Κεφάλαιο 9°

°°Πικρο το στόμα και τα χείλη μου βουβά. Θέλει η ψυχή να κελαηδησει μα η φωνή πάει πια, πέθανε στου κόσμου την απανθρωπιά....Μην απορεις στριφνη μου μάνα για έφυγα μακρια... Ένα ταξίδι δίχως τελειωμό λαχταρησα και τώρα η ψυχούλα μου, χορεύει με τη δική του στα ουράνια....°°

Θεσσαλονίκη, έτος 1925.

Έχοντας το μικρό Δημήτρη αγκαλιά και τη Βασιλική πιασμένη από το χέρι, προχωρούσε με το κεφάλι σκυφτό και γεμάτος πόνο αβάσταχτο. Πλάι του περπατούσε η Ελευθερία σιωπηλή καλυμμένη με τη βαριά της μαντήλα ενώ ο Νικόλας έσερνε σαν το φυτό τα πόδια του, πνιγμένος από το μεθύσι.
Ένα μέτρο μακριά, τέσσερις άντρες κράταγαν ένα ξύλινο φέρετρο στους ώμους και ένας παπάς έσερνε τη νεκρική ομιλία καθώς έφταναν στα κοιμητήρια. Δεν υπήρχαν μάρμαρα μα ούτε και στολίδια στο τάφο της.
Δύο μέτρα γη ανοιγμένη και δύο φτυάρια πλάι στο χώμα πεταμένα.
Ούτε ένα μοιρολόι δε βγήκε από τα χείλη της Ελευθερίας σαν ύστερο αντίο για να αποχαιρετήσει τη κόρη της ενώ σε αντίθεση με εκείνη,  ο Βασίλης μουρμουριζε ένα παλιό νανούρισμα που συνήθιζε να της λέει σαν ήταν κοριτσάκι. Μιλούσε για ταξίδια όμορφα. Για πρίγκιπες και θάλασσες ήμερες. Μιλούσε για ναυτικούς που έβρισκαν το θησαυρό και σκότωναν το τέρας. Ήταν ενα νανούρισμα που σαν έφευγε και μπαρκαρε στα καράβια, την αποχαιρετουσε με αυτό για να μη φοβάται...

Τα κοιμητήρια ήταν γεμάτα κόσμο ο οποίος τιμούσε τους νεκρούς μα εκείνο Ψυχοσάββατο για τον Βασίλη ήταν αλλιωτικο από τα άλλα. Εκείνος έθαβε το ίδιο του σπλαχνο μέσα στη γη και ανάθεμα αν θα κατάφερνε ποτέ να νιώσει ξανά όπως και πριν.
Θυμήθηκε τα χειλάκια της να του αφήνουν ζεστά φιλιά στο μάγουλο και δάκρυα έλουσαν το πρόσωπο του.

"Δε πονάει η μανούλα παππού... Μη κλαίς..." του ψιθύρισε η Βασιλική τραβώντας του το χέρι και εκείνος ρουφηξε την ανάσα του για να μην σπάσει μπρος τα μάτια της.

"Νέα και όμορφη κοπέλα... Κρίμα..." άκουσε μια γυναίκα που ήταν παραδίπλα να σχολιάζει και έμενε στη γειτονιά

"Ξύπναγε κάθε πρωί να βρει ένα κομμάτι ψωμί και ο πότης ο άντρας της, βολοδερνε στα καπηλειά!" απάντησε μια άλλη

"Άφησε δύο παιδιά πίσω και ένα στη κοιλιά..."

"Για να αυτοκτόνησε κάποιο λάκκο θα είχε φάβα..."

"Είμαι σίγουρη, Καλλιόπη..."

"ΠΑΨΤΕ ΠΙΑ!" ο Βασίλης ξεφωνησε και ο μικρός άρχισε να κλαίει στα χέρια του "Σσς. Μη κλαίς κι εσύ παλικάρι μου.... Δεν αντέχει άλλο ο παππούς..." είπε σιγανα και η πομπή σταμάτησε
Οι άντρες κατέβασαν το φέρετρο , ο παπάς αγριοκοίταξε τριγύρω για να κάνουν ησυχία και ανάβοντας με ένα σπίρτο το λιβανιστηρι του, άρχισε να ψέλνει όσο εκείνοι τοποθετούσαν το φέρετρο στο χώμα.
"Πάει το παιδάκι μου..." ξέφυγε από τα χείλη του Βασίλη μα η Ελευθερία σημασία δεν έδωσε στο πόνο του.

