Κεφάλαιο 8°
°°Ενα μοιρολόι, φέρε να σύρω μανα...
Να εύχεσαι να 'ναι βαρύ το χώμα
γιατί ελαφριά είναι η ψυχή μου και θ'αποδρασει...
Θα φύγει ελεύθερη σαν τα περήφανα πουλιά και σαν καταλάβει πως η αγάπη χάθηκε για πάντα,
θα πέσει να πεθάνει μανα...
Πάνω στο αδράχτι από της μοίρας τον αργαλειό θα καρφωθεί και σαν θυμηθεί πως είναι πια πουλί, θα λαλήσει το πιο λυπητερό τραγουδι...
Δε θα μιλάει για πατρίδες μανα...
Μήτε και για καρφιά στη γη...
Τούτο το μοιρολόι θα κλαίει την ίδια τη ψυχη...
Θα κλαιει τον έρωτα, που δεν κατάφερε να ανθίσει και σαν αφεθεί στο θάνατο , μόνο το πόνο θα σκορπίσει....
Έσπασαν οι κλωστές στον αργαλειό μου μάνα...
Οι μοίρες θύμωσαν....
Το τραγούδι σώπασε και το κλάμα έγινε βαρύ...
Ακούς;
Βαρύ, όπως το χώμα.... °°
Θεσσαλονίκη, έτος 1925
Ο ήλιος έκαιγε πάνω στον φρέσκο ασβέστη και το σπίτι απ' έξω έμοιαζε σαν να θύμωσε ο θεός και έφερε χειμώνα ...Είχε στα χέρια της, δύο πλαστικές σακούλες , στη πλάτη μια τσάντα φτιαγμένη από ξεφτισμενες γάζες και για παπούτσια, φορούσε ένα ζευγάρι μισοσκισμενες παντόφλες.
Η μία σακούλα είχε μέσα ένα μπαγιάτικο ψωμί για να κάνει φρυγανιές ενώ η άλλη, ένα τσαμπί σταφύλι που της δώρισε ο μανάβης.
Λίγο πριν πάρει την χωμάτινη ανηφόρα για το σπίτι, έκανε μια στάση να ξαποστάσει και κοίταξε γύρω της...
Μικρά, κοντα, σπιτάκια με λαμαρίνες για σκεπές ήταν όλα όσα τους έμειναν και όσα έχτισαν σαν έφτασαν στην ακτή τρία χρόνια πριν...
Τοίχοι από κατεστραμμένα τούβλα, κοτέτσια που έκαναν δωμάτια, μουχλιασμένα ντιβανια στις αυλές που τους δώρισε το κράτος μα δεν είχαν χώρο στα χαμόσπιτα για να τους βάλουν και μικροαντικείμενα κάθε αξίας που κατάφεραν να σώσουν και τα κρατούσαν σαν θησαυρό.
Τίποτα δεν υπήρχε σε εκείνη τη γειτονιά που να έμοιαζε έστω και λίγο με την αίγλη από τα σοκάκια που μεγάλωσε μα το πιο βαρύ και βαθύ της αγκάθι, δεν ήταν ο βίαιος ξεριζωμός...
Ήταν η βίαιη θανάτωση της ψυχής της που οδήγησε σε έναν ατέρμονο σπαραγμό δίχως όριο...
Εκεί που ο ήλιος έκαιγε ένιωσε ξαφνικά μια δροσιά να την αγκαλιάζει και σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό είδε ένα μαύρο σύννεφο να επισκιάζει το φως. Μεσημεριασε και ακόμα να φτάσει για να βάλει το καζάνι μπρος...
Κάποτε τα σουτζουκάκια ήταν τα αγαπημένα της και τα έφτιαχνε μερακληδικα δύο φορές την εβδομάδα μα τώρα έτρωγαν φακές και ρύζι σχεδόν καθημερινά. Είτε χώρια είτε μαζί, ήταν το μόνο φαγητό που άντεχαν τα οικονομικά τους για να αγοράσουν.
Έπιασε πάλι τις τσάντες και κίνησε στην ανηφόρα ώσπου σαν έφτασε έξω από το σπίτι, κοντοσταθηκε και σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια της. Πάντα έκλαιγε. Τρία ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε μέρα που να μη δακρύσουν εκείνα τα μάτια της.
Μπαίνοντας στην μικρή αυλή, ήρθε αντιμέτωπη με ένα σάπιο τενεκέ τυριού που είχαν αφήσει από τη προηγούμενη βδομάδα έξω από το σπίτι.
