Κεφάλαιο 4°
°°Οταν οι μοίρες υφαίνουν στον αργαλειό τις ζωές μας, γελάνε ξέροντας το τέλος μας...°°
Σμύρνη, έτος 1920
"Πιο δυνατά Ορτανσία!" φώναξε η Ελευθερία
"Πόνεσαν τα χέρια μου βρε μαμά!" παραπονέθηκε μα ξεφυσησε και συνέχισε. Είχαν στήσει ολόκληρη παραγωγή στην αυλή ενώ όλος ο μαχαλάς μύριζε ξινογαλα. Τρεις σκάφες παραταγμένες γεμάτες με το πηγμα όπως το αποκαλούσαν και ήταν το γάλα το οποίο είχε πήξει από τις προηγούμενες μερες μαζί με το σιμιγδάλι , και δύο τεράστια καθαρά σεντόνια. Αυτά ήταν όλα όσα χρειάζονταν και πάντα κάτω υπό τις οδηγίες της Ελευθερίας η Ορτανσία, έφτιαχνε το περίφημο τραχανά τους.
Πήρε το κόσκινο, έπιασε ένα από τα απλωμένα στον ήλιο κομμάτια και ξεκίνησε να το τρίβει. Η οικογένεια της έφτιαχνε το καλύτερο ξινό τραχανά για όλους. Μόλις τελείωνε ο Αύγουστος είχαν τενεκέδες ολόκληρους για να μοιράσουν στους συγγενείς και η Ελευθερία το 'χε καμάρι της.
"Θα δώσουμε και ένα τενεκέ στους Κούρτιδες!" αναφώνησε φέρνοντας μαζί της από τη κουζίνα μια νταμιτζανα νερό
"Χέρια δεν έχουν καλέ μαμά;!" απόρησε ενοχλημένη η Ορτανσία και το βλέμμα της Ελευθερίας έσκασε αμέσως πάνω της. Ήταν τόσο έντονο που ένιωσε σαν να έπαιρνε κομμάτια της ψυχής της.
"Ξέρεις πολύ καλά πως η μάνα του Νικόλα έχει πεθάνει! Ποιος θα τους φτιάξει τραχανά;"
"Και τι είμαστε εμείς;" συνέχισε απτόητη
"Κάποια στιγμή θα δεις πόσο καλό παιδί είναι ο Νικόλας και θα συμπεθεριασουμε!"
"Αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου μάνα!" η Ορτανσία παράτησε το πηγμα στο κόσκινο και σηκώθηκε σκουπίζοντας τα χέρια στη πόδια της.
"Κάτσε κάτω!'
"Όχι! Να κάτσεις εσύ και να φτιάξεις όσους τενεκέδες θέλεις! Φώναξε και τη θεία τη Μαριώ, τη ξαδέρφη την Ασπασία και όσους θες! Εγώ δε θα σκάσω τα χεράκια μου για να κάθομαι να σε ακούω να λες τέτοια!"
"Ορτανσία!" Φώναξε δυνατά και αμέσως πέντε έξι κεφάλια πετάχτηκαν από τα γύρω σπίτια
"Μη φωνάζεις! Έχουμε γίνει θεαμα!"
"Ας κοιτάξουν αυτές τα χάλια τους!"
Η Ορτανσία αναστεναξε. Ώρες ώρες η μάνα της δεν έπαιρνε από λόγια ενώ το γεγονός πως ήθελε να της φορτώσει το Νικόλα, την εκνεύριζε. Τους ειχε ξεκαθαρίσει άπειρες φορές πως δεν είχε βλέψεις για πάντρεμα σε τέτοια ηλικία μα η μάνα της ολοένα και της πετούσε πως εκείνη στα δεκαεννιά είχε ήδη την Ορτανσία. Το πρόβλημα όμως ήταν πως εκείνη, δεν ήταν αρνητική με την ιδέα του γάμου γιατί πολύ απλά τον αγαπούσε τον πατέρα της σε αντίθεση με την Ορτανσία που θέλησε να της επιβάλει το γαμπρό.
Τιναξε τα πόδια της στη κουρελου της εξώπορτας και σαν μπήκε στο σπίτι, χαμήλωσε το κεφάλι λυπημένη. Τρεις μέρες είχε να φανεί ο Οζούλ...
Ήταν τόσο σίγουρη πως όταν τον είδε λίγες μέρες πριν να κάνει το σάλτο από τη ταράτσα θα πήγαινε σε εκείνη μα δε φάνηκε. Ούτε μετέπειτα όμως τον είδε να επιστρέφει. Ένιωθε περίεργα. Μήνες ολόκληρους τη κυνηγούσε και σαν εκείνη ενέδωσε στον έρωτα του , μέρα δε περνούσε που να μη την επισκεφθεί με κάποιο τρόπο.