"Μας κατέστρεψε!" Σχολίασε πικροχολα

"Πάψε Ελευθερία! Σε σιχαθηκε η ψυχή μου!"

"Είχε μπροστά της μια λαμπρή ζωή και εκείνη ούτε τα παιδιά της σεβάστηκε!"

"Είπα πάψε καταραμένη!" σχολίασε μην αντέχοντας άλλο τη μουρμούρα της. Δικαιολογούσε μέχρι τώρα τη στάση της λόγω της υγείας της μα μπροστά σε αυτό που εισέπραττε από εκείνη σε μια τέτοια στιγμή, αηδιασαν τα μέσα του.
Η Ελευθερία είχε αλλάξει πολύ...
Σπάνια μιλούσε όμορφα, αδιαφορούσε ακόμα και για τα εγγόνια της ενώ από τότε που βγήκαν και τα πρώτα σημάδια στο πρόσωπο της, κλείστηκε εντελώς στον εαυτό της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Βασίλης θέλησε να ανοίξει καυγά που φόρτωσαν στο παιδί τους έναν μέθυσο τεμπέλη μα δε το έκανε λόγω της κατάστασης της. Παρόλα αυτά, όση αγάπη της είχε στα νιάτα τους, η Ελευθερία κατάφερε να τη μεταμορφώσει σε ένα τεράστιο κενό που δεν είχε τέλος...
Τη μεταμόρφωσε σε παράπονα που ο Βασίλης ποτέ δεν της έκανε για να μη τη στεναχωρήσει και σε πληγές που την άφηνε να ανοίγει ακόμα και στην ίδια τους τη κόρη..
Ο Νικόλας από την άλλη , έστεκε ανέκφραστος σε μια γωνιά αδιαφορώντας για όλους και όλα...
Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πότε θα τελειώσει για να επιστρέψει να πιει τα σωθικά του. Ούτε ένα δάκρυ δεν χύθηκε μέσα από τα μάτια του. Ούτε καν όταν βρήκαν την Ορτανσία νεκρή στο σπίτι...

Ο πάπας συνέχισε τη ψαλμωδία ώσπου οι άντρες γέμισαν το τάφο ξανά με χώμα και πλέον δεν φαινόταν τίποτα.

"Θα γυρίσει η μανούλα;" ρώτησε η Βασιλική λυπημένη

"Κάποια στιγμή θα πάμε εμείς στη μανούλα κόρη μου... Μέχρι τότε έχουμε όμως χρόνια πολλά να ζήσουμε... Θα είναι ο παππούς εδώ εντάξει;" Η μικρή έσφιξε το χέρι του και αναστεναξε. Ο πάπας τελείωσε, τους έδωσε τα συλλυπητήρια του και αποχώρησε μαζί με τους άντρες που την έθαψαν. Μένοντας πλέον μόνοι , ο Βασίλης γονάτισε πάνω από το τάφο με το Δημήτρη στα χέρια και αφήνοντας το χέρι της Βασιλικής, άγγιξε το χώμα...
"Καλό ταξίδι Ορτανσία μου... Πάνε χαρά μου να ευωδιασεις το παράδεισο... Τούτη η γη, ήταν πολύ βρώμικη για σένα..."

"Δε ζεστενεσαι Ελευθερία;" Ακούστηκε αξαφνα η φωνή μιας γυναίκας "Τι το φοράς τούτο το μαντήλι; Μπας και είσαι κρυφό μουσουλμάνα;"

"Σκάσε Γιώργαινα!" απάντησε με μένος και χωρίς να σεβαστεί πως μόλις έθαψε το παιδί της.

"Σίγουρα! Δεν την είδα ούτε σταυρό να φοράει!" συνέχισε μια άλλη.

"Πως γίνεται μια μουσουλμάνα να θάψει το παιδί της δε τέτοια αγια χώματα; Πως το επέτρεψε ο παπάς;"

"Έλα ντε!"

Λίγο πριν ξεσπάσει ο Βασίλης με όσα άκουγε η Ελευθερία τσιριξε και πέταξε τη μαντήλα της θυμωμένα

"ΘΡΗΣΚΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΕΙΜΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΈΝΕΣ!" ούρλιαξε μα εκείνες έκαναν αμέσως ένα βήμα πίσω σαν είδαν τα εξογκωματα στο πρόσωπο της.

"ΛΕΠΡΗ!!!!" φώναξε η μία και αρπάζοντας την άλλη έτρεξαν αμέσως μακριά

"Τρέξτε φοβισμένες σαν τα σκυλιά!!"

