8. Ο ΜΥΘΟΣ

Σήμερα είμαι έξω με τα παιδιά, ο Άλεξ δεν μπόρεσε να έρθει λόγο δουλειάς αλλά έβαλε τα αγόρια να έρθουν, για να μην είμαστε μόνες μας, είναι και ο Jonathan αρχίσαμε να μιλάμε μάλλον ήταν η εμπιστοσύνη που δεν είχε μαζί μου.
Μ: Πένι?
Π: Ναι?
Μ: Τι σκέφτεσαι?
Π: Τίποτα.
Μ: Πες μου!
Μου γκρίνιαξε με ένα pappy faice.
Π: Τι να σε πω?
Μ: Τι σκέφτεσαι?
Π: Σου είπα τίποτα δεν σκέφτομαι.
Μ: Καλά δεν θα σε ποίεσω.
Π: Και καλά θα κάνεις.
Μετά από αυτό γελάσαμε και οι δύο. Ξανά ερεθίστικα πάλι στις σκέψεις μου και σκεφτόμουν το τι είχε γίνει και φοβάμαι να πιγένω μόνη μου κάπου και τώρα τελευέτα νιώθω σαν να με παρακολουθεί κάποιος, όταν γυρνούσα να δω κανένας δεν ήταν, μάλλον ιδέα μου θα ήταν, μετά από εκείνη τρομαχτική μέρα.
Π: Παιδιά εγώ πρέπει να φύγω!
Μ: Κάτσε λίγο ακόμα!
Π: Δεν μπορώ!
ΤΕ: Θες να σε πετάξει στα γρίγορα κάποιος από εμάς?
Π: Όχι, ευχαριστώ Τεό θα πάω μόνη μου δεν χρειάζετε!
Σ: Σίγουρα Πένι?
Π: Ναι, είμαι σίγουρη Σιμόν!
Μ: Οκ ότι και να γίνει πάρε μας τηλέφωνο!
Π: Οκ καλό βράδυ!
Και έφυγα έπρεπε να φωνάζουμε ο ένας με τον άλλο για να ακουγόμαστε και νομίζω πως πως έκλεισε η φωνή μου. Περπατούσα προς το σπίτι και έπεσα πάνω σε κάποιον, εκτός που τρόμαξα επειδή ήταν τόσο απότομο αυτό δεν ήξερα και από που εμφανίστηκε.
Π: Συγγνώμη.
- Δεν πηράζει
Σικόνω το κεφάλι μου να δω από ποιον άνθρωπο προέρχεται αυτή η γνώριμη φωνή και ήταν ο Otis.
Π: Oti?
Ο: Εγώ είμαι!
Είπε με ένα παράξενω γέλιο και εκείνη την ώρα θυμήθηκα τα λόγια του Άντριουμ
[''Π: Σε ευχαριστώ πάντος που με βοήθησες.
Α: Τίποτα απλά υποσχέσου μου.
Π: Τι πράγμα?
Α: υποσχέσου πως θα μένεις μακρία από αυτόν που πήγε να σε κάνει κακό και από την παρέα του τα άλλα δύο άτομα.
