Κεφάλαιο 1: Οι στάχτες μου γίνονται ατσάλι
Όλη την επόμενη εβδομάδα μετά την χειροδικία ενάντια στον Κάι είμαι αφηρημένη. Στην τάξη, περνώ σαν να επιπλέω από το ένα μάθημα στο άλλο, παρακολουθώ αναγκαστικά τον Λοκ, την Άρτερτον και όλους τους άλλους καθηγητές, αλλά μετά βίας κρατώ σημειώσεις. Τα διαλείμματα τα ξοδεύω στις πιο απόμερες και σκιερές γωνίες του προαυλίου, μόνη μου. Στην τραπεζαρία, κάνω το ίδιο, επιλέγω κάποιο άδειο τραπέζι και κάθομαι για να σκαλίσω βαριεστημένα μια μερίδα φαγητού που δείχνει ραδιενεργή.
Τίποτα δεν κατορθώνει να τραβήξει ή να διατηρήσει το ενδιαφέρον μου, καμία είδηση, κανένας τρόφιμος, καμία εξέλιξη, τίποτα. Διότι η ζωή εντός του ιδρύματος μπορεί να κυλάει, μα εγώ έχω μείνει στάσιμη. Σκόπιμα. Δεν θέλω να πάω παρακάτω, αφού το σημείο στο οποίο βρίσκομαι τώρα είναι το πιο συγκλονιστικό ολόκληρης της ζωής μου. Βιώνω τον προσωπικό μου Διαφωτισμό. Έχω πιάσει τέλμα, κι όμως αισθάνομαι ότι έχω αγγίξει την κορυφή. Το σώμα μου είναι βεβηλωμένο, αλλά την ίδια στιγμή το πνεύμα μου αναγεννιέται. Είμαι εγώ και παράλληλα δεν είμαι εγώ, επειδή το εγώ μου μετουσιώνεται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα σε κάτι νέο. Διαφορετικό.
Η μεταστροφή της ιδεολογία μου, βέβαια, δεν είναι αρκετή προκειμένου να πραγματοποιήσω τον στόχο μου: Να εξαλείψω τους Αθληταράδες από προσώπου γης και μέσω του αφανισμού τους να επιτρέψω σε όλα τα δύσμοιρα θύματά τους να γνωρίσουν την γαλήνη. Δεν είμαι έτοιμη ακόμη κι αυτό συμβαίνει επειδή το μυαλό μου έχει γίνει ένα όπλο, αλλά όχι και το σώμα μου. Η Αντριάννα Βάλενταϊν που αντικρίζω κάθε πρωί στον καθρέφτη μου, είναι η ίδια Αντριάννα που ήταν πάντα, μια ισχνή, πελιδνή, αδύναμη φιγούρα με ανάκατα καστανά μαλλιά, μωλωπισμένα μπράτσα, γδαρμένα γόνατα και δύο τρομαγμένα, ελαφίσια μάτια.
Δεν σε πείθει ότι είναι κάποια αφοπλιστική εκδικήτρια. Σε πείθει ότι είναι κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο. Έτσι, εδώ και λίγες μέρες έχω επιδοθεί σε έναν πιο σπαρτιατικό τρόπο ζωής, προκειμένου να σκληραγωγηθώ για να ενσαρκώσω επάξια τον ρόλο που μου έλαχε να παίξω. Προσπαθώ ν' αποκόψω μια και καλή τον εαυτό μου από τον πρότερο καθιστικό μου βίο και να αρχίσω να αντιμετωπίζω το κάθε τι ως μια ευπρόσδεκτη σωματική πρόκληση. Η κάσα της πόρτας στον κοιτώνα 41 μου χρησιμεύει πλέον ως λαβή από την οποία γαντζώνομαι σφιχτά για να κάνω έλξεις. Το έδαφος του παραμελημένου γηπέδου έχει μεταμορφωθεί σε στρώμα για πουσάπς και όλα τα χαλικόστρωτα δρομάκια που το περιβάλλουν αποτελούν τώρα διαδρόμους για τζόκινγκ και μονοπάτια για τρέξιμο. Οι κουβάδες που μένουν παρατημένοι στο προαύλιο, ύστερα από κάθε αγγαρεία των τροφίμων φαντάζουν σαν τα ιδανικά βαράκια στα μάτια της φαντασίας μου και τα ξεσκισμένα μαξιλάρια του κρεβατιού εκτελούν πια χρέη σάκου του μποξ.
