Κεφάλαιο 57°

°•Μα η μοίρα μάτια μου επέλεξε να μας χωρίζει... Τι μου ζητάς και τι μου κλαίς; Τούτη η αγάπη γραφτό δεν ήταν για να υπάρξει...  •°

Πέντε μήνες αργότερα
Αθήνα

Η ατμόσφαιρα στους δρόμους ήταν αποπνικτική από το πρωί. Είχε εκείνη την οσμή της καυτής ασφάλτου που τρυπώνει και μένει βαθιά στα ρουθούνια σου για το υπόλοιπο της μέρας.
Σταλες ιδρώτα κατρακύλησαν πίσω από το αυτί και μόλις γαργαλησαν το πλάι του λαιμού της και κατέληξαν στη μπλούζα της, αναστεναξε. Έπρεπε τελικά να πάρει το αυτοκίνητο και όχι το μετρό αλλά έτσι όπως έφυγε βιαστικά το πρωί από το σπίτι, ούτε που σκέφτηκε την επιστροφή. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μην αργήσει.

Στο πάνελ του βαγονιού ανακοινώθηκε η επόμενη στάση και σηκώθηκε. Πλησιάζοντας στη πόρτα  και όσο η ταχύτητα μειώνονταν πρόσεξε με την άκρη του ματιού της ένα ερωτευμένο ζευγαράκι να στέκεται και να περιμένει. Ήταν νέοι, πάνω στα μέλια και φώναζαν πάθος.
Χαμογέλασε με τον εαυτό της σαν άνοιξαν οι πόρτες. Πόσο ψεύτικη ήταν η κοινωνία; αναρωτήθηκε σαν κατέβηκε και κίνησε για τις σκάλες. Ποτέ δεν σε ενημερώνει για όσα έρχονται καθως μεγαλώνεις και τα πρότυπα του έρωτα που είχες στο μυαλό σου, δεν είναι ποτέ τόσο ανέμελα και ρόδινα. Ίσως τελικά μόνο σε εκείνη τη τρυφερή ηλικία των 18 να βιώνεις με άλλο μάτι τον έρωτα. Μετέπειτα η ιδέα γιγαντώνεται θέτοντας καινούριες προσδοκίες και καταλήγει να σέρνεται στα τάρταρα τρώγοντας χαστουκια από τη πραγματικότητα.

Η ουσία και η έννοια του έρωτα , αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία και αυτό είναι γεγονός. Τουλάχιστον αυτά σκεφτόταν καθώς ανέβαινε και μόλις έφτασε εκτός του σταθμού, έκανε μια παύση στο βήμα και ξεφυσησε. Έπρεπε να επιστρέψει σπίτι πριν πέσει κάτω από τη ζέστη μα ευτυχώς δεν είχε μείνει πολύ. Μια στάση ίσα ίσα στο μπακάλη για κανένα φρούτο και πολύ ήταν.

Ούτε θυμόταν από ποτέ είχε να μαγειρέψει. Έπαψε να το κάνει σαν νοίκιασε το σπίτι και προτιμούσε πάντα ένα γρήγορο φαγητό απ' έξω.

"Καλημέρα Μυρσίνη μου!" αποκρίθηκε ένας χαμογελαστός χοντρούλης και γλυκός κύριος

"Καλημέρα κυρ Βαγγέλη!"

"Καλή ήταν η μέρα σου σήμερα;"

"Τα ίδια..." του απάντησε προσπαθώντας να του ανταποδώσει το όμορφο χαμόγελο μα της ήταν αδύνατο. Ακόμα κι αυτό χάθηκε τους τελευταίους μήνες.

"Λοιπόν, σήμερα σε βλέπω κουρασμένη... Θα σου βάλω εγώ ένα ωραίο ποτ πουρί να δροσιστείς και αμε στο σπίτι να ηρεμήσεις!" Η Μυρσίνη αρκέστηκε σε ένα νεύμα και περιμενε.
Όχι πως ήταν κοινωνικός τύπος μα είχε καταφέρει να τη μάθουν όλη στη γειτονιά. Έπαιρνε  πάντοτε συγκεκριμένα πράγματα από δυο-τρια μαγαζάκια δίχως πολλά πολλά. Σπάνια μιλούσε και πάντα κρατούσε χαμηλους τόνους στο βλέμμα.
"Έτοιμη!"

"Ευχαριστώ! Πόσο κάνουν;"

"Ααα, σήμερα αυτά θα σου τα κάνω δώρο!"

"Κύριε Βαγγέλη δεν είναι ανάγκη..."

