Α) Το λίπος που το περιβάλει το κάνει εξαιρετικά γλιστερό.

Β) Οι μυϊκοί ιστοί και τα αγγεία που συνδέονται μαζί του το συγκρατούν επίμονα.

Γ) Ανακατεύομαι. Δεν είμαι σίγουρη εάν μπορώ να συνεχίσω αυτό το ασύλληπτα αποτρόπαιο έργο μου. Όλα έχουν τα όρια τους. Κάποτε αρρώσταινα αν έβλεπα να σφάζουν ακόμα και κοτόπουλο, ενώ τώρα επιχειρώ να βγάλω το νεφρό κάποιου από το ολοζώντανο σώμα του.

Δ) Ο Άσερ αντιστέκεται. Βάζω στοίχημα ότι δεν περίμενε αυτή την μικρή κίνηση. Ολόκληρο το κορμί του τρεμουλιάζει και σπαρταράει και κραυγάζει δυνατά με μια φωνή που ακούγεται λες και κατρακυλούν βράχια από έναν γκρεμό. Αποφασίζει να μετακινηθεί, να αλλάξει την στάση του έτσι ώστε να απομακρύνει τα τρωτά του σημεία από εμένα και τις διαστροφικές ιδέες μου. Σκαρφαλώνει επάνω μου, κάθεται στον κορμό μου με τέτοιο τρόπο ώστε να πιέζει το διάφραγμα μου και να παγιδεύει τα χέρια μου κάτω από τα πόδια του. Σκύβει μπροστά, πλησιάζοντας το πρόσωπό του στο δικό μου και γρυλίζει το εξής: «Τι... στο... διάολο... νομίζεις... πώς... κάνεις;»

«Άντε πάλι...», κάνω άκεφα σε απάντηση, αν και κάθε πρότερη προσπάθεια να ακουστώ σαρκαστική με έχει πλέον εγκαταλείψει, μαζί με τις δυνάμεις και τις αντοχές μου. Τώρα ακούγομαι απλά εξουθενωμένη. Και είμαι. Τινάζομαι για μια ακόμη φορά από κάτω του, σαν ψάρι έξω απ' το νερό, μα δεν μπορώ να δραπετεύσω, ούτε να κουνηθώ, ούτε να ανασάνω μπορώ.

«Είσαι τελείως... τρελή», με κατηγορεί βαρυγκωμώντας. «Είσαι τελείως τρελή, γαμώτο!»

«Αυτό δεν θα έπρεπε να σε εκπλήσσει», στριγκλίζω. «Μετά από όλα όσα έχω περάσει είναι φυσικό και επόμενο να 'χω χάσει το γαμημένο το μυαλό μου!»

«Ω, δεν το 'χεις χάσει ακόμα...», διαφωνεί. Οι μεγάλες παλάμες του σφίγγονται γύρω απ' το κεφάλι μου και το σηκώνει μερικά εκατοστά από το πάτωμα. «Θα το χάσεις όμως», συμπληρώνει με νόημα. Μετά το κοπανάει πάλι πίσω. Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση ξανά και ξανά χτυπώντας με αλλεπάλληλα στο παγωμένο πάτωμα. Αυτός ο πόνος δεν μοιάζει με κανέναν από αυτούς που βίωνα πριν, τώρα είναι λες και όλη η ισχύς και εκείνη τρομερή δολοφονική δύναμη που επιστρατεύει ο Άσερ, απλώνονται μέσα μου για να τραντάξουν όλο μου το είναι. Μαύρα αστέρια ανθίζουν και χορεύουν μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορώ να πάρω αρκετό αέρα στα πνευμόνια μου. 

Παράλληλα, τα χτυπήματα γίνονται ολοένα και σφοδρότερα και φοβάμαι. Φοβάμαι ότι από στιγμή σε στιγμή θα ακούσω το κεφάλι μου να ανοίγει σαν σπασμένο αυγό και από μέσα θα ξεχυθούν τα μυαλά μου και θα σκορπίσουν πάνω στο πάτωμα. Και πράγματι, κάτι ακούω. Δεν είναι όμως ο ήχος της θραύσης του κρανιακού μου οστού, αλλά ένα διαφορετικό είδος σπασίματος. Με ένα –ταπ!- το κολιέ μου συγκρούεται με το σκληρό δάπεδο, το νήμα που το συγκρατεί ενωμένο σπάει και μια αστραφτερή βροχή από μαργαριτάρια ραίνει τον χώρο ολόγυρα.