Το παραδέχομαι, δεν είναι εύκολο να επιζητάς την εξουθενωτική σωματική άσκηση, ιδίως έτσι ξαφνικά. Είναι πολύ ζόρικο να πέφτεις, να γυρίζεις τον αστράγαλο σου από τις τρικλοποδιές που σου βάζουν οι ρίζες των δέντρων, αλλά να πρέπει να σηκωθείς και να συνεχίσεις την επόμενη στιγμή. Είναι αντίξοο να ματώνουν οι κλειδώσεις των δαχτύλων σου από τις γροθιές που ρίχνεις σε κάθε επιφάνεια, αλλά να ξέρεις ότι πρέπει να συνεχίσεις να γρονθοκοπείς. Είναι ακραίο να τρέχεις, να τρέχεις, να τρέχεις έως ότου το αίμα σφυροκοπάει αλύπητα τα μηλίγγια σου, οι πνεύμονες σου σε απειλούν με έκρηξη και όλοι οι μύες σου φλέγονται από το γαλακτικό οξύ.
Εντούτοις, όταν βρίσκεσαι στην θέση μου, είναι ακόμα δυσκολότερο να τα παρατήσεις.
Επειδή έχεις αναλάβει μια αποστολή που κάνει κάθε κόπο να μοιάζει ελάχιστος, ασήμαντος και μηδαμινός.
Την αποστολή να αποδώσεις δικαιοσύνη.
Με κάθε τρόπο.
✖
Είναι το βράδυ της Παρασκευής όταν γυρίζω πίσω στον κοιτώνα μου ύστερα από ένα εξουθενωτικό τρίωρο εντατικής γυμναστικής. Διασχίζω βιαστικά τον φαρδύ διάδρομο που ενώνει το κοινόχρηστο μπάνιο με τα δωμάτια των κοιτώνων, αφήνοντας πίσω μου ένα μονοπάτι από υγρά ίχνη, αποτυπώματα από τα βρεγμένα μου πέλματα. Παράλληλα ραίνω το πάτωμα με στάλες νερού που ξεγλιστράνε απ' τα μαλλιά μου. Προσπαθώ να το αποφύγω, αλλά έχω μουσκέψει τα πάντα στο διάβα μου, δεν φταίω όμως εγώ. Κατά βάθος κατηγορώ την υποτονική τρόφιμο που δουλεύει στο πλυσταριό. Ακόμη δεν μου έχει επιστρέψει την ολόσωμη πετσέτα μου.
Βυθισμένη σε αυτές τις σκέψεις περί άχρηστης πλύστρας φτάνω μπροστά από τον κοιτώνα με τον αριθμό 41. Αν και μου προκαλούν έναν μικρό εκνευρισμό, οι σκέψεις αυτές αποτελούν ένα συμπαθητικό διάλειμμα, μια πνοή κανονικότητας από τις συνήθεις σκέψεις που κάνω τελευταία. Σκέφτομαι γκιλοτίνες και αποκεφαλισμένα πτώματα, οργανώνω ενέδρες, πλάθω κινήσεις μάχης...
Νομίζω ότι όλο αυτό με αρρωσταίνει. Ωστόσο, το πιο αρρωστημένο είναι που του επιτρέπω να με αρρωστήσει, δεν το σταματώ. Δεν επιθυμώ να σταματήσω την ψυχική σήψη. Την απολαμβάνω. Καίγομαι, μα οι στάχτες μου γίνονται αστάλι.
Ξεκλειδώνοντας, ακουμπώ το χέρι μου στην ταλαιπωρημένη επιφάνεια της πόρτας και εκείνη υποχωρεί ανοίγοντας. Μέσα το δωμάτιο μου είναι θεοσκότεινο, όπως το άφησα, μα καθώς εισέρχομαι στο εσωτερικό του αντιλαμβάνομαι αυτοστιγμεί πως κάτι δεν πάει καλά.
Τα λιγοστά έπιπλα του χώρου βρίσκονται στην θέση τους με μια και μοναδική εξαίρεση: Οι γκρίζες κουρτίνες μπροστά από το καγκελόφραχτο παράθυρο στον απέναντι τοίχο έχουν τραβηχτεί στο πλάι. Θυμάμαι ότι φεύγοντας τις έκλεισα, πάντοτε τις κλείνω. Παρόλα αυτά κάποιος τις έχει παραμερίσει, και το χλωμό φεγγαρόφωτο εισέρχεται τώρα μέσα στο δωμάτιο σαν μια βροχή από ασημένιες βελόνες.
