Και Φτάσαμε Στην Μεγαλειώδη Αρχή Του Τέλους
Η ετήσια γιορτή για τα γενέθλια ιδρύσεως τη εταιρείας λάμβανε μέρος στο γνωστό επτάστερο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης όπως κάθε χρόνο εκείνη τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όλοι , οικογενειακώς , είχαν μεταφερθεί στο ξενοδοχείο υπό αυστηρά μέτρα . Όλοι, σε διαφορετική ώρα και με διαφορετικά αυτοκίνητα.
Η Έλλη κατέβηκε από το αυτοκίνητο που την μετέφερε σχεδόν τελευταία. Είχε περάσει ολόκληρη την ημέρα να εργάζεται στο γραφείο του πατέρα της με τον ίδιο να γελάει λέγοντας ότι όταν όλες οι υπόλοιπες γυναίκες του σπιτιού ετοιμάζονται πυρετωδώς εκείνη εργάζεται αδιαφορώντας παντελώς.
Ανέβηκε μόνη τα μαρμάρινα σκαλιά του ξενοδοχείου . Πέρασε με ηρεμία στο κεντρικό χολ όπου μια κοπέλα από την ρεσεψιόν έσπευσε να πάρει το παλτό της και να την οδηγήσει στην αίθουσα δεξιώσεων.
Δεν άργησε να φτάσει, η πόρτα άνοιξε και η Έλλη βρέθηκε σε μια πολυτελέστατη το δίχως άλλο αίθουσα . Περισσότερο λαμπερή από κάθε άλλη χρονιά. Πλήθος ανθοστηλών κυριαρχούσαν στο χώρο όπως και περίτεχνα αγάλματα από πάγο. Σιντριβάνια που έρεαν σαμπάνια και δίσκοι με ορεκτικά που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους καλεσμένους. Και καλεσμένοι ήταν όλοι οι πολύτιμοι συνεργάτες της εταιρείας και φίλοι της οικογενείας της. Την οποία οικογένεια της κατευθείαν εντόπισε στο βάθος της σκάλας όπου άλλωστε ήταν η θέση τους ώστε να καλωσορίζουν τους καλεσμένους τους.
Η Έλλη κατέβηκε αργά και σταθερά τη σκάλα ισορροπώντας άψογα στις λευκές, πανύψηλες τις γόβες. Το φόρεμα που φόραγε αγκάλιαζε τέλεια το κορμί της. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, χωρίς να γνωρίζει που είχε βρει το σθένος , είχε τραβήξει από την ντουλάπα της , μια εκθαμβωτική τουαλέτα στο χρώμα του πάγου. Η οποία κόλλαγε στο κορμί της σαν δεύτερο δέρμα . Που αγκάλιαζε σφικτά το στήθος της και τόνιζε την λεπτή μέση της. Αφήνοντας ακάλυπτο μεγάλος μέρος του κορμιού της. Το στέρνο, λαιμός, χέρια και πόδια ήταν όλα σε κοινή θέα. Ήταν αποκαλυπτικό φόρεμα και το ήξερε.
Κατέβηκε τη σκάλα αγέρωχη , δυναμικά και σταθερά. Τους συνάντησε όλους να την περιμένουν να την υποδεχτούν μπρος στο τελευταίο σκαλοπάτι κοιτώντας την με καμάρι. Ιδίως το βλέμμα του πατέρα της που την αγκάλιαζε με απίστευτη στοργή και ατελείωτο θαυμασμό. Κάτι που είχε απόλυτη ανάγκη αυτή τη στιγμή.
Γιατί εκείνη τη στιγμή ξεχώρισε από το πλήθος ο Νιζάρ που κρατώντας το χέρι της Ταμάρα εστίασε το βλέμμα του πάνω της. Ντυμένος από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα. Γοητευτικός σαν δαίμονας της κολάσεως.
Αυτομάτως το στομάχι της Έλλης άρχισε τα ακροβατικά ενώ ένιωσε να την διαπερνάει ένα κύμα έντασης σαν ρεύμα χαμηλής τάσης.
