άπονε την καρδούλα μας την έκανες κομμάτια..(βιολί που κλαίει)γύρνα πίσω ΑAAΠΟΝΕ
Το αυτοκίνητο διέσχισε την πύλη και πέρασε τον έλεγχο . Το βλέμμα της χάιδεψε τα γνώριμα για εκείνη φυτά, δέντρα και καλλωπιστικά φυτά ωσότου σταματήσει το αυτοκίνητο και η Έλλη να πατήσει τα πόδια της στο προαύλιο χώρο του πατρικού της σπιτιού.
Μόνο αυτή τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο της είχε λείψει. Απελευθέρωσε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και περπάτησε το χτισμένο με πέτρες διάδρομο προς την εξώπορτα. Καλωσόρισε την ζέστη που σκόρπιζαν οι ακτίδες του ήλιου .Παρατήρησε την κινητικότητα που υπήρχε κυρίως στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου βρισκόταν η κουζίνα και οι βοηθητικοί χώροι του προσωπικού και χαμογέλασε . Η μητέρα της θα τους έτρεχε κανονικά αυτές τις ημέρες. Ήταν απολύτως βέβαιη για αυτό! Η μητέρα της σε αυτές τις περιστάσεις γινόταν απαιτητική παραμένοντας πάντα όμως δίκαιη.
Διάβηκε τις μαρμάρινες σκάλες και έπιασε με το ένα της χέρι το πόμολο της εξώπορτας. Αλλά δεν χρειάστηκε να το γυρίσει. Κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή άνοιγε την εξώπορτα για να βγει πιθανότατα έξω.
Χαμογέλασε σε μια πιθανή επαφή με κάποιο μέλος της οικογένειας της και πάνω που το χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη της εκεί πάνω ... πάγωσε.
Ο Νιζάρ με ένα απαλό μειδίαμα στα χείλη βρέθηκε μπροστά της πιο γοητευτικός από ποτέ! Ντυμένος casual με ένα ζιβάγκο μαύρο και απλό μαύρο παντελόνι σαν τον πάνθηρα στεκόταν άνετος στην εξώπορτα της. Αντικρίζοντας την , φάνηκε να τα χάνει , να εκπλήσσεται και έπειτα αυτομάτως να ..παγώνει. Τα μάτια του Νιζάρ παγωμένα , ψυχρά έπεσαν πάνω της. Σαν το πάγο, αιχμηρό και κρύο ένιωσε το βλέμμα του να προσκρούει στο δικό της. Αισθάνθηκε το κάψιμο του πάγου και ταυτόχρονα τον πόνο που προκαλεί αυτός όταν ακουμπάει κάτι και αυτό σχίζεται από τα αιχμηρές του γωνίες. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν αλλά η ψυχή της , εκεί που η πληγή έστεκε ανοικτή είχε ξεκινήσει να αιμορραγεί ξανά. Μα η διαπίστωση της αλήθειας την πόνεσε βαθιά. Δεν θα μπορούσε ποτέ να γιατρευτεί από εκείνον.
Εκείνος θα ήταν για πάντα ο ένας .
Που την κοιτούσε τόσο ψυχρά...σαν τον χειρότερο εχθρό του.
-«Έλλη! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!!» η φωνή της μικρής του αδερφής και το κορμί της που πέρασε μπροστά στο Νιζάρ για να την αγκαλιάσει διέκοψε αυτή την άκρως ηλεκτρισμένη αρνητικά ατμόσφαιρα . Μουδιασμένη η Έλλη ανταπέδωσε την αγκαλιά.
-«Μα πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Σε βαθμό να επαναλαμβάνομαι! Πέρνα μέσα! Χα, αστείο έτσι; Να σε καλώ μέσα στο σπίτι σου; Μα αυτό το μήνα ήταν ο καλύτερος ίσως της ζωής μου! 'Έχω να σου πω τόσα! Μα Νιζάρ, μαρμάρωσες στη θέση σου ή μου φαίνεται; Κάνε πιο εκεί καλέ...»
Η αυθόρμητη νεανικότητα της Ταμάρα που ξεχείλιζε από ενέργεια τους ταρακούνησε και ο Νιζάρ έσπευσε να χαιρετίσει . Με ένα σκληρό, ανεξιχνίαστο βλέμμα έγνεψε προς την Έλλη , την νέο αφιχθείσα. Σαν να έβλεπε κάποιον ανεπιθύμητο εντελώς απομακρύνθηκε από εκείνη βγαίνοντας έξω δίχως περαιτέρω αφήνοντας πίσω του ένα αέρα αποπνικτικό και σκληρό στο πέρασμα του που διαπέρασε ανατριχιαστικά το κορμί της . Ούτε καν ένα αμυδρό χαμόγελο σημάδι ότι χάρηκε που την είδε, σκέφτηκε με θλίψη η Έλλη και διέταξε θυμωμένη τα πόδια της να μετακινηθούν προς τα μέσα. Όσο γινόταν γρηγορότερα να απομακρυνθεί και η ί δια από εκείνον. Που έφτασε ένα βλέμμα του για να αναμοχλεύσει όλες τα κοινές τους αναμνήσεις.
Προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ που της προκάλεσε η παρουσία του πέρασε στο εσωτερικό του πατρικού της υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ταμάρα που ξεχείλιζε από ευτυχία .
-«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ξανά! Έχω τόσα να σου πω! Για το πανεπιστήμιο εδώ! Για το γάμο του Νιζάρ! Έχω τόσα νέα και τόσες εξελίξεις που δεν ξέρω από πού να αρχίσω!» άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένη με την άφιξη της η Ταμάρα και δεν είδε το πρόσωπο της Έλλης που χλόμιασε.
Η χαρά και ο ενθουσιασμός που την υποδεχτήκαν οι υπόλοιποι δεν γιάτρεψαν την πονεμένη της καρδιά και με την πρόφαση ενός δυνατού πονοκεφάλου λόγω του ταξιδιού αποσύρθηκε το γρηγορότερο μέχρι την ώρα που θα σερβιριζόταν το γεύμα, στο δωμάτιο της . Το μόνο που δεν χρειαζόταν ήταν να ακούσει για το γάμο του Νιζάρ! Η μικρή μόνο την ακολούθησε χοροπηδώντας και μιλώντας αστείρευτα για τα πάντα. Μόνο την μικρή ανιψιά της μπορούσε να ανεχτεί αυτή τη στιγμή αν και πάλι έπιανε τον εαυτό της να χάνεται στην θύμηση του. Έπρεπε να το περιμένει ότι θα τον έβλεπε. Φιλοξενούσαν τις αδερφές του! Έπρεπε να το ήξερε ότι θα την πόναγε τόσο. Ακόμα ήταν νωρίς για να έχει καταφέρει να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματα της. Γιατί μόνο αυτό ίσως κατάφερνε με την πάροδο του χρόνου. Γιατί ούτε λόγος για να τα σβήσει . Άρα έπρεπε να μάθει να ζει με αυτά. Έπρεπε να μάθει να τα κοντρολάρει. Να μην την πονάνε φανερά.
-«Είναι φανταστική! Κοίτα όμορφη που είναι!» ούρλιαζε την χαρά της η μικρή Βικτώρια κρατώντας τη ξύλινη κούκλα στα χέρια της.
-«Θα μπω να κάνω ένα μπάνιο, να αλλάξω ρούχα Βίκυ. Μέχρι να βγω θέλω να μου πεις πόσες κούκλες θα βρεις μέσα στην πρώτη κούκλα που κρατάς.»
-«Δηλαδή έχει και άλλες;;;» τα μάτια της Βίκυς που την κοίταζαν ορθάνοικτα από την έκπληξή της , έκαναν τη Έλλη να ενθυμίσει και να μπει για μπάνιο γελώντας όσο τα λιλιπούτεια χεράκια ξεκίνησαν να προσπαθούν να ανοίξουν την αρχική πρώτη κούκλα.
-«Ένας φίλος μου, ο Ιβάν μου είπε και το παραμύθι της μπαμπούσκας που κρατάς. Περίμενε με να βγω και θα στο διηγηθώ.» της φώναξε από το μπάνιο και χώθηκε κάτω από το καυτό νερό.
Η μικρή βγαίνοντας από το μπάνιο ήταν ανυπόμονη. Δεν κρατιόταν με τίποτα και την έσυρε από το χέρι να καθίσει κάτω στο χαλί και να την διηγηθεί η Έλλη την ιστορία της κούκλας που κρατούσε με τόσο ενθουσιασμό. Όταν η διήγηση τελείωσε η μικρή ανυπόμονη την τράβηξε από το χέρι ώστε να κατέβουν κάτω στο καθιστικό μαζί και να είναι παρόν στην παρουσίαση των νέων της παιχνιδιών.
-«Δεν μπορώ να κατέβω με το μπουρνούζι. Φιλοξενούμε κόσμο και η γιαγιά σου θα με μαλώσει αν με δει να κατεβαίνω έτσι. Πήγαινε εσύ και έρχομαι σε λίγο.»
Η μικρή χάθηκε σαν σίφουνας προς το καθιστικό και η Έλλη πλησίασε το μεγάλη τζαμαρία κοιτώντας τις σταγόνες τις βροχές που κύλαγαν με ορμή πάνω του δημιουργώντας ρυάκια. Είχε αρχίσει να βρέχει. Είχε χαλάσει και αυτός όπως είχε χαλάσει και η δική της ψυχολογία. Άφησε επιτέλους, αθέατη, τον εαυτό της να θρηνήσει και ένα δάκρυ της να κυλήσει.
Όταν κατάφερε να ανασυγκροτηθεί , δίχως καμία διάθεση τράβηξε από την ντουλάπα της ένα μακό μπλουζάκι και ένα απλό παντελόνι . Άφησε τα μαλλιά της να πέσουν βρεγμένα στους ώμους και δίχως να βαφτεί κατέβηκε στο καθιστικό. Δεν χρειαζόταν να περιποιηθεί για κανένα. Ο μόνος που την ενδιέφερε ήταν παντρεμένος πλέον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top