Αυτός ο μυστηριώδης κάποιος στέκεται σιωπηλά στο τετράγωνο κομμάτι του φεγγαρόφωτος. Από το σκοτεινό του περίγραμμα βλέπω πως πρόκειται για ένα αγόρι.
Μπορεί να 'ναι ο Γκρίφιν; αναρωτιέμαι και η καρδιά μου χάνει έναν κτύπο, ή ο Μαρκ ή ο Πιτ ή ο Άσερ;
Η ενστικτώδης κίνησή μου είναι να τραπώ σε φυγή, αλλά την κατανικώ και παραμένω εμβρόντητη στο κατώφλι. Εάν θέλω να φέρω εις πέρας την αποστολή μου, δεν μπορώ να το βάλω στα πόδια. Ποτέ ξανά.
«Π-ποιος είναι 'κει;», ρωτάω, ενώ το χέρι μου ψηλαφεί τον πλαϊνό τοίχο, αναζητώντας στα τυφλά τον διακόπτη του φωτός.
Στις στιγμές που παρεμβάλλονται έως ότου αποκατασταθεί η φωτεινότητα του χώρου, προσέχω ότι η σιλουέτα που στέκεται με την πλάτη γυρισμένη προς τα μένα ανήκει σε κάποιον ψηλό, ψηλότερο από τον Γκρίφιν και τα τσιράκια του, και συνάμα γεροδεμένο αλλά πολύ λεπτότερο από αυτούς.
Το αγόρι είναι ντυμένο στα μαύρα, αλλά κάτω από τα κοντά μανίκια και το κολάρο της μπλούζας του μπορώ να δω να εξαφανίζονται οι στριφογυριστές άκρες των σκούρων του τατουάζ, μελανών σχεδίων που αναπαριστούν μυς και κόκαλα και αναρριχώνται ως το γυμνό του κρανίο.
«Ζίρο...», συνειδητοποιώ μ' έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
Ειδωθήκαμε για τελευταία φορά στο αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις, όπου σταθήκαμε στο πλάι του ράντζου της αναίσθητης Ντόνοβαν και είδαμε από κοινού να αναφύονται τα ερωτήματα: Γιατί δεν δέχομαι τον Ζίρο; Γιατί απαρνιέμαι συνεχώς εκείνον και τις ιδέες του; Γιατί αντί να διευκολύνω το σχέδιο εγώ θέτω ως τροχοπέδη την αδράνεια μου;
Η απάντηση αυτών των ερωτημάτων ήταν μάλλον... σύνθετη. Παρόλα αυτά, ο Ζεέρνεμποχ κατέληξε στο ότι φταίει η επιμονή του, ο μανιώδης ζήλος με τον οποίο με προτρέπει να συμμαχήσω μαζί του, ξανά και ξανά και ξανά. Έτσι, αποφάσισε να με αφήσει, να μου δώσει χώρο και χρόνο για να συσκεφθώ με τον εαυτό μου, να σκεφτώ, μόνη.
Και να αποφασίσω.
Πράγμα που έκανα.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς λειτουργεί η όλη φάση με το στοίχειωμα, υποθέτω όμως ότι τα φαντάσματα μπορούν να σε στοιχειώσουν είτε το θέλεις, είτε όχι. Έτσι δεν γίνεται και στις ταινίες; Βρίσκεσαι δεμένος με κάτι... υπερφυσικό, χωρίς να μπορείς να κατανοήσεις πλήρως πώς ή γιατί.
Στην περίπτωση του, όμως, ο Ζίρο δεν μου επέβαλλε την παρουσία του δια της βίας, αλλά με άφησε να επιλέξω. Να επιλέξω εάν θα τον διώξω ή εάν θα του επιτρέψω να παρασιτεί μες στην τρελή μου καθημερινότητα.
Του το επιτρέπω, λοιπόν.
Αμετάκλητα.
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη, αλλά πιστεύω ότι εκείνο το τελευταίο βράδυ στο αναρρωτήριο επισφράγισα κάπως την συμφωνία μας.
Η στιγμή που έμεινα μόνη με την σιωπή κι αναλογίστηκα ποια θα είμαι εάν σταθώ άπραγη και ποια θα είμαι εάν αρχίσω να μάχομαι, ήταν το σημείο καμπής. Μετά από εκείνη την στιγμή κάτι άλλαξε για πάντα. Το διαισθάνθηκα τότε κι εξακολουθώ να το κάνω. Προφανώς κι ο Ζίρο το διαισθάνθηκε, γιαυτό ήρθε να με βρει.