"Ντύσου να πας στο μαγαζί! Έστειλε ο πατέρας σου το Λευτεράκη το ζαβό και λέει σε θέλει!" ακούστηκε η φωνή της Ελευθερίας απ' έξω
"Μάνα!" η Ορτανσία ανταπέδωσε τη φωνή μα η Ελευθερία γέλασε απ' έξω. Δεν της άρεσε καθόλου σαν αποκαλούσε εκείνο το παιδί ζαβό. Είχε βέβαια κάποια προβλήματα και το ήξεραν όλοι στο μαχαλά μα ο τρόπος που απευθύνονταν σε αυτόν ήταν πέρα για πέρα άσχημος και την ενοχλούσε
"Θα πάει στου Κούρτη οπότε ετοιμάσου να κρατήσεις το μαγαζί!" συνέχισε απτόητη και η Ορτανσία κοντοσταθηκε μπροστά στο επιπλακι της εισόδου και κοίταξε τον εαυτό της στο μισοθαμπωμενο καθρέφτη.
"Που είσαι , μου λες;" μονολογησε σιγανα σκεπτόμενη τον Οζούλ. Ένιωθε πως ολόκληρος ο κόσμος γύρω της από την ώρα που επέστρεφε ο πατέρας της συνωμοτούσε για να την ενώσει με το Νικόλα και ένιωθε να πνίγεται. Άρπαξε δύο τρεις φουρκέτες, στερέωσε λίγο καλύτερα τις ατίθασες μπούκλες της και βγάζοντας τη πόδια της, φόρεσε τα πασουμια της.
"Σίγουρα κάποιο πεσκέσι σου ετοιμάζουν!" μόλις η Ελευθερία είδε την Ορτανσία να βγαίνει, κορδωθηκε από χαρά "Ε ρε γλέντια που θα κάνουμε στο γάμο σου! Να δούνε οι αλλοθρησκες να ζηλέψουν τα τζιέρια τους!"
Η Ορτανσία δεν ήταν ούτε σε θέση να της απαντήσει ύστερα από το ρεζιλικι που ένιωσε να τη διακατέχει.
Δίχως πολλά πολλά, πέρασε ξυστά από τα απλωμένα σεντόνια και σαν ξεκλείδωσε και βγήκε , κοντοσταθηκε και πήρε ανάσα. Απέναντι ακριβώς η Ζηλό έστεκε με ένα κουβά νερό στο χέρι και τη κοίταζε σοβαρή.
Συνήθως τράβαγε άλλου το βλέμμα της μα όχι αυτή τη φορά
"Beni anladığını biliyorum..."(ξέρω πως με καταλαβαίνεις) είπε αξαφνα και σιγανα και η Ορτανσία καρδιοχτύπησε "Çocuğumdan uzak dur..." (Μείνε μακριά από το παιδί μου...) συνέχισε και δίχως να περιμένει διόλου μια απάντηση, σήκωσε το κουβά και χώθηκε στην αυλή της αφήνοντας την Ορτανσία συξυλη σαν στήλη άλατος και μπερδεμένη...
*****
"Kemal! Sana yemin ederim ki kapıyı açmazsan, onu paramparça edeceğim!" (Κεμάλ! Στο ορκίζομαι πως αν δε ξεκλειδώσεις τη πόρτα θα τη κάνω κομμάτια) φώναξε έξαλλος
"Anne geliyor! Bir emir verirse gideceksin!" (Έρχεται η μάνα! Αν δώσει εντολή θα βγεις!)
Ο Οζούλ έσφιξε τις γροθιές του δυνατά και σώπασε..
Τρεις μέρες είχαν περάσει που τον κλείδωσαν στο κελάρι ύστερα από το καβγά που είχε με τον αδερφό του σαν τον τσακωσε να πηδάει το φράχτη για να πάει στο απέναντι σπίτι. Οι Τούρκοι ήξεραν καλά να μη τραβάνε τα βλέμματα στα σπιτικά τους και κανένας δε πήρε χαμπάρι στη γειτονιά τα όσα έγιναν. Ο Κεμάλ ζήτησε το λόγο και του πέταξε κατάμουτρα πως έχει καταλάβει τι συμβαίνει με τη κοπέλα από το απέναντι σπίτι ενώ ο Οζούλ ξέροντας καλά τους άγραφους νόμους τους, το αρνήθηκε. Το ένα έφερε το άλλο και πιάστηκαν στα χέρια. Η μάνα θεώρησε ανεπίτρεπτο δύο αδέρφια να ματώνουν για ένα ξένο και όταν έμαθε το λόγο, τον κλείδωσαν στο κελάρι.