-«Η κόρη μου...όλη μέρα να δουλεύει και σε πέντε λεπτά να μεταμορφώνεται σε πριγκίπισσα...» ο πατέρας της ψέλλισε συγκινημένος στη θέα της και έσπευσε να την αγκαλιάσει. Του χάρισε μια ζεστή αγκαλιά και ένα φιλί στο μάγουλο . Σήκωσε το βλέμμα για να αντικρίσει εκείνον να την κοιτάζει ακόμα. Και της χαμογέλασε.
Της χαμογέλασε όπως χαμογελάει μια αλεπού σε ένα ανυπεράσπιστο κλωσόπουλο.
Εκείνη με τη σειρά της στένεψε τα μάτια της και πρότεινε το σαγόνι της σε μια βουβή πρόκληση . Γιατί ανυπεράσπιστη με την οικογένεια στο πλευρό της δεν ήτανε .
Απόστρεψε το βλέμμα βιαστικά και ενσωματώθηκε με τους υπόλοιπους. Δεν θα της χάλαγε ο Νιζάρ την βραδιά. Αφού όλα είχαν κανονιστεί για να διασκεδάσουν , το ίδιο θα έκανε και εκείνη. Θα διασκέδαζε.
Έκανε τα πρώτα βήματα της σταθερά και δυναμικά πάνω στις πανύψηλες γόβες της και στάθηκε κάτω από τους εκτυφλωτικούς πολυέλαιους κερδίζοντας το θαυμασμό των αντρών που υπήρχαν γύρω της.
Ανακατεύτηκε ευχάριστα με τον κόσμο και συνομίλησε με διάφορους φίλους και γνωστούς. Αν και καθ' όλη τη διάρκεια της άφιξης της είχε ένα παράξενο αίσθημα. Ότι δεν ήταν μόνη όπου και αν πήγαινε , ότι και να έκανε, με όποιον και να μίλαγε.
Βρισκόταν αρκετά κοντά στη άδεια ακόμη πίστα χορού, συνομιλούσε με μια κοπέλα από την εταιρεία , όταν ένιωσε ένα αντρικό χέρι να τυλίγεται γύρω από τη μέση της δυναμικά.
-"Μαγευτική όπως πάντα .." άκουσε τη βαθιά χροιά της φωνής του Ιβάν. Πνίγοντας ένα αναστεναγμό και φορώντας ένα βιασμένο χαμόγελο γύρισε ν α τον αντικρίσει δίχως τον παραμικρό ενθουσιασμό.
Στράφηκε και βρέθηκε να συναντάει δύο ωκεανούς να την κοιτάνε με θαυμασμό.
-«Ιβάν.. Καλώς ήρθες στον ετήσιο χορό της εταιρείας μας.» ψέλλισε καθώς εκείνος έφερνε το χέρι της στα χείλη του.
-«Καλώς σας βρήκα. Είθε να είναι η αρχή πολλών ακόμη ...» ψιθύρισε εκείνος πάνω στα ακροδάχτυλα της. Παρόλο που η αίθουσα ήταν θερμαινόμενη ένα κύμα ψυχρού αγέρα ένιωσε στην γυμνή της πλάτη που την έκανε να ανατριχιάσει. Γνώριζε ποιος ευθυνόταν για αυτό. Πείσμωσε και χαμογέλασε πλατιά στον Ιβάν ο οποίος με τη σειρά του ξαφνιάστηκε ευχάριστα.
-«Θα μου χαρίσεις τον πρώτο χορό σου;»
-«Συνηθίζεται να ξεκινάει ο χορός με τον οικοδεσπότη συνοδευόμενο κάθε χρονιά από μια ιδιαίτερη γυναίκα της ζωής του. Φέτος είναι η Έλλη που θα με συνοδεύσει. Θα είστε αμέσως μετά αν το επιθυμεί η κόρη μου. Αν μου επιτρέπετε λοιπόν..» η στεντόρεια φωνή του πατέρα της πίσω τους έκανε την Έλλη να χαμογελάσει απαλά- ανακουφισμένη - στον Ιβάν που με μια μικρή υπόκλιση παραχώρησε την ντάμα του.
