Κεφάλαιο 25°
°°Τελικα , ποτέ μη λες ποτε....°°
Οι πρώτες ψιχαλες έσκασαν πάνω στα μαλλιά της και σηκώνοντας το κεφάλι στον ουρανό έβρισε τη τύχη της. Ο Ομέρ της έφυγε σφαίρα μόλις τον πήρε τηλέφωνο μα είχε περάσει ένα τέταρτο και δεν είχε φανεί ακόμα. Το στενάκι είχε γίνει τρομακτικά σκοτεινό , τα σύννεφα είχαν μαζευτεί γύρω της και ο φωτισμός ήταν ελάχιστος.
"Συγνώμη που άργησα!" άκουσε αξαφνα πίσω της
"Ααααα!" η φωνή του έσκασε μαζί με μια βροντή και η Μυρσίνη αναπήδησε στη θέση της.
"Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα. Ηρέμησε. Τι κάνεις μέσα στα σκοτάδια! Βγες δηλαδή και περίμενε με πάνω στο κεντρικό!" τη μάλωσε ελαφρώς
"Δεν ήθελα να αφήσω το αμάξι μόνο"
"Έχεις γίνει μούσκεμα ρε Μυρσίνη! Ποιος νοιάζεται για το αμάξι! Κάλεσα ήδη την ασφαλιστική, τους έδωσα το σημείο και σε λίγο θα είναι εδώ. Έλα να σε πάω στο αυτοκίνητο γιατί θα παγώσεις και μέχρι εγώ να κανονίσω τα διαδικαστικά, θα μείνεις εκεί!"
"Δεν είναι ανάγκη. Θα πάρω ένα ταξί και θα γυρίσω πίσω. Χίλια συγνώμη για τη φθορά. Θα την πληρώσω" είπε λυπημένη
"Μην ακούω χαζά! Είναι όλα τα οχήματα ασφαλισμένα. Ατυχήματα συμβαίνουν. Είχες μέσα πράγματα;"
"Όχι. Τα είχα μαζί μου μα έψαξαν τα ντουλαπάκια, έβγαλαν τα χαρτιά... Εγώ φταίω!"
"Σσς! Σου απαγορεύω να βάλεις πάλι τα κλάματα. Α ναι! Ήρθαν.. Έλα, πάμε στο αμάξι και θα σε πάω σπίτι. Δεν ακούω λέξη παραπάνω!"
Ο Ομέρ τη συνόδευσε ως το τζιπ του και επέστρεψε πίσω μαζί με την οδική για να τους δώσει οδηγίες. Η Μυρσίνη από την άλλη ένιωθε απίστευτα ασχημα. Σταγόνες έπεφταν από πάνω της στα εμφανώς πανάκριβα καθίσματα του αυτοκινήτου και εκείνη δεν ήξερε πώς να μαζευτεί.
"Δεν άργησα;" ο Ομέρ μπήκε μέσα και της χαμογέλασε "Έλα μωρέ Μυρσίνη. Μην αισθάνεσαι άσχημα. Ένα ατύχημα ήταν και όλα πλέον έχουν τακτοποιηθεί."
"Είσαι σίγουρος. Είμαι σε θέση αν χρειάζεται να πληρώσω κάθε ζημιά από το μισθό μου" επέμεινε.
"Δε σηκώνω κουβέντα. Έλα να σε πάω πίσω γιατί θα αρρωστήσεις και με τόσα που έρχονται στην εταιρεία, πρέπει να είσαι εντάξει"
"Τόσα;" Απόρησε μπερδεμένη ενώ εκείνος ξεκίνησε ήδη για το συγκρότημα
"Ξεκινάει περίοδος εκδηλώσεων. Παράλληλα θα πρέπει να γίνουν κάποια ταξίδια προς το εσωτερικό της χώρας σε μέρη που αν δε δεις τα ακίνητα με τα μάτια σου , δεν τα αγοράζεις. Οπότε θα υπάρχει μια διαφορετική κινητικότητα από αυτή που έχεις δει. Το μόνο που δε θέλουμε είναι να αρρωστήσει ο βασικός αξιολογητής ολόκληρης της εταιρείας"
"Καταλαβαίνω... Είχαμε και με την Αλεξάνδρα παρόμοιες καταστάσεις. Κανει εξαιρετική δουλειά ξέρεις..."