Στην ιδέα και μόνο να εμπλεκε ο γιος της με τη κόρη της Ελευθερίας, έβραζε το αίμα της. Δεν τους μισούσε όπως έκαναν εκείνοι μα ήξερε καλά πως τούτο το μπλέξιμο μόνο προβλήματα θα έφερνε. Μια χριστιανή και ένας μουσουλμάνος δε θα ήταν ποτέ σε θέση να επιβιώσουν σε καμία κοινωνία, σε κανένα κόσμο και κάτω υπό τη σκέπη κανενός θεού.
"Annem açtı çünkü hepsini kıracağım!" (Μάνα άνοιξε γιατί θα τα σπάσω όλα!" Ούρλιαξε σχεδόν και σαν άκουσε το μάνταλο της εξωτερικής πόρτας να τσιριζει στην επαφή με τη σκουριασμένη θηλιά, ανοιγοκλείσε τα βλέφαρα του. Το κελάρι ήταν βαθιά στη γη και ο διάδρομος ήταν τέτοιος που ήξερε πως όσο κι αν φώναζε τρεις μέρες τώρα, κάνεις δε τον άκουγε εκτός από τους δικούς του.
"Yapma! "(Πάψε πια!) άκουσε τη φωνή της και έκανε ένα βήμα πίσω σαν ξεκλείδωσε και τη παράμεση πορτα και την είδε να εμφανίζεται μπροστά του
"Nasıl yapabildin;!" (Πως μπόρεσες;) τη ρώτησε μα εκείνη έστεκε αγέρωχη και τον κοιτούσε
"Seni Yunanlılar bir gecede yiyebilsin diye tek başına büyütmedim! " (Δεν σας μεγάλωσα μόνη μου για να σας φάνε οι Έλληνες μέσα σε μια νύχτα ) είπε εξοργισμένη μα σφίγγοντας τα χείλη της, κόπασε το θυμό της και τον πλησίασε. Τα μάτια της βουρκωσαν και σαν άπλωσε το χέρι προς το μικρό της γιο, τον χάιδεψε στο μάγουλο και δακρυσε "Bu insanlar kutsal ve kutsal değil oğlum " (Δεν έχουν ιερό και όσιο τούτοι οι άνθρωποι γιε μου) είπε λυπημένη "Babanı onların elinden kaybettim, oğullarımı da bana kaybetme.." (Έχασα τον πατέρα σας από τα χέρια τους, μη με κάνεις να χάσω και τους γιους μου) συνέχισε χαϊδεύοντας το μάγουλο του "Ondan uzak dur. Bir şey alırsan sefaletimden öleceğim " (Μείνε μακριά της. Θα πεθάνω από το καημό μου αν πάθεις κάτι)
"Hiçbir şeye acımayacağım! " (Τίποτα δε θα πάθω ) ο Οζούλ έκανε ένα βήμα πίσω και τη κοίταξε κατάματα "Ağlama anne çünkü gözyaşlarına inanmıyorum. " (Μη κλαίς μάνα γιατί δε θα πιστεύω τα δάκρυα σου) της είπε και τη κοίταξε επίμονα. Η Ζηλό σφίχτηκε ολόκληρη και έβγαλε σπίθες από το βλέμμα
"Oğlumun bir Hristiyanla hiçbir ilgisi yok." (Ο γιος μου δεν έχει καμία δουλειά με μια χριστιανή) Αποκρίθηκε σοβαρή και πήρε μια βαθιά ανάσα "Dışarı çıkacaksın ama bir daha ona yaklaştığını öğrenirsem seni amcanın yanına gönderirim!" (Θα βγεις μα αν μάθω πως τη πλησίασες ξανά θα σε στείλω στο θείο σου!)
"Ve sonra eve kim yiyecek getirecek? En büyük oğlunuz tembel mi?" Ο Οζούλ γέλασε (και τότε ποιος θα φέρνει φαγητό στο σπίτι; Ο τεμπέλης ο μεγάλος σου ο γιος;) την ειρωνεύτηκε κατάμουτρα και εκείνη του κούνησε στα βουβά το δάχτυλο μέσα στη μούρη απειλώντας τον χωρίς ούτε μια λέξη. Ο Οζούλ δεν έμεινε λεπτό μαζί της. Αν ήθελε θα άνοιγε τεράστιο καυγά τρεις μέρες πριν μα δε πίστευε πως κατά τη κουβέντα που έκαναν εκεί κάτω θα τον κλείδωναν κι όλας. Η τρέλα που τον εδερνε όμως ήταν τεραστια και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να τη προσπεράσει και να φύγει αδιαφορώντας ακόμα και για τον αδερφό του που κοντοστεκοταν στη γωνία και τους κοιτούσε.
