Κεφάλαιο 33°

°°Και απο το φόβο γεννήθηκε ο πόλεμος και σαν έσπειρε το τρόμο σε όλη τη πλάση, όλοι τον απαρνηθηκαν μετέπειτα...Κάνεις δεν επιλέγει δύο φορές το μίσος... °°

Αθήνα

Πέταξε έξαλλος το λογαριασμό στο τραπέζι και πιάνοντας το κεφάλι με τα δύο του χέρια ξεκίνησε να κόβει βόλτες κατά μήκος της κουζίνας. Χίλια διακόσια ευρώ έφτασε το ρεύμα και το τελευταίο δίμηνο, ούτε σεντ δε μπήκε στο κοινό λογαριασμό που είχαν με τη Μυρσίνη.
Η δουλειά πήγαινε κατά διαόλου, έψαχνε μα δε μπορούσε να βρει τίποτα καλύτερο και σαν να μην έφτανε αυτό η Μυρσίνη τον αγνοούσε εντελώς.
Επέστρεψε στο τραπέζι και πιάνοντας ένα λευκό χαρτί και ένα στυλό κάθισε κάτω.

"1200 το ρεύμα της μαμάς...
  270 το δικό μας...
  700 το δάνειο....
  90 το νερό...
  130 τα ψώνια του μήνα..." άρχισε να κανει υπολογισμούς και βάζοντας το μισθό του στην άκρη, κοίταξε το αποτέλεσμα και τον έπιασε πανικός.
Υποτίθεται θα έπρεπε να έμπαιναν τα χρήματα της πληρωμής της όπως γινόταν πάντοτε στο λογαριασμό που είχαν και από εκεί να πληρωθούν οι υποχρεώσεις.. Υποχρεώσεις που φυσικά δεν περιελάμβαναν το διακανονισμό που πλήρωνε κρυφά ο Σωτήρης για τη μάνα του καθώς και όλα τα χρήματα που της έδινε κατά καιρούς. Στο γραμματοκιβωτιο που έλεγξε ξανά δεν υπήρχε ούτε υπενθύμιση από τη τράπεζα πράγμα που του προκαλούσε ταραχή αλλά του έδινε αυτόματα πάτημα...

Τσαλακωσε τα χαρτιά και βγάζοντας το κινητό του, ανετρεξε στις επαφές.
Μηνάς, μηχανικός ....
Την επέλεξε , άνοιξε το μήνυμα και ξεκίνησε να γράφει
"Θέλω να σε δω σήμερα... Να έρθω από το σπίτι σου;"
Η απάντηση ήταν άμεση σχεδόν και μόλις εισέπραξε το πολυπόθητο ναι, άφησε το τηλέφωνο στη μπάντα και σηκώθηκε να ανάψει το θερμοσίφωνα.
Εξ αρχής η σχέση του με τη Μυρσίνη ήταν μονάχα για τα λεφτά. Την αγαπούσε μεν αλλά σαν φίλη. Δεν είχε φυσικά παράπονο στο ερωτικό κομμάτι μα εκείνος ανέκαθεν ήταν ερωτευμένος με τη Τατιάνα μια γυναίκα που φυσικά η μάνα του δεν ενέκρινε λόγω της οικονομικής της κατάστασης. Η Μυρσίνη τη γνώριζε καλά. Ήταν όλοι μαζί στο ίδιο σχολείο από παιδιά.
Αν και είχε υποψιαστεί κάτι αρχικά ο Σωτήρης τη διέψευσε αμέσως. Στην ιδέα και μόνο να τον χώριζε για αυτό , τον έπιανε συγκρυο. Όλος ο πανικος όμως έλαβε τέλος σαν έπαιξε το παιχνίδι στην Αλεξάνδρα. Μόλις του το είπε ήταν σαν να του χάριζε το κόσμο όλο. Ήταν κάτι που δε θα έλεγε στη μάνα του και μάλιστα αν τολμούσε η Μυρσίνη να τον χωρίσει θα το χρησιμοποιούσε αν πάσα ώρα και στιγμή.
Η Τατιάνα από την άλλη είχε συνηθίσει εν μέρη τη κατάσταση και ήξερε το λόγο που ο Σωτήρης κάθεται μαζί της.
Όχι φυσικά τον αληθινό...
Ήξερε αυτόν ακριβώς που της πλασαρε ο ίδιος για να μη τη χάσει και να μη πέσει στα μάτια της...
Ήξερε πως ο Σωτήρης τη λυπόταν τη Μυρσίνη γιατί είχε μια αρρώστια από μικρή και έμενε μαζί της.
Η αναβολή του θανάτου της, πήγαινε από χρόνο σε χρόνο και η Τατιάνα ήταν αρκετά ελαφρομυαλη για να δώσει βάση και ένιωθε μόνο λυπηση.