Ο πατέρας της είχε σκεφτεί να τον ασβεστωσει και να βάλει λίγα λουλούδια μα εκείνος έστεκε ακόμα σαν φάντασμα και περίμενε...
Δεν ήθελε να πάει σπίτι...
Δεν ήθελε να μπει και να αντικρίσει τη μιζέρια σε κάθε της βαθμίδα.
Δεν είχε όμως επιλογή...
Ήδη το γάλα μες τα στήθη της άρχισε να πετρώνει και ήξερε πως το μικρό έπρεπε να φάει ...
Η πόρτα έτριξε στο άνοιγμα της και μπαίνοντας στο χαμόσπιτο είδε τη μάνα της να κάθεται σε μια καρέκλα και να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ούτε καλημέρα γύρισε να της πει σαν έφυγε από τα αξημερωτα από το σπίτι.
"Γύρισα... Τα παιδιά;" ρώτησε και η Ελευθερία κούνησε το κεφάλι δίχως να τη κοιτάξει
"Ο Δημήτρης κοιμάται, και η Βασιλική παίζει δίπλα του..." την ενημέρωσε και συνέχισε να κοιτάζει έξω από παράθυρο.
Η εικόνα της σε κάθε άνθρωπο θα προκαλούσε σπαραγμό μα όχι στην Ορτανσία. Εκείνη πίστευε ακράδαντα πως το κάρμα που τόσο πολύ κορόιδευε σαν άκουγε τους Τούρκους να μιλάνε για αυτό, γύρισε καταπάνω της.
Η Ελευθερία τα έβαζε με όλους και με όλα σαν έβγαινε στο μαχαλά για να πάει στο μαγαζί και δεν ήταν λίγες οι φορές που κλωτσούσε τους παππούδες που προσπαθούσαν να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί. Λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή όμως, η ζωή της ανταπέδωσε τα χτυπήματα καθώς ένας από αυτούς είχε λέπρα. Και όχι ένας τυχαίος... Πάντα έλεγαν πως εκείνος ο παππούς είχε μια περίεργη σοφία μέσα του. Μια αύρα που έφερνε τους Τούρκους στο διάβα του και μαζί με τα μυρωδικά , ζητούσαν και την ευχή του. Ήταν ο αγαπημένος της. Αισθανόταν αηδία κάθε φορά που τον άκουγε να αποκαλεί το κάρδαμο , κακουλέ και δεν έχανε ευκαιρία να τον μειώνει σε κάθε της διάβα. Πάντα ήταν ντυμένος βαριά μα κανένας δεν είχε καταλάβει πως ήταν άρρωστος ώσπου ένα ξημέρωμα τον βρήκαν πεθαμένο καταμεσής του δρόμου και έφτασε σε όλο το μαχαλά πως υπήρξε κρούσμα λέπρας στη πόλη.
Η Ελευθερία νοσουσε πριν το διωγμό μα κανένας δε το κατάλαβε παρά μόνο σαν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και άρχισαν να βγαίνουν προς τα έξω τα πρώτα σημάδια.
Σημάδια που πλέον κάλυπτε με τις τεράστιες μαντηλες της σαν έβγαινε στη γειτονιά.
Άφησε τις σακούλες στο τραπεζάκι και πήγε προς το δωμάτιο. Το ένα και μοναδικό. Μέσα εκεί μεγάλωναν τα δύο παιδια της, εκείνη, ο Νικόλας και οι γονείς της. Στρωματσαδα όλοι όπου και όπως μπορούσαν.
Βρήκε το Δημήτρη στο πάτωμα ξαπλωμένο σε μια τριπλοδιπλωμενη κουβέρτα και τη κόρη της στο πλάι του.
Τα μάτια της έλαμψαν σαν την είδε ενώ σαν έκανε να πλησιάσει άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα στη σκέψη πως έφυγε και η μάνα της και ήταν μόνη με τα παιδιά της.
"Πείνασες μικρούλι μου;" ρώτησε το Δημήτρη τρυφερά και γονάτισε πλάι του.
"Μαμά..." Η Βασιλική πλησίασε και εκείνη και η Ορτανσία την αγκάλιασε.
"Κάνε λίγη υπομονή κόρη μου, να φάει λιγάκι ο αδερφός σου και η μανούλα θα φτιάξει φακές... Εντάξει;" είπε και εκείνη χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της αφήνοντας παράλληλα χώρο για τον αδερφό της. Ίσως δε μιλούσε καθαρά μα πλέον είχε πατήσει τα δυόμιση σχεδόν οπότε καταλαβαινε.
