Κεφάλαιο 6°
°°Πικρές οι ώρες και το κορμί κρύο αποψε... Η αίγλη χάθηκε και η δύση ίσως απέκτησε προβάδισμα μα πάντα η ανατολή θα είναι η πιο γλυκιά... °°
Σμύρνη έτος 1920
Στριφογυρισε μια δυο, φορές το μαντήλι γύρω από το λαιμό της και ανεβάζοντας ψηλά το ύφασμα, κάλυψε ελαφρώς το πρόσωπο της και πήρε το δρόμο για το πικρολίμανο. Έτσι το έλεγε αφού από παιδάκι το έβλεπε σαν το μοναδικό λόγο, που έφευγε ο πατέρας της συνεχώς για ταξίδια. Τούτη τη φορά, δε πήγαινε όμως να αποχαιρετήσει το πατέρα της...
Τα καΐκια ήταν παραταγμενα από δω και από εκεί κατά μήκος της προκυμαίας ενώ δεν ήταν λίγα και εκείνα που περίμεναν τον αργό θάνατο του χρόνου και έστεκαν σκοροφαγωμενα στην ακτή.
Πήρε μεγάλο ρίσκο μα δεν είχε άλλη επιλογή. Είχαν πάρει φωτιά τα μέσα της από όλες αυτές τις μέρες ενώ σαν έφτασε στα χέρια της εκείνο το σημείωμα , δεν χωραγε αμφιβολία πως το έστειλε εκείνος. Δεν ήταν κάτι τρομερό... Ένα κομμάτι χαρτί , μια βάρκα ζωγραφισμένη πάνω σε ταραγμένα νερά και δύο γλάροι.
Το ένιωσε όμως...
Σαν το είδε να γλιστράει κάτω από τη πόρτα του μαγαζιού, ήταν σίγουρη πως πίσω από αυτό ήταν ο Οζούλ.
Πάντα της ζωγράφιζε νερά σαν ήθελε να τη δει και έδιναν ραντεβού στο μόλο.
Έκοψε το δρόμο της γύρω από το παλιό ναυπηγείο και με τη καρδιά να χτυπάει ανεξέλεγκτα βγήκε στη πίσω μεριά.
Τίποτα δεν υπήρχε εκεί όμως...
Όλη εκείνη η ανυπομονησία και η ένταση, εξανεμίστηκε και τη θέση τους πήραν δύο μπερδεμένα μάτια.
"Οζούλ;" ψέλλισε αρχίζοντας να περπατά ανάμεσα από τα μισοκατεστραμενα καΐκια. Σκέφτηκε πως ίσως είχε κρυφτεί κάπου ή ίσως ακόμα και εκείνο το γράμμα να ήταν τυχαίο τελικά.
Ξεφυσησε απογοητευμένη σαν έφτασε μέχρι τη θάλασσα και έχοντας σκυμμένο το κεφάλι, γύρισε για να φύγει.
"Başka bir gün ve senden uzakta öleceğim..." (Άλλη μια μέρα και μακριά σου θα πέθαινα..)
Το βήμα της, κόπηκε μαχαίρι...
Τα πόδια κόλλησαν στην αμμουδιά και εκείνος ξεπρόβαλε από πίσω της.
Στην επαφή των χεριών του με τη σάρκα της, η Ορτανσία σφαλισε τα δακρυσμένα της βλέφαρα και αναστεναξε.
"Ο πόλεμος ξεκίνησε μικρή μου Ορτανσία..." της είπε στα ελληνικά και ανοίγοντας τη τεράστια αγκαλιά του, την κλείδωσε μέσα και εχωσε το κεφάλι του στα μαλλιά της.
"Που ήσουν;" του απάντησε μονάχα "Μη τολμήσεις να με αφήσεις ξανά μόνη!" Η Ορτανσία γύρισε προς το μέρος του και σαν ήρθε αντιμέτωπη με τα μάτια του, έσπασε εντελώς. Αν και δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους κάτι σεξουαλικά ερωτικό, εκείνη όρμησε προς τα χείλη του και τον φίλησε.
"Hayır.. bunu yapma." (Μη το κάνεις αυτό. Όχι...) ψέλλισε εκείνος και πιάνοντας τη απαλά από τα μπράτσα την απομάκρυνε. Άπλωσε το χέρι του στο μάγουλο της και σβήνοντας τα παραπονεμένα δάκρυα που έτρεχαν πάνω του , της χαμογέλασε "Θα σε αγγίξω σαν σε κλέψω..." είπε ήρεμα και εκείνη επιτέλους ανταπέδωσε το χαμόγελο "Δεν θα αργήσει η μέρα Ορτανσία. Να με περιμένεις. Αν σε αγγίξω τώρα gözlerim , θα σου κάνω απανωτά δέκα παιδιά και δε θα προλάβω να σε πάρω μακριά από τους κριτές μας .." τα μάγουλα της βάφτηκαν σε μια ροδαλη απόχρωση αμέσως. "Όταν ντρέπεσαι, ζωντανεύω ολόκληρος..."
