Μια πίτα από όλα παρακαλώ.

Και μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε κατευθείαν η Έλλη πετάχτηκε έξω .

Και βρέθηκε από την απόλυτη ηρεμία της καμπίνας του αυτοκινήτου σε ένα χαώδης κολαστήριο με ανθρώπους να περνάνε στο πλάι της σκουντώντας την, φωνάζοντας δίπλα της σε γλώσσα που δεν καταλάβαινε τίποτα , κοιτώντας την πονηρά – τουλάχιστον έτσι της φάνηκε- ανάμεσα σε ζώα που κυκλοφορούσαν ελεύθερα!

Η Έλλη τα έχασε κυριολεκτικά. Αυτό που αντίκριζε περπατώντας δειλά με την ακόμα ανυπόφορη ζέστη της ατμόσφαιρας της μεγαλούπολης της έφερε μια απίστευτη δυσφορία. Περιττώματα ζώων υπήρχαν παντού σκορπώντας την άσχημη μυρωδιά τους  και  με την ανυπόφορη ζέστη η ατμόσφαιρα γινόταν  εντελώς αποπνιχτική έως και αηδιαστική . Ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται και εκεί που νόμιζε ότι θα χάσει τις αισθήσεις της, ένιωσε ένα χέρι να την γραπώνει δυνατά από το καρπό  τραβώντας την πάνω σε ένα άγνωστο σώμα...ή σχεδόν άγνωστο. Πριν προλάβει να σκεφτεί ένιωσε τα χέρια του Νιζάρ να τυλίγονται γύρω από τη μέση της ή έστω έτσι της φάνηκε στην αρχή μιας και αμέσως άρχισαν να κινούνται και σε ελάχιστα δεύτερα ένα πολύχρωμο μαντήλι είχε τυλιχτεί γύρω της καλύπτοντας τα πόδια της.

Φυσικά...Μα για αυτό της φάνηκαν κάπως αδιάκριτα τα βλέμματα των περαστικών. Είχε αφήσει ακάλυπτα τα πόδια της. 

-"Σε ευχαριστώ...και τώρα να πηγαίνω." Με κορμί στητό και το πιγούνι ανασηκωμένο κινήθηκε  με χάρη   προς την είσοδο του παζαριού όταν ένιωσε ξανά το χέρι του Νιζάρ να αρπάζει το καρπό της για δεύτερη φορά.

-«Και πως θα πληρώσεις ανόητη γυναίκα τα ψώνια σου; Στο Ομάν χρησιμοποιούμε τα ριάλ του Ομάν. Και εσύ δεν διαθέτεις ούτε ένα!» η φωνή του Νιζάρ, αυστηρή και θυμωμένη της έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη  . 

-«Συγγνώμη...» ψέλλισε ενώ ήδη  το μυαλό της προσπαθούσε  να  σκεφτεί μια λύση  όσο μια κατσίκα έδειχνε να απολαμβάνει την άκρη από το μαντήλι της.

-«Προσπάθησε να μην αφήσεις το χέρι μου.» την συμβούλεψε  αυστηρά την ίδια στιγμή που τα δάχτυλα του  ενός του χεριού έμπλεκαν με τα δικά της . Μια πρωτόγνωρη κάψα την έκαψε στο σημείο που την ακουμπούσε αλλά το χέρι της δεν το τράβηξε. Έκανε πίσω του τα πρώτα δειλά τη βήματα σαν παιδί που το καθοδηγούν και σε λίγο οι δύο τους χάθηκαν ανάμεσα στο πολύβουο και πολυπληθή σουκ.

*

-«Sykran.»