Ο Σωτήρης έκανε το μπάνιο του, ετοιμάστηκε και κοίταξε το ρολόι. Ήταν αργά για να πάρει τη Μυρσίνη μα την επόμενη έπρεπε να το κάνει πάση θυσία. Έπρεπε να μάθει γιατί σταμάτησαν να μοιάζουν στο λογαριασμό... Δεν τον ένοιαζε καθόλου για το δάνειο. Ήταν σίγουρος πως από τη στιγμή που το σπίτι ήταν στο όνομα του και το δάνειο στο δικό της, δεν είχε θέμα μα οι λογαριασμοί έτρεχαν και λεφτά δεν υπήρχαν ούτε δείγμα.
Έβαλε αρώματα...
Το ακριβό του πουκάμισο και ετοιμάστηκε....
Πήρε και ένα ζευγαρι καθαρές πιτζάμες για να μείνει σπίτι της και στέλνοντας της ένα μήνυμα πως ήταν έτοιμος, ξεκίνησε....

*****

Μέχρι και τα χρώματα του ουρανού έμοιαζαν μουντά στα μάτια της.
Το χέρι της αγκάλιαζε άψογα ένα ποτήρι κατακόκκινο Μπρούσκο ενώ η μελωδία από το εστιατόριο του ξενοδοχείου, έφτανε απαλά ως έξω δημιουργώντας μια ήρεμη ατμόσφαιρα.
Είχε δουλειά, είχε μια ελευθερία που θα κέρδιζε στα σίγουρα όταν επέστρεφε Ελλάδα, είχε νιάτα, μισθό αρκετά καλό... Σπίτι... Μια καλή φίλη...Είχε όλα όσα θα ήθελε να έχει για να νιώθει ικανοποιημένη μα η Μυρσίνη ένιωθε το κενό να οργιάζει μέσα της.
Το επισκεπτήριο είχε τελειώσει και έπειτα από όσα ειπώθηκαν ανάμεσα σε εκείνη και το Γιαμάν, η Μυρσίνη επέλεξε να επιστρέψει μόνη στο ξενοδοχείο.
Ήθελε να αποφύγει μια ακόμα συνάντηση μαζί του μα όσο κι αν το επιζητούσε καταβαθος λαχταρούσε διακαώς να τον δει. Ήταν εκείνο το μικρό κομμάτι της καρδιάς της που κάθε φορά που τον έβλεπε πεταριζε δυνατά. Εκείνο το κομμάτι που την έκανε να αισθάνεται έφηβη και να βλέπει τον έρωτα μέσα από αλλα μάτια.
Ποτέ δεν έμαθε να κρύβεται από τον εαυτό της και αν κάτι ήξερε καλά , ήταν να παραδέχεται τόσο τα σωστά όσο και τα λάθη της. Να βλέπει και να αναγνωρίζει τα πάθη της και φυσικά να δρα με διπλωματία όπου ήταν απαραίτητο.

Κοίταξε κάτω....
Οι άνθρωποι έμοιαζαν μικροί, τα φώτα από τα αυτοκίνητα της θυμησαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ενώ σαν άφησε το βλέμμα να χαθεί στον ορίζοντα, ένιωσε να πετάει.
Το εστιατόριο του ξενοδοχείου ήταν στον έκτο όροφο συγκριτικά με τα περισσότερα που επέλεγαν να το τοποθετήσουν στο ισόγειο. Η θέα όμως ήταν μαγευτική και δικαιολογούσε πλήρως τη συγκεκριμένη επιλογή στα μάτια της.

"Böyle güzel bir kadının tek başına ne işi var? " (Τι δουλειά έχει μια τόσο όμορφη γυναίκα ολομόναχη;) Άκουσε ξαφνικά και γυρίζοντας είδε έναν άντρα να κλείνει τις πόρτες τις βεράντας και να τη πλησιάζει. Δεν είχε ιδέα τι της είπε μα από το Γκιουζέλ και μόνο που σήμαινε όμορφη, πήρε μια ιδέα.
Ήταν νέος. Μελαχροινός και ψηλός. Σίγουρα ήταν και πλούσιος. Η Μυρσίνη είχε μάθει να ξεχωρίζει ένα μεγάλο ποσοστό των αντρών αυτών από τις κινήσεις τους και το συνολικό παρουσιαστικό τους. Κάτι που φυσικά δεν αναγνώρισε στο Γιαμάν ήταν η αλήθεια και έπεσε έξω αρχικά.