"Αυτό το βλέπουμε και το γνωρίζουμε για αυτό και δώσαμε βάση στη συστατική επιστολή της..."
"Ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη" είπε κάπως μαζεμένα
"Εμείς ευχαριστούμε Μυρσίνη. Δύσκολα βρίσκεις έμπιστο προσωπικό με πείρα. Πως και αποφάσισες όμως να αφήσεις τον άντρα σου; Τον μέλλοντα άντρα σου..." η ερώτηση του την έπιασε απροετοίμαστη μα δεν άργησε να καταλάβει πως τελικά εκείνο το μεσημέρι ο Σωτήρης του είπε πολλά περισσότερα από όσα έπρεπε.
"Τα οικονομικά μας ήταν λίγο άσχημα ομολογώ..." ξεκίνησε να λέει νιώθοντας προς το πρόσωπο του λιγάκι παραπάνω εμπιστοσύνη
"Μόνο αυτό;" ρώτησε κοιτώντας το δρόμο "Άφησες όλη τη ζωή εκεί για ένα καλύτερο μισθό;"
Η Μυρσίνη αναστεναξε
"Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου γιατί μου βγαζεις μια θετική αύρα..." ξεκίνησε να λέει και εκείνος γύρισε απαλά το κεφάλι και της χαμογέλασε γλυκά "Η μητέρα μου, μου ανέφερε πως είχαμε κάποια ακίνητα εδώ... Βέβαια εγώ δεν είχα ιδέα. Ήξερα πως οι πρόγονοι μας έφυγαν από τη Σμύρνη κατά τη καταστροφή μα παρόλα αυτά , δεν ήξερα πως άφησαν πίσω μια περιουσία.. Σκέφτηκε λοιπόν πως από τη στιγμή που ο άντρας μου έμεινε χωρίς δουλειά και αγοράσαμε και ένα σπίτι πίσω στην Αθήνα θα ήταν φρόνιμο να έρθω , να τα αξιολογήσω και να τα πουλήσω. Με αυτό το τρόπο θα βγάζαμε και τα χρήματα για το γάμο..." παραδέχθηκε χωρίς να του κρύψει τίποτα "Βέβαια ερχόμενη εδώ όλα άλλαξαν..."
"Ώστε άλλαξαν ε;" ρώτησε με ενδιαφέρον
"Ναι. Δε μου πάει η καρδιά να τα πουλήσω ξέρεις... Δεν έχω ιδέα για την ιστορία τους μα ... Να. Κοίτα!" Έβγαλε το μενταγιόν μέσα από τη μπλούζα και του το έδειξε. "Αυτό το βρήκα εκεί μέσα... Νομίζω ανήκε στη προγιαγιά μου την Ορτανσία. Είναι πανέμορφο... Δεν έχω ιδέα ποιος της το χάρισε μα είμαι σίγουρη πως θα μάθω!" Ο Ομέρ δεν άκουγε κάτι καινούριο εν μέρη. Ήξερε πως πήγε εκεί για τα σπίτια και για το μενταγιόν μα παρόλα αυτά γύρισε και τη κοίταξε ήρεμα
"Και πως θα μάθεις όσα γίνανε χρόνια πριν Μυρσίνη;" ρώτησε σιγανα
"Έχει μέρες τώρα που βρήκα κάτι μέσα στο οποίο πιστεύω ότι υπάρχουν απαντήσεις. Απλώς με όλα όσα έγιναν δε βρήκα ποτέ χρόνο να το δω..."