Η Ορτανσία έβαλε τα χέρια της απαλά κάτω από το γιο της και σαν τον ανασηκωσε εκείνος άνοιξε τα ματάκια του και τη κοίταξε. Θέλοντας και μη του χάρισε ένα τρυφερό χαμόγελο και τον φίλησε απαλά στη μυτούλα. Ήταν αβάπτιστος ακόμα μα ήδη του είχαν δώσει όνομα.
Τον κράτησε με το ένα χέρι και με το άλλο έβγαλε έξω το στήθος και εκείνο όρμησε κατευθείαν στη θηλή πεινασμένα. Ώρες ολόκληρες είχε να φάει και η Ορτανσία ένιωθε ευλογημένη που είχε γάλα για να μπορεί να τον θρέψει. Δεν ήταν εύκολο μέσα σε αυτή τη φτώχεια να φτιάχνεις καθημερινά σούπες από ρυζονερο και γιαούρτι όπως έκανε στη Βασιλική.
Ένας κρότος ακούστηκε αξαφνα και έτσι όπως ήταν καθισμένη τρόμαξε.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε απότομα και όσο απότομα άνοιξε τόσο πιο βίαια έκλεισε.
"Που είσαι μωρη;!" τον άκουσε και την έλουσε συγκρυο. Ήταν μεθυσμένος πάλι... "Α! Εδώ είσαι!"
"Νικόλα μη!" κατάφερε μόνο να πει σαν τον είδε να μπαίνει σαν το σίφουνα στο δωμάτιο μα εκείνος δε τη λογάριασε.
"Άσε με να ταισω το παιδί!" φώναξε κρατώντας το γιο στην αγκαλιά της ενώ την ίδια στιγμή η μικρή Βασιλική διαισθανόμενη ένα πρωτόγνωρο τρόμο, έτρεξε και κόλλησε στη γωνία του δωματίου.
Τα δάχτυλα του χώθηκαν χωρίς προειδοποίηση ανάμεσα στα μαλλιά της και η Ορτανσία βογγηξε από το πόνο.
Τα χείλη του μικρού αποκολλήθηκαν από τη θηλή με αποτέλεσμα να βάλει τα κλάματα μα ούτε αυτό τον σταμάτησε.
Ο Νικόλας τράβηξε τα μαλλιά της και η Ορτανσία θέλοντας να προφυλάξει το γιο της, τον άφησε καταχαμα στη κουβέρτα.
"Μη για το Θεό!" παρακάλεσε γεμάτη κλάματα μα εκείνος πιάνοντας ατσαλα τη θηλή που ακόμα έσταζε γάλα, πίεσε το στήθος της, την χαστούκισε και την έσπρωξε στο πάτωμα. Η Ορτανσία πλανταξε "Λυπήσου το μωρό που έχω στα σπλάχνα μου!" τσιριξε ανήμπορη πιάνοντας τη κοιλιά της. Ίσως δεν είχε φουσκώσει ακόμα μα ήταν ορατή και ήταν ήδη πέντε μηνών.
Η ανάσα του βρωμουσε κρασί σαν έσκυψε από πάνω της ενώ τα χέρια του άρχισαν να τραβάνε λυσσασμένα τα ρούχα της. Μόλις ξεκουμπωσε το παντελόνι του η Ορτανσία πλανταξε στο κλάμα. Προσπάθησε να τον απωθήσει μα ήταν αδύνατο. Η Βασιλική άρχισε να ουρλιάζει, ο μικρός Δημήτρης έκλαιγε και εκείνος ανοίγοντας με τη βία τα πόδια της, μπήκε ανάμεσα τους.
Δε λογάριασε κανέναν και τίποτα...
Ούτε τα παιδικά μάτια της Βασιλικής που κοιτούσαν τρομαγμένα, ούτε τα κατακόκκινα μάτια του μικρού Δημήτρη που είχε κοκκινησει από το κλάμα μα ούτε και την καημένη την Ορτανσία που κρατούσε με το ζόρι τη κοιλιά της σαν τον ένιωθε να της διαλύει το κορμί.
Έμοιαζε με πεινασμένο θεριό που τρώει αχόρταγα το φαγητό του και δε σταμάτησε πουθενά παρά μόνο σαν τελείωσε...
Τα χέρια της είχαν μπλαβιασει από τα κρατήματα του...