"Με συγχωρείτε μα δε καταλαβαίνω..." τον ενημέρωσε στα αγγλικά και εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο και άφησε τη προσοχή της να στραφεί στα μάτια του. Ήταν τόσο περίεργο. Χαμογελούσαν τα ματοκλαδα του . Ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσες κάλλιστα να πεις ότι χαμογελούν τα μάτια τους.
Τόσο εκφραστικά και τόσο όμορφα που απλώς τα θαυμαζες.

"Λυπάμαι. Δεν είχα ιδέα. Μπάρις Ουρντουκ..
" Συστήθηκε στα αγγλικά με τη σειρά του τείνοντας το χέρι και εκείνη ανταπέδωσε τη χειραψία χωρίς όμως να πει το όνομα της. "Δε νομίζετε πως είναι αγένεια να μη γνωρίζω με ποια γυναίκα έχω τη χαρά να συνομιλω;"

"Έχει λιγάκι, κρύο... Με συγχωρείτε" η Μυρσίνη για κάποιο λόγο αισθάνθηκε πως έπρεπε να απομακρυνθεί

"Έχετε δίκιο. Θέλετε να καθίσετε μαζί μου μεσα; Είναι όμορφη η βραδιά... Είστε μόνη,  ειμαι μόνος... Δεν ψάχνω για κάτι πονηρό δεσποινίς...." Έκανε μια παύση μπας και τη πιάσει να του πει το όνομα της, σε εκείνο το δεσποινίς , μα έπεσε έξω.

"Κοιτάξτε, σας ευχαριστώ για τη πρόσκληση αλλά νομίζω πως ήρθε η ώρα να επιστρέψω στο δωμάτιο μου..." του εξήγησε και εκείνος τη κοίταξε με το ίδιο ακριβώς βλέμμα.


"Μόνη ήρθατε;" τη ρώτησε  πηγαίνοντας λιγάκι πιο κοντά της και καταπατώντας το προσωπικό της χώρο.
Σε κάθε άλλη περίπτωση το να τη φλερτάρει ένας τόσο όμορφος άντρας θα ήταν κοπλιμεντο για εκείνη μα για κάποιο λόγο ένιωθε σαν να βρισκόταν πάνω σε μια λάβα...
Μια λαβα που είχε κρυώσει μα εσωτερικα έβραζε ακόμα η φωτιά κι αν άνοιγε θα τη κατάπινε ολόκληρη. Ίσως το γεγονός πως ο Γιαμάν βρισκόταν στο ίδιο ξενοδοχείο λειτουργούσε καταλυτικά στις γενικές της αποφάσεις.
Ο Μπάρις έκλεισε λιγάκι παραπάνω την απόσταση κρατώντας φυσικά και το δικό του ποτήρι κρασι ώσπου στάθηκε μπροστά της. Ένωσε το στόμιο του ποτηριού του προς το δικό της και χαμογέλασε.
"Το όνομα σου δε μου το λες... Θέλεις να φυγεις... Τόσο κακός είμαι πια; Ίσως ήμουν λιγάκι πιο αδιάκριτος ομολογώ. Με συγχωρείς... Απλώς γυναίκα τόσο όμορφη δεν έχω ξαναδεί ούτε στη Τουρκία ούτε στην Ελλάδα..." της εξήγησε "Και δεν είμαι από τους άντρες που συνηθίζουν τα κομπλιμέντα σε μια γυναίκα... Παρόλα αυτά, το έκανα... Το έκανα γιατί εκτός από όσα ανέφερα, σε είδα να καθεσαι εδώ έξω ολομόναχη , να πίνεις το κρασί σου και να είσαι θλιμμένη... Αναρωτήθηκα ποιος βλάκας θα μπορούσε ποτέ να κανει μια γυναίκα σαν εσένα λυπημένη..."

"Barış..." Ακούστηκε ξαφνικά από πίσω και γυρίζοντας είδαν το Γιαμάν να στέκει στη βεράντα. "Bir adım geri git" (κάνε ένα βήμα πίσω) τον προειδοποίησε ήρεμος πλησιάζοντας παράλληλα

"Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας από τους βλάκες!" αναρωτήθηκε σιγανα τόσο ώστε να τον ακούσει μόνο η Μυρσίνη και φυσικά να καταλάβει αφού το είπε στα αγγλικά μα εκείνη ήταν ήδη αναστατωμένη. Ο Γιαμάν πλησίασε σοβαρός χωρίς όμως να δείχνει κάποιο θυμό, η νεύρα και στάθηκε ακριβώς δίπλα της.

