9.Η ΑΠΑΓΩΓΉ ΤΩΝ ΓΟΝΙΏΝ

   Είμαι σπίτι μου και διαβάζω για το σχολείο, τα διαγωνίσματα έπεσαν σαν βροχή και δεν έχω πάρει ανάσα. Σκέφτομαι την ιστορία που μας διηγήθηκε ο Άντριουμ την Κυριακή με έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν τόσο αληθινά αυτά που έλεγε και με έχου μείνει τόσο έντονα στο μυαλό μου, σαν εικόνες να περνάνε από μπροστά μου.

                                                                  {......}

  Σήμερα είναι Σάββατο και έχω κανονίσει  με τα παιδιά και έχω προσκαλέσει τον Άντριουμ με τα τα παιδιά και σε λίγες ώρες έχουμε δώσει συνάντηση σε ένα μπαρ πολύ δημοφιλές εδώ στο Λονδίνο οπότε άρχισα να ετοιμάζομαι φόρεσα ένα απλό φόρεμα και ένα απλό μακιγιάζ τίποτα το εκπληκτικό μετά από λίγες μαλλιά, μακιγιάζ και ρούχων τελείωσα επιτέλους.
  Μόλις άκουσα κόρνα κατέβηκα γρήγορα, θα με έπερνε η Amalia Επειδή ο αδερφός μου δεν είχε όρεξη και είπε πως θα έρθει την επόμενη φορά.
Π: Φεύγω!
  Τους ανακοίνωσα και βγήκα έξω πήγα προς το αυτοκίνητο που με περίμενε η Amelia.
Π: Συγγνώμη που σε έβαλα να με πάρεις!
Α: Μην το λες, μεγάλη μου ευχαρίστησης, δεν θα έρθει τελικά ο αδερφό σου.
Π: Όχι δεν θα έρθει, αλλά μου είπε πως θα έρθει την επόμενη φορά, επειδή ήταν πολύ εξαντλημένος από την δουλειά.
Α: Δεν πηράζει άστον να ξεκουραστεί.
   Χωρίς να που με τίποτα άλλο συνεχίσαμε προς το μπαρ μόλις φτάσαμε τους είδαμε να μας περιμένουν όλοι εκεί και απ'όσο βλέπω  δεν έχου συστηθεί.
  Μόλις κατέβηκα δεν πρόλαβα να προχωρήσω και η Μυρτώ, η Τζίνα, η Άννα και η Τζούντι με το χαριτωμένο της φόρεμα  όρμηξαν κατά πάνω μου.
  Δεν έκανα και κανένα μπαμ με αυτά που φορούσα ήταν απλά και λιτά.
Π: Ει! κορίτσια ηρεμήστε!
Μ: Είσαι θεά!
Τ: Τέλεια!
Α: Φιλενάδα καίς καρδιές σήμερα!
Τζ: Είσαι η καλύτερη!
Π: Βρε κορίτσια απλό λιτό είναι δεν κάνει μπαμ.
Τζ: Σε εσένα κάθετε τέλεια και τα ποιο απλά σε κάνουν πριγκίπισσα!
Π: Ευχαριστώ πολύ που είστε εδώ!
Μ: Εδώ θα είμαστε για ότι συμβεί!
Α: Πάμε!
Π: Ναι, να γνωριστίτε και με τα άλλα παιδιά.

