Κεφάλαιο Τριάντα Τέσσερα - Επεισοδιακή Δίκη

Οι θύρες του δικαστηρίου άνοιξαν απο νωρίς το πρωί αναμένοντας τους υπόδικους όλων των κατηγοριών να περάσουν απο την τελική κρίση και εν τέλει να αποδωθεί δικαιοσύνη στις πράξεις που διέπραξαν.

Ο Ρικάρντο σιωπηρός και πολύ αγχωμένος καθόταν σε μια γωνία αναμένοντας τους δικούς του ανθρώπους να καταφθάσουν απο στιγμή σε στιγμή οπως τον είχε ενημερώσει νωρίτερα ο δικηγόρος .

Είχε μέρες να κοιμηθεί εξίσου και να φάει δεν τον ενδιέφερε διόλου πια ο εαυτός του καθώς βασανιζόταν νυχθημερόν απο σκέψεις και ενοχές που σαν ακοίμητος εχθρός ροκάνιζε τις άμυνες του.

Η σκέψη της περιφερόταν σαν φάντασμα του παρελθόντος στα σοκάκια του μυαλού επίμονη βασανιστική και συνάμα ηδονική.

Μερικές βραδιές φαντασιωνόταν τα δάκτυλα του να γλιστρούν απολαυστικά στην πυρακτωμένη σάρκα της τα μισάνοιχτα πορφυρά της χείλη να παράγουν αναστεναγμούς καθώς εισέβαλε με φόρα στην καυτή λάβα της.

Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία πως ήταν παράφορα κι απελπισμένα ερωτευμένος μαζί της όσο κι αν το αρνιόταν πεισματικά τόσο καιρό προβάλοντας χιλιάδες δικαιολογίες παρά τις πίκρες που της χάρισε δίχως έλεος την αγαπούσε.

Άραγε θα υπήρχε ευκαιρία να την κρατήσει αιώνια στην ζωή του ακόμη κι αν καταδικαζόταν ; Η θα παντρέυονταν τον πρώτο τυχόντα σβήνοντας για πάντα απο το νού την γνωριμία τους ;

Δυστυχώς στα χαρτιά παρέμενε παντρεμένος ακόμη με την Ντομίνγκα μια γυναίκα που δεν θα κέρδιζε ποτέ μήτε την καρδιά μήτε καν το παραμικρό ενδιαφέρον του παρατείνοντας μονάχα την δυστυχία που θα γευόταν στο πλευρό του.

Ακόμη και την κόρη που είχαν αποκτήσει μαζί δεν την αισθανόταν παιδί του όσο τον άγνωστο γιό που είχε αντικρίσει στην αγκαλιά της Σελίνας εκείνο το πρωινό.

Πως να ξεχάσει την συγκίνηση που τον κατέκλυσε στην όψη αυτού του αθώου βρέφους που του έμοιαζε εκπληκτικά στην φυσιογνωμία ; Τα πράσινα στρογγυλά ματάκια του μιλούσαν στην ψυχή τα μικροσκοπικά χεράκια του που ακούμπησαν διστακτικά το πρόσωπο του προκαλούσαν ρίγος.

Δεν φαντάζονταν ποτέ πως μια άμαθη καρδιά σαν την δική του θα χωρούσε απέραντη αγάπη και συνάμα λαχτάρα για ένα βρέφος που δεν επιθυμούσε καν να αναγνωρίσει ως δικό του προτού γεννηθεί.

Κι όμως η σοφή ζωή που γνωρίζει καλύτερα κι απο τους δικαστές να καταδικάζει τις άνομες πράξεις των ανθρώπων φρόντισε να τον τιμωρήσει δια της αφόρητης απουσίας τους .

Την ονειροπόληση του διέκοψε η εμφάνιση της χλωμής Ντομίνγκα που σαν τον αντίκρισε ξεχύθηκε στην αγκαλιά του με την μικρούλα ανα χείρας .

《Γλυκέ μου ..πως είσαι; Θέε μου εσύ έχεις αδυνατίσει δραματικά μα καλά γιατί αρνιόσουν τόσο καιρό να με δείς ..; Ερχόμουν καθημερινά στις φυλακές μα πάντοτε επέστρεφα άπραγη..》ξέσπασε σαν χείμαρρος αγχωμένη παρατηρώντας εξεταστικά κάθε πτυχή του ταλαιπωρημένου προσώπου του.

《Δεν ήθελα να με βλέπει κανένας σε αυτά τα χάλια ..! Το μωρό..μεγάλωσε..》πρόφερε συγκινημένος ακουμπώντας δειλά το χεράκι της μυρίζοντας παράλληλα το απαλό μωρουδίστικο άρωμα που ανέδιδε η επιδερμίδα της.

Η καρδιά του σκίρτησε για πρώτη φορά σαν αντίκρισε ένα ζεστό χαμόγελο να χαράζεται στο στρουμπουλό ροδαλό προσωπάκι της που προοριζόταν μονάχα για εκείνον.

《Είδες πως σου χαμογελάει η κόρη μας της έλειψες πολύ..》σχολίασε με την σειρά της συγκινημένη απωθέτοντας το σώμα του βρέφους μαλακά στα τρεμάμενα χέρια του.

Ξοπίσω της ακολουθούσε αργά ο σκυθρωπός Ρομπέρτο σέρνοντας τις ρόδες απο το αναπηρικό του καροτσάκι σκεπτικός καθώς πλησίαζε κοντά τους.
《Πατέρα..τι σου συμβαίνει αρρώστησες ;》σχολίασε ξαφνιασμένος απο την αλλοιωμένη όψη του ισχυρόυ άνδρα που συγκρατούσε στην μνήμη.

Εμπρός του στεκόταν σήμερα ένα κουφάρι κανονικό ένας άνδρας με κάτασπρα μαλλιά σαν το βαμβάκι ζαρωμένο και πανιασμένο πρόσωπο που αντανακλούσε μονάχα θλίψη κι αγωνία .

《Γιέ μου ακούς τι λές πως να μην αρρωστήσω..όταν σε φαντάζομαι πίσω απο τα κάγκελα μήνες ολόκληρους..》ψέλλισε με φωνή βραχνή κι αδύναμη.

《Δεν τον προσέχεις καθόλου εσύ..;》στράφηκε εκ νέου εκνευρισμένος προς την περιποιημένη Ντομίνγκα που παρά την τεράστια στεναχώρια που διαλαλούσε πως αισθανόταν για την άδικη φυλάκιση του δεν είχε παραλείψει να επισκεφθεί ένα κομμωτήριο και διάφορους οίκους μόδας.

Έχασε τα λόγια της κοιτάζοντας αμήχανα δεξιά κι αριστερά σαν να πάσχιζε να χρησιμοποιήσει ένα οποιοδήποτε ερέθισμα ως πρόφαση για να αποφύγει την συζήτηση.

《Ξέρεις ..ο πατέρας σου δεν με συμπαθεί πολύ ..》δικαιολογήθηκε βιαστικά μορφάζοντας ενοχλημένη αφού σιχαινόταν πάντοτε να ελέγχουν τις πράξεις της.

《Θα σε ενημερώσω ευθύς εγώ γιέ μου ! Αυτή η ανάξια που παντρεύτηκες περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο της στα κέντρα αισθητικής και στα μαγαζιά αδιαφορώντας παντελώς τόσο για την εγγονή μου όσο και για εσένα !..》πρόσθεσε εξαγριωμένος ο Ρομπέρτο κοιτάζοντας με απαξίωση και αποστροφή προς το μέρος της.

《Μην ψεύδεσται ασυστόλως κύριε μου .. γνωρίζεται πολύ καλά πως επισκεπτόμουν κάθε πρωί προτού καν ανατείλει ο ήλιος τις φυλακές περιμένοντας καρτερικά να συναντήσω τον ακριβοθώρητο γιο σου..!》αντιγύρισε τα σχόλια με την σειρά της αγνοώντας παντελώς τον χώρο στον οποίο βρισκόταν .

Το χέρι του Ρικάρντο τυλίχθηκε γύρω απ το μπράτσο της επιθετικά σε μια προσπάθεια να της υπενθυμίσει πως δεν ήταν ώρα για διαπληκτισμούς όσο η ελευθερία του κρεμόταν απο την ετυμηγορία των δικαστών.