Π: Ναι στο υπόσχομαι.'']
''Τι θα κάνω τώρα?''
Π: Τι θες?
Άλλαξα σε επιθετικότητα απέναντι του
Ο: Γιατί με μιλάς έτσι Πένι ?
Π: Πως δηλαδή?
Ο: Τρομαγμένα, επιθετικά, μπερδεμένα.
Π: Λάθος κάνει!
Ο: Δεν ξέρεις ποιος είμαι?
Π: Και ποιος είσαι μαντράχαλε?
Ο: Είμαι βρυ...........
- Δεν νομίζω να σε αρέσει να το κάνεις αυτό?
Π: Άντριουμ?
ΑΝ: Θα σε επιστρέψω εγώ σπίτι σου!
Π: Δεν χρειάζετε...
ΑΝ: Είπα κάτι, πάμε!
Αρχίσαμε να περπατάμε προς το αυτοκίνητο του αλλά δεν προλάβαμε με τράβηξε ο Otis από το χέρι μου σφιχτά και με τράβηξε προς το μέρος του.
Π: Αου!
Με βγήκε επιφώνημα πόνου ενό προσπάθησα να συγκρατήσω τον πόνο που με δημιουργούσε αυτός ο τύπος.
Π: ΑΣΕ ΜΕ!!!
Ο: Σκάσε!
ΑΝ: Αν την πηράξεις θα σε σκοτόσω.
Μόλις το άκουσε άρχισε να γελάει μανιακός και με έσφιγγε όλο και περισσότερο.
Π: Τι θες από εμένα?
Ο: Κάτι που θα το πάρω!
ΑΝ: Δεν το νομίζω!
Τον πιάνει το λέμο και τον τράβηξε μακριά μου και εμφανίστηκαν και τα αγόρια από την προηγούμενη φορά οι δύο πήγαν στον Άντριουμ και ο ένας έκατσε σε εμένα και με βοήθησε.
- Είσαι καλά?
Με ρώτησε χαλαρά σαν να το είχαν όλο υπό έλεγχο.
Π: Νομίζω πως ναι.
Δεν μπορούσα να τα βγάλω ποιο δυνατά για να ακουστω. Το μόνο που μπορούσα να ακούσω ήταν να λένε στον Άντριουμ να σταματήσει πως δεν είναι έτσι αυτός και δεν είναι σωστό αυτό που πάει να κάνει. εκείνη την στιγμή άρχισα να ζαλίζομαι και να θολώνουν. Εκεί που ήμουν όρθια έκατσα κάτω.
- Είσαι καλά?
Π: Δεν νομίζω ζαλίζομαι.
- Παιδιά! η Πένι δεν νιώθει καλά!
Είδα να τρέχουν προς το μέρος μου ο Άντριουμ και οι άλλοι δύο και να με ρωτάνε η να με μιλάνε αλλά δεν μπορούσα να τους μιλήσω.
ΑΝ: Πένι? μίλα μου!
Και έσβησα δεν άντεξα πολύ.