Η Έλλη ντυμένη με ένα καφτάνι σε λευκό χρώμα κεντημένο με πολύχρωμες πέτρες στο μπούστο και στα μανίκια παρατηρούσε με ενδιαφέρον τον Νιζάρ που μιλούσε την γλώσσα του καθώς ψώνιζε για εκείνην. Λίγες λέξεις έλεγε και έδειχνε τόσο απόλυτος και σίγουρος για τον εαυτό του που δεν άφηνε στους εμπόρους περιθώρια να παίξουν μαζί του το παιχνίδι με τις τιμές. Τόση ώρα τον χάζευε πραγματικά , την τόση ευκολία του που κινούταν ανάμεσα στο χαώδης πλήθος , το  πόσο εύκολα βρήκε μερικά  πανέμορφα καφτάνια ανάμεσα σε πόσα , τα διάλεξε, τα πλήρωσε και τώρα πιθανότατα ευχαριστούσε τον ψηλό, μελαχρινό έμπορο και ήταν έτοιμοι να πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς το αυτοκίνητο.

Η Έλλη δεν θα ξεχνούσε το βλέμμα που της έριξε όταν βγήκε από το δοκιμαστήριο φορώντας το συγκεκριμένο καφτάνι. Ήταν σίγουρη ότι το βλέμμα του χάιδεψε κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Ήταν σίγουρη ότι του άρεσε αυτό που έβλεπε. Και αυτό την κολάκεψε απίστευτα. Όμως και εκείνος είχε βγάλει την γραβάτα και το σακάκι του και απλά ντυμένος , με τα μανίκια του πουκαμίσου γυρισμένα έδειχνε απίστευτα γοητευτικός.  

Ο Νιζάρ είχε παζαρέψει τα καφτάνια που της αγόρασε ο ίδιος και η Έλλη  ανυπομονούσε να φορέσει ότι ο ίδιος είχε διαλέξει για εκείνη. Από όλα είχε ξεχωρίσει ένα σκούρο χρυσαφί και ένα εκτυφλωτικό σμαραγδί τα οποία πρώτα από όλα είχε διαλέξει ο Νιζάρ μπαίνοντας στο κατάστημα και εκείνη είχε συμφωνήσει μαζί του με ένα απλό νεύμα . Χαμογελώντας την πλησίασε, δεν της έδωσε τις σακούλες με τα ψώνια σαν σωστός τζέντλεμαν παρά την έπιασε ξανά με το ελεύθερο χέρι του.  Σαν να ήταν κάτι φυσικό. Μπορεί να ήταν ελάχιστη η  ώρα που τα χέρια τους είχαν χωρίσει αναγκαστικά , αλλά εκείνης της είχε φανεί  ατελείωτη. Με απίστευτη προσμονή τον άφησε να την καθοδηγήσει ανάμεσα στο κόσμο και αυτή τη φορά αργά πήραν το δρόμο του γυρισμού .

Υπήρξαν ορισμένες στιγμές που η Έλλη αναγκάζονταν να κολλήσει το κορμί της πάνω στο δικό του από τον κόσμο που έπνιγε το πέρασμα ή για να αποφύγει κάποιο βιαστικό περαστικό που σίγουρα θα την παράσερνε. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ίδιος ο Νιζάρ την τράβαγε κοντά του. Η έλξη ανάμεσα τους ήταν απίστευτα έντονη και οδυνηρή.

Παρόλο που είχε νυχτώσει , και είχε τόσες ώρες ταξιδέψει δεν ένιωθε κουρασμένη αλλά γεμάτη ενέργεια. Με περιέργεια και θαυμασμό αντίκριζε αυτό το μέρος της πόλης που έδειχνε ακούραστο και το ίδιο  όπως εκείνη και έσφυζε από ζωή. Γυναίκες τυλιγμένες σε πολύχρωμα πέπλα, με πολύπλοκα σχέδια βαμμένα από χένα τα χέρια τους, με άπειρα κιόσκια που πουλούσαν ότι μπορεί κάποιος να φανταστεί: από ψητό αρνί σε χειροποίητες πίτες, χουρμάδες, σύκα και μαύρα σταφύλια ως πασουμάκια στολισμένα περίτεχνα δίπλα από νομάδες από την ενδοχώρα που πούλαγαν γίδες ,πρόβατα και τροφαντά γουρούνια!

Ήταν απίστευτο αυτό που ζούσε και αξιομνημόνευτο! Και ο Νιζάρ...η αίσθηση των λεπτών, μακριών δαχτύλων του που έσφιγγαν τα δικά της... μακάρι να  μην τελείωνε ποτέ!