《Αν δεν μπορείς να ελέγξεις τον θυμό σου βγές αμέσως έξω σε δικαστήριο βρίσκεσαι όχι σε μπάρ ! Κι επίσης θυμήσου πως την επόμενη φορά που θα αυθαδιάσεις στον πατέρα μου έχεις ξεκουμπιστεί αυτομάτως απο την ζωή μου κατάλαβες..;》γρύλισε χαμηλόφωνα με σφιγμένα χείλη δίχως να ελέγχει την οργή του.

《Δώσε μου το παιδί μου..! Εμείς βλέπεις πάντοτε παρείσαχτες είμασταν στην ζωή σου ! Μονάχα εκείνη η άθλια πόρνη απο τα καταγώγια σε ενδιέφερε !》αναφώνησε χαιρέκακα αρπάζοντας βίαια το μωρό απο την αγκαλιά του με αποτέλεσμα να το τρομοκρατήσει.

《Ορίστε γιέ μου ..ιδού ο αληθινός εαυτός της να την χαίρεσαι ..έχει καταντήσει ήδη το βρέφος νευρασθενικό..!》

《Πάψε πατέρα ! Άκου να σου πω δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ξεσπάς τον θυμό και τα απωθημένα σου επάνω της..》

《Κόρη μου είναι όπως θέλω θα φέρομαι ! Ας ήσουν κι εσύ κοντά μας να ανέχεσαι όλη μέρα τα ασταμάτητα κλαψουρίσματα της και θα ξεπερνούσες στα όρια σου..!》σχολίασε κυνικά ξεχειλίζοντας αδιαφορία για το πλασματάκι που σπαρταρούσε ανάμεσα στα χέρια της.

《Τι είναι αυτα που λές ; Τόσο άκαρδη είσαι λοιπόν που ούτε το ίδιο το παιδί σου δεν σπαχνίζεσαι..;》πρόφερε αηδιασμένος εως τα μύχια της ψυχής χαιδέυοντας πικραμένος το ποδαράκι της μικρούλας που έκλαιγε γοερά αναζητώντας λίγη αγάπη απο μια παγωμένη καρδιά.

Το βλέμμα του κέντρισε ευθύς το κόκκινο άερινο φόρεμα που με το οποίο εισέβαλε αγέρωχη στο δικαστήριο η σειρήνα η γυναίκα που κυκλοφορούσε στις φλέβες του πια αντι για αίμα.

Το στόμα του άνοιξε διάπλατα απ την έκπληξη παρομοίως και οι κόρες των οφθαλμών διεστάλισαν για να χωρέσουν την ομορφιά οπου εξέπεμπε η αιθέρια παρουσία της.

Τα μάυρα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν σαν σημαίες στον νοτιά τα κόκκινα σαν αμαρτία χείλη της μισάνοιχτα λες και ανέμεναν το φιλί του διψασμένα όσο για τις καμπύλες του σώματος της έβαζαν φωτιά στις αισθήσεις του.

《Σελίνα..》ψέλλισε με στόμα ξεραμένο απο προσμονή και ένα σώμα που φλέγονταν απ άκρη σε άκρη για το άγγιγμα της.

Η Ντομίνγκα ακολούθησε το βλέμμα του παρατηρώντας απο πάνω μέχρι κάτω με πρωτοφανή φθόνο την αιώνια ανταγωνίστρια της δαγκώνοντας με δύναμη τα χείλη της εξοργισμένη.

《Κατα φωνή και η πόρνη..! Θάυμασε το πόσο ανήθικη είναι που περιφέρει τα γυμνά της κάλλη ακόμη και στις αίθουσες του σεβαστού δικαστηρίου λες και βρίσκεται σε οίκο ανοχής..!》σχολίασε χαιρέκακα βράζοντας στο καυτό καμίνι της ζήλειας απ όπου δεν δύναται πια να ελευθερώθει.

《Σκάσε πια ! Οτι και να φορέσει μοιάζει με ολοζώντανη φαντασίωση σε αντίθεση με εσένα που ντύθηκες σαν ανέραστη πλούσια κυράτσα..!》έσπευσε να την υπερασπιστεί μεθυσμένος απο πόθο εκείνος αγναντεύοντας με φανερή απαξίωση το μάυρο ταγέρ που φορούσε.

Ξοπίσω της εμφανίστηκε ο Λεονάρντο ντυμένος με ένα μάυρο βελούδινο κοστούμι και λευκό πουκάμισο ήταν αξύριστος και έμοιαζε πολύ ταλαιπωρημένος κρατώντας γερά το χέρι μιας ξανθιάς νεαρής γυναίκας.

《Πατέρα για κοίτα εκεί ο Λεονάρντο συνοδέυεται..》σχολίασε έκθαμβος την ίδια ώρα που η σειρήνα της καρδιάς του ένωνε το βλέμμα της με το καυτό δικό του.

《Δεν με ενδιαφέρει τι πράττει ο αδερφός σου ..! Πάλι φιγούρα προσπαθεί να κάνει ενώπιον σου..》σχολίασε παγερά ο Ρομπέρτο μα τα λόγια του ευθύς εξανεμίστηκαν σαν φύλλα στον δυνατό βοριά σαν η μορφή της στάθηκε ενώπιον του σκυθρωπή.

Έριξε μια πρόχειρη φευγαλέα ματιά στην γυναίκα πλάι του μα την κέρδισε απευθείας το μικροσκοπικό μωράκι που βαστούσε κι η όψη της ευθύς γλύκανε.
《Μην το αφήνεις να βασανίζεται το βρέφος για το θεό δεν σε στεναχωρεί που σπαράζει ;》αναρωτήθηκε συγκλονισμένη απο το γοερό κλάμα της μικρούλας.

Η καρδιά της σκιρτούσε παράξενα στην παρουσία της κόρης του ενώ τα μάτια της ομοίαζαν υπερβολικά σε εκείνα του γιού της λες και ήταν βγαλμένα απο την ίδια μήτρα.

Άπλωσε τα χέρια ασυναίσθητα προς την σιωπηρή έκκληση του βρέφος με μάτια θολωμένα απο τα δάκρυα νιώθοντας την έντονη παρόρμηση να την καθησυχάσει.

《Σε παρακαλώ άφησε με να την κρατήσω για μερικά λεπτά..》ικέτευσε την Ντομίνγκα συντρίβοντας τον εγωισμό της ολοσχερώς μπροστά στην γυναίκα που την εχθρεύονταν περισσότερο απ όλους.

《Δώσε το μωρό αμέσως..》πρόσταξε κοφτά δίχως περιστροφές ο Ρικάρντο ξεδιαλύνοντας με ένα βλέμμα τις σκοτεινές σκέψεις που περνούσαν απο το μυαλό της.

Ρουθούνισε άκομψα παραδίδοντας σαν κούκλα το μωρό στα χέρια της τρέχοντας σαν κυνηγημένη προς το μέρος του Λεονάρντο ψιθυρίζοντας στο αυτί του .

《Βλέπεις Λιώνει για εκείνη κουράστηκα να παλεύω για έναν γάμο διαλυμένο..》

Παγερά έστιασε στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της αυστηρός χωρίς ίχνος οίκτου η συμπάθειας για την νύφη του που κινούνταν τόσο καιρό υπο τις εντολές του.

《Έχεις δίκιο..μην ανησυχείς σύντομα θα υπογράψετε το διαζύγιο..τελείωσε το παιχνίδι Ντομίνγκα..η παρτίδα χάθηκε..》πρόφερε αινιγματικά χαμογελώντας στοργικά στην Γκριζέλντα πλάι του κρατώντας την υπόσχεση του.

《Τα ..έχασες τελείως..; Τι ξεστόμισες μόλις ; Δεν έχω σκοπό να παρατήσω αμαχητί τον άνδρα μου στα χέρια της χορεύτριας ξέχασε το !》

《Σοβαρά ; Κι πως σκοπεύεις να τον κρατήσεις κοντά σου με βουντού μήπως ; Δεν σε θέλει Ντομίνγκα χώνεψε το ποτέ του δεν σε πόθησε όσο εκείνη..κι αν τολμήσεις να μπείς στο δρόμο τους εμπόδιο θα με βρείς μπροστά σου !》την απείλησε μοχθηρά σφίγγοντας με δύναμη την παλάμη της .