Τα μάγουλα της είχαν βαφτεί στο κόκκινο από τα χαστούκια που της χάριζε και η Ορτανσία έπεσε σχεδόν αναίσθητη σαν σηκώθηκε από πάνω της.
"Να έχεις έτοιμο φαί σαν επιστρέψω! Και κάνε τα σκασμενα να πάψουν!" φώναξε μαζεύοντας τα παντελόνια του και όπως έκανε κάθε φορά τα τελευταία χρόνια, βλέμμα δεν της έριξε παραπάνω σαν έφυγε για να επιστρέψει στο καπηλειό.
Στο άκουσμα της πόρτας που έκλεισε η Ορτανσία σύρθηκε με το ζόρι μέχρι το γιο της ο οποίος δεν σταμάτησε να κλαίει. Τα μπούτια της είχαν γεμίσει αίματα και ο πόνος στη κοιλιά ήταν αφορητος.
"Μανούλα;" η Βασιλική μίλησε μα η Ορτανσία ντράπηκε ακόμα και να γυρίσει να τη κοιτάξει. Τα χείλη της έτρεμαν σαν έπιασε το κεφαλάκι του γιου της και το φίλησε. Τον σκέπασε με την άκρη της κουβέρτας και άρχισε να σερνεται ξανά μέχρι που έφτασε σε ένα μπαουλακι που είχαν στο δωμάτιο.
Η μικρή κοιτούσε τρομαγμένη. Η Ορτανσία το άνοιξε, έπειτα το έκλεισε ξανά και γύρισε προς τη κόρη της.
"Μανούλα;" Ξανά είπε και η Ορτανσία έβγαλε και τη τελευταία της στάλα ψυχής σε έναν βουβό λυγμο που ανέβηκε στα χείλη της.
"Έρχομαι..." ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή προσπαθώντας να κρύψει το πόνο μα ήταν διαλυμένη... Κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα, να πάρει το μικρό στην αγκαλιά της και μαζί με εκείνον να φτάσει στη Βασιλική. "Άνοιξε τα χεράκια σου μωρό μου..." ζήτησε τσακισμένη και μόλις η Βασιλική άνοιξε τα μικρά της χέρια η Ορτανσία εναπόθεσε στο εσωτερικό τους το γιο της. Ο πόνος τη γονάτισε. Τα αίματα από τα μπούτια της έρεαν δίχως τελειωμό και είχε ασπρίσει.
"Η μανούλα σαγαπαει... Να το θυμάσαι μικρή μου..." είπε στη κόρη της και η Βασιλική έβαλε τα κλάματα
"Πονάς μανούλα..."
"Αγκάλιασε με κόρη μου..." ζήτησε και η μικρή κοίταξε μέσα στα μάτια της. Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα μα η Ορτανσία έδειχνε ανέκφραστη. Δεν έδειχνε πόνο. Ούτε λύπη. Έμοιαζε με ένα φάντασμα που απλά έκλαιγε...και έκλαιγε... Η Βασιλική κράτησε τον αδερφό της σφιχτά και ανοίγοντας το άλλο της χέρι , αγκάλιασε το κεφάλι της μάνας της...."Συγχώρα με κόρη μου... Συγχώρα με..." ζήτησε και αφήνοντας το κεφάλι της να ξαποστάσει στο στήθος της Βασιλικής, μύρισε για τελευταία φορά τη μυρωδιά των παιδιών της και τραβώντας μια ευθεία γραμμή με το ξυραφάκι που κρατούσε κατά μήκος των φλεβών της, σφράγισε για πάντα τα μάτια της...
Τα σφράγισε πνιγμένη στο πόνο ...
Τον ίδιο πόνο που της χάρισε η ζωή επισφραγίζοντας τη δολια της μοίρα και υπογράφοντας τη καταδίκη της ψυχής της...
Το κορμί της τρανταχτηκε μια δυο φορές και σαν είδε η Βασιλική τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν, την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της.
Ένιωσε τα ρουχαλακια της να υγραινονται από το αίμα μα εκείνη απλά εσφιγγε τη μάνα της...
"Θα περάσει ο πόνος μανούλα..." είπε σιγανα και συλλαβιστά ώσπου το σώμα της Ορτανσίας, έπαψε πια να κουνιέται... Ο μικρός αποκοιμήθηκε από το κλάμα στα χέρια της, και η Βασιλική αφήνοντας το κεφαλάκι της να πέσει πάνω στης μάνας της, έκλεισε τα ματάκια της, λυπημένη και δακρυσε....
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top