{.....}

Άνοιξα τα μάτια μου και με τύφλωσε ο ήλιος που έμπεναι από μπαλκονόπορτα που σημαίνει ότι δεν είναι είμαι σπίτι μου.







Π: Αου!
Πήγα να σηκωθώ και με πόνεσε ο δέξη όμως μου.
- Πρόσεξε!
Π: Άντριουμ? Που είμαι?
ΑΝ: Σπίτι μου.
Π: Και οι γονείς μου?
ΑΝ: Σε καλύψαμε.
Π: Ο όμως μου με πονάει.
ΑΝ: Μπορώ να το δω?
Στην ερώτηση του των απάντησα γνέφοντας θετικά. Γύρισε προς εμένα και μου κατέβασε το μανίκι από το μαύρο φόρεμα μου.






Πονούσα και για να το ξεχάσω κοιτούσα το δωμάτιο ήταν πολύ όμορφο τα χρώματα ταίριαζαν μεταξύ τους το καφέ με λίγο μαύρο που για κάποιο λόγο ενό ήταν σκουρόχρωμα σε έκανε να νιώθεις κάπως ποιο χαρούμενη.
Π: Αου!
ΑΝ: Συγγνώμη, έπρεπε να το δέσω σφιχτά.
Π: Να σε κάνω κάποιες ερωτήσεις?
ΑΝ: Ναι.
Και έκατσε πίσω στην θέση του
Π: Τον Otis τον ξέρεις?
ΑΝ: Κατακάποιο τρόπο ναι.
Π: Τι εννοείς κατακάποιο τρόπο?
ΑΝ: Εννοώ πως τον ξέρω πολύ καλά αλλά δεν είμαστε φίλοι, το μόνο που είμαστε είναι εχθροί.
Π: Γιατί?
ΑΝ: Μεγάλη ιστορία.
Π: Μπορείς να μου πεις?
ΑΝ: Καλά.
Π: Σε ευχαριστώ.
ΑΝ: Άκου..... ο Otis και οι φίλοι του μαζί με την οικογένεια του καθένος πες πως είναι μία ομάδα ας την πόυμε ομάδα 2β
και εγώ με τα παιδιά και με τις οικογένειες μας είμαστε η ομάδα 1α αυτές οι ομάδες έχουν ανταγωνιστικότητα μεταξύ του λόγο διάφορες και όταν λέμε διαφορές ούτε μία ούτε δύο και τρείς πάρα πολλές και τους έφερε σε διαφωνίες κατάλαβες πάνω κάτω τι γίνετε.
Π: Περίπου όχι πολλά αλλά ναι κάτι κατάλαβα.
ΑΝ: Χαίρομαι αλλά μπορώ αργότερα να σε πω και έναν μύθο, θες?
Π: Ναι, πότε?
ΑΝ: Το βράδυ λέω να μαζευτούμε εδώ στο σπίτι μου.
Π: Και πως μπορώ να έρθω?
ΑΝ: Θα έρθει η αδερφή μου η Amelia να σε πάρει και θα σε πάει τώρα σπίτι σου.
Π: Εντάξει.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα του δωματίου του και φώναξε την αδερφή του Amelia να έρθει στο δωμάτιο του, ήρθε αμέσως κι την έβαλε μέσα.
ΑΝ: Amelia από δω η Πένι.
Α: Χάρηκα!
ΑΝ: Θέλω να την πας λίγο στο σπίτι της, μπορείς?
Α: Ναι, μπορώ.
και χαμογέλασε πολύ όμορφο χαμόγελο ψηλή με καστανό ξανθά μαλιά και πράσινα μάτια σαν μοντέλο αλλά διέφερε από άλλες κοπέλες είχε τον δικό της χαρακτήρα.
ΑΝ: Αααα! Και κάτι άλλο!
A: Ναι?
ΑΝ: Θέλω να τους ξανά πεις συγνώμη τους γονείς της που δεν του είπες ποιο νωρίς πως θα κοιμόταν εδώ και πες τους πω θα περάσεις το βραδύ να την πάρεις να την πάρεις σπίτι για να δείτε ταινία.
A: Οκ.
Ξεκινήσαμε προς στο σπίτι μου και στην διάρκεια της διαδρομής μιλάγαμε για διάφορα θέματα και έχουμε βρει κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα μας.


{.....}

A: Σας ευχαριστώ που θα την αφήσετε να έρθει το βράδυ στο σπίτι μου.
ΜΠ: Τίποτα αρκή να προσέχετε.
A: Εντάξει και συγγνώμη που δεν σας πήρε τηλέφωνο για να σας ενημερώσει δικό μου φτέξιμο είναι.
ΜΠ: Δεν πηράζει.
A: Να πιγένω και εγώ τώρα.
Μ: Γεια σου να τα ξανά πούμε.
A: Θα το ήθελα πάρα πολύ γεια σας.
Μίλησε στους γονείς μου και θα πάω το βράδυ στο σπίτι του Άντριουμ για να άκουσω τον μύθο.

{......}

Η ώρα είναι 17:00μ.μ και στις 19:00μ.μ θα έρθει να με πάρει η Amelia. Ετοιμάζομαι κι δεν ξέρω τι να φορέσω μάλλον θα φορέσω το μαύρο παντελόνι με την λαδί μπλούζα μου θέλω να είμαι απλή και άνετη, έκανα και ένα ελαφρύ μακιγιάζ μην πω σχεδόν άβαφη πήρα την τσάντα μπακ πακ που είχα μέσα κλειδιά κινητό και λεφτά για ώρα ανάγκης και κατέβηκα κάτω στο σαλόνι να περιμένω την Amelia.