«Η συμμαχία μας επικυρώθηκε», λέει επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου.
«Πράγματι», αποκρίνομαι λιτά.
«Ωραία», ξαναλέει κι ακούγεται ειλικρινά ικανοποιημένος. Μέχρι στιγμής στεκόταν καρτερικά μπροστά στο νοτισμένο τζάμι, έχοντας την πλάτη του στραμμένη προς το μέρος μου, ενώ τα χέρια του κρατούσαν παράμερα τις υφασμάτινες άκρες της κουρτίνας για να κατοπτεύει, θαρρείς, τον προαύλιο χώρο και το σκοτάδι της νύχτας απ' έξω. Τώρα, ωστόσο, αφήνει τα χέρια του να επιστρέψουν στα πλευρά τους και την κουρτίνα να επανέλθει στην αρχική της θέση.
Το φεγγαρόφως χάνεται μεμιάς κι εκείνος ανακοινώνει ότι: «Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε».
Η φωνή του αντηχεί τόσο ασφυκτικά αυτάρεσκη μέσα στην κατά τ' άλλα βουβή μαυρίλα του κοιτώνα, που μαντεύω ότι θέλει πολύ να προσθέσει: «Επιτέλους...»
«Γιατί τώρα;», απορώ. Ταυτόχρονα το χέρι μου επιστρέφει απελπισμένα στην αναζήτηση του διακόπτη. Δεν μου αρέσει το σκοτάδι, επειδή έχουν συμβεί τόσα πολλά αδιανόητα πράγματα μέσα του τελευταία. Έχω ανάγκη το φως. «Εννοώ», προσθέτω. «Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Κάποια από τις προηγούμενες ημέρες, ας πούμε. Σου έδωσα νοερά την συγκατάθεσή μου τότε, στο αναρρωτήριο, λίγες ώρες αφού με άφησες. Πάει καιρός από τότε, κοντά μια εβδομάδα... Σου έδωσα την συγκατάθεση μου κι εσύ την έλαβες», ανακεφαλαιώνω. «Γιατί άργησες τόσο να εμφανιστείς, λοιπόν;»
«Περίμενα», μουρμουρίζει.
Στα τυφλά ακούω βήματα να πλησιάζουν και καταλαβαίνω ότι ο Ζίρο έρχεται προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά ετούτη η συνειδητοποίηση κάνει τα δάχτυλα μου να χορέψουν λίγο πιο ξέφρενα επάνω στον πλαϊνό τοίχο, ν' αναζητήσουν τον διακόπτη λίγο πιο βιαστικά.
Γιατί είμαι τόσο νευρική; αναρωτιέμαι ενοχλημένη. Τι σημασία έχει αν θα προλάβω να ανάψω το φως προτού με φτάσει; Για τον Ζίρο πρόκειται... Όχι για τον Γκρίφιν. Ο Ζίρο δεν με έχει παρασύρει ποτέ σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο για να μου κάνει... πράγματα υπό την κάλυψη του θορύβου και της νύχτας. Γιατί λοιπόν αντιδρώ έτσι; Ποια είναι, τέλος πάντων, η αιτία της ανεξήγητης ταραχής μου; Μήπως έρχομαι αντιμέτωπη με κάποιο μετατραμαυτικό σοκ; Μήπως βγαίνουν στην φόρα όλες οι ανασφάλειες και τα προβλήματα εμπιστοσύνης μου;
Δεν ξέρω σε τι ακριβώς να αποδώσω τον πανικό που με διαπερνάει όπως η σφαίρα το γυαλί, μα τα θρυμματισμένα μου νεύρα αποτελούν περίτρανη απόδειξη ότι κάτι δεν πηγαίνει καθόλου καλά μαζί μου. «Τ-τι;», ψελλίζω αβέβαια. «Τι περίμενες;»
«Να δω...», ψιθυρίζει, ενώ ακούγεται από κάπου πιο κοντά.
Σφίγγω με το ένα μου χέρι την μικρή πετσέτα που κανονικά είναι για τα μαλλιά, γύρω απ' το σώμα μου. Το κομμάτι υφάσματος είναι στενό και μόλις και μετά βίας φτάνει για να καλύψει τον βρεγμένο μου κορμό. Νοερά καταριέμαι για μια ακόμη φορά την πλύστρα που σούφρωσε την ολόσωμη πετσέτα μου. Το αντιπαρέρχομαι όπως μπορώ και επιστρέφω στην συζήτηση. «Τι;», επιμένω.