-«Πεινάς;»

Η ερώτηση του την ξάφνιασε και μόνο εκείνη τη στιγμή ένιωσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Του χαμογέλασε σαν παιδί που το πιάνουν να κάνει ζαβολιά. Της χαμογέλασε πίσω, σχεδόν την ζάλισε και της έσφιξε περισσότερο το χέρι τραβώντας την σε ένα μικρό σοκάκι που οι μυρωδιές ήταν τόσο έντονες και γαργαλιστικές που μόνο τότε της έγινε αντιληπτή η πλήρη αίσθηση της πείνας μιας και γιγαντώθηκε.

Ανυπόμονη στάθηκε δίπλα στον Νιζάρ που σταμάτησε μπροστά από ένα κιόσκι. Εμπρός τους ένας άντρας φορώντας την λευκή κελεμπία του άπλωνε με μαεστρία ένα κομμάτι ζυμαριού πάνω σε μια θράκα για να  δώσει μια χειροποίητη πίτα που γέμισε με κάποιο είδους κρέας σε ένα άντρα δίπλα τους. Δεν ήταν τόσο η όψη του που της θύμισε το παραδοσιακό γύρο της Ελλάδας όσο η απίστευτη μυρωδιά του που την έκανε να αδημονεί να το απολαύσει.

-«  Σαουάρμα.» 

Ο Νιζάρ απεύθυνε τον λόγο στον άντρα  δείχνοντας του με τα δάχτυλα του τον αριθμό δύο, ο οποίος  κατευθείαν έβαλε μπρος την παραγγελιά τους  και στράφηκε στην Έλλη  -« Σαουάρμα είναι ψιλό κομμένα κομμάτια κοτόπουλο ψημένα με διάφορα μπαχαρικά τα οποία τυλίγουν σε πίτα αραβική. Πιστεύω θα σου αρέσει και θα καλύψει την πείνα μας . » την ενημέρωσε πριν χτυπήσει το κινητό του και απαντήσει δίχως όμως να της αφήσει το χέρι που συνέχιζε να κρατάει σφικτά στη παλάμη  του. Τον άκουσε να μιλάει κοφτά στη γλώσσα του πριν το κλείσει και της προσφέρει το δικό της. Ξεκίνησαν να απολαμβάνουν το γεύμα τους στα όρθια προχωρώντας αργά ανάμεσα στους πάγκους χαζεύοντας τα διάφορα είδη που πωλούνταν πάνω τους . Στρίβοντας σε ένα σοκάκι η μύτη της δέχτηκε επίθεση από έντονα αρώματα ποικίλων ειδών που την έκανε να σαστίσει και να σταματήσει το βήμα της.

-«Το σουκ των αρωμάτων είναι το πλέον τουριστικό στη πόλη. Διαθέτει αναρίθμητα μαγαζιά με αρώματα και περίτεχνα μπουκαλάκια για να τα βάζει κανείς." την ενημέρωσε τραβώντας την προς τα εκεί και συνέχισε:-"  Γενικά οι κάτοικοι του Ομάν αγαπούν ιδιαιτέρως τα αρώματα, τα οποία ως επί το πλείστον βασίζονται σε φυσικές αρωματικές ύλες όπως το λιβάνι, που είναι το εθνικό μας προϊόν, το ξύλο ουντ αλλά και το μύρο, το σανταλόξυλο, το πατσουλί και άλλα. Σαφέστατα είναι πολύ βαριά Ανατολίτικα αρώματα που όμως ταιριάζουν πολύ στο κλίμα και στα σταρένια δέρματα των κατοίκων. Γενικά όπου κι αν πας μυρίζει κάτι διαρκώς όμορφα, σίγουρα το λιβάνι που το καίνε παντού, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι που είναι πάντα αρωματισμένοι .»