Ο εκτυφλωτικός τρόπος που οι μικρές ιριδίζουσες χάντρες φυλακίζουν κι αντανακλούν το φως της σελήνης όπως χοροπηδούν στον αέρα γύρω μας, είναι το ερέθισμα που χρειάζομαι για να ξυπνήσω, να διώξω την αποχαύνωση μου και να μπορέσω να επανέλθω στο εδώ και το τώρα, στον κοιτώνα με το νούμερο 51 που έχει πια μεταμορφωθεί σε ένα ανηλεές πεδίο μάχης.

Την επόμενη φορά που ο Άσερ ανασηκώνει το κεφάλι μου για να το συνθλίψει στο μάρμαρο βάζει όλη του την δύναμη και αυτό τον κάνει να ανασηκωθεί λιγάκι προς τα μπροστά και να πάψει να πιέζει τόσο ασφυκτικά το σώμα μου. Το ένα μου χέρι κατορθώνει να ξετρυπώσει από κάτω του και να ελευθερωθεί. Πέφτει στο πλάι και αρχίζει να πασπατεύει ξέφρενα το πάτωμα και όλα όσα βρίσκονται επάνω του, ψάχνοντας για κάτι, ένα κομμάτι γυαλιού ή ένα αιχμηρό θραύσμα, αλλά το μόνο που βρίσκει είναι χάντρες, άκακες μικρές χάντρες. Μέχρι που φανερώνεται και κάτι άλλο. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μικροσκοπικό κομματάκι καμπυλωτού σίδερου σε σχήμα S, σαν γάντζος ή αγκίστρι. Είναι το κούμπωμα του μαργαριταρένιου κολιέ που μου χάρισε ο Ζίρο! Τα τρεμάμενα δάχτυλά μου το περιεργάζονται για μια στιγμή, ψηλαφούν το ασυνήθιστο σχήμα του και έπειτα το βουτάνε και το κατευθύνουν ενάντια στο πρόσωπο του εχθρού μου. Είναι ένα μικροσκοπικό πραγματάκι κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φανώ έξτρα δημιουργική εάν θέλω να το χρησιμοποιήσω ως καταστροφικό όπλο. Χώνω την μικρή, καμπυλωτή του άκρη στο μάτι του Άσερ και αγκιστρώνω με δαύτην το βλέφαρό του. Μετά το τραβάω και το βλέπω να σκίζεται στα δύο. Παρακολουθώ τον Άσερ να τυφλώνεται μέσα σε μια στιγμή. Ουρλιάζει και πέφτει στο πλάι χουφτώνοντας την αιμόφυρτη περιοχή του ματιού και του βλεφάρου του.

Επιστρατεύοντας όση δύναμη έχει απομείνει στο μισοαναίσθητο κορμί μου, σηκώνομαι. Πηγαίνω παραπαίοντας προς την άκρη του δωματίου και πιάνω το μαχαίρι μου. Όταν στρίβω ξανά για να πλησιάσω τον αντίπαλό μου, και να τον αποτελειώσω, βλέπω ότι με έχει προλάβει. Έχει έρθει από πίσω μου μοιάζοντας σαν ένας εφιαλτικός, ημίτυφλος πειρατής σε αμόκ. Κάνει να με πιάσει, αλλά είναι ήδη πολύ αργά.

Υψώνω για μια τελευταία φορά το μαχαίρι μου και το καρφώνω στον λαιμό του. Του δίνω ένα καθαρό χτύπημα που δεν αφήνει κανένα σημάδι, έως ότου λίγες στιγμές αργότερα τραβώ το χέρι μου πίσω και μαζί του και την πορφυροβαμμένη μου λεπίδα. Από την κενή οριζόντια οπή στον λαιμό του αρχίζει να τρέχει ένας σκοτεινός πίδακας αίματος. Τα μάτια του Άσερ γουρλώνουν από μια γεμάτη σοκ δυσπιστία. Το σώμα του τρέμει, και κάθε φορά που πάει να πάρει ανάσα δεν εκπνέει διοξείδιο του άνθρακα, αλλά αίμα. Ύστερα από δυο αποτυχημένες ανάσες, πέφτει στο πάτωμα μπροστά στα πόδια μου, χαμερπής όσο ένα ζωύφιο.