«Εάν θα αλλάξεις γνώμη», ομολογεί. Την ίδια στιγμή αισθάνομαι μια αλλαγή στον αέρα επάνω απ' το κεφάλι μου, λες και κάποιος ανασαίνει το άρωμα στην κορυφή των μαλλιών μου.
Ο Ζίρο με έχει φτάσει.
«Εάν θα τα παρατήσεις», λέει επεξηγώντας, και εγώ νιώθω την αναπνοή του να μετεωρίζεται.
«Αλλά δεν το έκανα», λέω απαλά, σαν να αμύνομαι.
«Αλλά δεν το έκανες», συμφωνεί.
Νομίζω πως διακρίνω ένα ψυχρό χαμόγελο στον τόνο του, πράγμα που επιβεβαιώνεται, όταν καταφέρνω τελικά να ανάψω τον γυμνό γλόμπο που κρέμεται απ' το μουχλιασμένο ταβάνι.
Όντως υπομειδιά, μου υπομειδιά. Η γκριμάτσα του δεν με βοηθάει ώστε να νιώσω καλύτερα. Αντιθέτως νιώθω λες και βρίσκομαι αντιμέτωπη με έναν ασπρόμαυρο, ανθρωπόμορφο γάτο του Τσεσάιρ. Αινιγματικό, αψυχολόγητο και άκρως απρόβλεπτο, μ' ένα χαμόγελο που υπόσχεται ατελείωτους μπελάδες...
Πισωπατώ μερικά βήματα σαν να υποχωρώ πίσω στη ζώνη ασφαλείας μου και καθώς δεν έχω ιδέα τι έχει δει από τη ζωή μου τώρα τελευταία και τι όχι, του εξιστορώ πως: «Όχι μόνο δεν τα παράτησα, αλλά έχω αρχίσει να κάνω κάθε τι δυνατό για να προετοιμαστώ σωματικά και πνευματικά για το αιματοκύλισμα σου».
«Α, ναι...», μουρμουρίζει και το ανατριχιαστικό του χαμόγελο αντικαθίσταται από ένα ημί-ειρωνικό σούφρωμα των χειλιών του. «Σε είδα να παριστάνεις τον Ρόκι Μπαλμπόα τις προάλλες».
Ενώ το λέει αυτό ακούγεται αφηρημένος λες και η ζωή μου είναι απλώς κάποια αμφιβόλου ποιότητος τηλεοπτική εκπομπή που βλέπει όταν τα απογεύματά του γίνονται πολύ μονότονα. Το ξέρω ότι ο Ζίρο με κατασκοπεύει ανά καιρούς, πότε αποπνικτικά συχνά και πότε αραιότερα, και παρότι αναρωτιέμαι στ' αλήθεια ποια άλλα κομμάτια της ιδιωτικής μου ζωής μπορεί να περιλαμβάνει η γκεσταπίτικη του παρακολούθηση, δεν τολμώ να ρωτήσω.
«Σε είδα να κάνεις έλξεις κρεμασμένη από την κάσα της πόρτας έως ότου οι παλάμες σου γέμισαν με ακίδες απ' άκρη σ' άκρη», λέει ανερυθρίαστα. «Σε είδα επίσης να τρέχεις καταμεσής του γηπέδου, να μπουρδουκλώνεσαι σε κλαδιά και ρίζες και να γλιτώνεις μνημειωδώς από κάποια ωραιότατα διαστρέμματα αστραγάλου. Και τέλος σε είδα να δέρνεις το μαξιλάρι του κρεβατιού σου αργά τις νύχτες, σε είδα να το δέρνεις τόσο πολύ που οι αντοχές σου σε εγκατέλειπαν και σωριαζόσουν στο στρώμα, δίπλα του, έβαζες τα κλάματα, το έπαιρνες αγκαλιά, το έσφιγγες στον κόρφο σου και το κρατούσες εκεί έως ότου αποκοιμόσουν». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και στα μαύρα του μάτια τριζοβολά μια αλλόκοτη λάμψη, όπως με κοιτάζει. «Δεν ανταπεξέρχεσαι και πολύ καλά σε ρόλο άκαρδης φονικής μηχανής», καταλήγει. «Έτσι δεν είναι;»
Ακούω ένα αμυδρό τρίξιμο και χρειάζεται να ξοδέψω αρκετές στιγμές, ώσπου συνειδητοποιώ ότι εγώ είμαι που τον παράγω έτσι όπως σφίγγω τα δόντια μου μεταξύ τους. «Επειδή δεν είμαι μια άκαρδη μηχανή», αντιγυρίζω εκνευρισμένη μόλις χαλαρώνω κάπως το σαγόνι μου. «Άνθρωπος είμαι! Προσπαθώ, όμως, να βάλω τα συναισθήματά και τις ευαισθησίες μου στην άκρη, όσο δύσκολο κι εάν είναι».
