Κεφάλαιο 46°
°°Μισω το τρόπο που σε ποθώ και ποθώ το μίσος μου για σενα...°°
«Γνώθι σαυτόν»;
Αν γνώριζα τον εαυτό μου, θα το ‘βαζα στα πόδια... (Γκαίτε)
Προσπαθείς για χρόνια ολόκληρα να βρεις και να στρώσεις τον εαυτό σου μα να που κάποιες φορές δεν ορίζεις εσύ εξολοκλήρου το ποιος είσαι...
Υπάρχουν άνθρωποι που παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή σου και ούτε που το αντιλαμβάνεσαι...
Όχι φυσικα μέχρι να αποδεχθείς το γεγονός πως κάθε σκίρτημα της καρδιας σου, κάθε αναμπουμπουλα στα σωθικά, κάθε ταραχή και άγχος, είναι αποτέλεσμα των πράξεών τους.
Από παιδί έμαθα πως η ζωή δεν είναι σε καμία περίπτωση προδιαγεγραμμένη όπως πολλοί πιστεύουν...
Δεν υπάρχει Κισμέτ... Δεν υπάρχει μοίρα... Το μόνο που υπάρχει και μένει είναι οι πράξεις των ανθρώπων και τα αποτελέσματα αυτών. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου άγιο... Έκανα πολλές αμαρτίες αλλά όχι αυτές που ο κόσμος μου καταλογίζει...
Η μεγαλύτερη μου αμαρτία όμως ήταν που πίστεψα ότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός...
Τελικά είχε δίκιο ο συγχωρεμενος ο πατέρας μου...
Καμία γυναίκα αυτής της οικογένειας δε θέλει το καλό μας...
Ίσως δε φταίνε..ίσως τα φέρνουν έτσι οι συγκυρίες... Ίσως πάλι δεν είναι όλες ίδιες. Ίσως και να έχουν κατάρα πάνω από το κεφάλι τους και απλά να μη γλιτώνουν...
Έξι μήνες πριν ήρθα αντιμέτωπος με το χάος. Ήρθε σαν χαμηλή ομίχλη κάτω στα πόδια μου και τύλιξε τόσο εμένα όσο και το περίγυρο μου μέσα σε μια στιγμή ανατρέποντας όλα τα δεδομένα.
Όλα οσα ήξερα αποδείχθηκαν σχεδόν ψέματα και όλα όσα μισούσα δεν έπρεπε να τα μισώ... Ίσως λιγάκι μόνο.
Το βλέπω...
Βλέπω καθαρά το πλοίο που χάνεται στον ορίζοντα και δε ξέρω αν πρέπει να το σταματήσω ή να ρίξω μια βόμβα και να το βυθίσω μαζί με εκείνη μέσα...
Αν την αγάπησα τελικά;
Αυτό είναι κάτι που δε θέλω να μοιραστώ ούτε με τον εαυτό μου.
Όταν ήμουν επτά έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου χώμα...
Αστείο έτσι;
Κι όμως...
Η αξιοπρεπέστατη οικογένεια Ισίκ δεν άφηνε τα παιδιά της να παίξουν και να λερωθούν για να μην χαλάσουν την υπόληψη τους. Θυμάμαι πήγαμε σε μια συνάντηση σε εκείνη τη καταραμένη πόλη και βγήκα στο κήπο για να βρω ένα χλωμό συνομήλικο παιδί. Πάντα το έβρισκα παράξενο...
Ήταν η πρώτη φορά που έπεσα έξω στη κρίση μου...
Πάντα το έβλεπα θλιμμένο και όταν καθομασταν έφευγε μα ήξερα πλέον το γιατί...
Το είδα καταμεσής της αυλής σε ένα σημείο δίχως γρασίδι να σκάβει με τα χέρια του μια λακκούβα στο χώμα και να γελάει...
Τι εκανε;
Έπαιζε φυσικά...
Κάτι που στη δική μας "πλευρά" είναι απαγορευμένο αφού τα παιδιά είναι τα πιστά στρατιωτάκια των πατεράδων τους... Ένα τέτοιο ήμουν και εγώ...
