Το Σπίτι πέρα απο την γέφυρα
Άνοιξα τα μάτια μου και με τρόμο διαπίστωσα πως βρισκόμουν ακόμα εκεί. Σε ένα παλιό, βρόμικο και ξεχασμένο υπόγειο λίγα μέτρα κάτω από την γη, να κρύβομαι και να παριστάνω την νεκρή πλάι σε άλλα άψυχα σώματα, από έναν ψυχοπαθή δολοφόνο που σκότωσε όλη την παρέα μου. Δεν ξέρω ούτε εγώ πόση ώρα κοιμόμουν εδώ κάτω αλλά το μόνο που ήθελα ήταν να πάω σπίτι ασφαλής, και να τα ξεχάσω όλα. Σηκώθηκα επάνω και τίναξα τα ρούχα και τα μαλλιά μου από τα αίματα, ενώ έβγαλα μια πνιχτή κραυγή πόνου από το κόψιμο στο δεξί μου μπράτσο. Έβαλα τα χέρια μου στο στόμα και άρχισα να κλαίω, ουρλιάζοντας σπαρακτικά όσο πιο χαμηλά μπορούσα στη θέα των άψυχων κορμιών τον παιδικών μου φίλων. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, η εκδρομή που σχεδιάζαμε ένα χρόνο, έγινε ο εφιάλτης μου. Ένας εφιάλτης που ποτέ δεν θα ξεχνούσα ποτέ.
Με το αριστερό μου χέρι να κρατάει την πληγή και τα μάτια μου να τρέχουν ποτάμι από το κλάμα, ανέβηκα επάνω. Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς, δεν υπήρχε εκείνος, παρά μόνο, εκείνη η απαίσια μυρωδιά που τώρα πια, ήξερα τι ήταν. Συνέχισα να περπατάω διασχίζοντας το σαλόνι με αργά και σταθερά βήματα. Στο πάτωμα υπήρχε μια ευθεία γραμμή με αίμα που οδηγούσε στην πόρτα. Ξεκίνησα να την ακολουθώ ενώ τα βήματα και η αναπνοή μου σταμάτησαν όταν άκουσα ένα αυτοκίνητο να έρχεται. Στάθηκα μπροστά από την πόρτα και κοίταξα δίπλα από το παράθυρο ποιος ήταν. Ο παραμορφωμένος άνδρας είχε γυρίσει και ερχόταν στο σπίτι. Άρχισα να ψάχνω μανιωδώς ένα μέρος για να κρυφτώ. Τα μεγάλα βήματά του, τα άκουγα να πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. Το βλέμμα μου έπεσε μεμιάς στην κουζίνα και πήγα τρέχοντας, ψάχνοντας να βρω μια κρυψώνα. Ένα μικρό, μουχλιασμένο τραπέζι ήταν η σωτηρία της στιγμής. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, μπήκα από κάτω τραβώντας ένα μαύρο πανί μέχρι το πάτωμα για να με κρύψει. Με τα δυο μου χέρια στο στόμα να μην ακουστώ, τον άκουγα να μπαίνει στο σπίτι. Η καρδιά μου είχε παγώσει. Η βαριά ανάσα του μες την ησυχία, ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης που θα μπορούσα να ζήσω ποτέ. Κάθισα ήσυχα ενώ τα βήματα του δεν σταματούσαν λεπτό να πηγαινοέρχονται μέσα στο σπίτι.
