Κεφάλαιο 3°

°°Στα πιο άγια χώματα γεννιούνται οι μεγαλύτερες αμαρτιες...°°

Κωνσταντινούπολη έτος 2020

Κράτησε τη βαλίτσα της σφιχτά και σταμάτησε καταμεσής του δρόμου. Δεν ήταν κάποιος κεντρικός ούτε σύγχρονος και αυτό γέννησε όμορφα συναισθήματα μέσα της. Το πλακόστρωτο σοκάκι , αποτελούσε ένα από τα χιλιάδες "μνημεία" μιας άλλης εποχής και εκείνη απλά στάθηκε και το θαύμασε. Δεν κοίταζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν ήθελε να δει τα δεκάδες μαγαζάκια με τα σουβενίρ. Ήθελε απλά να νιώσει εκείνη την γλυκιά αίσθηση. Εκείνη την αίσθηση πως περπατάς πάνω σε ένα δρόμο που δεκαετίες πριν περπατούσαν άνθρωποι που δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή.
Άνθρωποι μιας άλλης εποχής και άνθρωποι ταλαιπωρημένοι. Δίχως τεχνολογία. Δίχως ίντερνετ. Δίχως ευκολίες στο τρόπο διαβίωσης.
Τα μαγαζάκια τριγύρω μαρτυρούσαν εν μέρη λίγη από τη δαιδαλώδη αίγλη της εποχής μα σαν κοίταζε τις ταμπέλες και τους πωλητές, όλα έσβηναν. Κάθε κατεστραμμένο σκουριασμένο στορι, κάθε πέτρινο σκαλοπάτι, κάθε ραγισμένος τοίχος. Όλα είχαν μια ιστορία και αν κάτι λάτρευε βαθιά στη ζωή της, ήταν η ιστορία από μόνη της.

Μην αφήνεις εκτεθειμένα τα υπάρχοντα σου ..
Πάντα να έχεις τη τσάντα σου κοντά και μπροστά...
Μη μιλάς σε ξένους πόσο μάλλον δε ρακένδυτους...
Μη βγεις από το ξενοδοχείο μετά το σούρουπο μόνη ...
Μην ανοίξεις καυγάδες με τους ντόπιους...

Αυτά, κι άλλα πολλά απαγορευτικά λόγια έσκασαν στο κεφάλι της σαν έπιασε ξανά τη βαλίτσα και άρχισε να περπατά. Συμβουλές που έδωσαν ακόμα και από το ταξιδιωτικό γραφείο πίσω την Αθήνα. Απο τη μία δεν είχαν άδικο. Γύρω της επικρατούσε ένα χάος και η περιοχή είχε ξεκάθαρα το δικό της μικρόκοσμο. Μικροπωλητές κάθε λογής. Από μπαχαρια μέχρι φουλαρια , πασμινες, σερβίτσια, παπούτσια, νομίσματα καπέλα...
Μπορούσες να βρεις τα πάντα σε μια παράνομη-νομιμη αγορά σαν κι αυτή και η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη από δαυτες.

"Πέντε λίρες το γραμματόσημο! Συλλεκτικά!" είδε ένα παππού να φωνάζει καθώς χώθηκε πιο βαθιά στο σοκάκι ενώ όσο προχωρούσε οι φωνές πλήθαιναν. Γυναίκες, άντρες και παιδιά κάθε ηλικίας πουλούσαν τη πραμάτεια τους δίχως έλεγχο. Δίχως φορολογία. Δίχως τίποτα. Ελεύθεροι να πράξουν όπως εκείνοι ήθελαν. Μερικοί μιλούσαν στα τουρκικά, άλλοι αγγλικά ενώ προς έκπληξη της μερικοί φώναζαν ακόμη και στα ελληνικά.

"Τσάντα επώνυμη!" ένας νεαρός τη πλησίασε "Δέκα λίρες! Στα γρήγορα!" είπε παραβιάζοντας αμέσως το προσωπικό της χώρο και η Μυρσίνη έσφιξε τη βαλίτσα της αμέσως.