Κουνούσε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι της πασχίζοντας να ψυχολογίσει τον διαφορετικό άνδρα που έστεκε πλέον ενώπιον της .

Αναρωτιόταν που είχε εξαφανιστεί το άσβεστο μίσος που καθρεπτίζονταν στα μάτια του κάθε φορά που αναφέρονταν στον αδερφό του κι την χορέυτρια ; Η μανία του για εκδίκηση πως έσβησε σαν φλόγα ξαφνικά ..; Μα τι συνέβαινε ποιός ήταν τελικά ο Λεονάρντο Γκουτιέρεζ ;

《Μα πως..άλλαξες εσύ τόσο δραματικά ; Δεν επιθυμείς πλέον την δυστυχία του αδερφού σου ;》ρώτησε σαν ανόητη αρνούμενη να εμπιστευθεί την διαίσθηση της που κράυγαζε πως πλέον οι όροι είχαν ανατραπεί.

《Θα αποκαλυφθούν όλα σε λίγα λεπτά ! Το θέατρο σου έλαβε οριστικό τέλος..!》πρόσθεσε αποφασισμένος εισβάλοντας δίχως να χάσει χρόνο στην κατάμεστη αίθουσα παραλείποντας να χαιρετήσει την οικογένεια του.

《Σειρήνα..πως κατορθωσες να καθησυχάσεις με μια μονάχα αγκαλιά την κόρη μου..;》ψέλλισε πλημμυρισμένος θαυμασμό ο Ρικάρντο παρακολουθώντας την μικρή να κουρνιάζει επι τόπου ανάμεσα στα απαλά της χέρια κλείνοντας σφικτά τα μάτια.

《Καρδούλα μου γλυκιά άγγελε μου..》ψιθύριζε συγκινημένη στα αυτιά της σαν νανούρισμα προσφέροντας χαλάρωση και θαλπωρή στο αναστατωμένο βρέφος όπως ακριβώς ονειρεύονταν να χαρίσει στην κόρη της.
《Μάλλον αισθάνθηκε ασφάλεια..》αποκρίθηκε στοργικά βυθίζοντας το βλέμμα της στο δικό του νοσταλγικά.

《Σελίνα..αγάπη μου..μου έλειψες τόσο..》ψιθύρισε συγκινημένος τυλίγοντας μια μεταξένια τούφα απο τα μαλλιάς της στο δάκτυλο του.
《Κάνε υπομονή γλυκέ μου σύντομα όλα θα τελειώσουν..》

《Πες μου πως με αγαπάς ακόμη όπως τότε που ο τυφλός ποδοπατούσα την αγάπη σου..το έχω ανάγκη ..》

Χαμογέλασε αχνά χαιδέυοντας το πρόσωπο του με ζέση σαν να μην πέρασε μια μέρα απο την πρώτη τους παράδοξη γνωριμία στο μπαρ του Χουάν που έκλεψε την καρδιά της.

《Πάντα..θα σε αγαπάω..κι ας είσαι μακριά..》ψιθύρισε βουρκωμένη τυλίγοντας εκ νέου τα χέρια της γύρω απο το σωματάκι της μικρούλας.

Ο δικηγόρος του βαστώντας την δικογραφία ανα χείρας σε έναν μπλέ φάκελο έγνεψε να περάσουν στην αίθουσα σιγά σιγά καθώς η ώρα της αλήθειας είχε φθάσει.

Κατάπιε με δυσκολία αρπάζοντας το χέρι της ανάμεσα στο δικό του επιθυμώντας οσο τίποτα να αντλήσει λίγη δύναμη απο την δική της για να αντέξει.

《Ησύχασε ..είμαι εδώ..》ψιθύρισε φιλώντας αέρινα το μάγουλο του με λατρεία καθώς βάδιζε σκυφτός προς την κόλαση του.

《Σελίνα κόρη μου ευχαριστώ τον θεό που ήρθες ..! Είναι διαλυμένος σε χρειάζεται ..》σχολίασε συγκινημένος ο Ρομπέρτο ατενίζοντας με ελπίδα το πρόσωπο της λες και η παρουσία της σαν ήλιος φωταγωγούσε την σκοτεινή ύπαρξη τους.

Έσφιξε το ροζιασμένο χέρι του μεταδίδοντας σιωπηρά κουράγιο στον άνδρα που την στήριξε περισσότερο απο όλους την περίοδο που ακόμη κι ο Ρικάρντο την πολεμούσε.

《Ηρεμήστε κύριε Ρομπέρτο θα δείτε πως θα αθωωθεί τελικά ο γιός σας και σύντομα θα βγεί απο την φυλακή..》ψέλλισε στοργικά δίχως να αφήσει απο την αγκαλιά της το κοιμισμένο βρέφος .

《Αν..τελικά αποδωθεί δικαιοσύνη είσαι πρόθυμη να ενώσεις την ζωή σου μαζί του σβήνοντας ολοσχερώς το παρελθόν..;》

Το βλέμμα της σκοτείνιασε άξαφνα αφού ένα ντόμινο ζογερών αναμνήσεων ξεπρόβαλε απο μια κόγχη του μυαλού προβάλλοντας σαν ταινία εμπρός της τα τόσα δεινά που βίωσε εξαιτίας του.

《Αποκλείεται να είναι δικό μου το μωρό που περιμένεις αλλα με τόσους που έχεις κοιμηθεί θα έχεις χάσει το μέτρημα στοιχηματίζω..!》τα αδυσώπητα λόγια του επέστρεψαν στα αυτιά της σαν απόηχος μιας τραυματικής σχέσης.

《Λυπάμαι μα..οι δρόμοι μας με τον Ρικάρντο χώρισαν οριστικά..》αποκρίθηκε αποφασιστικά εισβάλοντας σαν σίφουνας στην αίθουσα όπου ήδη η ακροαματική διαδικασία είχε ξεκινήσει.

Τρείς δικαστές στέκονταν απέναντι απο τον όρθιο Ρικάρντο απαγγέλοντας αρχικά το κατηγορητήριο για να προχωρήσουν μετέπειτα στις απαραίτητες καταθέσεις των μαρτύρων.

Ατένισε με αγωνία το βλοσσυρό πρόσωπο του Λεονάρντο αναμένοντας καρτερικά την επόμενη κίνηση του η οποία οπως της είχε προλογήσει θα επανέφερε την χαμένη αρμονία στις ζωές τους.

《Λοιπόν κύριε Γκουτιέρεζ αποδέχεσται τις κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση που σας αναγγέλθηκαν ;》ρώτησε επιθετικά ο αυστηρός δικαστής δίχως να αναγνωρίσει οποιοδήποτε ελαφρυντικό.

《Αρνούμαι κατηγορηματικά την ανάμειξη μου στον φόνο του συνεργάτη μου κύριε δικαστά δεν γράφτηκε απο τα δικά μου χέρια ο επίλογος της ζωής του είμαι αθώος !》φώναξε απελπισμένος καταμεσής της αίθουσας προκαλώντας την έντονη αντίδραση των ενόρκων.

《Ψέυτη ..δολοφόνε !》αναφώνησε η ηλικιωμένη μητέρα του Τζόρτζ η οποία με το ζόρι βαστούσε τα γόνατα της προκειμένου να δικαιώσει την μνήμη του παιδιού της.

《Σας παρακαλώ οι χαρακτηρισμοί να παραλείπονται..!》γρύλισε κοφτά ο δικαστής επαναφέροντας την σιωπή στην αίθουσα προτού συνέχίσει με τις ερωτήσεις του 《Αφού με τόση ζέση υποστηρίζεται την αθωότητα σας υποθέτω πως θα έχετε και τους απαραίτητους μάρτυρες να την αποδείξετε κάνω λάθος ;》σχολίασε ειρωνικά.

《Επαναλαμβάνω δεν διέπραξα εγώ τον φόνο του Τζόρτζ !》

《Και τότε ποιός έσπρωξε τον άτυχο άνδρα στο κενό μήπως οι κάμερες ασφαλείας που υποδεικνύουν ξεκάθαρα το πρόσωπο σας λανθάνουν κι αυτές ;》αναφώνησε εξαλλός εκβιάζοντας μια ομολογία απο μέρους του.