Το μεσημέρι με βρήκε ακόμα, κάτω από το μικρό τραπέζι να περιμένω μια και μόνο αφορμή για να φύγω. Όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, ήθελα να εξαφανιστώ από εδώ, να δω και πάλι τους γονείς μου, που μου είχαν λείψει τόσο πολύ. Η πλατιά ησυχία που είχε απλωθεί στο σπίτι, με έκανε να αφήσω την κρυψώνα και να σηκωθώ επάνω. Από την μικρή χαραμάδα της πόρτας, τον είδα να κοιμάται σε έναν από τους βρόμικους καναπέδες. «Τώρα είναι η ώρα Έμιλυ» είπα από μέσα μου και άνοιξα την πόρτα. Τα βήματά μου ήταν μεγάλα και σιγανά. Το πάτωμα έτριζε σε κάθε βήμα, σαν να έβαζε κι' αυτό, ένα λιθαράκι στην αγωνία μου. Κρατώντας την αναπνοή μου και με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, πέρασα από μπροστά του, ανοίγοντας στη συνέχεια την πόρτα. Βγήκα έξω, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήμουν και πάλι έξω. Ήμουν ζωντανή. Σταμάτησα το τρέξιμο απότομα, όταν είδα εκείνη. Ήταν η γέφυρα που είχαμε έρθει και που τώρα είχε απλωθεί μπροστά μου ξανά. Κοίταξα πίσω το σπίτι και αμέσως συνέχισα να περπατάω με γρήγορο βήμα, πιάνοντας τα σχοινιά, δεξιά κι αριστερά της. Είχα φτάσει σχεδόν στη μέση και δεν σταμάτησα λεπτό. Μια κραυγή με έκανε να χάσω για λίγο τον έλεγχο και την ισορροπία μου αλλά αμέσως συνήλθα. Ήταν αυτός. Φώναζε σαν άγριο ζώο καθώς έτρεχε για να ανέβει στην κρεμαστή γέφυρα. Αμέσως άφησα την φοβία μου στην άκρη για τα ύψη και άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα χωρίς σταματημό. Η γέφυρα τελείωσε και συνέχισα να τρέχω στο δάσος, χωρίς να ξέρω που πάω. Τα δέντρα ήταν όλα ίδια, ψηλά έλατα με καθαρό κορμό και χωρίς ίχνος κλαδιού επάνω. «Έχω χαθεί» σκέφτηκα. Έτρεχα κοιτώντας πίσω μου λαχανιασμένη, ώσπου, έπεσα επάνω σε κάποιον. Άρχισα να τσιρίζω και να τον χτυπώ με τα χέρια μου, δυνατά.
«Ωπα.. ωπα.. ηρέμησε. Όλα καλά;»
Για καλή μου τύχη, δεν ήταν αυτός που περίμενα να είναι αλλά ήταν κάποιος άλλος. Ένας όμορφος νεαρός που έκανε τα πάντα για να με ηρεμήσει. Λαχανιασμένη προσπαθώ να του πω τι έγινε αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε.
«Περίμενε λίγο. Ηρέμησε και πες μου ποιος η τι σε κυνηγάει.» μου είπε πιάνοντας μου τα μπράτσα.
«Πρέπει να φύγω, με κυνηγάει. Με κυνηγάει να με σκοτώσει όπως τους φίλους μου. Πρέπει να φύγω...» η φωνή μου είχε γίνει επιθετική και φοβισμένη. Τα κλάματά μου και τα αίματα στα ρούχα μου, τον είχαν βάλει σε σκέψεις και σε μεγάλο προβληματισμό.
«Ξέρεις κάτι, ότι και να είναι αυτό που σε κυνηγάει, θα έρθεις μαζί μου. Έλα, το αμάξι μου είναι λίγο πιο κάτω» Αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί ενώ η κραυγές, άρχισαν πάλι να ακούγονται από μακριά σαν μια ανατριχιαστική αντήχηση που μας κυνηγούσε. Φτάσαμε στο αμάξι και μπήκαμε γρήγορα μέσα. Σε λίγα λεπτά είχαμε φυγή από το δάσος, πηγαίνοντας προς ανατολικά, εκεί που ήταν το σπίτι μου.
Είχαν πέρασει τρεις ώρες και ήμασταν ακόμα στο δρόμο. Η γνωριμία μου με τον Άντυ, ήταν καθοριστική. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που έκανε για μένα. Μου έσωσε τη ζωή. Με πήγε στο κοντινότερο νοσοκομεία της πόλης και με περίμενε για να με πάει και στο σπίτι. Ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει σιγά σιγά, κι εγώ με το μπουφάν του Άντυ στην πλάτη, έμεινα να κοιτάζω την μεριά του παραθύρου μου, με απλανές βλέμμα και κενό.
Άραγε ο Άντυ, ήταν πράγματι εκεί για κυνήγι όπως μου είπε, ή η μοίρα τον έστειλε εκεί για μένα;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top