"Όχι ευχαριστώ"

"Πάρε σου λέω! Δε θα ξαναβρείς τέτοια προσφορά!"

"Μα δε θέλω. Να είσαι καλά..." τον έκοψε ξανά και συνέχισε να προχωράει σφίγγοντας τόσο τη βαλίτσα όσο και τη δική της τσάντα μα τον ένιωσε να την ακολουθεί. Η Μυρσίνη γρηγόρεψε το βήμα της θέλοντας να βγει από την αγορά μα το ίδιο και εκείνος.

"Πάρε σου λέω τσάντα!!" της έκοψε το δρόμο και εκείνη το κοίταξε έκπληκτη.

"Σου είπα δε θέλω!" φώναξε ελαφρώς ενώ οι γύρω πωλητές γέλασαν. Δεν ήταν άλλωστε μια εικόνα που δεν είχαν ξαναδεί.

"Μα είναι από δέρμα! Κοίταξε την! Έχει και ετικέτα!"

"Για όνομα δε θέλω!" η Μυρσίνη τον προσπέρασε μα εκείνος την ακολούθησε εκ νέου.

"Εφτά λίρες γιατί είσαι όμορφη!" αποκρίθηκε μπαίνοντας για δεύτερη φορά μπροστά της.

"Όχι" είπε και κάνοντας ένα βήμα δεξιά για να φύγει, έκανε και εκείνος.

"Πέντε και τέλος!" αποκρίθηκε και τούτη τη φορά τη πλησίασε πολύ περισσότερο. Πήγε τόσο κοντά της που μύρισε αμέσως την ανάσα του σαν μίλησε. "Πάρε να βγάλω μεροκάματο...! Άιντε ντε!" φώναξε ελαφρώς και εκείνη φοβισμένη έκανε ένα βήμα πίσω μα ο πωλητής το ακολούθησε αμέσως.

"Birisi hayır dediğinde, hayırdır!" (Όταν κάποιος λέει όχι, είναι όχι!" μια δυνατή φωνή ακούστηκε και δύο τεράστια χέρια έπεσαν αμέσως πάνω στις πλάτες του μικροκαμωμένου πωλητή και στα επόμενα δευτερόλεπτα ολόκληρο το σώμα του μετατοπίστηκε μέτρα μακριά της.

"Üzgünüm, seninle olduğunu bilmiyordum! Turist olduğunu sanıyordum!" (Συγνώμη! Δεν ήξερα πως είναι μαζί σου, νόμιζα ήταν τουρίστρια!) Έσπευσε να απολογηθεί αμέσως τρομαγμένος ενώ η Μυρσίνη κοιτούσε άναυδη το μεγαλόσωμο άντρα με τα μαύρα γυαλιά που ξεπρόβαλε μπρος στα μάτια της.

"Çekip gitmek!" (Πάρε δρόμο!)

Δεν είχε ιδέα τι του έλεγε μα ο άντρας έτρεξε αμέσως μακριά της. Μια ανάσα ανακούφισης έσκασε στα χείλη της σαν τον είδε να φεύγει μα μόλις τη πλησίασε ο άγνωστος άντρας , κομπιασε.

"Δε σου έχουν πει να μη τριγυρίζεις μόνη σε τέτοια σοκάκια;" της είπε στα αγγλικά και με πιο ομαλή φωνή μα  έμεινε να τον κοιτάζει. Ήταν τεράστιος και εκείνη μικροκαμωμένη. Μελαχροινός, με μακριά μαλλιά πιασμένα σε ένα χαμηλό κότσο πίσω. Είχε πυκνά μούσια ενώ το ντύσιμο του από την άλλη ήταν μοντέρνο συγκριτικά με ότι είχε δει από την ώρα που κατέβηκε από το αεροπλάνο.
Σκισμένο τζιν, μαύρη φαρδιά μπλούζα και χέρια βαμμένα μέχρι τα πιο κρυφά σημεία με μαύρο μελάνι. Είχε όλο το πακέτο του κλασικού νάρκισσου νέας γενιάς...
Δεν έμοιαζε για Τούρκος μα μίλησε τουρκικά και αυτό τη προβλημάτισε σκεπτόμενη πως σαν λαός, είναι λιγάκι πιο πίσω από τα συνηθισμένα στάνταρ. 
"Τέτοιοι τύποι δε τα παρατάνε εύκολα..." συνέχισε και εκείνη τον κοίταξε με δισταγμό

"Ούτε εγώ είχα σκοπό να τα παρατήσω μα σε ευχαριστώ" αποκρίθηκε εν τέλει και εκείνος χαμογέλασε.

