18. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΉ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΌΜΟΥ
ΜΕΤΆ ΑΠΌ ΠΟΛΛΈΣ ΜΈΡΕΣ
Έχουν περάσει οι μήνες και δεν έχουμε λάβει ξανά τηλεφώνημα από τον Dio η άνοιξη θα μπει σε λίγο καιρό και πρέπει να πάρω μία απόφαση.
Ο ήχος της πόρτας με πήρε από τις σκέψεις μου.
- Πένι ο Άντριουμ είμαι μπορώ να μπω?
Π: Ναι.
Μπήκε μέσα και έκατσε δύπλα μου στο κρεβάτι σοβαρός σαν κάτι ήθελε να μου πει.
ΑΝ: Θέλω να σου πω κάτι σοβαρό.
Π: Τι έγινε?
ΑΝ: Μην ανησυχείς δεν έγινε κάτι σοβαρό ηρέμησε, θέλω να σου πως έφτασε ο καιρός να πάμε στο χωριό των Βρυκολάκων.
Π: Αλήθεια πότε?
ΑΝ: Πότε θέλεις εσύ?
Π: Να σου πω την αλήθεια νιώθω αγχωμένη, αλλά θέλω και αύριο κι όλλας.
ΑΝ: Τότε αύριο, μην ανησυχείς θα πάνε όλα καλά.
Π: Το ελπίζω.
Με πλησίασε και με έδωσε ένα γλυκό φιλί.
ΑΝ: Πάμε να το πούμε και στου υπόλοιπους να ετοιμάζονται, τι λες?
Π: Πάμε.
Σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε κάτω που ήταν ο αδερφός μου με την Amelia και είχαν έρθει και τα παιδιά για προπόνηση.
ΑΝ: Θέλουμε να σας πούμε κάτι.
Τους φώναξε και γύρισαν όλοι.
Α: Τι? Θα παντρευτείτε?
ΑΝ: Τι λες Amelia?
Α: Νόμιζα πως αυτό θα ανακοινώνεται.
ΑΝ: Όχι, τέλος πάντων στο θέμα μας συζητήσαμε πότε θα πάμε πίσω και αποφασίσαμε.
Σ-Ε: Πότε?
ΑΝ-Π: Αύριο.
Δεν είπε κανείς τίποτα, στην αρχή μας κοίταξαν και ματά χάρηκαν.
Α: Τέλεια θα πάμε πίσω!
ΑΝ: Αλλά έχουμε και την στέψη της Πένις.
Σ: Θα το κανονίσουμε μόλις πάμε, μην ανησυχείς θα γίνουν όλα στην ώρα τους.
ΑΝ: Σε ευχαριστώ Στέφαν.
Σ: Δεν πάμε να ετοιμαστούμε?
Α: Πένι εσύ έλα μαζί μου.
Π: Εντάξει.
ΑΝ: Amelia, όταν φύγουμε φρόντισε να φοράει κάτι να μην πολύ φαίνεται δεν θέλουμε να την πάρουν είδηση πριν καλά καλά φτάσουμε στο παλάτι.
Α: Εντάξει.
Ανεβήκαμε πάνω στο δωμάτιο της και έβγαλε δύο σάκους ένα για εμένα και έναν για αυτή.
Α: Πήγενε και βάλε τα ποιο βασικά που θα πάρεις μαζί σου.
Κούνησα το κεφάλι μου και πήγα στο δωμάτιο και τα ετοίμασα.
{.......}
ΕΠΌΜΕΝΗ ΜΈΡΑ
Ένιωσα ένα απαλό χάιδεμα στο κεφάλι και σιγά σιγά άνοιξα τα μάτια μου.
Π: Άντριουμ?
Ρώτησα με βαριά κι νυσταγμένη φωνή μου.
ΑΝ: Μμμμμ.
Π: Άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα.
ΑΝ: Πρέπει να φύγουμε σε λίγο.
Π: Καλά δώσε μου πέντε λεπτά να ξυπνήσω.
ΑΝ: Καλά.
Δεν σηκώθηκε έκατσε μαζί μου και δεν έσπασε η αγκαλιά μέχρι να σηκωθούμε.
{......}
Αποφάσισα να σηκωθώ μετά από πέντε, αφού τον υποσχέθηκα να σηκώθηκα.
ΑΝ: Που πας?
Π: Πρέπει να σηκωθούμε.
Δεν είπε τίποτα, σηκώθηκε και κατέβηκα κάτω. Εγώ πήγα να πλυθώ και μετά κατέβηκα κάτω για να φάω πρωινό.
Π: Καλημέρα.
ΑΛ: Καλημέρα αδερφούλα.
Μου είπε να με έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Α: Πένι είσαι έτοιμη για σήμερα?
Π: Δεν θα έλεγα εκατό τις σε κατό πως είμαι έτοιμη.
ΑΝ: Μην ανησυχείς δεν θα πάει τίποτα στραβά κι αν πάει θα είμαστε όλοι δύπλα σου να σε προστατέψουμε και να σε υποστηρίξουμε.
Α: Καλά τα λέει ο αδερφός μου μην ανησυχείς για τίποτα.
Του χαμογέλασα ανήσυχη λόγο που μπήκε η άνοιξη και εδώ πάλι καλά δεν έχεις την αίσθηση της άνοιξης, αργή.
