2.ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ

                                                                2. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Τελευταίο βράδυ σε αυτό το σπίτι και σε  αυτή την χώρα. Το πρωί φεύγουμε για Αγγλία και δεν θα γυρισουμε ξανά πίσω, τα συναισθήματα είναι κάπως παράξενα και δεν ξέρω πως να αντιδράσω μπροστά σε όλους που με περιμένουν για το τελευταίο δείπνο σε αυτό το σπίτι.
ΜΑ: Πένι έλα για φαγητό!
Π: Μισό λεπτό!
Με πήραν οι βαθιές σκέψεις που έκανα και ξεχάστηκα με στο βάθος του μυαλού μου, μετά από μια βαριά ησυχία ενιωσα ένα χέρι στον ώμο μου και να μου μιλάει χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει.
ΑΛ: Πένι! Πένι! Τι έπαθες μήλα μου!
Π: Εεεε?
ΑΛ: Παλη είχαις αφοσιωθεί στις σκέψεις?
Π: Ναι!Εννοώ οχ!
ΑΛ: Πάμε για φαγητό? Μας περιμένουν!
Π: Ναι,πάμε.
ΑΛ: Θες να κοιμηθούμε μαζί το βραδύ όπως παλιά?
Π: Ναι άμα το θες και εσύ ?
ΑΛ: Ναι, πάμε τώρα!
  Πήγαμε με έναν έργο και  διστακτικό ρυθμό προς το τραπέζι με τον μπαμπά και την μαμά να  μας περιμένουν λίγο μελαγχολικοί στο βλέμα τους  που προσπαθούσα να κρύψουν.
ΜΑ: Καθίστε να φάμε τώρα.
    Όλο το βράδυ δεν μιλούσε κάνεις, τελειώσαμε το φαγητό και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο και ετοιμάστηκα για ύπνο. Το ένα χέρι το είχαι κάτω από εμένα και το άλλο το είχαι από πάνω από εμένα και δημιουργούσε μια ζεστή αγκαλιά, μέχρι να με πάρει ο ύπνος ήταν λίγο ποιο πάνο απο εμένα και με χαϊδεύει τα μαλλιά και μου έλεγε ιστορίες απο ταν είμασταν μίκρα παιδιά και παίζαμε σε αυτό το δωμάτιο και πως ένοιωθε οταν γεννήθηκα και ηταν μαζί με εμένα.
Σιγά σιγά ένιωθα τα βλέφαρα μου να κλείνουν και να εμφανίζεται μια εικόνα μέχρι που άρχισε να παίρνει ζωντανή  μορφή.
  Ημουν σε  ενα ομιχλώδες δάσος, το χώμα ηταν νοπό σαν να είχαι βρέξει, άρχισε να εμφανίζονται καποιοι χωρίς να  βλέπω τα πρόσωπα τους σαν να είναι σκιες, εγώ προσπαθούσα να βγάλω μια άκρη με αυτά που συνέβαιναν εκείνη την ώρα μέχρι που πήρα το θάρρος να τους μιλήσω.
Π: Ποιοι είστε?
Τους ρώτησα φοβισμένη και τρομαγμένη στο βαθύ μου  όνειρο αλλά ποτέ δεν πήρα απαντήση. Δεν θα τα παρατούσα τόσο εύκολα και ξανά ρώτησα .
Π: Που είμαι? Θα  μου πει κάποιος ?
Ρώτησα ποιο  επετιτικά να μάθω το που βρισκόμουνα και ποιοι ηταν αυτοι εκει στο βάθος αλλα το ύφος μου άρχισε να παίρνει μια  ποιο θλιμμένη και φοβισμένη φάτσα που δεν μπορούσα να  ελέγξω, τα συναισθήματα που με  προκαλούσαν.
Τα είχα παρατήσει για εκείνη την ώρα όσες και ερωτήσεις και να  έκανα ηταν μάταιο και έκατσα σε ένα κορμό δέντρου, τειλίτσα τα χέρια μου γύρο απο τα  πόδια μου  και  έγινα σαν ενα βρέφος που ηταν τυλιγμένο με την κουβέρτα του. Πέρασε ενα  πεντάλεπτο που κλαψουρίζα και τα δάκρυα πηγαίναι σαν βροχή ώσπου που μια φωνή με έκανε να σταματήσω να κλαψουρίζω  και να γυρίσω το κεφάλι σε αυτούς που  στέκονταν κάμποση ώρα εκει και με  κοιτούσαν. Το μόνο που αλλάξε ήταν η απόσταση η ετσι νόμιζα  η μποζες ηταν ακριβώς οι ίδιες οχι για πολύ απο οσο περίμενα.                                                     
    Μια φωνή ενός άντρα ηλικία εφηβική πάνω κάτω δεκαεφτά δεκαοχτώ εμφανίστηκε μέσα απο  εκείνους που  υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Μόλις πλησίασε σε μια απόσταση καταλάβαινα το τι μου έλεγε πρωτύτερα "ΜΗΝ ΦΟΒΆΣΑΙ" μου είχε πει ενό έγω φοβήθηκα και πήγα όσο μπορούσα ποιο πίσω μέχρι που κόλλησα στο δέντρο αυτός δεν κουνήθηκε απο την θέση του ενο έγω χορίς να το αντιληφθώ πως πηγαίνα προς τα πίσω το πρόσεξα στην απόσταση μετά.
-Μην φοβάσαι!
  Ξανά τόνισε αλλά  αυτήν την φορά δεν έκανε βήμα, το μόνο που έκανε ήταν να κάτσει στα γόνατα του και να απλώσει με προσοχή και απαλές κινήσεις το χέρι του για να μην τρομάξω.
- Έλα σήκω!
Εγναιψα αρνητικά  και δεν μπορούσα να βγάλω λέξη.
  - Μην ανησυχείς δεν θα σε κάνω κακό.
  Σηκώθηκα αλλά δεν  μπορούσα να δω το πρόσωπο με πήρε απο το χερι και με το άλλο έκανε μια κίνηση και το μαύρο σκοτάδι έγινε μια νύχτα με χιλιάδες αστέρια στον ουρανό