Απόρησε που ένιωσε προστασία στην αγκαλιά του πατέρα της. Για κάποιο αδιόρατο λόγο ένιωθε απειλή την όποια διεκδίκηση του Ιβάν και αυτό της προκαλούσε προβληματισμό. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να καθίσει να αναλύσει για πιο λόγο την έκανε να νιώθει έτσι.
-«Είσαι πανέμορφη μικρή μου.»
Χαμογέλασε στο πατέρα της και σχεδόν τον αγκάλιασε έτσι όπως χόρευαν ήρεμα στη πίστα και με άνεση χάρη στο ύψος που της έδιναν τα τακούνια της τον φίλησε απαλά στο μάγουλο κάνοντας τον να χαμογελάσει πλατιά.
-«Απορώ γιατί όσοι συνεργαζόμαστε είναι τόσο ανόητοι και δεν σε έχουν διεκδικήσει ακόμα.»
Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της σκεφτική. Ίσως γιατί ο μόνος που την ενδιέφερε ήταν παντρεμένος θα μπορούσε να του απαντήσει αλλά ήξερε ότι δεν γινόταν να του πει κάτι τέτοιο.
-«Ξέρεις δεν θέλω να δω εγγόνια μόνο από τον Λούκας μικρή...ο οποίος έχει την χάρη να αραδιάζει μονάχα κορίτσια.. πιθανότατα αν θέλουμε να δούμε αγόρι στην οικογένεια μας θα πρέπει να έρθει από εσένα..» της τόνισε ψευτοαυστηρά και εκείνη χαχάνισε σιγανά. Μόλις πριν λίγες μέρες είχε μάθει ότι του είχαν ανακοινώσει ότι και το δεύτερο εγγόνι που θα ερχόταν τον επόμενο μήνα θα ήταν κορίτσι και αν και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα όπως όλοι οι παππούδες βαθιά μέσα τους ήθελαν το όνομα τους να συνεχιστεί.
-«Δηλαδή δεν θες απλά εγγόνι από εμένα αλλά το θέλεις και αγόρι πατερούλη μου το εγγονάκι σου;» γέλασε δυνατότερα , πειράζοντας τον, κοιτώντας τον να σκυθρωπιάζει χαριτωμένα. Ήταν ο πιο γλυκός πατέρας του κόσμου, σκέφτηκε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Το γέλιο της ζεστό σαν καλοκαιρινό κύμα έκανε τον Νιζάρ να στρέψει την προσοχή του πάνω της. Αλλά δεν ήταν το μόνο που είχε τραβήξει την προσοχή του. Γιατί μπορεί να στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα αλλά ήταν ξεκάθαρο αυτό που είχε φτάσει στα αυτιά του και είχε προσγειωθεί σαν σιδερένια γροθιά στο στομάχι του.
*
Όλα ήταν πλέον ξεκάθαρα.
Οι λέξεις εγγόνι και η επιθυμία του πατέρα της να είναι αγόρι τα είχε ακούσει πεντακάθαρα. Και με το που τα άκουσε ένιωσε όμοια με ένα παγωμένο σπαθί να σκίζει τα σωθικά του. Την κοίταξε μουδιασμένος ακόμα από την είδηση . Έτσι όπως έδειχνε απόλυτα χαλαρή και χαμογελαστή να χορεύει μες στα χέρια του πατέρα της. Με την ευτυχία να αντανακλάει στο πανέμορφο πρόσωπο της και να την κάνει ακόμα περισσότερο γοητευτική από ότι ήταν. Χάιδεψε με το βλέμμα του το κορμί της και θαύμασε τις καμπύλες της. Στάθηκε στη περιοχή της κοιλιάς της και ένιωσε να ματώνει.
Σαν αποσπασματικές εικόνες πέρασαν από την σκέψη του τα βράδια που είχε περάσει μαζί της στην έρημο. Οι νύχτες και οι ημέρες που είχαν γίνει ένα. Το απόλυτο και μοναδικό ένα. Είδε και ένιωσε τον ίδιο τρόμο με εκείνο το βράδυ που είχε καταρρεύσει στα χέρια του πληγωμένη και είχε νιώσει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Ένα συναίσθημα που δεν είχε νιώσει ποτέ ως τώρα στη ζωή του. Θυμήθηκε τον όρκο που είχε δώσει πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού στο νοσοκομείο : ότι θα έβρισκε τον ένοχο και θα τον έθαβε ζωντανό στην άμμο της ερήμου.