《Εγώ σκότωσα τον Τζόρτζ ! Ο αδερφός μου είναι αθώος αποχώρησε απο το γραφείο του νωρίτερα συνοδευόμενος απο την Σελίνα . Εγώ ανέβηκα στο γραφείο ξεγελώντας έυκολα τον φύλακα και τον έσπρωξα στο κενό !》ομολόγησε γενναία την πράξη του ενώπιον όλων των έκπληκτων ενόρκων.

《Εσύ..;》ψέλλισε σοκαρισμένη με τα πόδια κομμένα η Σελίνα παρατηρώντας τον χλωμή λες και το υπόλοιπο κοινό που την πλαισίωνε άξαφνα είχε σβήσει απο τα μάτια της.

《Όχι αγάπη μου..αποκλείεται να σκότωσες εσύ τον παραγωγό σε παρακαλώ ανακάλεσε..!》αναφώνησε με την σειρά της φοβισμένη η Γκριζέλντα σφίγγοντας τα δάκτυλα της σαν μέγκενη γύρω απο τα δικά μου.

《Χα..δεν μου κάνει εντύπωση που ομολογείς άλλον ένα φόνο γιέ μου ήσουν εξαρχής γεννημένος κακοποιός !》σχολίασε κυνικά λίγα μέτρα πίσω τους ο Ρομπέρτο λες και δεν έτρεφε ίχνος αγάπης στην γέρικη καρδιά του για εκείνον.

《Πάψε πατέρα..καιρός να ξεχάσεις πια ! Παιδί σου είναι κι εκείνος απορώ πως αντέχεις να του φέρεσαι τόσο σκληρά την ώρα που τον ατενίζεις να κομματιάζεται ενώπιον σου..》επενέβει τελευταίος και πιο εξαγριωμένος απο ποτέ ο Ρικάρντο υπερασπίζοντας για ακόμη μια φορά τον κακό του αδερφό κι ας γνώριζε πως θέλησε να τον δολοφονήσει.

Τα δάκτυλα του γλίστρησαν απο τα δικά της σαν πουλιά που απελευθερώνονται ξαφνικά απο αιχμαλωσία βηματίζοντας σκυφτός στον κεντρικό διάδρομο του δικαστηρίου δεχόμενος κάθε βρισιά η μομφή που ψελλίζονταν απο τους εξαγριωμένους ενόρκους.

Πλησίασε τον άλλο μισό του εαυτού του τον αδερφό του υψώνοντας μετανιωμένος τα μάτια του έτοιμος να δεχθεί ακόμη κι ένα ράπισμα απο τα χέρια του που τόσο άδικα τον είχε καταδικάσει να υποφέρει.

Η αίθουσα πάγωσε καθώς ολοι πλέον άφωνοι κρατούσαν υπομονετικά την ανάσα τους αναμένοντας την επόμενη στιγνή αποκάλυψη των άνομων πράξεων ενός άνδρα αδίστακτου και σκοτεινού σαν την νύχτα.

《Αδερφέ..είμαι ένας τιποτένιος κατέστρεψα την ζωή σου ..εξαιτίας μου παντρεύτηκες μια γυναίκα που δεν αγαπούσες με πρόφαση μια ψεύτικη εγκυμοσύνη. Έπειτα χώρισα την Σελίνα απο την κόρη της ο αχρείος ενώ φρόντισα να σε χώσω στην φυλακή για έναν φόνο που δεν έπραξες..! Ξέρω έχεις δίκιο αν με χτυπήσεις σκότωσε με αν σου αρκεί μονάχα ..φρόντισε σε αντίθεση με εμένα το αγέννητο παιδί που περιμένει εκείνη ...》πρόφερε συγκινημένος με δάκρυα να στάζουν απ τα μάτια του υποδεικνύοντας με το κεφάλι την παγωμένη Γκριζέλντα που πάσχιζε να συγκρατήσει τα τρεμάμενα γόνατα της προτού λυγίσουν.

《Όχι ! Αν πεθάνεις εσύ θα σε ακολουθήσω ακόμη και στα τρίσβαθα της κόλασης καρδιά μου..!》αναφώνησε πέφτωντας λιπόθυμη στην ξύλινη καρέκλα ξοπίσω της προκαλώντας πανικό στην σοκαρισμένη αίθουσα.

《Κάντε χώρο παρακαλώ να αναπνεύσει είναι έγκυος..!》διαμαρτύρονταν έντονα η Σελίνα που μονομιάς υπέδειξε για άλλη μια φορά ανθρωπιά  προστρέχοντας πρώτη στο πλευρό της.

《Παιδί..θα γίνεις πατέρας..》ψέλλιζε σοκαρισμένος απο την δική του σκοπιά ο Ρομπέρτο πλησιάζοντας αργά κοντά στους αμίλητους και παγωμένους γιούς του.

Ευθύς ποδοπατώντας τον εγωισμό του γονάτισε μπροστά στον παράλυτο πατέρα του ακουμπώντας το κεφάλι του στην καφέ μάλλινη κουβέρτα που κάλυπτε τα πόδια του .
《Είναι αργά για συγχώρεση..όμως ελπίζω τουλάχιστον σαν παππούς να αγκαλιάσεις και το δικό μου παιδί σαν εγγόνι σου..το μωρό του ..μητροκτόνου..》ψιθύρισε έχοντας ξεμείνει πια απο φωνή .

Ένα δάκρυ κύλησε απο το μάγουλο του σκληροτράχηλου άνδρα που παράλληλα ύψωνε το βλέμμα στο πρόσωπο του Ρικάρντο σαν να επιζητούσε την δική του σιωπηρή έγκριση.

Αν και θυμωμένος του έγνεψε δίχως δέυτερη καταφατικά επαναφέροντας την χαμένη ισορροπία στην διαλυμένη τους οικογένεια έπειτα απο τον χαμό του μεσαίου συνδετικού κρίκου της αλυσίδας τους .

Αφού διάβασε πια την βαθειά συγχώρεση στα βουρκωμένα μάτια του γιού του παρά τα όσα δεινά του προξένησε ο ίδιος ο αδερφός του ψελλίζοντας μερικά ακατανόητα λόγια σαν προσευχή ακούμπησε δειλά τα δύο του χέρια στο κεφάλι του .
《Θα το αγαπήσω τόσο όσο λατρέυω εσένα παρά τα λάθη μου !
Ήμουν βλέπεις τυφλωμένος απο τα πάθη και δεν διέκρινα πως πρώτος τίναξα στον αέρα την οικογενειακή μας θαλπωρή..! Σήκω παιδί μου δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω..》πρόφερε με φωνή σπασμένη αποφασισμένος ο Ρομπέρτο σε μια σπάνια εξομολόγηση καρδιάς αφού απέφευγε μέχρι και να τους χαιδέυει απο παιδιά.

Αδυνατώντας να πιστέψει τις λέξεις που μεταφέρονταν στα αυτιά του απο το στόμα του ύψωσε έκπληκτος το βλέμμα αναμένοντας το ύστατο βλέμμα της αποστροφής να διχοτομήσει την καρδιά του στο λεπτό.

Μα αντ αυτού διέκρινε στο ρυτιδιασμένο πονεμένο πρόσωπο του την ίδια παράξενη σπίθα που ατένιζε κάθε φορά που κοιτουσε κατάματα την γυναίκα της ζωής του .
《Δεν το εννοείς..! Για εσένα πάντοτε θα μαι..》

《Το παιδί μου..που απαρνήθηκα απο αδάμαστο εγωισμό και φιλαρέσκεια ..》βιάστηκε να προσθέσει αφαιρόντας ένα βαρίδι απο τους κυρτωμένους ώμους που θα καλούνταν να σηκώσουν το τίμημα των πράξεων του.

《Παρακαλώ πολύ ησυχία στο ακροατήριο ! Δηλαδή ομολογείτε ευθαρσώς την δολοφονία του θύματος ..;》έσπευσε να επιβεβαιώσει ο πρόεδρος του δικαστηρίου επαναφέροντας την τάξη σε μια δίκη που πραγματικά σπάραζε καρδιές.