Πλησίασα όμως...
Πλησίασα και άγγιξα εκείνο το υγρό χώμα για πρώτη φορά. Τόση ηδονή...
Τόση ευχαρίστηση στην ιδέα πως διασκεδάζω...
Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μυρωδιά εκείνου του χώματος και πάντα θα αντηχεί στα αυτιά μου το γέλιο εκείνο του παιδιού και η χαρά του...
Τίποτα όμως δεν κρατάει για πάντα...
Καμία χαρά και καμιά ευχαρίστηση, σωστά;
Θα της έδινα τα πάντα μου...
Της τα έδωσα...
Κάθε στάλα ψυχής που έχω μέσα μου ήταν δική της...
Κάθε στάλα που είχα...γιατί πλέον δεν έχω τίποτα... Δεν έμεινε ψυχή εκεί μέσα και σίγουρα δεν έμεινε τίποτα για να μπορεί να την επαναφέρει...
Αν πονάω;
Δε θα ντραπω...
Το παραδέχομαι.
Πονάει πολύ... Τόσο που ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω...
Και να 'μαι..
Να κάθομαι εδώ μονάχος μου στην αμμουδιά και να βλέπω τα φώτα από το πλοίο της να σβήνουν...
Έφυγε... Την άφησα να φύγει...
Δεν βρήκα ψυχή να τη σκοτώσω...
Γιατί μια τέτοια πράξη μόνο για σκότωμα είναι...
Μα όχι...
Είμαι αρκετά άντρας για να παραδεχτώ πως αυτή τη γυναίκα παρά τα όσα μου εκανε την...την αγαπώ...
Είναι το στίγμα μου.
Ο δικός μου Γολγοθάς όπως λένε στη θρησκεία της...
Μέχρι και αυτό θα αλλαζα για χάρη της...
Όλα θα τα άλλαζα...
Μα τελικά οντως ίσως πρέπει να αρχίσω να πιστεύω στη μοίρα...
Σαν τον Οζούλ με ξέσκισαν και μένα...
Εκείνος πέθανε για μια Ορτανσία...
Κι εγώ για μια Μυρσίνη...
Ο θάνατος του άξιζε... Πέθανε από αγάπη...εκείνη τη μέρα πέθαναν δύο άνθρωποι... Τόσο ο Οζούλ όσο και η Ορτανσία.
Η δική μας περίπτωση διαφέρει λιγάκι...
Εγώ ήμουν ο μόνος νεκρός ενώ εκείνη βασιλεύει...
Ανάθεμα εκείνη τη καταραμένη νύχτα που δεν της ζήτησα απλα να μου δωθεί...
Μα της δωθηκα κι εγώ σώμα και ψυχή...
Μια νύχτα που έμελλε να γίνει το τέλος μου και εγώ τυφλωμένος επιτέλους από ευτυχία ούτε που το κατάλαβα...
Μια νύχτα που δε θα ξεχάσω ποτέ παρά τα όσα έγιναν...
Μια νύχτα που για δεύτερη φορά στη ζωή μου, ένιωσα ζωντανός....
Είναι γλυκιά η προδοσία...
Μα πιο γλυκος ο θάνατος που έρχεται από αυτήν....
Απασφαλισε το όπλο και χαμήλωσε το ταραγμένο του βλέμμα στη παλάμη του...
Εκείνο το όπλο ήταν το μόνο που έμεινε να του ανήκει πια...
Δεν είχε τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε εταιρεία , ούτε καν αυτοκίνητο...
Είχε λίγη τσίπα που τη κρατούσε ακόμα και ένα σκοτεινό κενό να απλώνεται στα σωθικά του.
Ήξερε καλά πως τον έψαχναν μα τι νόημα είχε να τον βρουν;
Ύστερα από όσα έγιναν η αξιοπρέπεια του πέθανε... Η πίστη πέθανε... Η αγάπη...
Όλα ήταν νεκρά...
Νεκρά από τα χέρια της γυναίκας που αγάπησε όσο τίποτα...
Μιας γυναίκας που τον κατέστρεψε και πλέον έφευγε μακριά απολαμβάνοντας το βραβειο της...