"Πάψε.." έβαλε τα δάχτυλα της πάνω στα χείλη του μα δεν ήταν διόλου προετοιμασμένη για τη κίνηση του. Ο Οζούλ άνοιξε τα χείλη και δίχως προειδοποίηση ρουφηξε τα δάχτυλα της σιγανα.
"Ο έρωτας, δε κοιτάζει θρησκεία. Δε κοιτάζει οικονομική κατάσταση μα ούτε και εθνικότητα... Είμαι τόσο ερωτευμένος μαζί σου, που είμαι ικανός να απαρνηθώ ακόμα και τη μάνα μου για ένα σου άγγιγμα..."
"Σσς! Τέτοια μη λες. Η μάνα είναι ιερή"
"Αν θέλει να είναι ιερή, πρέπει να παλέψει επάξια με το τίτλο hayatim...Είτε θα σε δεχτεί, είτε θα με χάσει... Δεν υπάρχει άλλος δρόμος..."
"Το έμαθαν;!" αναφώνησε σαν αντιλήφθηκε από τη στάση του τα μαντάτα.
"Περίπου... Πιστεύουν πως τρέχω πίσω σου. Πως σε κυνηγάω. Δε το έκρυψα gözlerim..."
"Τρελάθηκες Οζούλ; Αν πάει και πιάσει τη μάνα μου; Ξέρεις τι είναι ικανή να κάνει;"
"Γι αυτό σου λέω, θα σε κλεψω πριν γιομίσει το επόμενο φεγγάρι Ορτανσία μου..."
"Φοβάμαι Οζούλ... Που θα πάμε;"
"Κάπου θα βρούμε να πάμε... Κάνε λίγη υπομονή να βρω ένα καράβι να μπαρκάρουμε..."
Η Ορτανσία τον αγκάλιασε σφιχτά κι εκείνος βάζοντας τα χέρια του στη μέση της, την απομάκρυνε ελαφρώς και τη κοίταξε κατάματα...
"Αν ξανά απλώσει χέρι προς το μέρος σου αυτός ο πισλίκ, θα φύγεις με έναν φονιά και όχι με έναν ξυλουργό... Έγινα σαφής;" αποκρίθηκε χάνοντας τη γλύκα στη φωνή του.
"Μου τον κάνουν προξενιό..." Παραδέχθηκε δίχως φόβο και εκείνος άλλαξε αμέσως όψη. Κάθε σημείο του προσώπου του σκλήρυνε μονομιάς και τα δόντια του ετριξαν.
"Πάνω από το πτώμα μου, θα σε πάρει άλλος άντρας Ορτανσία..." της είπε σοβαρός "Cesedimin üstünde..." (Πάνω από το πτώμα μου...) Επανέλαβε και πιάνοντας σφιχτά τη μέση της, τη σύνθλιψε στο κορμί του και τη φίλησε παραβαίνοντας ο ίδιος τον κανόνα που θέλησε να βάλει ανάμεσα τους...
*****
Η αγορά μύριζε κάρδαμο από το πρωί...
Ήρθαν τα καράβια με τα μπαχαρικά και όλοι οι μικροπωλητές ξεχύθηκαν στους δρόμους μα το κάρδαμο επισκιαζε ακόμα και τη μυρωδιά της κανέλας που ήταν η αγαπημένη της.
Η ώρα είχε πάει τρεις και το τραπέζι στο σπίτι θα ήταν ήδη έτοιμο.
Η Ορτανσία έκλεισε τη πόρτα και βγάζοντας τη κορδέλα που κρατούσε το κουρτινακι του παραθύρου, την άφησε να πέσει και να κρύψει το εσωτερικό του.
Ήξερε πως έπρεπε να επιστρέψει πίσω και πως δεν είχε χρόνο μα εκείνη προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού, ζυγιασε τα ράφια με τα βιβλία και τα κοίταξε. Έβγαλε βιαστικά τη μεσαία σειρά αποκαλύπτοντας το τοίχο πίσω της και ρίχνοντας μια κλέφτη ματιά προς τη πόρτα τράβηξε ένα από τα τούβλα και πήρε το τετραδιακι της. Ήταν ένα μικρό κιτρινιασμενο τεφτέρι που έφερε κάποτε από ένα ταξίδι ο πατέρας της και εκεί μέσα κρατούσε ολόκληρη τη ζωή της.
Τράβηξε ένα χαμηλό ξύλινο καρεκλακι, πήρε ένα μολύβι και εναπόθεσε το τεφτέρι στα πόδια της.
Έγιναν πολλά τους τελευταίους μήνες...
Οι σελίδες του σώθηκαν σιγά σιγά μα εκείνη έβρισκε πάντα χώρο για να γράψει λίγο ακόμα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε το κουκο στο τοίχο που έδειχνε τρεις και πέντε και το άνοιξε...
"Αγαπημένο μου, ημερολόγιο...ημέρα έβδομη του Ιουλίου απόψε....."