                                                 
                                                                                            {......}

  Μέχρι στιγμής το διασκεδάζουν όλοι τους η ώρα είναι 22:00μ.μ και εγώ κάθομαι και πίνω την λεμονάδα μου στο τραπέζι μαζί με τον Στέφαν, την Eve και τον Άντριουμ που πίνανε τα ποτά τους.
Μ: Δεν θα σηκωθείς να χορέψεις?
  Ήρθε τρέχοντας και χορεύοντας σαν τρελή και ξεμαλλιασμένη.
Π: Όχι τώρα μωρέ!
Μ: Έλα!
  Και με τραβούσε όλοι την ώρα σαν μανιακή, είμαι σίγουρη 100% πως είναι μεθυσμένη.
Π: Μυρτώ κάτσε κάτω!
Μ: Γιατί?
Π: Γιατί είσαι μεθυσμένη!
Μ: Εγώ?
Π: Γιατί το λες αυτό τώρα?!
ΑΝ: Άστην, Στέφαν!
ΣΤ: Τι είναι?
ΑΝ: Μπορείς να την κρατήσεις λίγο μέχρι να φύγουμε?
ΣΤ: Ναι? υποθέτω.
ΑΝ: Εσύ έλλα να χορέψουμε!
Π: Όχι, δεν μπορώ!
ΑΝ: Γιατί?
Π: Γιατί... έτσι δεν μπορώ!
ΑΝ: Ντρέπεσαι?
Π:.....
  Δεν ήξερα τι να πω επειδή όντος ντρέπομαι, όταν χορεύω θέλω να είμαι με τις κολλητές μου και να σημειωθεί πως αυτή την περίπτωση είναι μεθυσμένες ή θα χόρευα μόνη μου.
ΑΝ: Αυτό είναι? δεν πηράζει θα σου πω ένα πράγμα όταν χορεύεις κάνε πως δεν υπάρχουν οι άλλοι.
Π: Εντάξει.
   Σηκώθηκα και προχωρήσαμε προς το μέρος του χωρού.
ΑΝ: Έλλα χόρεψε!   
  Και άρχισα να χορεύω και εγώ  μαζί του ήταν κάπως παράξενα. Χορεύαμε αρκετές ώρες και ένιωσα κάτι να με ακουμπάει και να με σπρώχνει προς τα μπροστά, με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στον Άντριουμ. Όταν πήγα να τραβηχτώ προς τα πίσω δεν με άφησαν τα χεριά του που με κρατούσαν.
  Τον κοίταξα κάπως σοκαρισμένη και με χαμογέλασε αχνά. Συνεχίσαμε να χορεύουμε και ένιωσα το κεφάλι του να σκύβει προς  στον όμο μου, να νιώθω τα χίλια του να ακουμπάνε και να μην με αφήνουν και ξαφνικά πετάχτηκε  πίσω.
ΑΝ: Όχι, δεν έπρεπε να το κάνω.
  Είπε απότομα και εγώ δεν είπα τίποτα.
Άρχισα να ζαλίζομαι εκεί που ήμουν όρθια. Πρώτη φορά είναι που νιώθω έτσι αλλά κάτι μου λέει μέσα μου πως το έχω ξανά ζήσει αυτό το πράγμα, αλλά πότε?
Π: Άντρι-Άντριουμ!
ΑΝ: Τι έπαθες? Είσαι καλά?
Π: Ζαλίζομαι....
  Άρχισε να θολόνει ο τόπος γύρο μου.

                                                                    
                                                           {......}

Π: Αου!!!
ΑΝ: Πονάς?
Π: Το κεφάλι μου πάει να σπάσει!
ΑΝ: Amalia πήγενε να φέρεις ένα παυσίπονο και νερό.
Α: Πάω.
  Την είδα να βγένει από το δωμάτιο και μήναμε οι δυό μας.
ΑΝ: Είσαι καλά?
  Με βοήθησε να σηκώσω την πλάτη μου και να ακουμπήσω πίσω.
Π: Ευχαριστώ.
Είπα με βαριά φωνή και εξαντλημένη.
ΑΝ: Ξεκουράσου καλύτερα.
Π: Οι γωνείς μου!
ΑΝ: Ηρέμησε τους πήρε η Amalia τηλέφωνο και τους είπε πώς θα κοιμηθείς στο σπίτι της.
Π: Σε ευχαριστώ για όλα.
ΑΝ: Δεν χρειάζετε να με ευχαριστείς.
  Ένιωθα κάπως άβολα επειδή αυτός κάθονταν λίγο ποιο κάτω από έμενα και με κοιτούσε. Ξαφνικά μία φωνή τον άλλαξε την κατεύθυνση που κοιτούσε και γυρίσαμε και οι δύο προς στην πόρτα που ακούσαμε την φωνή και ήταν η Amalia.
Α: Τα έφερα!
ΑΝ: Εντάξει, Πένι πιέστω.
Π: Νομίζω πως νιώθω καλύτερα.
ΑΝ: Θα το πιείς αλλιός δεν φεύγεις από εδώ.
Α: Άντριουμ...!
  Γύρισε και την κοίταξε κι σταμάτησε να μιλάει. Ήπια το χάπι και ήμουν έτοιμη να σηκωθώ.
ΑΝ: Θα σε πάει η Amalia.
Π: Δεν χρειάζεται...
ΑΝ: Όχι, θα σε πάει η Amalia.
Π: Εντάξει.
  Πήγα να σηκωθώ σηκωθώ και να σημειωθεί πως ήμουν ακόμα ζαλισμένη και στο πρώτο βήμα σκόνταψαν και ένιωσα δύο χέρια να με κρατάνε.
   Γύρισα και είδα τον Άντριουμ να με κοιτάει μέσα στα μάτια.
Α: Κχχχχ!
Π: Συγγνώμη!
  Απολογήθηκα με όσο θάρρος με είχε απομείνε.
ΑΝ: Δεν πηράζει.
Α: Πάμε?
Π: Ε? Ναι πάμε .
  Βγήκαμε από το σπίτι  και βάλα μπρος για το σπίτι μου.
  Μόλις φτάσαμε είδα ανοιχτεί την πόρτα του σπιτιού μου και δεν ήταν κάνεις έδω, ο αδερφός είχε πάει σε έναν φίλο του να έβλεπαν ταινία και θα κοιμόταν εκεί πάω προς τα μέσα να δω τι γίνεται και βλέπω το σπίτι άνω κάτω.
Π: Θεέ μου!
Α: Τι έπαθες Πένι?
  Ρώτησε και ήρθε προς τα μέσα στο σπίτι και αυτή.
Π: Ποιος το έκανε? μαμά! μπαμπά!
  Έτρεξα προς τα πάνω να δω στο δωμάτιο τους, κανείς.
Π: Μαμά μπαμπά!
Α: Πένι!
Π: Τι είναι Amalia?
Α: Κοίτα!
Π: Τι είναι αυτό το σημείομα?
Α: Δεν ξέρω άνοιξε το!

[ ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ] Ήταν με κόκκινα γράμματα γραμένω.

Α: Θα πάρω τον αδερφό μου να έρθει.
Π: Θα πάρω και τον δικό μου να έρθει δεν μπορώ.
 

                                                               {......}

ΑΛ: Ησύχασε πένι μου θα τους βρούμε, η αστυνομία ψάχνουν όλο το σπίτι.
Π: Έχω αφήσει τόσα μηνύματα και τόσες κλήσεις, δεν μπορώ.
  Δεν έχω σταματήσει να κλέω από την στιγμή που ήρθα, η κατάσταση είναι δύσκολη έχω πριστεί από το κλάμα και νιώθω έναν ρήγο να με διαπερνά.
ΑΝ: Θέλετε να μήνετε για λίγο στο σπίτι μας?
ΑΛ: Δεν θέλουμε να γίνουμε βάρος.
ΑΝ: Δεν γινεστε καθόλου, θα έχουμε και παρέα.
ΑΛ: Εντάξει.
ΑΝ: Πριν πάμε πάρτε κάποια πράγματα που θα χρειαστείτε.
ΑΛ: Εντάξει!

                                                                   {......}

   Είμαστε στο σπίτι του Άντριουμ και καθόμαστε στο σαλόνι όλοι μαζί και βλέπουμε τηλεόραση. Επικρατεί μία ησυχία στο σπίτι το μόνο που ακούγετε είναι η τηλεόραση που παίζει.
   Εγώ είμαι καθισμένη πάνω στο Άλεξ με πρισμένα, κόκκινα μάτια μου είπε ο αδερφός μου να πάω καμία βόλτα με την Μυρτώ για να ξεχαστώ, αρνήθηκα δεν είχα καθόλου όρεξη μετά από αυτό που αντίκρισα το πρωί στο σπίτι μου.
   Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι πάρα πολύ μην τους έχουν κάνει κακό, δεν θα το αντέξω.
Α: Πένι?
Π: Ναι.
   Απάντησα με βαριά και ταλαιπωρημένη φωνή.
Α: Θες να πάμε μία βόλτα το απόγευμα?
Π: Όχι μωρέ δεν έχω και πολύ όρεξη.
Α: Έλα!
Π: Amalia δεν είμαι και πολύ καλά.
ΑΛ: Πήγενε θα σε κάνει καλό.
ΑΝ: Αν θες μπορώ να σε πάω σε ένα ήσυχο μέρος.
Π: Μααα, αν πάρουν τηλέφωνο?
ΑΛ: Θα πάω στη δουλειά και θα ψάξω και εγώ και θα τα μάθεις από πρώτο χέρι.
Π: ουφφ! οκ
   Τους απάντησα σαμ να παραδίδω τα όπλα.