"Κάτι; Τι εννοείς;"
"Βρήκα ένα κρυμμένο θαμμένο μέσα στο τοίχο, ημερολόγιο. Δυστυχώς δε πρόλαβα να το διαβάσω... Πάντα κάτι τύχαινε και εκεί που έλεγα να το ανοίξω, το άφηνα..." τα μάτια του αστραψαν σαν τον άκουσε. "Θέλει ηρεμία μια τέτοια στιγμή..."
"Τώρα μου κινησες τη περιέργεια ξέρεις..." Χαριτολογησε "Τι θα έλεγες να πάμε παρέα πίσω , να αλλάξεις, να ανοίξουμε ένα μπουκάλι κρασί και να ταξιδέψουμε μαζί στην ιστορία;" τα έλεγε τόσο όμορφα και εκείνη ένιωσε έναν ενθουσιασμό να τη κατακλύζει.
"Αλήθεια; Εννοώ, δε ξέρω αν επιτρέπεται γιατί ο αδερφός σου είπε πως...."
"Νομίζω τα λόγια του αδερφού μου, δεν επηρεάζουν εμένα αλλά και να με επηρέαζαν, αξίζει το ρίσκο... Λοιπόν;"
"Μα φυσικά.! Λίγη καλή παρέα και θέληση θέλει"
"Βέβαια θα εκτελείς τα χρέη μεταφράστριας..." αστειευτηκε
"Δε πειράζει. Καμία φορά η ιστορία βγαίνει και εκείνη πιο όμορφη σαν προσπαθείς να την εξηγήσεις. Δε συμφωνείς;"
"Απόλυτα.."
Πέντε λεπτά μετά είχαν φτάσει έξω από το συγκρότημα. Ο φύλακας σαν είδε το αμάξι του Ομέρ άνοιξε αμέσως τις πύλες και εκείνος ξέροντας το διαμέρισμα της Μυρσίνης, κατευθύνθηκε προς το πάρκινγκ, και κατέβηκαν.
"Γρήγορα! Η βροχή δυναμώνει!" της είπε σαν βγήκε πρώτος και εκείνη ανοίγοντας τη πόρτα έτρεξε προς το σπίτι με εκείνον αν την ακολουθεί γελώντας.
"Χαλιά γίναμε!" παρατήρησε δείχνοντας τα ρούχα της και γέλασε μαζί του. "Νιώθω άσχημα. Σίγουρα δε θέλεις να πας σπίτι σου να ξεκουραστείς; Ήταν δύσκολη μερα. Μπορούμε να βρεθούμε άλλη φορά..."
"Λίγο νεράκι είναι. Θα στεγνώσει. Πάμε μέσα να αλλάξεις και εγώ θα φροντίσω για τα υπόλοιπα. Καμία φορά μετά από μια τόσο κουραστική μέρα, λίγη καλή παρέα και κουβέντα είναι το καλύτερο βάλσαμο..."
Η Μυρσίνη ξεκλείδωσε και μόλις μπήκαν μέσα, εκείνος εβγαλε το σακάκι και το άφησε στη καρέκλα.
"Πήγαινε να αλλάξεις. Νομίζω ξέρω τα κατατόπια. Εγώ τα οργάνωσα αυτά τα δωμάτια"
"Αλήθεια;"
"Ναι, ήθελα να έχουν κάθε παροχή για τον εργαζόμενο" της είπε πλησιάζοντας το μπαρ "Θα ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί, βάλε ζεστά ρούχα και σε περιμένω" η Μυρσίνη χαμογέλασε τρυφερά και έφυγε σφαίρα στο δωμάτιο. Δεν έβγαζε τίποτα το πονηρό η στάση του έτσι ώστε να αισθανθεί άβολα και ήταν κύριος στις κινήσεις του. Δεν ένιωσε για κανένα λόγο πως κάνει κάτι κακό ή κάτι που δε πρέπει. Εξ αρχής ήταν καλός μαζί της και όσο περνούσαν οι μέρες της έδειχνε ένα πρόσωπο που μέσα σε αυτό έβρισκε έναν σύμμαχο από το πουθενά.