Και, διάβολε, είναι όντως ζόρικο!
«Προσπαθώ...», ξαναλέω λίγο πιο σιγανά. Θεωρώ ότι ο Ζίρο οφείλει να μου αναγνωρίσει τουλάχιστον αυτό. Ότι έπαψα να αντιστέκομαι.
«Το ξέρω», αποκρίνεται και παραδόξως αποτινάσσει για πρώτη φορά ετούτη τη νύχτα τον σαρκασμό από τη φωνή του. «Η αλλαγή είναι πάντα δύσκολη και ποτέ δεν γίνεται μονομιάς. Είναι αργή, μεθοδική, εξουθενωτική. Δεν έχουν όλοι αυτό που απαιτεί».
«Εγώ το έχω», είναι η άμεση αντίδρασή μου, ίσως υπερβολικά άμεση, παιδιάστικα άμεση. «Θα το έχω».
«Και αυτό το ξέρω», συγκατανεύει εκείνος. «Έχω πεισθεί, όμως, ότι η αλλαγή που αποζητάς είναι ανούσια. Σπαταλάς τον χρόνο σου σε χαζές ασκήσεις και πολύωρη γυμναστική λες και ένα σετ γραμμωμένων κοιλιακών θα σε βοηθήσει να αποκαταστήσεις την δικαιοσύνη στο Ντέιβις Πλέις. Μάντεψε. Δεν θα βοηθήσει».
Τα χείλη μου χωρίζονται από έκπληξη.
Μου τρίβει κατάμουτρα ότι όλος μου ο μόχθος θα πάει στράφι;
«Απλά σκέψου το», με παρακινεί. «Σκέψου πως ο Σέιγουορθ είναι εδώ κι εσύ στέκεσαι ξανά απέναντι σε έναν αντίπαλο πολύ πιο μεγαλόσωμο και θηριώδη από εσένα. Ξέρεις ότι θα χάσεις παρά την εντατική γυμναστική, το διαλογισμό και το fitness. Δεν έχεις καμία ελπίδα μπροστά του», ακούγεται αμείλικτος, ενώ μου τα ανακοινώνει αυτά. «Ξεκάθαρα».
«ΟΚ», συρίζω. «Δεν μπορώ να κάνω τον Γκρίφιν ντα εξίσου αποτελεσματικά με το μαξιλάρι μου. Το 'πιάσα. Αλλά σαν τι άλλο να κάνω; Να τον υποτάξω με προφορικές βωμολοχίες;»
«Να φερθείς έξυπνα», μου σφυρίζει. «Σκοπεύεις να αντιμετωπίσεις τους Αθληταράδες τίμια, λες και βρίσκεσαι σε κάποια μεσαιωνική μονομαχία, και για αυτό τον λόγο ξεχνάς-»
«Ξεχνάω τι ακριβώς;», τον κόβω ανυπόμονα.
«Ότι οι κακοί δεν παίζουν σύμφωνα με τους κανόνες», μου εξηγεί. «Αυτό τους κάνει κακούς, αυτό τους κάνει να κερδίζουν. Εάν θέλεις να νικήσεις αυτούς τους τέσσερεις καριόλιδες μέσα στο ίδιο τους το παιχνίδι, τότε πρέπει να απαλλαγείς από αυτή την αφελή ευπιστία σου. Πρέπει να μάθεις να προσποιείσαι, να παραπλανείς, να αποπλανείς και να χειρίζεσαι ανθρώπους».
«Μόνο αυτά πρέπει να μάθω;», κάνω χλευαστικά. «Ε, τότε προλαβαίνω να δω και καμιά ταινία, ρε παιδί μου».
Ο Ζεέρνεμποχ δεν μου δίνει σημασία. «Για να τους βγάλεις απ' τη μέση, θα χρειαστείς κάποιο τέχνασμα».