Βλέμμα δε του έριξε σαν πέρασε από πλάι του...
Μέσα στο μυαλό του Οζούλ υπήρχε μόνο ένα πράγμα που συνόδευε αυτή τη τρέλα και είχε και μορφή...
Τη δική της...
******
Δέκα μήνες πριν...
"Πάλι εσύ εδώ;" γύρισε στα κλεφτα το κεφάλι της και χαμογέλασε πονηρά σαν τον είδε να την ακολουθεί
"Πως σε λένε;" ρώτησε και ανοίγοντας το βήμα τη πλησίασε
"Ορτανσία... Εσένα;"
"Οζούλ." σαν τον άκουσε πάγωσε ολόκληρη
"Τούρκος είσαι;" αναφώνησε αφού τα ελληνικά του ήταν αρκετά καλά
"Υπάρχει πρόβλημα με αυτό; Ναι..."
Η Ορτανσία ξεροκαταπιε και κοιτάζοντας για τυχόν αδιάκριτα βλέμματα επιτάχυνε το βήμα της
"Ει, που πας! Περίμενε!" φώναξε παίρνοντας τη στο κατοπι
"Άσε με να χαρείς και δεν έχω χρόνο..."
"Zaman... Zaman seni görmüş gibi gözlerimi durdurdu" (Ο χρόνος... Ο χρόνος μάτια μου έχει σταματήσει σαν σε είδα) της είπε στα τουρκικά και εκείνη γέμισε με τρόμο αφού μόνο τα μισά κατάλαβε και αυτά απ' έξω απ' έξω.
"Κοίτα..." σταμάτησε αξαφνα και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει στο σοκακι. Πρώτη φορά της μιλούσε ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες που τον έβλεπε να τριγυρίζει γύρω της. Ήταν όμως τόσο γλυκός και τόσο όμορφος που αρχικά δεν της πήγε η καρδιά να τον πλησιάσει. Ήταν και εκείνη ντροπαλή μα τώρα ήταν αλλιώς.
"Δε θέλω πάρε δώσε μαζί σου Ζαμάν!" του είπε και εκείνος γέλασε δυνατά
"Ζαμάν σημαίνει χρόνος! Αν με έλεγες Γιαμάν θα το καταλάβαινα! Τουλάχιστον αυτό είναι όνομα" Αστειευτηκε μα εκείνη δε γέλασε "Οζούλ... Με λένε Οζούλ. Νομίζω έπαθες ένα σοκ και το ξέχασες μα πρόσεχε γιατί Γιαμάν αν σε πλησιάσει, Ζαμάν δε θα έχει!" έκανε ένα λογοπαίγνιο και εκείνη γέλασε αυθόρμητα "Ιιι βάι βάι , γέλασαν τα μάτια σου!" αποκρίθηκε και η Ορτανσία κοκκινησε. Ήταν τόσο αθώα η έκφραση της και τόσο γλυκιά που του τσαλακωσε κάθε του άμυνα
"Δεν είσαι τόσο κακός..." είπε σιγανα
"Έπρεπε δηλαδή να ήμουν κακός gözlerim ;" (μάτια μου)
"Τι είναι αυτό;"
"Αυτό σημαίνει..." ξεκίνησε να λέει και η Ορτανσία τον κοίταξε ανυπόμονα. Ίσως ήταν φαινομενικά δύο εχθροί μα κάπου στο βάθος της, η Ορτανσία λάτρευε τη γλώσσα τους. Ο Οζούλ γέλασε σαν την είδε να κοιτάζει ανυπόμονα
"Άντε ντε! Με εσκασες και ακούστηκε τόσο όμορφο..."
"Θέλεις να μάθεις τι σημαινει gözlerim;"
"Ναι.."
"Ελα απόψε στις εννιά πίσω από το αποστακτήριο του Ντόι..." της είπε και γύρισε να φύγει
"Ει! Που πας;! Δε μπορώ να..."
"seni bekleyeceğim gözlerim..." (Θα σε περιμένω μάτια μου) της είπε και αφήνοντας τα στα κρύα του λουτρού εξαφανίστηκε ...
😌😌😌
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top