"Yaman bitti, gidiyoruz!" ένας άντρας φώναξε λίγα μέτρα μακριά τους τραβώντας όλη τη προσοχή και εκείνος γύρισε και τον κοίταξε κάνοντας του νόημα.

"Πρέπει να φύγω... Να είσαι πιο προσεκτική γιατί έτσι μικρή που είσαι, μια χαψια είσαι για αυτούς.." αστειευτηκε μα εκείνη δε γέλασε καθόλου στη προσφώνηση του. Ήθελε να του απαντήσει κατάλληλα μα δεν της έδωσε την ευκαιρία αφού τελειώνοντας τη φράση του, γύρισε και έφυγε. Τόσο απλά. Όπως εμφανίστηκε έτσι ακριβώς και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.

"Άντρες!" ψέλλισε ενοχλημένη πιάνοντας ξανά τη βαλίτσα της "Νομίζουν πως το ύψος κάνει όλη τη δουλειά!" συνέχισε και αυξάνοντας το βηματισμό της, βγήκε από το σοκάκι επιστρέφοντας σιγά σιγά στο πολιτισμό.

Είχε μπροστά της, μια ολόκληρη εβδομάδα για να ηρεμήσει και να επιστρέψει με γεμάτες μπαταρίες.
Αν και η μαμά της ήταν αντίθετη με το γεγονός πως θα πήγαινε στο γάμο της Σοφίας, η Μυρσίνη ήταν κάθετη.
Ήταν η παιδική της φίλη και παρά το γεγονός πως θα παντρευόταν ένα τουρκοσπορο όπως τον αποκάλεσαν οι δικοί της , εκείνη θα πήγαινε με κάθε κόστος. Ποτέ δε κατάλαβε γιατί υπήρχε τόσο βαθιά ριζωμένο το μίσος στα σωθικά τους. Δεν ήταν οι πρώτοι προσφυγές κατά τη μικρασιατική καταστροφη μα η μάνα της, έτρεφε ένα αλλιωτικο μίσος. Ήταν αρνητική σε ότι είχε να κάνει με αυτούς. Ακόμα και όταν τύχαινε να αρχίσει κάποια τουρκική σειρά στη τηλεόραση και δε προλάβαινε να αλλάξει κανάλι, έβριζε για δέκα ολόκληρα λεπτά μετέπειτα.

Έφτασε στο κεντρικό και κοίταξε γύρω της τα πελώρια και σύγχρονα πλέον κτήρια που επισκιαζαν ακόμα και τον ήλιο. Στάθηκε στο φανάρι και αναστεναξε. Ίσως όλοι έβριζαν τους Τούρκους μα εκείνοι είχαν χτίσει εταιρείες και κτήρια που σε ολόκληρη την Αθήνα κι αν έψαχνες δε θα έβρισκες σαν αυτά. Η μεγαλοπρέπεια υπήρχε παντού γύρω της. Σαν να βγήκε από έναν κόσμο και μπήκε σε έναν άλλο.
Το γεγονός δε πως μέσα σε λίγα μόλις οικοδομικά τετράγωνα ήσουν ικανός να βιώσεις τόσο έντονα συναισθήματα της προκαλούσε θαυμασμό. Ήταν σαν να παντρευαν το σήμερα με το χθες και μάλιστα το έκαναν με απίστευτη επιτυχία.
Το φανάρι άναψε πράσινο και πέρασε το δρόμο οδεύοντας για το ξενοδοχείο. Η Σοφία επέμενε να μείνει σπίτι τους μα η Μυρσίνη ήθελε το δικό της χώρο οπότε αποφάσισε να κλείσει ένα ξενοδοχείο κοντά τους για να μην υπάρχει και μεγάλη απόσταση.
Ούτως η άλλως, για έναν ύπνο θα πήγαινε αφού η Σοφία της είχε ξεκαθαρίσει πως την ήθελε πλάι της στις ετοιμασίες.