Σαν άνδρας στάθηκε ξανά στα πόδια του ορθώνοντας αγέρωχα το ανάστημα του ενώπιον των δικαστών κοιτάζοντας κατάματα έναν προς έναν τους ενόρκους κι έπειτα με ένα φευγαλέο βλέμμα στο αυλακωμένο πρόσωπο της άνοιξε επιτέλους τα χαρτιά του.
《Μάλιστα ομολογώ ! Είμαι δολοφόνος εγώ τον έσπρωξα στο κενό με μοναδικό κίνητρο να καταδικαστεί ο αδερφός μου για την πράξη μου ώστε να μείνει ο δρόμος μου ελεύθερος για την καρδιά της Σελίνα..》ανακοίνωσε σθεναρά με φωνή στιβαρή που συντάραξε τα θεμέλια της γής.

Ο Ρικάρντο σοκαρισμένος αναζήτησε στο πλήθος το ζεστό αγαπημένο βλέμμα της σειρήνας του αντλώντας κουράγιο για να συνεχίσει.

《Δεν το πιστεύω..》πρόφερε θλιμμένος μερικά λεπτά αποπνικτικής σιωπής αργότερα καρφώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του στο πρόσωπο του αδερφού
που τον μισούσε .

《Πάρτην και ζήστε μακριά απο όλους μαζί με τα παιδιά σας ..!》

《Λεονάρντο μή για το θεό..!》αναφώνησε τρομαγμένη προτού ξεστομίσει την ισοπεδωτική αλήθεια που θα γκρέμιζε συθέμελα τον πλασματικό λευκό γάμο της η Ντομίνγκα σφίγγοντας το βρέφος με απίστευτη δύναμη ανάμεσα στα χέρια της.

《Το βρεφος οπου βαστάει στα χέρια της η σύζυγος σου..δεν είναι δικό της παιδί δεν εξήλθε απο τα δικά της σπλάχνα δεν το κυοφόρησε ποτέ ! Σελίνα..πήγαινε να πάρεις την κόρη σας !》πρόφερε επιτέλους λυτρωμένος αποκαθιστώντας την αλήθεια που του έκαιγε τα σωθικά την ίδια ώρα που οι αστυνομικοί περνούσαν χειροπέδες στους καρπούς του έπειτα απο εντολή του δικαστή.

《Η κόρη μου...Ρικάρντο ακούς είναι η κόρη μου..!》μονολογούσε τρελαμένη απο ευτυχία η Σελίνα προσπερνώντας φουριόζα όποιον άνθρωπο της έφραζε το δρόμο προς την ευτυχία που άνοιγε επιτέλους τις πύλες της μπροστά της.

《Δώσε μου το παιδί..!》γρύλισε έντρομη αρπάζοντας ακαριάια το μωρό απο την σφικτή αγκαλιά της Ντομίνγκα που κόντεψε να του προκαλέσει ασφυξία.

《Θα το πληρώσεις ηλίθια κι εσύ..κι εκείνος..》ούρλιαξε εξαγριωμένη αποχωρόντας τρέχοντας και πλήρως ηττημένη απο τον σύμμαχο της και συνάμα εγκέφαλο της επιχείρησης εκδίκηση που είχε στηθεί γύρω απο έναν έρωτα πιο δυνατό απο το μίσος που τον κύκλωνε.

Έσφιξε τα χέρια της γύρω απο το σωματάκι της κοιμησμένης μικρούλας στην αγκαλιά της πλημμυρισμένη αγαλλίαση ένα συναίσθημα ξεχασμένο που ίσως για πρώτη φορά γευόταν.
《Γλυκό μου πλάσματακι..καλώς ήρθες στην ζώη μου ..είμαι η μαμά σου εγώ..καμία άλλη..》ψιθύριζε λυτρωμένη πια στο μικροσκοπικό αυτάκι της διακρίνοντας με την άκρη του ματιού τον Ρικάρντο να στέκει σιωπηλός πλάι τους ατενίζοντας με θαυμασμό το λαμπερό πρόσωπο της.
《Σειρήνα χαμογελάς ξανά μ αυτό τα ακαταμάχητα χείλη που μου κλέβουν το μυαλό..》πρόφερε ζαλισμένος απο την γοητεία της και πιο ευτυχισμένος απο ποτέ επιθυμώντας διακαώς να αισθανθεί ξανά το εξωτικό κορμί της να πάλλεται ανάμεσα στα χέρια του απο πόθο.

Ένωσε το βλέμμα της με το δικό του έπειτα απο τόσο καιρό μοναξιάς πόνου και ατελέυτητων δακρύων πασχίζοντας να χαμογελάει ξανά μιας και η μπόρα φαινομενικά είχε περάσει όμως δεν είχε πεί ακόμη την τελευταία της κουβέντα.

Παρέδωσε απότομα το μωρό στα χέρια του τρέχοντας εξαγριωμένη προς το μέρος του Λεονάρντο ικανή να τον κατασπαράξει με την ίδια άνεση που εκείνος της έκλεψε το νεογέννητο μωρό της.
《Αλήτη κάθαρμα εσύ μας καταδίκασες να ζούμε μες τον πόνο και την απόγνωση γιατί ; Επειδή σε απέρριψα για τον έρωτα του αδερφού σου αφού έτυχε να αγαπήσω εκείνον και όχι εσένα ! Δεν σου αξίζει να ζείς ειλικρινά δεν σου αξίζει..!》ούρλιαζε ανεξέλεγκτη τυλίγοντας τις παλάμες της γύρω απο τον λαιμό του σφίγγοντας με μανία .

Η Γκριζέλντα όπου μόλις είχε συνέλθει απο την καταπραϋντική νάρκη οπου βρισκόταν σαν αντίκρισε τον μοναδικό άνδρα όπου αγάπησε να κινδυνέυει να χαθεί όρμησε δίχως δέυτερη σκέψη σαν άλλη μαινάδα να τον γλιτώσει.
《Άφησε τον Σελίνα μετάνιωσε πιά θα πληρώσει για τις πράξεις του θα τον κλείσουν φυλακή τι άλλο θέλεις ! Φύγε πάρε τα παιδιά σου και ζήσε με τον άνδρα που αγαπάς..!》φώναζε σπρώχνοντας το σώμα της θυμωμένη κατευθείαν στα χέρια του Ρικάρντο ο οποίος την υποδέχτηκε με θέρμη.

《Πάρε τα χέρια σου κι άσε με να τον τιμωρήσω τον αχρείο ..!》διαμαρτυρόταν έντονα παλέυοντας να ξεφύγει .

Την ίδια στιγμή ο Λεονάρντο χάιδευε με στοργή το μουσκεμένο απο τα δάκρυα πρόσωπο της καλής του αποχαιρετώντας σιωπηρά τόσο το παιδί τους όσο και τον ανεκπλήρωτο έρωτα που πάσχισε να γεννηθεί ανάμεσα τους.

《Να είσαι δυνατή απο εδώ και πέρα θα ακούσεις και θα δείς πολλά θέλω να παλέψεις αδιάκοπα για το μωρό μας που θα γεννηθεί ευτυχισμένο και γερό..》

《Γιατί μου τα λές όλα αυτά ; Τι σκοπεύεις να κάνεις στην φυλακή μήπως να τερματίσεις την ζωή σου..;
Μαζί θα το μεγαλώσουμε αυτό το βρέφος..!》τόνισε αρνούμενη να τον εγκαταλείψει όσα χρόνια κι αν περνούσε στην φυλακή ακόμη κι αν χαράμιζε τα νιάτα της να καρτερεί τον γυρισμό του.

Έσκυψε θλιμμένος το κεφάλι του πασχίζοντας να κρύψει τον πόνο που του έκαιγε σαν καμίνι τα σωθικά και συνάμα του έκοβε την ανάσα μια οδύνη ανείπωτη που δεν θα αντίκριζε ξανά τα δύο της θαλασσινά μάτια που τα χείλη του θα μαραίνονταν χωρίς τα δροσερά φιλιά της.

Και η καρδιά του..κι όμως υφίσταντο καρδιά σε εκείνο το σώμα που θεωρούσε άψυχο για χρόνια κι μάλιστα τούτη την στιγμή κάλπαζε σαν ατίθασο άττι που πάσχιζε να ξεφύγει απο όσους του στερούσαν την ελευθερία.