""Nihayetinde nereye gitsem hayat seni ayağıma getiriyor!" (Τελικά όπου οι αν πάω η ζωή σε φέρνει στα πόδια μου) Αποκρίθηκε ο Μπάρις

"Bence tam tersi oluyor..." (Νομίζω πως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο) απάντησε ήρεμος μα η Μυρσίνη ένιωθε ολόκληρο το σώμα του να τρέμει πλαι της. Δεν καταλάβαινε τι έλεγαν αλλά ο τρόπος τους , ήταν αρκετός για να αναδείξει μια εχθρικότητα προς τα έξω πόσο μάλλον , έτσι όπως στάθηκε ο Γιαμάν κοντά της, ουρλιάζοντας  κυριαρχία.

"doğru evli misin "Otelde başka bir kadınla ne yaparsın?"(Είσαι παντρεμένος σωστά; Τι δουλειά έχεις με μια άλλη γυναίκα σε ένα ξενοδοχείο;) ρώτησε ειρωνικά και ο Γιαμάν μπήκε μπροστά από τη Μυρσίνη, τον έσπρωξε ελαφρά με το δάχτυλο και τον αγριοκοίταξε

"Κύριε Ισίκ!" η προσφώνηση που έκανε η Μυρσίνη έσωσε σχεδόν τη κατάσταση

"Ωωω, έτσι εξηγείται! Είπα και εγώ.... Συνεργάτες έτσι;" απάντησε ο Μπάρις στα αγγλικά "Και τι φοβάσαι; Μη σου πάρω τη δουλειά;" συνέχισε και μόνο τότε η Μυρσίνη αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για ανταγωνιστή. Έβρισε από μέσα της και έκανε ένα βήμα πίσω. "Δεσποινίς μου... " ο Μπάρις στράφηκε προς τη Μυρσίνη "Αν θελήσετε ποτέ να συνεργαστείτε με ένα πραγματικό..." δε προλαβε να τελειώσει....
Ο Γιαμάν άρπαξε τη κάρτα που εβγαλε από τη τσέπη του, την έσκισε και τη πεταξε κάτω από το μπαλκόνι της βεράντας. Κράτησε στιβαρά  τη Μυρσίνη από το χέρι και δίχως να περιμένει δευτερόλεπτο αρχισε να τη σέρνει προς τα μέσα. Ούτε τόλμησε να του αντισταθεί ή να πει λέξη. Την έσυρε σχεδόν μέχρι το ασανσέρ και μπαίνοντας μέσα, μόλις οι πόρτες έκλεισαν, την ώθησε πάνω στο καθρέφτη και έπεσε καταπάνω της...

"Μείνε μακριά από αυτόν τον άντρα..
Μακριά. Ακούς; Μακριά... Σε ικετεύω..." της είπε και αντί να φωνάξει, να θυμώσει ή να αντιδράσει όπως πάντα εκνευρισμένος, εκείνος έδειχνε εντελώς ανήσυχος...





Ο τρόπος που τη κράτησε...
Που της μίλησε...
Που έσκυψε κοντά της....
Όλα ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικά....
Δεν ήταν ο Γιαμάν που τα ήθελε όλα δικά του....
Ήταν απλά διαφορετικός....
Ήταν ειλικρινά ταραγμένος και αυτό σίγουρα δεν είχε να κάνει με ότι είχε συμβεί μεταξύ τους.
Μόλις έφτασαν στον οροφο τράβηξε τα χέρια του από πάνω της και ξεροβηξε.

"Με... Με συγχωρείς. Δε θα επαναληφθεί... Απλώς... Μείνε μακριά του Μυρσίνη..." της είπε ξανά και αφήνοντας τη μόνη με δεκάδες ερωτήματα , έκανε μεταβολή και πήγε στο δωμάτιο του που ηταν από την αντίθετη πλευρά του σταυρωτου χωλ.

Ο διάδρομος της φάνηκε ατελείωτος μέχρι να φτάσει στη πόρτα της και ο Γιαμάν ήδη τράβηξε το δρόμο του και χάθηκε από τα μάτια της.
Ακόμα μια μέρα γεμάτη ενταση σε κάθε τομέα.... Σκέφτηκε βγάζοντας τη κάρτα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και σέρνοντας τη από την ειδική εσοχή, άνοιξε.
Εβγαλε τα παπούτσια της, άφησε τη τσάντα στο τραπεζάκι και άρχισε να περπατα προς το μπάνιο όταν αξαφνα η πόρτα χτύπησε.
"Όχι που δε θα επέστρεφε για κήρυγμα..." σχολίασε σκεπτόμενη τη παράξενη συμπεριφορά του Γιαμάν μα σαν άνοιξε τη πόρτα ήρθε αντιμέτωπη με άλλα μάτια...
"Κύριε Ουρντουκ;"

🙄🤔🥳

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top