******
Σήκωσε το κεφάλι της τόσο ψηλά, όσο δεν πήγαινε άλλο και σαν πέρασε μπροστά από τα τούρκικα, ούτε το βλέμμα της έστρεψε. Τα σοκάκια ήταν όλα χωρισμένα. Δεξιά τα ελληνικά, αριστερά τα τουρκικά. Μαγαζάκια αλλά και κόσμος χωρισμένος μέσα στην ίδια πόλη.
"Κακουλέ!" άκουσε έναν να φωνάζει και σταμάτησε. Αναστεναξε εκεί γυρίζοντας ολόκληρο το κορμί της στάθηκε μπροστά από ένα παππού ο οποίος ήταν καθισμένος καταχαμα. Μπροστά του είχε απλωμένο ένα σεντόνι με μυρωδικά και η Ελευθερία τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα.
"Κάρδαμο λέγεται!" τον διόρθωσε επιθετικά
"Κακουλες είναι!" επέμεινε ο παππούς τρίβοντας το μουστάκι του.
"Τότε γιατί το φωνάζεις στα ελληνικά και δε πας από εκεί που ήρθες να το διαλαλησεις στη γλώσσα σου;!" του είπε και εκείνος κούνησε το κεφάλι
"Tanrı'nın affetmediği bir şey, kim olursa olsun ... Zihinsel kötülük ... " (Ένα πράγμα δε συγχωρεί ο θεός, οποιος κι αν είναι αυτός... Τη ψυχική κακία" Της είπε στα τουρκικά και η Ελευθερία φούντωσε ολόκληρη
"Ου να μου χαθείς αλλοθρησκε!" του είπε και μαζεύοντας το φουστανι της, σκουντηξε με το παπούτσι το σεντόνι ανακατεύοντας όλα τα μυρωδικά του, και έφυγε περήφανη για το μαγαζί του άντρα της. Τον άκουγε από πίσω να μουρμουριζει τόσο αυτόν όσο και μερικούς περαστικούς μα ούτε ίδρωσε το αυτί της. Κλεισμένη μέσα στο σπίτι το τελευταίο διάστημα, έπαθε σοκ όταν βγήκε και είδε πόσα τουρκικά μαγαζιά είχαν αναπτυχθεί σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα.
"Καλημέρα Ελευθερίτσα μου..." σαν την είδε να μπαίνει μέσα ο Βασίλης άφησε κάτι εργαλεία , σκούπισε τα χέρια του και πήγε κοντά της "Πως και από δω περιστερα μου; Δεν είσαι σπίτι να ετοιμάζεις τα ψωμιά σήμερα;"
"Ήρθα γιατί με την Ορτανσία σπίτι, δε μπορώ να πω λέξη!"
"Μα τι έμαθες κορίτσι μου;"
"Εγώ τίποτα! Πρέπει να επισπεύσουμε τις διαδικασίες για τα αρραβωνιάσματα της, το συντομότερο δυνατόν! Δε γίνεται να μου περιτριγυρίζει ο κάθε ένας το παιδί μου Βασίλη!"
Σαν την άκουσε αναστεναξε ενώ την ίδια στιγμή μπήκε μέσα στο μαγαζί ο παραγιος του.
"Να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή για αυτό;" της είπε μα εκείνη ήταν ανένδοτη
"Το ζαβό ο Λευτεράκης δε με πτοεί , Βασίλη! Ήρθα και θέλω απόψε κι όλας να καλέσουμε τους Κούρτιδες να ανακοινώσουμε το γάμο!" Επέμεινε
"Μα βρε Ελευθερίτσα μου, αφού το κορίτσι μας δεν τον αγαπάει..."
"Κοντεύει είκοσι ! Ποιος θα τη πάρει μετά;"
"Όμορφη είναι, ας πάρει κάποιον που θα αγαπήσει βρε κορίτσι μου..." συνέχισε κουρασμένα "Αφού προσπαθήσαμε και δε δένει το γλυκό..."
"Άκουσες τι είπα;! Τι θέλεις; Να φαρμακωθω από τη στεναχώρια ή να μας μείνει στο ράφι; Κι αν τη κλέψει κανείς τόσο όμορφη που είναι; Έφτασε σε ηλικία γάμου Βασίλη! Αν ενώσουμε τις οικογένειες μας μπορούμε να καθαρίσουμε όλο το μαχαλά από τους μουσουλμάνους!"
"Τι είναι αυτά που λες βρε κορίτσι μου; Εδώ ζούνε κι αυτοί... Άνθρωποι είναι..."
"Βασίλη; Σου λέω τριγυρίζουν το παιδί μας! Θέλω απόψε κι όλας, να πας και να κλείσεις τον αρραβώνα!" συνέχισε τελεσίδικα "Αν δε πας, θα τη στείλω στη Χίο στην αδερφή μου!"
"Βρε Ελευθερίτσα μου..."
"Θα πας; Ναι η όχι;" τον απείλησε με το βλέμμα και εκείνος αναστεναξε.
"Θα πάω..." αποκρίθηκε και σαν άκουσε τα μαντάτα ο Λευτεράκης, έπιασε το τσακισμένο του καπέλο και έτρεξε έξω από το μαγαζί με προορισμό το ξυλουργείο...
🙄🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top