"Ελευθερία αρκετά ανάθεμα σε!!!! Σεβασου λίγο τη κόρη μας!!"

"Εκείνη δε σεβάστηκε κανένα!!"

"ΠΑΑΑΑΑΨΕ!!!" κραυγασε δυνατά και η Βασιλική έβαλε τα κλάματα "Όχι μικρό μου... Συγχώρα με... Έλα, πάμε να φύγουμε από δω..."

Κράτησε τα παιδιά στα χέρια του και αδιαφορώντας για όλους γύρω του , κίνησε να περπατά προς το σπίτι. Ένιωσε τόσο μόνος... Για πρώτη φορά στα εξήντα του χρόνια ένιωθε ανήμπορος και μόνος....

******

"Που πηγε αυτός;" Ο Βασίλης βγήκε από το δωμάτιο και βλέποντας μόνη την Ελευθερία ξεφυσησε

"Δε ξέρω. Έφυγε μόλις μπήκες να βάλεις για ύπνο τα παιδιά"

"Δε ντράπηκες με όσα έκανες σήμερα;"

"Εγώ; Η αυτές;!"

"Ελευθερία να χαρείς... Έχεις συναίσθηση τι θα περάσουμε; Έχουμε ένα λεχουδι εκεί μέσα και εσύ το χαβα σου!"

"Δε φταίω εγώ που η κόρη σου, μας παράτησε!"

"Φτάνει πια..." της απάντησε ηττημένος και αγανακτισμένος μα δε πρόλαβε να συνεχίσει. Ένα χτύπημα στη πόρτα του τράβηξε τη προσοχή και σαν πήγε για να ανοίξει είδε τρεις αστυνομικούς και ένα κάρο από πίσω.

"Κάντε στην άκρη!" Ένας από τους άντρες μπήκε μέσα ενώ ο δεύτερος που ακολούθησε , όρμησε απευθείας στην Ελευθερία η οποία όσο κι αν προσπάθησε να καλυφθεί ήταν μάταιο.

"Αφήστε με!" Τσιριξε σαν την άρπαξαν ενώ ο Βασίλης κοιτούσε σαστισμένος

"Τι συμβαίνει! Αφήστε τη γυναίκα μου!" Πήρε επιτέλους θέση σαν είδε να τη σέρνουν προς τα έξω

"Οι λεπροι μεταφέρονται με ρητή εντολή στη Σπιναλόγκα! Αύριο κι όλας θα έρθουν να σας παραλάβουν για τη νέα σας κατοικία μαζί με λοιπούς συγγενείς άλλων λεπρών για να αποφευχθεί τυχόν εξάπλωση!" του είπε σοβαρά ο ένας αστυνομικός και η Ελευθερία σαν τον άκουσε άρχισε να χτυπιέται. Μα τίποτα δε κατάφερε. Την κράτησαν σφιχτά και τη πέταξαν κυριολεκτικά σαν σκουπίδι μέσα στη κλούβα ενώ ο Βασίλης έμεινε παγωμένος να ακούει τα κλάματα των παιδιών που είχαν ξυπνήσει μα και το αμάξι να φεύγει βιαστικά.

Ένιωσε να αδειάζει ολόκληρος ο κόσμος του μέσα σε μια και μόνο στιγμή μα η ζωή και η εξέλιξη αυτής, δε του άφησε περιθώριο αφού η Βασιλική άρχισε να φωνάζει από το δωμάτιο. Προχώρησε σαστισμένος προς τα μέσα και τη βρήκε στο ράντσο που είχαν για κρεβάτι έχοντας αγκαλιά τον αδερφο της.
Πήγαινε σπαστικα πέρα δώθε και ο Βασίλης κατάλαβε αμέσως πως βρέθηκε σε σοκ από τις φωνές.
"Ηρέμησε εγγόνα μου, όλα είναι καλά..." έσπευσε να της πει όσο πιο ήρεμα μπορουσε και πλησιάζοντας τη, πήρε από τα χέρια της τον μικρό και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι.
"Έλα να κοιμηθείς... Θα βάλουμε και το Δημητράκη για ύπνο και μετά θα φάμε. Εντάξει;" η Βασιλική τον κοίταξε λυπημένη και σηκώθηκε. Δίχως να του δώσει σημασία , πλησίασε την άκρη του κρεβατιού και έσκυψε χαμηλά.
"Βασιλική μου; Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου όμορφο... Έλα να ξαπλώσουμε" επέμεινε αφού ούτε ο ίδιος ήξερε τι να κάνει. Το σοκ ήταν διάσπαρτο και θέλοντας να μη το δείξει στη μικρή προσπαθούσε να φερθει φυσιολογικά.
Εκείνη όμως δεν άκουσε... Άρχισε να σκαλίζει το τοίχο και σαν σηκώθηκε την είδε να τραβάει ένα από τα τούβλα.
"Θα χτυπήσεις!" αναφώνησε γονατίζοντας πλάι της μα την ίδια στιγμή η Βασιλική τράβηξε το τούβλο και σαν έπεσε ο Βασίλης είδε χωμένο μέσα στο τοίχο ένα τεφτέρι...