《Δεν ξέρω εάν ξαναδώ το φώς του θερμού ήλιου ξανά ελεύθερος δίχως ενοχλητικά γκρίζα κάγκελα να μου καλύπτουν την θέα του. Μονάχα μια παράκληση αξιότιμοι δικαστές και ένορκοι ..》άλλαξε θέμα βιαστικά στρέφοντας την προσοχή του ολοκληρωτικά προς το μέρος τους γνωρίζοντας απο πρώτο χέρι πως ο χρόνος ελευθερίας στην κλεψύδρα του έπειτα απο την δημόσια ομολογία του σταδιακά στέρευε δραματικά .

《Πες μας..τι θέλεις..》τον παρότρυνε αυστηρά ο δικαστής με μια πρωτόγνωρη δόση ανθρωπιάς που άλλος στην ίδια θέση δεν θα κατείχε μπροστά σε έναν στυγνό εγκληματία όπως εκείνος.

《Μονάχα να μου δωθεί η ευκαιρία να παντρευτώ προτού φυλακιστώ την γυναίκα που κυοφορεί το παιδί μου ..επιθυμώ να το αναγνωρίσω..》πρόφερε ταπεινά σαν να εκλιπαρούσε απεγνωσμένα να του δωθεί τούτη η μεγάλη χάρη χαμογελώντας δειλά προς το μέρος της.

Οι δικαστές αφού λογομάχισαν για μερικά παγερά λεπτά αναμονής τελικά κατέληξαν σε μια ομόφωνη απόφαση την οποία ανέλαβε ο πρόεδρος να αναγγείλει.
《Το αίτημα σου παρά το βεβαρυμένο σου ποινικό μητρώο γίνεται δεχτό μονάχα για την προστασία της μητέρας οσο και του αγέννητου τέκνου σου.!
Την επόμενη εβδομάδα θα τελεστεί εντος των φυλακών ο πολιτικός γάμος σας..! Προς το παρόν πάρτε τον !》διέταξε αυστηρά εστιάζοντας το βλέμμα προτού αποχωρήσει στον αρχικό κατηγορούμενο όπου κλήθηκε να καταδικάσει .

《Κύριε Ρικάρντο Γκουτιέρεζ απο σήμερα ομόφωνα το δικαστήριο σας απαλλάσει απο τις φρικτές κατηγορίες που απαγγελθηκαν σε βάρος σας είστε ελέυθερος..!》βροντοφώναξε με ζέση αποχωρόντας απο την αίθουσα έχοντας εκτελέσει με γενναιότητα το καθήκον του σε μια τόσο δύσκολη δίκη.

Συγκινημένος ο Ρικάρντο στράφηκε προς την εκλεκτή της καρδιάς του αναμένοντας επιτέλους έπειτα απο τον κυκεώνα των αποκαλύψεων που είχαν υπωθεί στην αίθουσα να μπορέσουν επιτέλους να ζήσουν ευτυχισμένοι.

《Καρδιά μου..είμαι ελεύθερος πια και ολοκληρωτικά δικός σου !》αναφώνησε ενθουσιασμένος ανοίγοντας ταυτόχρονα την αγκαλιά του ανυπόμονος να την κλείσει ανάμεσα στα χέρια που είχαν ερημώσει.

Μα στο δικό της πανέμορφο πρόσωπο δεν διάβασε την ίδια χαρά μήτε τον ενθουσιασμό που θα άρμοζε κανονικά να νιώσει .

Τα μάτια τον περιεργάζονταν ψυχρά και υπολογιστικά η γνώριμη φλόγα της αγάπης που σιγόκαιγε στα βάθυ τους κάποτε για εκείνον απουσίαζε και την θέση της άρπαξε θριαμβευτικά η απάθεια που να πάρει τον σκότωνε.

《Γιατί δεν μιλάς σειρήνα ; Με τρομάζει η σιωπή σου..》πρόσθεσε χαιδέυοντας μια τούφα απο τα μαλλιά που λάτρευε να μπλέκει τα δάκτυλα του.

Πισωπάτησε θυμωμένη αναζητώντας τρομαγμένη ολόγυρα την μορφή της μικρούλας που μόλις είχε επιστρέψει στην αγκαλιά της και δεν πρόφθασε να χορτάσει.

《Τολμάς να μου απευθύνεις ακόμη τον λόγο Ρικάρντο; Όταν είχες την κόρη μας στα χέρια σου και το έπαιζες ανήξερος ; Γιατί τόσο πολύ μίσος; Τι σου έκανα ; 》αναφώνησε θυμωμένη οσο ποτέ άλλοτε αρπάζοντας με τα μακριά νύχια της τον γιακά του λευκού μου πουκαμίσου .

Κατέβασε με ήπιες κινήσεις τα χέρια της απο το σώμα του πασχίζοντας να χωνέψει τις βαριές κατηγορίες που απο το πουθενά του είχε προσάψει .

《Σειρήνα ακούς τι λες ; Υπήρχε περίπτωση ποτέ να γνωρίζω πως η κόρη που αναζητούσες απεγνωσμένα βρισκόταν στα χέρια μου και να σου το αποκρύπτω σκόπιμα ; Πως μπορείς να μεταφράζεις την απέραντη αγάπη που τρέφω για εσένα μέσα μου σε μίσος ; 》αντιγύρισε την ερώτηση με την σειρά του ατενίζοντας παράλληλα αγέρωχος τα παγερά της μάτια που έκοβαν σαν  μαχαίρια έναν έναν τους δεσμούς μεταξύ μας.

Χαμογέλασε ειρωνικά γνέφοντας αρνητικά απολύτως κυριευμένη απο τον θυμό που κυριολεκτικά την τύφλωνε δίχως να της επιτρέπει να διακρίνει την πληγή που άνοιγε στα στήθια του .

《Μην τολμήσεις να με αποκαλέσεις ποτέ ξανά σειρήνα ! Εκείνη η γυναίκα πέθανε απο σήμερα και εσύ και ο αδερφός σου είστε οι χειρότεροι εχθροί μου οι άνδρες που μου κατέστρεψαν την ζωή αναίτια ! Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά στην ζωή μου..!》ανακοίνωσε μονομιάς αδιάφορα πυροβολώντας κατευθείαν στο σημείο της καρδιάς.

Δάκρυα ανέβηκαν για πρώτη φορά στα μάτια του αφού ουδέποτε είχε κλάψει στην ζωή του έπειτα απο τον δραματικό  θάνατο της μητέρας του .

Αντιθέτως είχε σφίξει τα δόντια  κλείδωσε την καρδιά και συνάμα τα αισθήματα τα πάγωσε αιώνια εως ότου μια και μοναδική επαναστάτρια έλιωσε τους πάγους γύρω τους επαναφέροντας την ανθρωπιά μου.

Πίστευα θα ήμουν μαζί της επιτέλους αυτό ποθούσα διψούσα να της κάνω έρωτα να αισθανθώ την υφή του κορμιού που με απορρόφησε και έκτοτε έχασα στα βάθυ του τον εαυτό μου.

Αρνιόμουν να το δεχτώ δεν πίστευα στην αγάπη μήτε στην δύναμη που κατέχει να μαλακώνει ακόμη και τις πιο σκληρές αδιαπέραστες καρδιές σαν την δική μου που δεν έπεσε ποτέ με φόρα στα βαθειά για χάρη της.

Κι όμως έπειτα απο τόσα δεινά που πέρασα μακριά της απο έναν γάμο φυλακή που ευτύχως για καλή μου τύχη δεν πρόφθασα να βιώσω σε βαθμό που θα μου τσάκιζε την ψυχολογία μου ήμουν έτοιμος να δοθώ στην μια και μοναδική γυναίκα που αγαπούσα.

《Σελίνα άκουσε με σε παρακαλώ ποτέ δεν θα τολμούσα να σου προκαλέσω αυτό το κακό που ισχυρίζεσαι ! Σε αγαπάω περισσότερο κι απο τον ίδιο τον σάπιο κακό εαυτό μου..!》αναφώνησα απελπισμένος ζητιανέυοντας μονάχα μερικά ψίχουλα στοργής .