Οι δρόμοι όσο πλησίαζε στο ξενοδοχείο καθώς και τα καταστήματα επί αυτών, φώναζαν χλιδή. Είχε μελετήσει πάνω από δέκα φορές το χάρτη από την ώρα που προσγειώθηκε το αεροπλάνο μα φτάνοντας στη τελευταία διασταύρωση τον έβγαλε και τον κοίταξε ξανά. Κάθε άνθρωπος θα την περνούσε για τρελή που δεν επέλεξε να πάρει απλά ένα ταξί αλλά έτσι ήταν η Μυρσίνη. Από παιδί ήθελε να βασίζεται στα πόδια της ενώ η ανάγκη για να γεμίσουν τα μάτια της με εικόνες , ξεπερνούσε τη βολικοτητα ενός μεταφορικού μέσου.
Κλεισμένη για πάνω από έξι χρόνια μέσα σε ένα γραφείο, είδε αυτό το γάμο σαν μια ευκαιρία επιτέλους να βγει λιγάκι έξω από το καβούκι της. Έξω από τα συνηθισμένα και έξω από το καλούπι της ζωής της τα τελευταία χρόνια.
Σπίτι, δουλειά, γραφείο...

"Ουάου..." σαν βρέθηκε μπροστά στο ξενοδοχείο τρόμαξε ευχάριστα.
Το είχε δει βέβαια από φωτογραφίες αλλά από κοντά ήταν άλλο πράμα.

"Καλησπέρα δεσποινίς!" Ένας ψιλολιγνος άντρας , χαμογέλασε πλατιά σαν την είδε να κοντοστεκεται απ' έξω "Μπορώ να σας βοηθήσω;"

"Καλησπέρα. Ναι, έχω κάνει κράτηση..."

"Ωωωω, καλώς ήρθατε! Παρακαλώ, περάστε. Στη ρεσεψιόν θα σας εξυπηρετήσουν" αποκρίθηκε ανοίγοντας διάπλατα τις τεράστιες πόρτες και εκείνη τον ευχαρίστησε και μπήκε μέσα.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν ένας τεράστιος πολυέλαιος γεμάτος κρύσταλλα. Δεμένος με χοντρές αλυσίδες τραβούσε κάθε βλέμμα κάθε πάνω του. Ήταν αδιαμφισβήτητα ένα πανέμορφο θέαμα. Σε κάθε γωνιά του λόμπυ υπήρχαν όμορφα σκαλιστά αγάλματα ενώ ολόκληρο το πάτωμα ήταν ντυμένο με κατακόκκινη μοκέτα.
Δεν ήταν συνηθισμένη να πηγαίνει ταξίδια πόσο μάλλον να μένει σε τέτοια ξενοδοχεία μα είχε αρκετές οικονομίες στην άκρη για να μπορέσει να ζήσει για λίγο το όνειρο.
Ανασυγκρότησε τον εαυτό της, κράτησε τη βαλίτσα και πλησίασε στη ρεσεψιόν. Ύστερα από περίπου πέντε λεπτά, κρατούσε το πολυπόθητο κλειδί στο χέρι και βρισκόταν μέσα στο ασανσέρ ευδιάθετη και γεμάτη ανάγκη για ξενοιασιά.
Δεν ήθελε πολλά...
Να περάσει όμορφα και να επιστρέψει πίσω με άλλο αέρα. Να ξεχάσει τα προβλήματα της δουλειάς, του σπιτιού και των προσώπων γύρω της και για λίγες μέρες να γίνει μία άλλη Μυρσίνη από αυτή που ήταν πίσω στην Αθήνα...

😌😌😌

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top