"Μαμά!" αναφώνησε η Βασιλική και ο Βασίλης άπλωσε το χέρι και το έβγαλε
Τίποτα όμως δε ήταν δυνατό για να συγκρατήσει την οργή της ανθρώπινης φύσης του σα το άνοιξε και ξεκίνησε να διαβάζει...
"Γιατί κλαίς παππού;" ρώτησε η μικρή μα εκείνος έχοντας κολλημένο το βλέμμα στη σελίδα που άνοιξε άρχισε να μουρμουριζει...

Σαν τα ψηλά βουνά, εψηλωσες δική μου σάρκα...
Κοιμήσου γλυκό αστέρι μου, κοιμήσου λαμπρό μου φως...
Ο μπαμπακας είναι εδώ να σε φυλάει...

Ο Βασίλης άφησε το τετραδιακι να πέσει από τα χέρια του και κοιτώντας τη Βασιλική χαμογέλασε κλαίγοντας μαζί. Την έπιασε από το χεράκι και την έβαλε στο κρεβάτι. Άπλωσε το ένα του χέρι στο Δημητράκη και το άλλο σε αυτήν και άρχισε να τα κουνάει  για να κοιμηθούν, σέρνοντας στα χείλη του, το νανούρισμα που τραγουδούσε στην Ορτανσία σαν ήταν παιδάκι

Ας έρθουν νύχτες και βροχές, λιμοί και καταιγίδες, ο μπαμπάς θα είναι πάντα εδώ να σε κρατάει.
Κοιμήσου καρδερίνα μου...
Μικρό μαργαριτάρι...
Κοιμήσου και εγώ θα οργώσω θάλασσες βουνά και κάμπους και θα σου φέρω όλα τα καλά της γης στα χέρια σου...

Τα δάκρυα ήταν τόσο καυτά που έμοιαζαν σαν να αφήνουν σημάδια στα μάγουλα του ενώ έτσι όπως έβλεπε τα εγγόνια του να κλείνουν τα ματάκια τους, η εικόνα της κόρης του σαν ήτανε παιδί ξεπρόβαλε και έσκισε στα δύο τη ψυχούλα του.

Κι αν έρθει ο δράκος ο κακος, εγώ θα γίνω ιππότης....
Το δόρυ θα σηκώσω και με αυτό θα τον σκοτώσω...
Κοιμήσου μάτια μου γλυκά, κοιμήσου μονάκριβη μου...

Τα βλέφαρα της άρχισαν να κλείνουν και ο Βασίλης πλέον τραγουδούσε με το ζόρι από τα δάκρυα.
Σαν τα είδε να σφαλιζουν και άκουσε την ανάσα της να τρέμει μέσα στα στήθη από τον ύπνο, λύγισε.
Προσπαθούσε να είναι βράχος για όλους και για όλα μα στη πιο σκληρή στιγμή του , απλά λύγισε.
Κοίταξε τα προσωπάκια τους και έσφιξε τις γροθιές του πονεμένος ώσπου αξαφνα, ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει...

Δε θέλει λένε και πολύ ο άνθρωπος να χάσει τα λογικά του...
Αρκεί μια στιγμή, λίγη απελπισία και αρκετός πόνος...
Σηκώθηκε σιγανα από το κρεβάτι, έβαλε το πεσμένο τεφτέρι στη τσέπη και άρπαξε το τούβλο.
Άκουσε το Νικόλα έτοιμο να κάνει εμετό και έπειτα τη πόρτα του σπιτιού να ανοίγει.
Σε κάθε βήμα του, ένιωθε τη καρδιά να γρηγορευει και έβλεπε την Ορτανσία να πετάει μπρος τα μάτια του...
Σε κάθε της ηλικία...
Την είδε σαν γεννήθηκε και ήταν πνιγμένη σε εκείνο το μπλε...
Την είδε στα εφτά, που προσπαθούσε από τότε να φτιάξει καλουδια για το τραπέζι...
Στα δέκα..στα δώδεκα....
Στα δεκαεννιά...
Τελευταία πεταρισε η εικόνα της νεκρή, λευκή σαν καθαρό βαμβακερό σεντόνι...
Ούτε κατάλαβε ποτέ το βήμα τον οδήγησε έξω και βλέποντας την πλάτη του Νικόλα που ήταν σκυμμένος στον εξωτερικό μπιντέ να ξερναει, θόλωσε εντελώς.