Ποιο βραβειο;
Μα την απόλυτη ευτελιση ενός άντρα που της παραδόθηκε άνευ όρων...
Έβγαλε το κοκαλακι που συγκρατούσε τα ατίθασα άγρια μαλλιά του και μόλις το πλοίο της χάθηκε στον ορίζοντα ξάπλωσε προς τα πίσω και κοίταξε τον έναστρο ουρανό...
Τα δάχτυλα όπλισαν και έτσι όπως ανεβασε και ξεκούρασε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι, άφησε τις θύμησες εκείνης της νύχτας να τον αγκαλιάσουν...
Δεν ήθελε πολύ...
Λίγη συντροφιά και τη μυρωδιά της πριν πατήσει τη σκανδάλη και πάει στο διάολο....
*****
Κρατούσε σφιχτά τις παλάμες της ανάμεσα στις δικές του και δίχως να κοιτάξει, ένιωθε το γυμνό της στήθος να ταλαντευεται πάνω στο δικό του.
Έβλεπε στα μάτια της το φόβο και εκείνη με τη σειρά της στα δικά του έναν πρωτόγνωρο πόθο.
Δεν υπήρχε εξήγηση για αυτή του την επιλογή μα να που τώρα εκείνη ήταν ξαπλωμένη και γυμνή και εκείνος πάνω της να παλεύει με τον εαυτό του.
"Δεν έχεις κανένα δικαίωμα!" αν και γρυλισε σαν θυμωμένος λύκος τα μάτια της ομολογούσαν την ενοχή της.
"Δεν έχεις καμία σχέση με τον αδερφό μου... Το νιώθω..."
"Να μη σε νοιάζει! Φύγε από πάνω μου!" συνέχισε επιτακτικά
"Τελείωσε Μυρσίνη! Και ανάθεμα σε χωνεψε το γιατί δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά!"
"Δε θέλω καμία σχέση μαζί σου!" Τσιριξε εξοργισμένη και τον έσπρωξε με οση δύναμη είχε . "Μου είπες ψέματα! Ήθελες εκδίκηση για την οικογένεια σου και πάω στοίχημα πως για αυτό τα έκανες τώρα όλα! Για να με έχεις στο χέρι έτσι; Για να σου χρωστάω για μια ζωή! Ξεδιάντροπο μέχρι αηδιας! Φύγε από πάνω μου!! Δε θέλω να σε βλέπω! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι γαμωτο! Είμαι γυμνή! ΦΥΓΕ!!" Ήταν θυμωμένη και αυτό φαινόταν μα την ίδια στιγμή η ταραχή της αποζητούσε από εκείνον να μη φύγει και ο Γιαμάν για κάποιο λόγο κατάφερε να τη διαβάσει καλά. Ίσως ήταν και το δικό του πείσμα μα δεν κουνήθηκε καθόλου.
"Δώσε μου μια ευκαιρία να σου εξηγήσω!"
"Δεν έχω να ακούσω τίποτα από τα χείλη ενός ψεύτη!" επέμεινε προσπαθώντας να τον σπρώξει
"Θα με ακούσεις!" η φωνή του βροντηξε και εκείνη μίκρυνε τα χείλη της και τον στραβοκοιταξε "Θες δε θες θα με ακούσεις..." μαλάκωσε το τόνο του και τη λαβή του. "Πες μου πως δεν σημαίνω τίποτα μετά από όλα αυτά και θα σε αφήσω! Ζήτησε μου να σταματήσω και θα σταματήσω! Εμπρός! Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το πεις!!" φώναξε αρκετά δυνατά τη τελευταία λέξη και εκείνη σείστηκε από κάτω του από τη τρομάρα "Απλά πες το παναθεμα σε..." μαλάκωσε ξανά και μόλις άνοιξε τα χείλη της να πει τη πρώτη λέξη, σαν το πιο άγριο αρπακτικό όρμησε στα χείλη της και τα σφράγισε μονομιάς. Λαχανιασαν αμέσως και οι δύο ενώ το φιλί που της έδωσε ήταν βαθύ και έντονο. Ήταν σαν να έκανε ωθήσεις με το κεφάλι του και οδηγούσε το δικό της κόντρα στα σεντόνια. Τρία δευτερόλεπτα άντεξε και ύστερα πιέζοντας τον εαυτό του, απομακρύνθηκε βίαια από τα χείλη της αλαφιασμενος.