"Έχει γενέθλια η εγγονα μου! Δε σηκώνω κουβέντα!"

Η Μυρσίνη του χαμογέλασε ίσως για πρώτη φορά με τη καρδιά της και αφού τον ευχαρίστησε και του ευχήθηκε, κίνησε για το σπίτι. Ένα διαμέρισμα ημιυπόγειο σε μια πολυκατοικία κοντά στη Πετρούπολη. Λιγάκι μακριά από εκεί που ήταν το πατρικό της αλλά όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Δεν ήθελε επαφή με κανενα. Ούτε καν με τη μητέρα της. Επιασε λιμάνι και δεν μπήκε ούτε στο κόπο να ενημερώσει ότι έφτασε ενώ άλλαξε ακόμα και αριθμό τηλεφώνου. Τα χρήματα που είχε στη τράπεζα δεν ήταν πολλά άλλα ήταν όσα της έβαζε η εταιρεία μέσα και με αυτά πορεύτηκε μέχρι να βρει καινούρια δουλειά.

Ήθελε να κόψει καθε επαφή με το παρελθόν και αυτό ακριβώς κατάφερε...
Έγινε ένα φάντασμα που κανείς δεν ήξερε πού να βρει και που να ψάξει...
Ούτως ή άλλως όλα όσα ήθελε να τη ψάξουν, ήταν κρεμασμένα σε ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας στο λιμάνι της Μυτιλήνης το επόμενο πρωί που άλλαξε καράβι...

Νεκρός βρέθηκε ένας από τους μεγαλύτερους κτηματομεσίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες της Τουρκίας με έδρα τη Σμύρνη, χθες τη νύχτα στο λιμάνι. Η αστυνομία δε θέλησε να αποκαλύψει τα στοιχεία καθώς η οικογένεια ζητησε σεβασμό προς το πρόσωπο του. Με βάση όμως τις πρώτες και τελευταίες πληροφορίες που διέρρευσαν, ο άντρας αυτοκτόνησε δίνοντας τέλος στη ζωή του με ένα περίστροφο.

Είχε κρατήσει αυτό το απόκομμα όλους αυτούς τους μήνες και με αυτό ζούσε.
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν μα η ψυχούλα της πίστευε ακράδαντα πως ήταν εκείνος... Τον αισθανόταν να βρίσκεται εκεί και να τη κοιτάζει και ένιωσε εκείνο το πυροβολισμό ως τα βάθη της καρδιάς της. Εκτός αυτού τα αρχικά της εταιρείας ήταν ίδια με του Γιαμάν...
Η Μυρσίνη νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης για περίπου μία εβδομάδα πριν φύγει τελικά για Αθήνα... Ήταν ακόμα νωπό το πρωινό όταν κατέβηκε για να αλλάξουν καράβι και είδε τα νέα... Το σοκ τη χτύπησε από παντού... Περαστικοί είπαν μετέπειτα πως είχε πέσει απλά μπροστά στο περίπτερο με την εφημερίδα στα χέρια και ούρλιαζε. Μόλις συνήλθε την επόμενη, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος...
Έκοψε αμέσως κάθε επαφή με τους πάντες. Οι γιατροί της παρέδωσαν τα πράγματα της και το πρώτο πράγμα έκανε ήταν να σπάσει το τηλέφωνο της. Δεν ήθελε επαφή ούτε με την ίδια της τη μάνα. Αρκέστηκε σε ένα τηλεφώνημα πως ήταν καλά και την ενημέρωσε πως θα έφευγε εκτός για κάποιο διάστημα και αυτό ήταν όλο.
Της πήρε αρκετό καιρό να σταθεί στα πόδια της σαν έφτασε πίσω μα τα κατάφερε.

Έβγαλε τα κλειδιά και μπαίνοντας στην οικοδομή μύρισε φρεσκομαγειρεμενο φαγητό. Μέχρι και αυτή η εξαίσια μυρωδιά του κρέατος και της πατάτας , πέρασε αδιάφορα από εκείνη.
Το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει ξανά στη τρύπα της και να χωθεί μέσα.

Για τη Μυρσίνη ο μόνος υπεύθυνος ήταν εκείνη.
Κατηγορούσε τον εαυτό της για κάθε αποφαση και καθε επίπτωση που είχε αυτή στο μέλλον.
Αν δεν έφευγε... Αν του μιλούσε...
Αν μιλούσε έστω στον Ομέρ...
Πολλά τα "αν" και εκείνη βρέθηκε έρμαιο των τύψεων και της λύπης της.