Πλησίασε σαν αρπακτικό από πίσω και με δάκρυα στα μάτια σήκωσε το χέρι ψηλά και βγάζοντας μια βουβή σιωπηλή κραυγή το προσγείωσε με πόνο και παράπονο πάνω στο κεφάλι του...
Το τούβλο τον βρήκε με τη μύτη στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ο Νικόλας ανήμπορος να αντιδράσει από το ποτό, άρχισε να πνίγεται από τα αίματα του που ανέβλυσαν αμέσως σαν ήρθε το τούβλο σε επαφή με το κεφάλι του.
Μα ο Βασίλης δε σταμάτησε ακόμα κι όταν ο Νικόλας έπεσε εντελώς προς τα μπροστά. Άρχισε να τον χτυπάει τόσο δυνατά... Ασταμάτητα....
Τον χτυπαγε με περισσή μανία και ολοένα έκλαιγε και πιο δυνατά ώσπου του έλιωσε εντελώς το κεφάλι...
Σαν ξύπνησε από την οδύνη που τύφλωσε το χέρι και τον έκανε φονιά , το  ματωμένο τούβλο έπεσε από τα χέρια και έκανε ένα βήμα πίσω...

Ήθελε τόσο να βγάλει μια δυνατή κραυγή και να ξεσπάσει όλο του το πόνο μα αντί αυτού, έτρεξε αμέσως προς το σπίτι. Πήρε μια μαξιλαροθήκη, πέταξε μέσα όσα μικροαντικείμενα είχαν αξία και έφυγε σφαίρα στο δωμάτιο. Έβαλε ένα καθαρό πουκάμισο πάνω από το ματωμένο και ύστερα στάθηκε πάνω από το κρεβάτι των παιδιών.  Έμοιαζαν τοσο πολύ στη κόρη του και τα δύο...

"Σήκω Βασιλική μου..." είπε σιγανα και εκείνη ετριψε τα ματάκια της. "Σήκω καρδούλα μου, φεύγουμε..."

"Που πάμε παππού;" ρώτησε μπερδεμένη και εκείνος χαμογέλασε τρυφερά προσπαθώντας να κάνει τα δάκρυα να κοπάσουν

"Κάπου μακριά κόρη μου... Κάπου μακριά..."

Η μικρή σηκώθηκε και ο Βασίλης τη βοήθησε να ντυθεί στα γρήγορα και σηκώνοντας και το Δημήτρη στην αγκαλιά του, κοίταξε γύρω του...
Όσο κι αν κοίταζε όμως, ένα μονάχα έβλεπε... Τη καταστροφή...

Δίχως να χάσει άλλο χρόνο και ξέροντας πως όλα κρέμονται από μια κλωστή , έτρεξε με τα παιδιά στα χέρια ως το σταθμό όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έβγαλε ένα εισιτήριο... Τα τρένα έκαναν καθημερινά δρομολόγια και στάθηκε τυχερός που πρόλαβε στο παρατσακ και δεν περίμενε δύο ώρες...
Σαν μπήκανε στο βαγόνι , απλωσε ένα σεντονακι που πήρε μαζί καταχαμα και άφησε τα εγγόνια του να ξαπλώσουν...
Όλα έγιναν τόσα γρήγορα και ένιωθε ακόμα το υγρό αίμα του Νικόλα κάτω από το πουκάμισο να στεγνώνει...
Δεν υπήρχε όμως δρόμος ούτε και επιλογή, μήτε και χρόνος να σκεφτεί...
Σαν σφύριξε το τρένο και το ένιωσε να κινείται, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και ξέσπασε επιτέλους σε κλάματα...
Τίποτα δεν του είχε μείνει από τη ζωή που είχε κάποτε... Τα δύο του εγγόνια, και ένα κιτρινιασμενο τεφτέρι...
Άνοιξε τη μαξιλαροθήκη και το κοίταξε...
Δεν ήξερε αν ήθελε να συνεχίσει να διαβάζει η όχι μα πάνω στην ανάγκη να νιώσει για λίγο τη κόρη του και να μπει στο πετσί της, το έβγαλε και το άνοιξε...

🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top