Ο Νιζάρ της εξηγούσε όσο περπάταγαν κατά μήκος του σουκ και η Έλλη μαγεμένη από τις εικόνες και τα αρώματα ένιωθε ότι ζούσε σε ένα παραμύθι. Με ένα γοητευτικό πρίγκιπα συνοδό στο πλευρό της. Ένα πρίγκηπα που το μόνο άρωμα πάνω του ήταν αυτό το καθαρό άρωμα του κορμιού του.  Πλησιάζοντας στο αυτοκίνητο που τους περίμενε δεν είχε καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα αλλά μόνο τότε διαπίστωσε πόσο είχε νυχτώσει και ότι τα φώτα όλα ήταν ανοικτά.

-«Το μόνο που λείπει τώρα είναι ένα κρεβάτι!» αναφώνησε ευτυχισμένη και πλήρης εντελώς αυθόρμητα για να δει τον Νιζάρ να στρέφει το κεφάλι του απότομα προς εκείνη κοιτώντας την έκπληκτος με μια σπίθα όμως προσμονής να σιγοκαίει στο βλέμμα. Η Έλλη  ντράπηκε για της καθόλου κολακευτική αντίδραση της που θύμιζε περισσότερο παιδί και ένιωσε να κοκκινίζει, να τα χάνει και  έσπευσε να τα μπαλώσει.

-«Εννοούσα ότι ένας καλός ύπνος θα συμπλήρωνε αυτή την τέλεια ημέρα.. Σε ευχαριστώ Νιζάρ.. όλο αυτό...ήταν απίστευτη εμπειρία...» τραύλισε και προχώρησε προς το αυτοκίνητο με βήμα βιαστικό αφήνοντας τον πίσω να σιγοκαίει στην φωτιά του.

Η υπόλοιπη διαδρομή ως τα βασιλικά ανάκτορα όπως τα χαρακτήρισε ο Νιζάρ δεν κράτησε πολύ ώρα και βρέθηκε το αυτοκίνητο που τους μετέφερε να διασχίζει την κεντρική πύλη  μέχρι να σταματήσει οριστικά και να αποβιβαστούν από αυτό, μπροστά σε ένα τεράστιο, παραδοσιακό οικοδόμημα περίτεχνα σχεδιασμένο με τρούλους και σκαλίσματα σε παράθυρα και πόρτες ενώ η πέτρα πρωταγωνιστής σε διάφορες αποχρώσεις μαζί με ένα άψογο  μελετημένο φωτισμό έδινε μια μαγική εικόνα καθώς έδεναν όλα αυτά μεταξύ τους άρτια .




Ο Νιζάρ εύκολα διαπίστωσε το έκδηλο θαυμασμό στο βλέμμα της καλεσμένης του και γέμισε περηφάνια. Περηφάνια για το λαό του, περηφάνια για την ντόπια αγορά της πόλης του, περηφάνια για τα έθιμα τ ου , περηφάνια για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των κτιρίων της χώρας του. Αργά ή γρήγορα όλοι στο δυτικό κόσμο θα κοίταγαν με τον ίδιο θαυμασμό όπως η Έλλη την χώρα που τόσο αγαπούσε.
Με το που αποβιβαστηκαν, ο Νιζάρ είδε τον Μουράτ και τον Αμτζί να τρέχουν προς το μέρος τους. Δεν το είχε σκεφτεί ως τώρα αλλά θα  προτιμούσε μια γυναίκα ακόλουθο της Ελλης. Ειδικά τώρα που τους είδε να την πλησιάζουν με έκδηλο τον δικό τους αντρικό θαυμασμό . Και με το δίκιο τους. Αλλά δεν μπορούσε να διώξει ξαφνικά τους ακόλουθους που έτρεξαν και αφού υποκλίθηκαν πήραν τις βαλίτσες και τα πράγματα όλα της Έλλης και ενώ ο ένας προπορεύτηκε θέλοντας να την οδηγήσει στα διαμερίσματα που είχαν καθοριστεί κατάλληλα για τη διαμονή της ο άλλος την ακολούθαγε υποβαστάζοντας την βαλίτσα της.

Η Έλλη στράφηκε αμήχανη προς τον Νιζάρ. Τόσες ώρες που είχαν περάσει μαζί ένιωθε περισσότερη οικειότητα μαζί του από τους δύο μελαψούς άντρες που βρέθηκαν να  την συνοδεύουν και ένιωσε αβέβαιη να τον αποχωριστεί.