Η φιλία του, ήταν ίσως αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη σε εκείνο το μέρος για να βγάλει τους μήνες που θα ακολουθούσαν.
Άλλαξε ρούχα, έβαλε πιτζάμες και σαν βγήκε τον είδε καθισμένο στο καναπέ.
"Δεν είχα ιδέα πως υπήρχε κρυφός φωτισμός!" απόρησε σαν άφησε το βλέμμα της να γυρίσει το δωμάτιο. Πίσω από κάθε εσοχή στους τοίχους έβγαινε ένα όμορφο γλυκό λευκό φως που έδινε μια ζεστασιά στο χώρο.
"Αυτά είναι μυστικά!" η Μυρσίνη μάζεψε σε ένα απλό κότσο τα μαλλιά της και κάθισε κοντά του στο καναπέ. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν ήδη δύο ποτήρια με κρασί και η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη. Είχε καιρό να νιώσει τέτοια ηρεμία.
"Ακόμα με τα παπούτσια είσαι; Σε παρακαλώ. Βγαλτα να νιώσεις άνθρωπος. Καθαρά είναι κάτω..."
"Μην ανησυχείς. Είμαι εντάξει... Είσαι έτοιμη;"
"Εννοείται!" Η Μυρσίνη εγυρε το κορμί της μέχρι τη συρταριερα δίχως να σηκωθεί και τραβώντας το πρώτο συρτάρι έβγαλε από μέσα το ημερολόγιο. Το κράτησε και του το έδειξε. "Δεν είναι πανέμορφο; Σε πιάνει μια γλυκιά αίγλη στις σκέψεις πως κάποτε αυτό το άγγιζαν άλλα χέρια... Μιας άλλης εποχής..."
"Πράγματι είναι όμορφο... Ορτανσία είπες έτσι; Βλέπω έχει και τα αρχικά επάνω"
"Ναι... Όπως το μενταγιόν" η Μυρσίνη βολεύτηκε καλύτερα στο καναπέ. Ήταν γωνιακος οπότε προτίμησε να καθίσει πλάι του, στη γωνία για να κοιτάζουν και οι δύο. "Δεν καταλαβαίνεις μα θα σου τα μεταφράζω στα αγγλικά εντάξει;" είπε δείχνοντας του τη πρώτη σελίδα
"Όμορφη γραφή πάντως. Περίεργη θα έλεγα... Μοιάζει με αραβικά. Ίσως ελαφρώς πιο αιχμηρή στις άκρες..."
"Τα γράμματα είναι άλλης εποχής. Μη νομίζεις πως και εγώ τα διαβάζω εύκολα. Στο ημερολόγιο που έχουμε στην Αθήνα , η γραφή διαφέρει ελαφρά. Ειναι πιο προσιτή. Υποθέτω μεγάλωσε και άρχισε να γράφει διαφορετικά..."
"Έχεις κι άλλο ημερολόγιο;"
"Ναι. Ούτε για αυτό ήξερα. Το είδα πριν το ταξίδι. Σκοπεύω όμως να το διαβάσω και εκείνο μόλις επιστρέψω. Η μαμά μου είπε πως αρκετές σελίδες είναι σκισμένες... Πως η γιαγιά μου πέρασε τόσο μεγάλες δυσκολίες που σαν αυτοκτόνησε ο παππούς δεν αντέχει να τα διαβάζει και τα έκοψε..."
"Αυτοκτόνησε;" απόρησε αμέσως
"Δε ξέρω το λόγο... Μα είμαι σίγουρη πως κρύβεται εκεί μέσα. Ίσως όμως καταφέρω να μάθω αρκετά πράγματα από αυτό εδώ..."
"Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος δεν αυτοκτονεί... Υποθέτω αυτό το κρατούσε εδω και το άφησε κατά την καταστροφή;"
"Μάλλον... Και δε θα σου κρύψω πως έχεις δίκιο... Γιατί να δώσει τέλος στη ζωή της αφήνοντας πίσω δύο παιδιά; Έχω ακούσει να λένε πως ήταν έγγυος και στο τρίτο όταν αυτοκτόνησε..."
"Μήπως ένιωθε τύψεις για κάτι;"
"Δεν έχω ιδέα... Ξεκινάμε;"
Τσουγκρισαν τα ποτήρια τους , ήπιαν λιγάκι και η Μυρσίνη ξεκίνησε επιτέλους να διαβάζει...
Από τις πρώτες κι όλας σειρές αποκαλύφθηκε μπρος στα μάτια τους ένας άντρας. Ένας Τούρκος για την ακρίβεια και η Μυρσίνη σκουντηξε τον Ομέρ απαλά. Εκείνος έδειχνε βυθισμένος στη φωνή της. Την άκουγε με απίστευτη προσήλωση και κρεμόταν από τα χείλη της. Σαν του διάβασε τις δύο πρώτες σελίδες έκανε μια παύση.
"Τελικά ο έρωτας δεν κοιτάζει εθνικότητα ούτε και θρήσκευμα. Πόσο τρανταχτό παράδειγμα θεέ μου... Απορώ όμως τι να απέγινε αυτός ο άντρας. Ξέρω πως ήταν παντρεμένη με έναν Έλληνα..." Ο Ομέρ σφίχτηκε κάπως. Η Μυρσίνη ήταν τόσο αθώα και έβλεπε τόσο γλυκά τον έρωτα τους. Δεν είχε ιδέα για τίποτα από όσα έγιναν...
Η Ορτανσία εξέφραζε την αγάπη της προς το Οζούλ με κάθε τρόπο. Από το πως σήκωνε το βλέμμα του πάνω της , τη προσέγγιση που της έκανε ακόμα και το πώς ενέδωσε στον έρωτα και παραδέχθηκε πως για εκείνον, θα έκανε τα πάντα...
Η μία σελίδα διαδέχονταν την άλλη και οι εξελίξεις ανάμεσα τους ήταν καταιγιστικες.
"Μα πως είναι δυνατόν να ήταν τόσο κακια η μάνα της;" απόρησε η Μυρσίνη διαβάζοντας ένα σημείο μέσα στο οποίο η Ορτανσία παραπονιόταν για το τρόπο που μιλούσε στους απέναντι γείτονες και τη μητέρα του Οζούλ. "Ξέρω πως ήταν πρόγονος μου κι εκείνη μα ειλικρινά , νομίζω πως ήταν κακός άνθρωπος..."
"Δε φοβάσαι να το παραδεχθεις έτσι;" τη ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε περίεργα
"Γιατί να φοβάμαι; Δεν είναι όλοι οι πρόγονοι μας καλοί και ούτε όλοι αξίζουν τα εύσημα! Σίγουρα αν είσαι κακός, είσαι κακός και αυτό δεν αλλάζει το αίμα στις φλέβες σου... Ντρέπομαι για αυτή τη γυναίκα..." Το βλέμμα του άλλαξε. Είχε χαμηλώσει τα βλέφαρα του και έμοιαζε θαρρείς και έχει μπροστά του ένα πίνακα σε κάποιο μουσείο που τον επεξεργάζεται αλλά και τον θαυμάζει συνάμα.