«Έξοχα! Πού τα πουλάνε δαύτα;»
Προς τιμήν του εξακολουθεί να μη με ξεσυνερίζεται.
«Οι Αθληταράδες δεν αφήνουν κανέναν στην ησυχία του προτού τον καταστρέψουν ολοσχερώς. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουν τελειώσει μαζί σου, Αντριάννα. Όχι ακόμη».
«Δεν μου λες», ξεσπάω επιτέλους. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Για να με-»
«Για να σε προφυλάξω», με κόβει μεμιάς. «Αργά ή γρήγορα θα έρθουν για σένα και το μόνο που μπορείς να κάνεις για αυτό είναι να τους πιάσεις προ εκπλήξεως».
«Π-πώς;»
«Πήγαινε εσύ σε αυτούς», με νουθετεί. «Πρώτη».
Βραχυκύκλωμα. Εάν οι άνθρωποι μπορούν να βραχυκυκλώσουν όπως οι μηχανές, τότε αυτό ακριβώς κάνω τώρα. «Τι...; Γιατί...; Δεν... Εγώ... Τι;», κάνω μια παύση και μπερδεμένη δαγκώνω δυνατά το εσωτερικό του μάγουλού μου. Ο πόνος κάνει ολόκληρη την δεξιά μεριά του προσώπου μου να μουδιάσει, αλλά αφυπνίζει τον εγκέφαλό μου ταυτόχρονα.
Γιατί μου λέει να πάω να τους βρω αφού δεν είμαι κάποια φονική μηχανή κι ούτε θα γίνω ποτέ; Αυτός δεν είναι ο ορισμός του πάω γυρεύοντας;
«Βάλχοφ», ξεκινώ να λέω προειδοποιητικά, όταν ξαναβρίσκω τα λόγια μου. «Δεν πιστεύω να έχεις κάνει κατάληψη στο δωμάτιο του Γκρίνγουντ τώρα που αυτός βρίσκεται στο νοσοκομείο. Επειδή εάν πράγματι έχεις κατασκηνώσει εκεί μέσα, οφείλω να σου πω ότι αυτά τα χαπάκια που κρατάει κρυμμένα στο συρτάρι του κομοδίνου του δεν είναι καραμέλες για το βήχα».
Τα ολόμαυρα μάτια του Ζεέρνεμποχ στριφογυρίζουν ειρωνικά μέσα στις μελανιασμένες κόγχες τους. «Δεν κάνω ναρκωτικά», με ειδοποιεί. «Έχω σώας τας φρένας-».
«Αυτό είναι σοβαρά αμφισβητήσιμο», αντιλέγω υψώνοντας απαγορευτικά το χέρι μου. «Αλλά ας προσποιηθούμε προς στιγμής ότι δεν είσαι εντελώς παράφρων. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;»
«Άκου», αναστενάζει. «Το μόνο που λέω είναι να πας και να επισκεφθείς τον καθένα τους χωριστά εκεί που δεν θα το περιμένει. Επισκέψου τους όλους και πάρε και αυτό μαζί σου».
Τον κοιτάζω εμβρόντητη να κάνει ένα βήμα πίσω, να ανασηκώνει το ύφασμα της μπλούζας του πάνω απ' το στομάχι του και να φανερώνει το αντικείμενο που έχει στερεώσει στη ζώνη του παντελονιού του.
Το ανασύρει από εκεί, κλείνει τη γροθιά του γύρω απ' τη λαβή του και το υψώνει στον κενό χώρο ανάμεσα μας, θαρρείς για να το θαυμάσει.
«Voila! Πώς σου φαίνεται;», ρωτά όλο καμάρι.
«Ζίρο...», κοντανασαίνω. «Γιατί κουβαλάς ένα μαχαίρι επάνω σου;»
«Για να κυνηγάω πεταλίδες», ρουθουνίζει κοροϊδευτικά. «Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί σοκάρεσαι. Πώς ακριβώς φαντάζεσαι ένα αιματοκύλισμα, Αντριάννα;», ρώτα κάνοντάς με να νιώθω υπερβολικά εκτεθειμένη. Αδαής και προβλέψιμη.