-« Θα τα πούμε το πρωί υποθέτω...» μουρμούρισε εκείνη χαμογελώντας αχνά σε εκείνον που το πρόσωπο του είχε μετατραπεί σε μια πέτρινη μάσκα δίχως να μπορεί να προσδιορίσει τι αισθάνεται ενώ και τον ίδιο είχαν πλησιάσει και πλαισιώσει κάποιοι μελαψοί άντρες .

-«Στις εννέα θα σε οδηγήσουν στα γραφεία μας.» απάντησε κοφτά , απρόσωπα και η Έλλη ένεψε καταφατικά , απαλά με το κεφάλι της κάνοντας τα μαλλιά της να παίξουν ανάλαφρα γύρω από το κεφάλι της. Δεν είχε κάτι περισσότερο να πουν μεταξύ τους.. Είχε επιστρέψει ο επιχειρηματίας, πρίγκιπας του Ομάν και αυτή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιχειρηματική συναλλαγή . Πως μπόρεσε να το ξεχάσει; Έστριψε το κορμί της στην αντίθετη πορεία από αυτή που στεκόταν ο Νιζάρ ακόμη και συνομιλούσε με τους άνδρες της ομάδας του. Σήκωσε το πιγούνι ψηλά και αγέρωχη περπάτησε το μακρύ, μαρμάρινο διάδρομο που οδηγούσε στο προσωπικό της χώρο ακολουθώντας τον άντρα που την συνόδευε .

Ένας άγγελος φάνταζε στο βλέμμα του Νιζάρ η λεπτή σιλουέτα της ντυμένη στα λευκά που κινούταν αθόρυβα και απομακρυνόταν στο διάδρομο. Ένας άγγελος που μαζί του είχε περάσει μερικές μοναδικές ώρες ξεγνοιασιάς . Τόσο στο παζάρι που ανέμελα ψώνιζαν και έτρωγαν όσο και την ώρα που εργάζονταν επί κοινού στο αεροσκάφος. Γιατί εργασία με την Έλλη σήμαινε ξεγνοιασιά.

Ήδη η απουσία της ήταν αισθητή και θα συμπλήρωνε αν ήταν θαρραλέος σε θέματα καρδιάς επώδυνη. Αλλά έδιωξε την σκέψη αυτή και το πρόσωπο του πήρε το χρώμα του εκνευρισμού και του θυμού.

Αν δεν ήξερε καλά ότι ήταν παντρεμένη με σύζυγο και μια κόρη ίσως θα σκεφτόταν σοβαρά το βράδυ αυτό να είχε και συνέχεια. Δεν του ήταν αδιάφορη σαν γυναίκα. Το αντίθετο μάλιστα, τον έλκυε επικίνδυνα. Αλλά εκείνη άνηκε σε άλλον άντρα. Είχε παιδί που δεν είχε νοιαστεί να επικοινωνήσει μαζί του τόσες ώρες που γύρναγαν στα σουκ ψωνίζοντας και τρώγοντας. Και αυτό ήταν ασυγχώρητο για τον Νιζάρ που το αίσθημα τη οικογένειας ήταν τόσο δυνατό μέσα του .

Εκνευρισμένος έστρεψε το σώμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη. Υπήρχαν μπόλικες γυναίκες, αδέσμευτες και πανέτοιμες για να σβήσει την κάψα του αν ήθελε. Αλλά αυτός δεν ήθελε.
Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Προτίμησε να συνεχίσει να εργάζεται παρόλη την κούραση που μόλις τώρα που απομακρύνθηκε η Έλλη ξύπναγε στο κορμί του. 
Το προτιμούσε. Ίσως έτσι να ξεχνιόταν . Να έπνιγε με εργασία την έλξη που ένιωθε για εκείνη.
Ναι, σίγουρα αυτό θα γινόταν σκέφτηκε και έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα του γραφείου του ικανοποιημένος πλήρως με τον εαυτό του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top