"Seni tepeden tırnağa tatmak istiyorum..." (θέλω να σε γευτώ από πάνω μέχρι κάτω...) Της μίλησε στη γλώσσα του και σαν να ξεκλειδωσε μια πόρτα από τη ταραγμένη της καρδιά εκείνη άρχισε να καρδιοχτυπα πιο δυνατά. Ποτέ πριν δεν έδειξε έστω ένα σημάδι και τώρα ξαφνικά ήταν σαν να είχε μπροστά της έναν άλλο άντρα...
"Ποτέ δε ξέχασα εκείνη τη νύχτα...Πως θα μπορούσα άλλωστε; Έγινε εφιάλτης και με συντροφεύει χρόνια τώρα..." παραδέχθηκε και έτσι όπως την ένιωσε να σταματά να προσπαθεί να απελευθερωθεί, χαμήλωσε στο μάγουλο της "Το παραδέχομαι... Θέλησα να σου κάνω κακό. Όχι φυσικά να σε πληγώσω με το τρόπο που φαντάζεσαι... Μα στο ορκίζομαι δεν είχα ιδέα για το ποια ήσουν νωρίτερα..."
"Ψεύτη..." ψέλλισε και όλος ο θυμός της έγινε μονομιάς παράπονο. Ένα παράπονο που δεν είχε πηγή. Δεν είχε λόγο ύπαρξης. Ίσως όμως ήταν ένα παράπονο για όλη αυτή την ανούσια ζωη της. Όταν αγγίζεις το πάθος και εκείνο χάνεται και σβήνει τότε αντιλαμβάνεσαι πως είσαι καταδικασμένος να ζήσεις στο τίποτα... Αυτό είναι αρκετά τρομακτικό για να κάνει τη ψυχή σου να παραπονιέται και εν μέρη ο Γιαμάν το ένιωθε...
"Μας ενώνουν τόσα πολλά... Ίσως η ίδια η ζωή. Δε ξέρω. Ότι κι αν είναι όμως , είμαι διατεθειμένος να παλέψω για αυτό... Να δώσω σε αυτό... Να ζήσω για αυτό..." είπε τις τελευταίες του λέξεις κοιτάζοντας μέσα στα μάτια της . "Χωρίζω..." της ανακοίνωσε δίχως περιστροφές. "Έχω ψηλά τη τιμή μου Μυρσίνη..."
"Πες μου ένα λόγο να σε πιστέψω..." ψιθύρισε "Ένα λόγο για να μη φοβάμαι ότι θέλεις απλώς να..." της σφράγισε με τα δάχτυλα του τα χείλη και χαμογέλασε
"Τρία χρόνια πριν χωρίς να σε ξέρω και να με ξέρεις γιναμε ένα... Δε μπορώ να σου αποδείξω τίποτα. Μπορώ μόνο να ζητήσω να με πιστέψεις...Δε ξέρω τι μας δένει Μυρσίνη... Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν έπαψα να σε σκέφτομαι και πως είμαι διατεθειμένος να βάλω τα άπαντα στην άκρη και να ζήσω..." Ο Γιαμάν άρχισε να ανεβάζει παλμούς και έτσι όπως ήταν από πάνω της, άγγιξε με τη μύτη του τη δικη της και ύστερα ταξίδεψε ως το αυτί της , έκανε στην άκρη τα μαλλιά που τόλμησαν να σταθούν εμπόδιο του, και γέλασε σιγανα στέλνοντας ανατριχιλα στο κορμί της. "Δε θα σε αφήσω να βγεις από αυτά τα χέρια..." παραδέχθηκε πονηρά "Ξέρω τι θέλω... Ξέρω τι έκανα λάθος .. και δε θα κάνω ποτέ ξανα δύο φορές το ίδιο λάθος... Δε με ενδιαφέρει το παρελθόν. Ούτε το μέλλον... Σίγουρα όμως θέλω να ζήσω το τώρα και αυτό το τώρα δε θα μου το στερήσει κανένας αν δε μου το αρνηθείς... Πες το μου...Θέλεις να φύγω;" σε αντίθεση με το ορμητικό του φιλί, τούτη τη φορά ανασηκωσε το κεφάλι του και έμεινε να κοιτάζει μέσα στα θυελλώδη μάτια της. Ήταν μπερδεμένη... Το έβλεπε στο τρόπο που το βλέμμα της έψαχνε την αλήθεια στα χαρακτηριστικά του. Παρόλα αυτά με οση δύναμη είχε συγκρατήθηκε και έμεινε να τη κοιτάζει
"Αν περιμένεις να ακούσεις πως σε θέλω δε θα το ακούσεις ποτέ..." του είπε σοβαρή "Μα ούτε θα ακούσεις από τα χείλη μου και τη λέξη φύγε..." Παραδέχθηκε ηττημένη πια.