«Δ-δ-δεν ξέρω», τραυλίζω. Η λάμψη της λεπίδας χαράζει τον αέρα στα δύο. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους κυνηγητικό μαχαίρι με ίσια, διπλή κόψη από κρύο ατσάλι. «Ξέρω απλά ότι... ότι ο πιο ικανός αντίπαλος που έχω σκοτώσει ποτέ ήταν μια μύγα, πρόπερσι το καλοκαίρι», ξεφουρνίζω ασυνάρτητα. «Και τώρα καλούμαι να μαχαιρώσω μέχρι θανάτου τέσσερα αγόρια».
«Ναι, λοιπόν, εγώ στα λέγα», απαντά εκείνος και με ταράζει με το πόσο ανέμελος ακούγεται. «Η αλλαγή δεν είναι ποτέ εύκολη. Έλα. Πιάσε το, πάρ' το στο χέρι σου. Δοκίμασε την αίσθηση του».
Γεμάτη δέος κάνω όπως με προστάζει. Πλησιάζω το χέρι μου στο δικό του και επιτρέπω στα δάχτυλά μου να τυλιχτούν σφιχτά γύρω από τη λαβή του μαχαιριού. Το μαχαίρι είναι απίστευτα ψυχρό και άκαμπτο, επιπλέον μοιάζει δυσανάλογα βαρύ για το μέγεθός του. Κρατώντας το αισθάνομαι σαν τον Άτλαντα που βαστάζει στους ώμους του το βάρος ολάκερου του κόσμου.
«Τι λες;», με παρακινεί να μοιραστώ μια άποψη, μια ιδέα, κάτι.
«Χριστέ μου», ψιθυρίζω δίνοντας μάχη για να μην αφήσω την ταραχή μου να μετατραπεί σε λυγμούς. «Δεν βρήκες μεγαλύτερο;»
«Σαν αυτό λες;» Ο Ζίρο εμφανίζει ως διά μαγείας ένα ακόμη μαχαίρι, όμοιο με το δικό μου, μα περίπου δέκα εκατοστά μεγαλύτερο.
Τι θέλω και ρωτάω...
«Πώς σου φαίνεται;», ζητά να μάθει, ατενίζοντας το όπλο του με ένα είδος ματεριαλιστικής λατρείας.
«Μου φαίνεται», ομολογώ ξέπνοα. «Ότι χρειάζεσαι ψυχίατρο. Την Τετάρτη θα ρωτήσω τον Οκένζουα εάν κουράρει νεκροζώντανους».
«Να μη τον ρωτήσεις τίποτα», διαφωνεί. «Απλά πάρε τον χρόνο σου. Συμβιβάσου. Καταστάλαξε. Εξοικειώσου μαζί του», μ' ένα μικρό νεύμα δείχνει το αντικείμενο που φωλιάζει στην κλειστή μου παλάμη. «Και ετοιμάσου να κάνεις το αμετάκλητο βήμα: Να καθαρίσεις τον κόσμο από αυτά τα αποβράσματα».
✖
Ως συνήθως, ο Ζεέρνεμποχ δεν μένει για πολύ. Φεύγει αφήνοντάς με μόνη με τη νύχτα, τη σιωπή και τις σκέψεις μου. Ξαπλωμένη στο κέντρο του κρεβατιού μου επεξεργάζομαι για ώρες το νέο μου απόκτημα. Πασπατεύω την σκούρα λαβή του που είναι καμωμένη από ένα απροσδιόριστο υλικό και διατρέχω με τα ακροδάχτυλά μου τη λεπίδα. Είναι απίστευτα αιχμηρή, κοφτερή σαν ξυράφι και ανατριχιαστικά κρύα.
Ώρες ώρες μου 'ρχεται να πετάξω το μαχαίρι απ' τα χέρια μου σαν καυτή πατάτα, να το εκτοξεύσω στην πιο μακρινή γωνία του δωματίου και να το εγκαταλείψω εκεί. Δεν το κάνω όμως.
Διότι υπάρχει μια πρωτόγνωρη αίσθηση μέσα μου που δεν μπορώ να αγνοήσω. Είναι μια αίσθηση σαν χιλιάδες μικροσκοπικά αναμμένα κάρβουνα που σιγοκαίνε τα σωθικά μου, μαρτυρώντας μου ότι πρέπει να κρατήσω το μαχαίρι, να το χρησιμοποιήσω για τον σκοπό που μου δόθηκε.
Μοιάζει σαν ένστικτο όλο αυτό, ένα ένστικτο που μου δείχνει ότι αυτή τη φορά ίσως βολοδέρνω προς τη σωστή κατεύθυνση.
Έτσι γι' αλλαγή.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top