Μα το βλέμμα της παρέμεινε ανέκφραστο και παγερό κοφτερό σαν ξυράφι σε μαλακό δέρμα δίχως ίχνος συναισθήματος να ζεί εσωτερικά της.

《Δεν πιστεύω λέξη απο όσα λές Ρικάρντο ποτέ δεν πίστεψα στα κούφια σ αγαπώ που με ευκολία ξεστόμιζες .
Που βρισκόταν η απέραντη αγάπη σου  άραγε όταν εγώ γεννούσα ολομόναχη με κίνδυνο να πεθάνω ; Να σου θυμίσω εγώ λοιπόν ήσουν ντυμένος γαμπρός στην εκκλησία πλάι σε αυτην την τιποτένια !》φώναζε εξοργισμένη με δάκρυα να ξεπροβάλουν επιτέλους στα στεγνά ψυχρά της μάτια υποδεικνύοντας πόσο πολύ πονούσε κι εκείνη.

《Έκανα λάθη πολλά και σε έχασα το ξέρω ..ήμουν ένας άθλιος εγωκεντρικός κρετίνος όμως σαν γκρεμίστηκαν όλα γύρω μου η μόνη φωτεινή χαραμάδα στην ψυχή μου παρέμεινες εσύ..η θύμηση σου ..συγχώρεσε με ..》ικέτευσα για πρώτη φορά με φωνή κομματιασμένη .

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά δίνοντας την χαριστική βολή στην συντετριμένη καρδιά που ακόμη σπαρταρούσε στα στήθη για χάρη της.
《Ποτέ δεν θα σε συγχωρήσω ούτε εσένα ούτε τον άθλιο τον αδερφό σου !Μείνε για πάντα μακριά μου..!》στρίγλισε σχεδόν υστερικά αποχωρόντας σαν καπνός απο την αίθουσα όπου έμελλε να συνθλίψει ολοσχερώς την καρδιά μου..

Καθώς οι αστυνομικοί τραβούσαν τον Λεονάρντο απο τα μπράτσα θυμωμένοι εκείνος κοντοστάθηκε πεισματικά έμπροσθεν μου κοιτάζοντας κατευθείαν μέσα στην ψυχή οπου μόλις είχα καταθέσει σε μια και μοναδική γυναίκα η οποία εξαιτίας του πλέον με μισούσε θανάσιμα.

《Τι με κοιτάς ; Θαυμάζεις το δημιούργημα σου ;》ρώτησα επιθετικά σφίγγοντας με τα βίας τις γροθιές μου προτού τις προσγειώσω στο πρόσωπο του.

Έσκυψε το κεφάλι του μονάχα ντροπιασμένος έστω και αργά για τις άναδρες πράξεις τις οποίες προέβει με σκοπό να μας διαλύσει .

《Δώσε της χρόνο να ηρεμήσει σε αγαπάει σαν τρελή..》πρόφερε χαμηλόφωνα μετανιωμένος ακολουθώντας πρόθυμα τους αστυνομικούς με το βλέμμα του στραμμένο προς την μέλλουσα γυναίκα του που άφηνε ξοπίσω.

《Θα μου λείψεις..》σχημάτισε πρόχειρα με τα χλωμά της χείλη πνίγοντας τα δάκρυα προτού ξεσπάσουν σαν χείμμαρος που σπάει το φράγμα επιβαρύνοντας την ήδη άσχημη ψυχολογία του.

《Κοπέλα μου μην κλαίς ..σε ευχαριστώ που τον αγάπησες τόσο θα είμαστε εμείς δίπλα σου για οτι χρειαστείς απο εδώ και στο εξής..》ανακοίνωσε στιβαρά ο Ρομπέρτο ακουμπώντας συγκλονισμένος την κοιλιά οπου το νέο μέλλον για τον γιό του κατοικούσε.

Χαμογέλασε πλατιά συγκινημένη απλώνοντας παρά τα όσα της είχε διηγηθεί ο Λεονάρντο το προηγούμενο βράδυ τα δύο της χέρια να αγκαλιάσει τον πεθερό της όπως η απέραντη αγάπη που βασίλευε εσωτερικά της πρόσταζε .

《Σας ευχαριστώ κύριε ..είναι τιμή μου που θα ανήκω στην οικογένεια σας..ξέρετε εαν γεννήσω κοριτσάκι έχουμε αποφασίσει απο κοινού με τον γιό σας να ονομαστεί Ζηνοβία προς τιμήν της εκλιπούσας γιαγιάς της..》πρόφερε διστακτικά με ψίγματα αμφιβολιών να τρυπούν την καρδιά της προτού τελικά το ξεστομίσει.

Η όψη του αίφνης σκοτείνιασε τα μάτια του αντάρα και καταιγίδα ορμητική τα έδερνε τα χείλη του μετατράπηκαν σε μια ευθεία γραμμή δίχως αρχή μέση και τέλος καθώς οι οδυνηρές αναμνήσεις αναβίωσαν σαν εφιάλτες στο νού .

《Έχει μετανιώσει πράγματι κι οφείλω να τον συγχωρήσω ώστε να αναπαυθεί και η ψυχούλα της ..! Θέλω να έρθεις να μείνεις μαζί μας εως ότου γεννήσεις τι λες Ρικάρντο έχεις καμία ένσταση σχετικά..;》ρώτησε προβληματισμένος τον αφηρημένο γιό του που μετρούσε τις πληγές του σαστισμένος.

《Ας έρθει ..η κοπέλα δεν μου φταίει άλλωστε σε τίποτα..!》ανακοίνωσε αδιάφορα και κοφτά δίχως καν να στραφεί προς το μέρος τους επιμένοντας να ατενίζει συνεχόμενα το αδειανό κατώφλι με την ελπίδα να την αντικρίσει να επιστρέφει.

Όμως μάταια ανέμενε διότι η αποφασισμένη Σελίνα προχώρησε με βήμα ταχύ μακριά απο όλους όσους την πλήγωσαν με τον χειρότερο τρόπο .

Μια Εβδομάδα Μετά..

Τα λευκά υποδήματα της αντηχούσαν στο κρύο παγωμένο δάπεδο των γκρίζων διαδρόμων της φυλακής όπου διέσχιζε ανυπόμονη η Γκριζέλντα .

Το λιτό σεμνό νυφικό της σέρνονταν ξοπίσω παρομοίως με τα όνειρα που πάσχιζε να χτίσει καθώς σήμερα θα νυμφέυονταν έναν φυλακισμένο που ο θεός μονάχα γνώριζε σε πόσα χρόνια θα αφήνονταν ελέυθερος .

Μέρα και νύχτα συλλογιζόταν φοβισμένη πως ίσως το παιδί της δεν γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του πλάθοντας χιλιάδες σενάρια μπερδεμένα.

Ο κόσμος της φυλακής ειναι σκληρός θα ζεί μέσα στον κίνδυνο περιστοιχισμένος απο αποβράσματα και εγκληματίες με άκρως βίαια ένστικτα τα οποία ίσως αποφάσιζαν μια βραδιά να ξεσπάσουν επάνω του όσο εκείνος θα κοιμόταν.

Φοβόταν τόσο μα συνάμα έσφιγγε τα δόντια δίχως να εγκαταλείπει τον αγαπημένο της όπως άλλωστε του είχε υποσχεθεί στο δικαστήριο.

Ο αστυνομικός που την συνόδευε διακριτικά της υπέδειξε μια αίθουσα η οποία ήταν στολισμένη κατόπιν εντολής του Λεονάρντο με λευκά και κόκκινα άνθη και μια κόκκινη μοκέτα κοσμούσε το μουντό δάπεδο.

《Εδώ θα τελεστεί ο γάμος σας..》της ανακοίνωσε παγερά αποχωρόντας αδιάφορα έχοντας εκτελέσει το καθήκον του με το παραπάνω.

"Γάμος ; Άραγε μπορείς να ονομάσεις την σημερινή τελετή ως την πιο ευτυχισμένη μέρα στην ζωή κάθε γυναίκας ; Γιατί επιμένω να αισθάνομαι πως ευτυχισμένη παρόλα αυτά..; Μήπως είμαι τρελή ;" αναρωτιόταν καθώς εισέβαλε δειλά στην αίθουσα αντικρίζοντας εκείνον να την περιμένει στο τέλος του ανθοστολισμένου διαδρόμου .