Τελείωσα με το πρωινό μου και θα αρχίσω να ετοιμάζομαι σιγά σιγά.
Α: Πένι έλα μαζί μου να σε ετοιμάσω.
Π: Εντάξει.
Την ακολούθησα, πήγαμε στο δωμάτιο της.
Α: Θα σε δώσω ρούχα να φορέσεις για να μην σε αναγνωρίσουν.
Με έδωσε μαύρα ρούχα και έναν μαύρο μανδία από πάνω


Πήγα τα φόρεσα στο δωμάτιο μου και έπειτα συγκέντρωσα τον σάκο και τα πράγματα που είχα ετοιμάσει από χθες στο κρεβάτι.
Έβαλα και τα τα τελευταία πάνω στο κρεβάτι και χτύπησε η πόρτα του δωματίου που ήταν από πίσω.
Π: Ναι.
- Ο Άντριουμ είμαι.
Π: μπες μέσα.
Είδα να ανοίγη η πόρτα και γύρισα να τον δω και τότε είναι που έχασα τα λογικά μου. Φορούσε μία σαν στολή φένονταν, μες τα δερμάτινα, σκουρόχρωμη.

Κοιτιόμασαν για ώρες έτσι ο ένας με τον άλλον και ένιωσα αρκετά αμήχανα.
ΑΝ: Εμμμ...είσαι πολύ όμορφη.....εγώ πέρασα από δω να σου πω....τα παιδιά είναι κάτω.
Π: Εμμμ..... ευχαριστώ....τώρα κατεβαίνω με τα πράγματα.
ΑΝ: Θες να σε βοηθήσω?
Π: Όχι, εντάξει είμαι. Μόνο τον σάκο έχω να πάρω και την τσάντα μου.
ΑΝ: Εντάξει θα περιμένω κάτω.
Π: Εντάξει.
Μόλις βγήκε και έκλεισε την πόρτα έκατσα στο κρεβάτι σοκαρισμένη.''Οχ Θεέ μου! Τι ήταν και αυτό?"
Μόλις συνήλθα κατέβηκα κάτω είδα και τους άλλους με παρόμοια ρούχα και το μάτι μου έπεσε πάνω στον Άλεξ που φορούσε και αυτός παρόμοια ρούχα.
Π: Άλεξ?
ΑΛ: Θα έρθω και εγώ μαζί σου.
Π: Άλεξ είναι επικίνδυνα τα πράγματα.
Ήρθε προς το μέρος μου και με κοίταξε μες τα μάτια.
ΑΛ: Εγώ θα έρθω μαζί σου για να σε προστατέψω και δεν θα με εμποδίσεις και στο κάτω κάτω είναι και δική μου γονείς, έχω και εγώ μία ευθύνη.
Π: Άλεξ....
ΑΛ: Μην ανησυχείς θα είμαι καλά μπορώ να προσέχω.
Δεν είπα τίποτα. Δεν ήθελα να έρθει επειδή δεν θέλω να το χάσω.
Όλοι ανεβήκαμε στα αυτοκίνητα ήμασταν μαζί με το Άντριουμ, εγώ, ο Άλεξ, η Amelia και ο Στέφαν και οι υπόλοιποι στα άλλα δύο αυτοκίνητα.
{.......}
Π: Φτάνουμε?
ΑΝ: Κάνε λίγο υπομονή θα φτάσουμε σε λίγο.
Δεν είπα τίποτα και θα κάνω λίγο ακόμα υπομονή. Έχουμε δέκα-πέντε λεπτά μες το αυτοκίνητο και έχω κουραστεί έχουμε βγεί εκτός πόλης αλλά το ποιο όμορφο είναι τα δάση που υπήρχαν από δεξιά μεριά και το βουνό ποιο πίσω.
ΑΝ: Φτάσαμε.
Σταματήσαμε σε ένα δρομάκι μακριά από το κεντρικό δρόμο και εκεί κατεβήκαμε.
Π: Που είναι?
ΑΝ: Θα δεις.
Ήρθε ένας παράξενος τι προσπαθώ να πω, πως φορούσε σχετικά παλιά ρούχα μια άλλης εποχής του μεσαίωνα.
Α: Πένι φόρα την κουκούλα.
Μου είπε στα ψιθυριστά
ΑΝ: Θέλουμε να περάσουμε.
- ποιος είσαι?
ΑΝ: Ο Άντριουμ γιός του Τζέϊτ
- Περάστε.
Μας έκανε νόημα να περάσουμε και εμένα με έπιασε από το χέρι. Περάσαμε αυτή την πανέμορφη πόρτα, που το υλικό που είναι από ξύλο και γύρο γύρο από αυτή τα κόκκινα τριαντάφυλλα που την στόλιζαν.
Περάσαμε και από την πόρτα και στην άλλη μεριά υπήρχαν πανέμορφα αρχοντικά σπίτια και βαθιά στο χωριό πυκνοφένοντα το κάστρο.
Π: Ουάου! Αυτό είναι?
ΑΝ: Ναι, σου αρέσει?
Π: Ναι, είναι πολύ ωραία.
📌Πως είστε επιτέλους η Πένι φτάνει στο χωριό των Βρυκολάκων μαζί με τους υπόλοιπους που την βοηθάνε, την Βασιλεία θα την πάρει τελικά?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top