και εμφανίστηκαν  κίτρινα μικρά λαμπάκια στα δεντρα, αλλά μόλις έστριψα το βλέμα μου προς στα κάτω είδα ένα πανέμορφο φόρεμα


πάνω μου και να γυαλίζει απο τα ελάχιστα λαμπάκια στα δέντρα.Μου ηταν ακόμα δύσκολο να δω το πρόσωπο του ωστόσο είδα το υπέροχο αθλητικό κοστούμι

που εμφανίστηκε εκείνη  την ώρα. Τον ταίριαζε επειδή ήταν ψηλός.




  - Πως  νιώθεις τώρα?
   Με ρώτησε με απαλή και ευγενική φωνή.
  Π: Καλλά μα....μα πως......?
-Πως τα έκανες?
Π: Ναι. Μπορώ να δω το πρόσωπο σου?
   Με έγνεψε αρνητικά ''Μα γιατί? τι θέλει να κρύψει?'' -''Ποιος είναι που με έκανε να ησυχάσω?''-''Τους ξέρει αυτούς εκεί?''......μου ήρθαν πολλές σκέψεις για αυτόν.
- Σε βλέπω πως έχεις πολλά ερωτήματα, σωστά δεν λέω?
Π: Ναι.
  - Θα σε λυθούν όλλα τα ερωτήματα αργότερα.
  Π: Μα θέλω να δω το πρόσωπο σου.
  - Όχι.
     Γύρισε προς το αυτί  μου και το είπε σαν να με το λέει εμπιστευτικά να μην το ακούσει κάνεις άλλος. Μα εκείνη την στιγμή άρχισαν να γυρίζουν όλλα και να θολώνουν, άκουγα την φωνή του αδερφού μου να με καλεί. Άνοιξα τα ματιά μου και τον είδα από πάνω μου να με χαϊδεύει τα μαλλιά μου και να μου λέει να ξυπνήσω και να ετοιμαστώ για να φύγουμε.
ΑΛ: Ξυπνά υπναρού πρέπει να φάμε  πρωινό.
Π: Τι ώρα είναι?
ΑΛ: 5:00π.μ
Π: Όχι!
ΑΛ: Ναι!
Π: Μα γιατί?
ΑΛ: Γιατί πρέπει να φύγουμε στις 6:00π.μ για να είμαστε  στη πτήση στην ώρα  μας δηλαδή στις 7:30π.μ και μην σου πω και ποιο νωρίς.
Π: Μμμμμ!
ΑΛ: Άντε σήκω!
Π: Εντάξει πήγανε και θα έρθω,πρώτα πρέπει να πλυθώ.
ΑΛ: Οκ!

📌Τι λέτε για το όνειρο της Πένις πως θα καταλήξεις? Θα της αλλάξει την ζωή? Αν ναι στο καλύτερη ή προς στο χειρότερο? Θα γνωρίσει καινούργιους ανθρώπους?
Για να με υποστηρίξετε βάλτε⭐ και σχολιάστε το 💬

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top