{.....}

Άκουσα την κόρνα του αυτοκινήτου που σταμάτησε απ'έξω ήταν της Amelias που την περίμενα.
Π: Ήρθε, πηγένω!
ΜΑ: Να προσέχεις!
Π: Ναι!
Βγήκα έξω μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε προς το σπίτι της. Όταν φτάσαμε και μπήκαμε μέσα ήταν κι'άλλα άτομα μέσα και κυρίως αγόρια ''οκ τώρα όντος νιώθω άβολα.''
Α: Παιδιά από δω η Πένι!
Με χαιρέτισαν όλοι τους, φαίνονται πολύ καλή.
Α: Πένι από δω τα παιδιά.
Π: Γεια σας
Α: Από δω ο Armando, ο Έβαν, ο Στέφαν, ο johny και ο αδερφός μου ο Άντριουμ έχετε γνωριστεί ήδη. Αυτά από αγόρι και πάμε να περάσουμε και στα κορίτσια από δω η Lisa, η Έλεν, η Irina και η Eve
Π: Χάρηκα.
Ε: Και εμείς που έχουμε την πριγ-
Α: Εννοεί ότι χαίρετε πως έχει κοντά της μία ευγενική κοπέλα.
Ε: Ναι!
Π: Οκ?
ΑΝ: Δεν πάμε να ξεκινήσουμε την ιστορία?
Α: Ναι!
Προχωρήσαμε προς τα μέσα και βρεθήκαμε σε ένα καθιστικό με ένα τζάκι ποιο απέναντι κοντά του υπείρχαν τρείς καναπέδες που το έδειχναν προς το τζάκι ήταν τόσο ατμοσφαιρικά σαν να έπαιζα σε ταινία.
ΑΝ: Καθίστε!
Και καθίσαμε στους καναπέδες που ήταν κοντά στο τραπεζάκι κι άρχισε να λέει το μύθο.
ΑΝ: Κάποτε σε ένα μακρίνο Βασίλειο με μία βασίλισσα και έναν βασιλιά που δεν ήταν άνθρωπος ήταν βρυκόλακας, ο λαός τους αγαπούσε και ο λαός ήταν βρυκολακες, φανταστείτε πως ήταν μεγάλος ο λαός ήταν σε ένα χωριό και ήταν οι ανώτεροι θα μπορούσαν να διοικήσουν και ανώτερες πόλεις, λοιπόν τέλος πάντων διοικούσαν όλες τις φυλές βρυκολάκων χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα και χωρίς να έχουν πρόβλημα και οι φυλές. μια μέρα έκαναν μία κόρη που δεν πρόλαβαν να την μεγαλόσουν και να την χαρούνε έγινε ένας μεγάλος πόλεμος ανάμεσα σε βρυκόλακες καλούς και κακούς, οι κακοί μπορούσαν να σκοτώσουν πολύ ποιο εύκολα ανθρώπω από τι οι καλοί.
Όταν άρχισε πόλεμος δεν μπορούσαν να κρατήσουν την κόρη του και για αυτό την έκρυψαν κανείς δεν ξέρει αν ζει αν πέθανε, σε αυτό το παλάτι που ζούσαν λένε όποιος το έχει βρει άκουγε τον βασιλιά και την βασίλισσα να λένε πως δεν θέλουν να αφήσουν την κόρη τους, οι ψυχές τους όταν σκοτώθηκαν έμεινα να περιμένουν την κόρη τους να γυρίσει και να διοικήσει όσες φυλές που απέμειναν και τότε θα ησυχάσουν.
Επίσης όποιος πάει να πάρει την εξουσία κάτι παθαίνει, λένε πως ο βασιλιάς και η βασίλισσα έριξαν κατάρα για να μην μπορεί κανείς να διοίκηση το βασίλειο πάρα μόνο η διάδοχος.
Π: Ουαου!
ΑΝ: Σε άρεσε?
Π: Ναι, αλλά ποτέ δεν έμαθαν αν ζει ή αν έχει πέθανει?
ΑΝ: Όχι, μπορεί να ζει μέχρι και σήμερα απλά να μην το ξέρουν.
Π: Ήταν ωραίος μύθος.
ΑΝ: Το ξέρω αυτό το μύθο το λέμε συνέχεια όταν μαζευόμαστε.
Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μετά κούνησε το κεφάλι του με δύναμη σαν να σκεφτόταν κάτι.




📌Γεια σας παιδιά! Να ένα ακόμα κεφάλαιο λίγο μεγάλο συγγνώμη. Το βιβλίο αυτό θα έχει λίγο μεγάλα κεφάλεα για να υποστηρίξετε αφήστε με ένα ⭐ και ένα 💭 θα με βοηθούσε να γράψω ένα ακόμα βιβλίο που θα το ανεβάζω ανά κεφάλαιο.

Παιδιά η Πένι συναντιέται με το Άντριουμ και αυτή την φορά γνωρίζει την αδερφή του ( ξέχασα να αναφέρω πως η αδερφή του είναι μεγαλύτερη) και την παρέα τους. Τι λέτε να γίνει?

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top