"Ölmem gerekiyorsa onun ellerinde öleyim... öyle demiyorlar.;" (Αν πρέπει να πεθάνω ας πεθάνω από τα χέρια της, έτσι δε λένε;)
Ήξερε πως δε τον καταλαβαίνει μα δε τον ενδιέφερε. Κάποια πράγματα είχαν ανάγκη να ειπωθούν στη γλώσσα του και απλά να ταξιδέψουν σαν λέξεις μέσα της. "Φίλοι;" ρώτησε πονηρά σκύβοντας πάνω από τα χείλη της ενώ την ίδια στιγμή το στραβό του χαμόγελο σχημάτισε δύο μικρά λακακια στα μάγουλα. Δύο λακακια που εξ αρχής η Μυρσίνη έβρισκε ακαταμάχητα.
"Φίλ...." Όπως άνοιξε τα χείλη της έτσι και έκλεισαν μονομιάς από το φιλί του.
Τα χέρια της αγκάλιασαν το κεφάλι του και το άγγιζαν σε κάθε σημείο . Κάποιοι λένε πως το σεξ παίζει μεγάλο ρόλο σε μια σχέση μα η βαθιά ουσία δεν ειναι η πράξη καθεαυτού. Είναι η ένωση , τόσο η σωματική όσο και η ψυχική που σε οδηγεί στο ζενίθ σου. Ποτέ δε θα απολαύσεις κάτι από τα δύο αν δεν τα ζήσεις μαζί. Πόσο μάλλον όταν δεν έχεις νιώσει κανενα από τα δύο και απλά συμβιβάζεσαι καθημερινά...
Το κορμί σου μόλις αναγνωρίζει τον έρωτα μιλάει σε άλλη γλώσσα.
Ξυπνάει αισθήσεις που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν...
"Εδώ ήσουν έτσι;" τον ρώτησε λαχανιασμενη σπάζοντας το φιλί
"Περίμενα σαν τρελός να γυρίσεις..." της είπε χωρίς φόβο και πιάνοντας τη από τη μέση την ανέβασε πιο ψηλά στο κρεβάτι συνεχίζοντας να τη φιλα
"Θα το μετανιώσουμε αυτό..." Η Μυρσίνη έπιασε τη μπλούζα του και σχεδόν την ξέσκισε από το σώμα
"Και να το μετανιώσουμε αξίζει..." της απάντησε και πιάνοντας το μπούτι της, το έσφιξε τόσο δυνατά που τεντώθηκε ολόκληρη προς τα πίσω.
Ήταν όπως τότε και ακομα καλύτερο...
Ίσως τότε είχαν μπει ανάμεσα τους τύψεις μα τώρα δεν υπήρχε τίποτα.
Ήξεραν και οι δύο πως την επόμενη μέρα θα μπορούν να κρατηθούν ο ένας από το χέρι του άλλου δίχως φόβο...
Στα πρώτα κιόλας φιλια ο ρομαντισμός άρχισε να ξεφτιζει και να δίνει τη θέση του στο αγνό πάθος.
Ο Γιαμάν έτρωγε αχόρταγα το κορμί της σπιθαμή προς σπιθαμή και εκείνη αφέθηκε εντελώς στα χέρια του...