《Αγάπη μου έφθασε η μέρα μας ..!》αναφώνησε ευτυχισμένος χαμογελώντας θερμά για πρώτη φορά στην γυναίκα που του άλλαξε την ζωή.

Κοντοστάθηκε θαυμάζοντας την αλαβάστρινη ομορφιά του που θα χαραμιζόταν πίσω απο τα σίδερα τα μάτια της πλανήθηκαν απο καλοχτενισμένα μάυρα μαλλιά του κατηφόρισαν στα χείλη που καιγόταν να ασπαστεί εως ότου κατέληξαν στο λευκό πουκάμισο κοστούμι που κοσμούσε το σώμα του.

Μονομιάς τα πόδια της απέκτησαν φτερά πλησιάζοντας κοντά του σχεδόν τρέχοντας κι ας την εμπόδιζαν τα ψηλά τακούνια της .

Έκλεισε τις ζεστές παλάμες της γύρω απο το πρόσωπο του νοσταλγικά φιλώντας πεταχτά τα χείλη του που έσταζαν μέλι για την ίδια.

《Καρδιά μου είμαι εδώ..έτοιμη να παλέψω με χίλιες δύο κακουχίες για χάρη σου..!》ψιθύρισε συγκινημένη πλέκοντας τα δάκτυλα της με τα δικά του.

《Γκρίζι..θα περάσεις πολλά άδεια μοναχικά βράδια με ένα απροστάτευτο μωρό στην αγκαλιά όμως θέλω να ξέρεις πως η σκέψη μου θα σε συντροφέυει πάντοτε..》

《Σςς σώπασε γλυκέ μου μην μιλάς λες και με αποχαιρετάς θα σου φέρνω καθημερινά το μωρό στο επισκεπτήριο μέρα και νύχτα θα σε φροντίζω αρκεί να ξέρω πως κάποια μέρα θα γυρίσεις κοντά μας..》σχολίασε ακουμπώντας τα χείλη του ευλαβικά.

Την ίδια στιγμή σήκωσε το βλέμμα του αντίκρισε απέναντι του στην τεράστια είσοδο της αίθουσας τον πατέρα και τον αδερφό του ντυμένους επίσημα να εισβάλουν με σκοπό να παραβρεθούν στον γάμο του.

《Δεν σας περίμενα..》ψέλλισε συγκλονισμένος εστιάζοντας περισσότερο στον σκυθρωπό αδερφό του .

Είχε αδυνατίσει πάρα πολύ τελευταία τα κόκκαλα του προσώπου του ξεχώριζαν πλέον ξεκάθαρα και η όψη του πρόδιδε αφόρητη οδύνη και εγκατάλειψη.

Πρώτος πλησίασε ο Ρομπέρτο απλώνοντας το χέρι του στοργικά προς το μέρος του .
《Έλα γιέ μου να σου δώσω την ευχή μου γι αυτό τον γάμο ! Η γυναίκα σου είναι εξαιρετική κοπέλα και σε αγαπάει πολύ την έχουμε εμείς υπο την προστασία μας..》τον ενημέρωσε αφήνοντας έναν χρυσό σταυρό στην ανοιχτή παλάμη του .

《Είναι ..》πάσχιζε να αρθρώσει λέξη μα δεν τολμούσε καθώς τα χείλη του είχαν κολλήσει μεταξύ τους και συνάμα η γλώσσα του δεν υπάκουε στις εντολές του εγκεφάλου.

《Ακριβώς ανήκε στην μητέρα σου κι σήμερα τον παραδίδω σε εσένα ως ένδειξη πραγματικής συγχώρεσης ήταν ατύχημα γιέ μου..! Ήσουν νέος ..》τον δικαιολόγησε γνέφοντας στον Ρικάρντο να πλησιάσει .

Στάθηκε μπροστά στον αδερφο του με ύφος βλοσσυρό και απαθέστατο λες και τον είχαν σύρει με το ζόρι σε εκείνη την αίθουσα.
《Κοίτα να δείς ειρωνεία εσύ ο φονιάς να παντρεύεσαι κι εγώ να έχω χάσει την αγάπη της Σελίνα παντοτινά..!》σχολίασε επιθετικά .

《Λυπάμαι..αλήθεια ήμουν ένα κάθαρμα και ίσως παραμένω όμως θέλω να ξέρεις σου χρωστάω ευγνωμοσύνη που φιλοξενείς την γυναίκα μου..》

《Δεν θα επέτρεπα ποτέ να πληρώσει ένα αθώο μωράκι τις αμαρτίες σου..! Τουλάχιστον εκείνο θα το παρακολουθώ να μεγαλώνει αφού τα παιδιά μου..》έπαψε να μιλά καθώς ο κόμπος που του έφραζε εδώ και μέρες τον λαιμό απειλούσε να τον πνίξει.

Τελικά μέριασε αναμένοντας τον δήμαρχο να ξεκινήσει την τέλεση του γάμου τους πασχίζοντας να σβήσει απο το νου άσκοπες φαντασιώσεις.

Στην θέση της Γκριζέλντα αντίκριζε εκείνη ντυμένη στα λευκά με ένα νυφικό αποκαλυπτικό και ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο απ άκρη σε άκρη στο πρόσωπο της καθώς θα ψέλλιζε συγκινημένη το ολόψυχο ναί .

"Ξέχνα την Ρικάρντο σε έχει αποκλείσει πλέον απο την ζωή της οριστικά ούτε τα παιδιά σου δεν σε αφήνει να βλέπεις.."κατέληξε χαμένος στον δικό του κόσμο .

《Λεονάρντο Γκουτιέρεζ δέχεσαι για σύζυγο σου την Γκριζέλντα Ποδέμο ;》ρωτούσε ο δήμαρχος με στιβαρή φωνή αναμένοντας την καθοριστική απόκριση απο τα χείλη του εφόσον η γυναίκα πλάι του είχε ήδη δεχθεί.

Κοίταξε προς στιγμήν προς το μέρος της νιώθοντας την ψυχή του να φτερουγίζει σαν πουλί όσο βρισκόταν κοντά της εδώ και μέρες οι σκέψη της φώτιζε τα βράδια του κι πλημμύριζε ελπίδα τις κρύες αστροφεγγίες του στο κελί.

《Μα πως θα τολμούσα να αρνηθώ την γυναίκα που με έβγαλε απο την άβυσσο του μίσους και της κακίας ! Σ αγαπάω Γκρίζι και απαντώ μέσα απ την καρδιά μου ένα τεράστιο δέχομαι..!》εξομολογήθηκε με θάρρος παγώνοντας όλους τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα συνάμα κι την ίδια.

《Τι είπες ; Είναι δυνατόν να αισθάνεσαι έτσι για εμένα εσύ...;》

《Καρδιά μου δεν ξέρω πως αλλα κατόρθωσες με την καλοσύνη σου να φωτίσεις το βαθύ έρεβος του μισους που σκίαζε τόσα χρόνια την ύπαρξη μου..》ψιθύρισε στο αυτί της φιλώντας την γυναίκα του με πάθος .

《Αρκετά δεν αντέχω άλλο εδω μέσα πνίγομαι !》αναφώνησε έξαλλος ο αδερφός του τρέχοντας προς την έξοδο σχεδόν πανικόβλητος .

《Ρικάντο γιέ μου περίμενε είσαι σε άσχημη κατάσταση..》φώναξε ο Ρομπέρτο ευθύς κι ας ήξερε πως δεν τον υπάκουε πλέον αφότου είχε χάσει την γυναίκα που αγαπούσε.

Στράφηκε στον βουρκωμένο Λεονάρντο που έσφιγγε με δύναμη τις γροθιές του αφου για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως κατέστρεψε ολοσχερώς την ζωή του αδερφού του απο την μανία του για εκδίκηση.

Άραγε υπήρχε ακόμη ελπίδα η Σελίνα να του χαρίσει γενναιόδωρα την ευκαιρία να επανορθώσει ; Η θα τον καταδίκαζε σε αιώνια κόλαση μακριά της..;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top