Θυμήθηκε όλο τον αγώνα του τόσους μήνες για να καταφέρει να σταθεί μπροστά της και να της ζητήσει να τον αγαπήσει από την αρχή.
Θυμήθηκε τις αναρίθμητες φορές που είχε σταθεί κοιτώντας το νούμερο του τηλεφώνου της γραμμένο στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου του. Θυμήθηκε πόσο απελπισμένος είχε νιώσει λαχταρώντας να ακούσει έστω την φωνή της. Θυμήθηκε πως φλεγόταν ολόκληρος από την απουσία της. Αλλά έπρεπε όλα να γίνουν σωστά. Να βρεθεί ο ένοχος πίσω από τις επιθέσεις ώστε να εξαλειφθεί η κάθε απειλή. Και να ξεφορτωθεί το καταναγκαστικό αρραβώνα που του είχε φορτωθεί ερήμην του. Γιατί ούτε εκείνος ήθελε να μοιραστεί με άλλη όταν θα είχε εκείνη.
Όλα αυτά που είχε κάνει τόσους μήνες για να είναι επιτέλους μαζί έγιναν μάταια!
Στο βλέμμα του άστραψε η οργή και το τράβηξε από πάνω της. Από αυτό το κουρέλι που φόραγε γιατί φόρεμα δεν μπορούσες να το χαρακτηρίσεις έτσι όπως εξέθετε σε κοινή θέα το κορμί της! Ένα ένδυμα που θα απαγορευόταν να φορεθεί έξω από τα όρια της κρεβατοκάμαρας τους αν όλα ήταν διαφορετικά!
Στη σκέψη αυτή , διαπιστώνοντας ότι δεν θα υπήρχε ποτέ αυτή η πιθανότητα ένιωσε το στομάχι του να σφίγγει.
-«Νιώθεις καλά; Σαν να χλόμιασες αδερφέ.» η παρατήρηση της αδερφής του τον έκανε να σφίξει τα δόντια του και να γρυλίσει εξοργισμένος.
-«Είμαι καλά.» απάντησε παγωμένα, κοφτά , κοιτώντας σκληρά τον Ιβάν που πλησίαζε τον Τζορτζ και την Έλλη αργά αλλά αποφασιστικά. Δεν παρέλειψε όμως ούτε ο Ιβάν να τον κοιτάξει φευγαλέα με τη σειρά του νιώθοντας το ενοχλητικό του βλέμμα να τον καίει. Αυτός είχε κερδίσει την Έλλη. Ήταν προφανέστατο. Τον είδε να τους διακόπτει. Να ζητάει τον επόμενο χορό. Από τον ίδιο τον πατέρα της. Την είδε να χάνεται στην αγκαλιά αυτού του άντρα. Όταν μέσα της είχε το παιδί εκείνου.
-«Καλύτερα να καθίσουμε. Το χρώμα σου με ανησυχεί παρ' όλο που λες ότι είσαι μια χαρά.» διέκοψε την πορεία του πονεμένου βλέμματος του η αδερφή του και αργά αποτραβήχτηκαν από την πίστα.
Κάθισε και άδειασε το ποτήρι του. Μονομιάς . Δεν ένωσε ότι κατάπιε οινόπνευμα . Το ξανά γέμισε κατευθείαν, ανυπόμονα και το άδειασε με την ίδια ταχύτητα. Το βλέμμα του αρνιόταν να σταματήσει να τον πονάει και παρέμενε κολλημένο πάνω της. Και του πρόσφερε το απόλυτο πόνο χαρίζοντας του την εικόνα της να χορεύει στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα. Χέρια ξένα να ακουμπάνε ότι πίστευε ότι ήταν δικό του και θα ήταν μέχρι ν α παραδώσει το πνεύμα του. Και σαν τελειωτικό χτύπημα, σαν το μαχαίρι που έστριβε αργά και βασανιστικά την πληγή του, να την δει ν α χάνεται μετά από λίγο καθώς απομονωνόταν σε μια άλλη αίθουσα με τον παρτενέρ της στο χορό .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top