Ήταν κάτι απρόσμενο και για τους δύο μα η μοίρα τους άφησε να αφεθούν και να το διεκδικήσουν... Ήταν αρκετά εμφανή άλλωστε τα συναισθήματα τους μέσα από κάθε κόντρα και καυγά. Ίσως δεν άνοιξαν τα χαρτιά τους και ίσως να μην έπρεπε κι όλας τη δεδομένη στιγμή μα καμία φορά, κάποια πράγματα ήταν καλύτερο να περιμένουν..
Οι αναστεναγμοί της έφερναν παρακρουση στα αυτιά του.
Ο Γιαμάν άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο διεκδικητικος ώσπου το κορμί της μεταμορφώθηκε σε πλαστελίνη που εκείνος επλαθε όπως ήθελε.
Δεν έκανε σεξ μαζί της.
Ούτε όμως έκανε και έρωτα...
Ήταν μια περίεργη ένωση που έμοιαζε σαν να είχε καθυστερήσει χρόνια....
Σαν μια ένωση που προσπαθούσε απελπισμένα να σπάσει μια κατάρα που η ίδια αγνόησε εξ αρχής...
*****
Το πλοίο σε λίγο βγαίνει από το λιμάνι της Σμύρνης και σαν κοιτάζω προς τα πίσω τα φωτάκια μοιάζουν πια σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι...
Έφυγα μέσα στη νύχτα..
Εγώ και όσα έκανα...
Τι εκανα; Πολλά...
Το ξέρω πως ήταν εκεί... Τον ένιωσα να με κοιτάζει καθώς το πλοίο έφευγε...
Δεν ξέρω αν ήρθε να με προλάβει η να πάρει απαντήσεις μα...
Κάθε της σκέψη κόπηκε απότομα και τα χέρια της τυλίχθηκαν βίαια γύρω απο τη κουπαστή του πλοίου. Η καρδιά της χτύπησε σε ένα περίεργο ρυθμο και ο κρότος διαπέρασε τα μέσα της σαν να βρισκόταν σε τρενακι του Λουνα παρκ.
"Πυροβολισμός ήταν αυτός;" ρώτησε μια γυναίκα τον άντρα της λίγα μέτρα παραπέρα
"Ναι... Έτσι ακούστηκε! Έλα πάμε μέσα!"
Μόνη ...
Έμεινε μόνη με ένα συναίσθημα που σκοτείνιαζε τη ψυχή της...
Δεν ήξερε το γιατί μα ένιωσε εκείνο κρότο σαν δαίμονα που τη διεκδικεί για να τη στείλει στο διάολο...
"Δεσποινίς... Έχουμε ταξίδι μπροστά μας... Καλό είναι να έρθετε μέσα"
Η άγνωστη φωνή ενός άντρα από το προσωπικό του πλοίο έσκασε πίσω της και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε
"Πυροβολισμός ήταν αυτός στο λιμάνι;"
"Δεν έχω ιδέα δεσποινίς. Ελάτε στη καμπίνα σας παρακαλώ..."
Η Μυρσίνη έπιασε τη ζακέτα της , την κράτησε δυνατά να μην ανοίξει από τον αέρα και πήγε προς τα μέσα. Λίγο πριν ανοίξει τις πόρτες που οδηγούσαν στο εσωτερικό του πλοίου, σταμάτησε ξαφνικά και πάγωσε. Είχε καιρό να τη βάλει εκείνη τη ζακέτα τελικά...
Έβγαλε το χέρι από τη τσέπη και μαζί με αυτό και το αντικείμενο που υπήρχε μέσα στη τσέπη της...
Βουρκωσε σαν είδε τη φωτογραφία τους...
Ήταν ίσως και η τελευταία που έβγαλαν μαζί πριν ξεσπάσει η καταιγίδα...
Τα δάκρυα έφτασαν στα μάτια της αναπόφευκτα και πιάνοντας γερά τη φωτογραφία στα χέρια της, τη τσαλακωσε και την έβαλε στη τσέπη...
Όλα είχαν τελειώσει πια...
Όλα...
🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top