                                                                     {......}

   Η ώρα είναι 17:00μ.μ και ακόμα να πάρουν τηλέφωνο από την αστυνομία. Είμαι στο δωμάτιο και ετοιμάζομαι και χτυπάει η πόρτα του δωματίου μου.
Π: Ναι?
Α: Μπορώ να περάσω?
Π: Ναι, πέρνα.
Α: Θες να σε βοηθήσω?
Π: Εμμμ....
Α: Ναι?
Π: Ναι.
Α: Θα σε φτιάξω τα μαλλιά και λίγο το μακιγιάζ.
Π: Εντάξει.

                                                                {.......}

Π: Amalia! Είναι...!
Α: Τέλειο?
Π: Ναι.
Α: Έλα να σε δώσω ένα φόρεμα.
Π: Μα...
Α: Μην ακούσω μα θα είσαι θέα σήμερα.
Π: Οκ.
   Με έδωσε ένα φόρεμα μαύρο, παπούτσια και απορώ πως είναι ακριβός στο νούμερο μου.

Π: Σε ευχαριστώ είναι πολύ ωραία όλα θα σε χρωστάω χάρη.
Α: Μην το ξανά πεις δεν με χρωστάς ΤΙΠΟΤΑ.
Π: Εντάξει.
Α: Πάμε.
  Την κούνισα το κεφάλι και φύγαμε προς το σαλόνι που κάθονταν ο Άντριουμ με την παρέα του.
Α: Παιδιά!
  Σηκώθηκαν πάνω και με κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω. Με έκαναν να κοκκινίσω ολόκληρη.
Σ: Πένι είσαι πολύ όμορφη!
Π: Ευχαριστώ πολύ.
L: Θεά!
Ε: Πριγκίπισσα!
Π: Σας ευχαριστώ πολύ!
ΑΝ: Πάμε?
   Ρώτησε κάπως αμήχανα να το πω και όντος και εγώ νιώθω κάπως παράξενα.
Π: Εμμμ.. Ναι.
    Βγήκαμε από το σπίτι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουμε προς το μέρος που θέλει να με πάει.
ΑΝ: Εμμμ....Πένι?
      Και κρατούσε στο χέρι του μία μαύρη κορδέλα.
ΑΝ: Μπορώ να σε δέσω τα μάτια....άμα δεν υπάρχει πρόβλημα?
Π: Εμμμ....ναι, αλλά γιατί?
ΑΝ: Θέλω να σε κάνω έκπληξη είναι τόσο εντυπωσιακά εκεί.
Π: Εντάξει.
   Έσκυψε προς τα πάνω μου για να με δέση τα μάτια, μύριζα το καταπληκτικό άρωμα του. Για λίγο στάθηκε να με κοιτάει μέσα στα μάτια και μετά με τα έδεσε.
ΑΝ: Είσαι εντάξει?
  Και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Δεν έβλεπα τίποτα και αυτό με έκανε να μεγαλώνει η περιέργεια το που με πάει.

                                                                {.......}

ΑΝ: Φτάσαμε, περίμενε να έρθω από την άλλη.
     Τότε άνοιξε η πόρτα και ένιωσα το χέρι του να με κρατάει. Περπατήσαμε λίγο και με έβαλε σε μία θέση.
ΑΝ: Έτοιμη?
Π: Ναι.
  Σιγά σιγά έπεσε η κορδέλα από τα μάτια μου και άνοιξα τα μάτια μου. Με είχε κοπεί η ανάσα ήταν υπέροχα. Θαύμαζες όλλο το τοπίο.


ΑΝ: Σου αρέσει?
Π: Είναι υπέροχα!
ΑΝ: Δεν ήξερα αν θα σε αρέσει.
Π: Ειλικρινά είναι πανέμορφα.
ΑΝ: χαίρομαι.




📌 Γεια σας παιδιά μου ένα ακόμα κεφάλαιο τελείωσε σιγά-σιγά θα γίνετε ποιο πολύ ενδιαφέρον.
Η Πένι είναι μαζί με το Άντριουμ σε ένα πανέμορφο μέρος  μόνοι τους.
  Τι θα γίνει με την Πένι?
  Ο Άντριουμ γιατί την πήγε εκεί?
  Γιατί την προσεχή σαν τα μάτια του?

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top