"Επιτέλους..." μόλις έβαλε το κλειδί στη πόρτα και μπήκε στο σπίτι, ένιωσε πως η πύλη με τον έξω κόσμο έκλεισε μονομιάς.

Άφησε τα πράγματα στο τραπέζι, άναψε τα φώτα και έβγαλε τα ρούχα της. Δε μπήκε καν στο κόπο να ανοίξει τα παράθυρα και να δει το πεζοδρόμιο σήμερα. Θα μπορούσε κάλλιστα να νοικιάσει ένα σπίτι σε κάποιο όροφο μα δεν την ένοιαζε. Ίσα ίσα μια στέγη να υπήρχε και αυτό ήταν όλο.
Τους πρώτους τρεις μήνες έπαιρνε καθημερινά αγωγή. Είχε επισκεφθεί ψυχολογο και έκρινε πως ηταν απαραίτητο. Μετέπειτα αποφάσισε απλά να εργαστεί κάπου καθώς θεωρήθηκε πως ήταν το πιο σωστό για να βγει από το καβούκι της.

Ούτε η Κατερίνα, η ψυχολόγος της , δε καταλάβαινε το πρόβλημα της.
έτσι τουλάχιστον πίστευε η Μυρσίνη.
Η Κατερίνα επέμενε πως ίσως όλα ήταν μια σύμπτωση. Πως κόβοντας την επαφή αυτόματα με το κόσμο, δε θα ήταν σε θέση να μάθει αν ήταν πράγματι αυτός αλλά ούτε και να την εντοπίσει κανεις για να την ενημερώσει. Η Μυρσίνη όμως ήταν ανένδοτη. Από την άλλη, ακόμα και ο πιο λογικός άνθρωπος φέρεται παράλογα μερικές φορές...
Μόνο έτσι δικαιολογούσε την άρνηση της η Κατερίνα. Αυτό που δεν καταλάβαιναν ήταν πως ακόμα και η περίπτωση να υπήρχε που να ήταν ζωντανός, δε θα ήθελε να τη δει ποτέ στα μάτια του ύστερα από όλα αυτά οπότε στα δικά του μάτια θα ήταν εκείνη νεκρή. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, η αγάπη τους συνοδεύτηκε από θάνατο...

Τα δύο ημερολόγια ηταν τα μόνα που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι. Αν πριν είχαν ξεφτισει, τώρα πια κάποια σημεία ήταν εντελώς αχνά από τη πολυχρησία.

Τέντωσε τα χέρια της ψηλά να ξεπιαστει και άναψε θερμοσίφωνο. Έβαλε τα φρούτα στο ψυγείο και κάθισε με τα εσώρουχα στη κουζίνα. Δεν είχε πολύ δουλειά... Ήταν Παρασκευή και η εβδομάδα τελείωσε. Δεν έκανε πια κάτι σημαντικό μα για εκείνη, το μικρό καφεκοπτειο που ξεκίνησε να εργάζεται ήταν ότι ακριβώς έπρεπε. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως ήθελε μεταφορικό μέσο αλλά και πάλι, για τους δύο μήνες που εργαζόταν εκεί, δεν είχε παράπονο.

Αναστεναξε....
Συνέχεια αναστεναζε ...
Έμπαινε θαρρείς και δε της φτάνουν οι ανάσες και πάσχιζε ώρες ώρες να αναπνεύσει.
Έριξε ένα βλέμμα στο κινητό και ήταν όπως πάντα στην ίδια κατάσταση. Τίποτα το ιδιαίτερο.

Πέρασαν δέκα λεπτά και έχοντας χάσει την υπομονή της σηκώθηκε να μπει για ντουζ, όταν ξαφνικά, άκουσε ένα χτύπημα στη πόρτα. Σταμάτησε κοιτάζοντας προς τα εκεί σκεπτική και συνέχισε το βήμα όταν το χτύπημα ακούστηκε ξανά

"Λάθος κάνετε!!" φώναξε δίχως καν να μπει στο κόπο να κοιτάξει μα τη τρίτη φορά , ακούστηκε ακόμα πιο έντονα

"Μυρσίνη άνοιξε! Άνοιξε γιατί θα φέρω κλειδαρά!"

"Σοφία...;" ψέλλισε αναγνωρίζοντας τη φωνή της και έμεινε να κοιτάζει τη πόρτα σαν να ήταν ο χειρότερος εχθρός της...

******

Εκτός από τη θερμοκρασία που ήταν στα ύψη, για κακή του τύχη έπρεπε να συννεφιασει κι όλας και να ξεκινήσει το ψιλοβροχο. Σιχαινοταν τη καλοκαιρινή βροχή. Πάντοτε σήκωνε κύματα αποπνικτικής ατμόσφαιρας μετέπειτα και μύριζε άσχημα...