Τα χέρια μου τρέμουν... Τα χέρια μου είναι καλυμμένα με ένα κατακόκκινο υγρό, φρέσκο και ζεστό και κολλώδες... Τα χέρια μου τρέμουν... Το υγρό καλύπτει τα χέρια μου, κάνοντάς τα να μοιάζουν με αιμάτινα γάντια. Αίμα. Αυτό είναι, αίμα. Τα χέρια μου τρέμουν... και είναι καλυμμένα με αίμα...

Δεν ξέρω γιατί νιώθω την ανάγκη να το επαναλάβω τόσες φορές αυτό στον εαυτό μου για να το εμπεδώσει. Κατά την φρενίτιδα της μάχης ένιωθα να τα αντιλαμβάνομαι όλα στο έπακρο. Ο τρόμος αντί να με παραλύσει με κρατούσε σε εγρήγορση και μου προκαλούσε υπερδιέγερση. Τώρα όμως αρχίζω να σοκάρομαι ετεροχρονισμένα με την αποψινή έκβαση. Δεν θα μπορούσα να την φανταστώ διαφορετική, αλλά δεν μπορώ και να πιστέψω ότι κατέληξαν έτσι τα πράγματα. Παραείναι... καλό για να είναι αληθινό. Είναι όμως!

Όσο απρόσμενο κι αν μοιάζει, όσο απίστευτο κι αδιανόητο κι αν φαίνεται, ακόμη και σε εμένα την ίδια, το έκανα. Τελικά το έκανα, αντεπιτέθηκα. Έχυσα το αίμα των εχθρών μου. Ή τουλάχιστον, ενός εξ' αυτών.

Αποτραβώ το σοκαρισμένο μου βλέμμα από τις αιματοβαμμένες μου παλάμες και επικεντρώνομαι σε κάτι άλλο. Ο Άσερ Πίτερσον αιμορραγεί ακόμη, καθώς είναι πεσμένος στο πάτωμα μπροστά στα πόδια μου. Αγωνίζεται, χτυπιέται και σπαρταράει σαν το ψάρι έξω από το νερό, ενώ ασθμαίνει όλο και πιο έντονα, όλο και πιο νευρασθενικά, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει.

Μα φυσικά! συνειδητοποιώ, όταν αποτινάσω επιτέλους τον τυφλό πανικό που σαν μαντήλι έχει σκεπάσει τα μάτια μου. Φυσικά και δεν μπορεί να πάρει ανάσα, Άντρι, κοίταξέ τον! Το αναθεματισμένο το μαχαίρι έχει καρφωθεί στην καρωτίδα του, έχει ξεσκίσει την αναπνευστική του οδό. Δεν θα ανασάνει ποτέ ξανά... Ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ποτέ ξανά... Ετούτη η συνειδητοποίηση είναι στοιχειωτική κι αναπότρεπτη, είναι όμως και τρομερά ανακουφιστική με τον δικό της τρόπο. Μόλις έκοψα τον λαιμό του Άσερ Πίτερσον, ενός ανεγκέφαλου κτήνους, ενός Αθληταρά βιαστή-τραμπούκου, και τώρα στέκομαι από πάνω του και τον παρακολουθώ ν' αργοπεθαίνει, να παραδίδεται στον βίαιο και μαρτυρικό θάνατο που του αξίζει.

Και δεν αισθάνομαι ενοχές ή τύψεις.

Αισθάνομαι ότι απάλλαξα τον κόσμο από ένα αβάσταχτο κακό.

«Το ήξερα ότι δεν θα με απογοήτευες», λέει ο Ζίρο που στέκεται στα δεξιά μου. Το χέρι του σφίγγει τον ώμο μου, θαρρείς για να με σταθεροποιήσει, να με κρατήσει όρθια. Τα μαύρα μάτια του, όμως, δεν με κοιτάζουν. Είναι καρφωμένα στον μισοπεθαμένο Άσερ και τον ατενίζουν σταθερά, παρατεταμένα, με εκστατική χαρά. «Το ήξερα ότι μπορείς να το κάνεις!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top