Έσπρωξε καθώς περπατούσε μερικά διάσπαρτα χαλίκια και συνέχισε. Ποτέ δε κατάλαβε γιατί έστρωναν το χώμα με γρασίδι και προσπαθούσαν να κάνουν το τοπίο να μοιάζει όμορφο. Πόσο όμορφο μπορεί να γίνει ένα μέρος που φιλοξενεί χιλιάδες σαπιες σάρκες και κόκαλα;

Πίστευε πως οι άνθρωποι ζουν μέσα από τα πορτραίτα και τις φωτογραφίες των πεθαμένων και δε κοιτάζουν ποτέ τη βαθιά ουσία... Ήταν όλοι νεκροί. Τελειωμένοι σε αυτή τη γη μια για πάντα.

Η μυρωδιά όσο πλησίαζε στη δυτική πτέρυγα ήταν εντονότερη. Εκεί υπήρχαν οι νεώτεροι τάφοι και από εκεί μύριζε εντονότερα το χώμα , ιδιαίτερα μετά από βροχή.

Έπαψε να περπατά λίγο πριν φτάσει και αναστεναξε. Ίσως του ήταν δύσκολο μα εκείνος δεν έπαψε λεπτό να πηγαίνει...
Για τον Ομέρ, όλο αυτό που συνέβη, ήταν κάτι που άλλαξε τη κοσμοθεωρία του και κάθε προτεραιότητα που είχε στη ζωή.

Οι ψιχαλες δυνάμωσαν και ξεκίνησε να περπατά ξανά. Στο χέρι κρατούσε λίγα λευκά λουλούδια και στη ψυχή ένα βάρος. Ήταν άδικο... Όλη η ζωή που έζησαν ήταν άδικη...
Τα δάκρυα είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται πριν καν φτάσει μπροστά από το μνήμα ενώ σαν έφτασε, σφίχτηκε. Για αυτό μισούσε τις φωτογραφίες στα νεκροταφεία....
Δεν άντεχε να βλέπει εκείνα τα βλέμματα...
Ένιωθε να τον καίνε...
Έτσι ακριβώς ένιωθε και τώρα...
Άφησε τα δάκρυα να χαθούν μαζί με τη βροχή, έσκυψε και γονάτισε

"geldim kardeşim..." (Ήρθα αδερφέ...) ψέλλισε σιγανα και αφήνοντας τα λουλούδια, έβαλε τα κλάματα ...

🖤❤️🖤


Σήμερα ο καπνός των βουνών ήταν χωρισμένος...Ομίχλη...
Καλώς ήρθες σε μένα...
Ειμαι στα φώτα αγάπη μου...
Είσαι φωτιά για μένα ,θα είμαι αέρας για σένα...
Βάλε φωτιά στο σήμερα φλόγες στις νύχτες και περιόρισε την ώρα

Είσαι αργοποριμένη μαζί μου, και είμαι σύντομος, γρήγορος....
Βάλε φωτιά στο σήμερα ,φλόγες στις νύχτες,πάρε την ώρα σου μη βιάζεσαι...

Σήμερα είναι όμορφες οι μέρες... Σήμερα είναι όμορφα για μας... Καλώς μου ήρθες...

Αυτή η βροχή είναι η μοναξιά μου , ηρεμώ θεέ μου...

Μερικές φορές με ρωτάς, γιατί καπνίζεις;
Ακου λοιπον... καπνίζω...
Δεν ξέρω να γράφω καλά ομορφιά μου
Απλά όταν οι νύχτες αναπαυτούν στις μέρες, λίγες λέξεις εμφανίζονται κι εγώ τότε καπνίζω... Ηρεμώ...

Ξημερώνει,εξακολουθώ να κάνω βόλτα στο πρώτο σου γράμμα καθιστός και λιώνω ...

Μερικές φορές οι βλεφαρίδες μου είναι βρεγμένες, χορεύουν με τις σταγόνες των δακρύων μου...
Καλώς μου ήρθες...
Μη φύγεις πια....

Ίσως η μετάφραση δεν είναι τέλεια, μα θεώρησα πως ταιριάζει στη συγκεκριμένη και στο ύφος..
Μακάρι να ήμουν σε θέση να το μεταφράσω ολόκληρο.

Να είστε καλά! Ένα ακόμα μένει και τέλος! Δεν υπόσχομαι να το βγάλω σήμερα, μα θα ξεκινήσω πάραυτα και ελπίζω να τα καταφέρω....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top