"Να βάλω λιγάκι ακόμα;" ρώτησε δείχνοντας τα άδεια τους ποτήρια
"Και δε βάζεις; Οφείλω να ομολογήσω πως η βραδιά είναι πραγματικά όμορφη και σε ευχαριστώ για αυτό. Ποιος θα μου το έλεγε πως θα βρισκόμουν σε ένα σπίτι σε μια ξένη χώρα με ένα άντρα που ελάχιστα γνωρίζω , θα πίνω κρασί και θα διαβάζω το ημερολόγιο της προπρογιαγιας μου..." χαριτολογησε
"Για αυτό, ποτέ μη λες ποτέ... Σήμερα ζεις μια ζωή και αύριο αλλάζουν όλα... Μέσα σε μια μόνο στιγμή..."
"Έχεις δίκιο... Κοίτα τι λέει εδώ!" του έδειξε το ημερολόγιο ενθουσιασμένη με το ποτήρι στο χέρι θαρρείς και καταλάβαινε "Η Ορτανσία δέχθηκε απειλή και από τη δική του μάνα... Αχ πόσο τρομερό..."
"Έτσι λέει;"
"Ναι! Να εδώ!" η Μυρσίνη του μετέφρασε τη σελίδα μέσα στην οποία , η Ζηλό είχε πλαγιάσει στην αγορά την Ορτανσία και της ζήτησε να μείνει μακριά από το γιο της. Της είπε πως είναι δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι και πως η κοινωνία δε συγχωρεί τέτοιες ενώσεις... "Απίστευτο. Παρόλα αυτά όμως, και πάλι της μίλησε γλυκά. Πρέπει να αγαπούσε πολύ το γιο της..."
Ο Ομέρ κατέβασε το κρασί μονοκοπανια
"Τι λέει παρακάτω;" Ρώτησε και εκείνη συνέχισε να διαβάζει
"Η Ορτανσία έγραψε πως ήταν διατεθειμένη να δεχθεί κάθε συνέπεια και να κλεφτει μαζί του... Έκανε όνειρα... Τα όνειρα της είναι όλα γραμμένα. Ήθελε να κάνουν παιδιά. Πολλά παιδιά... Να φύγουν μακριά σε ένα κόσμο που κανένας δε θα ήταν ικανός να τους κρίνει και θα ήταν αγαπητοί από τη κοινωνία. Και εδώ... Αχ!" Η Μυρσίνη σταμάτησε για μια στιγμή "Της είχε χαρίσει μια καταπράσινη εσάρπα... Της είπε πως τα γαλάζια της μάτια ήταν ο ουρανός , η εσάρπα το λιβάδι και η μυρωδιά του ονόματος της, το γέμιζε με λουλούδια... Πόσο όμορφα της μίλαγε θεέ μου... Τέτοιοι άντρες δεν υπάρχουν πια..." σχολίασε λυπημένη κι εκείνος έπιασε το ημερολόγιο και το τράβηξε από τα χέρια της.
"Ο άντρας σου δεν σου μιλάει έτσι; Μόνη σου είπες πως δεν μπορείς να κρίνεις έναν ολόκληρο λαό από τα λάθη ενός ατόμου. Γιατί λοιπόν βάζεις στο ίδιο τσουβαλι όλους τους άντρες;" τη ρώτησε γεμίζοντας ξανά τα ποτήρια τους.
"Έχεις δίκιο. Τα λόγια μου μόλις γύρισαν κατά μου..." είπε αφήνοντας ένα διαφορετικό χαμόγελο στον αέρα και αναστεναξε πίνοντας το κρασί της
"Γιατί κάτι μου λέει πως δεν είσαι ευτυχισμένη; Με συγχωρείς αν πατάω ευαίσθητες χορδές και ίσως γίνομαι απρεπης με την ερώτηση μου..."
"Δεν είναι αυτό... Είναι μεγάλη ιστορία ..."
"Είμαι όλος αυτιά και έχουμε μισό μπουκάλι ακόμα..." χαριτολογησε και εκείνη πιάνοντας αγκαλιά το ποτήρι της, βολεύτηκε στο καναπέ και άρχισε να του εξιστορεί τη γνωριμία της με το Σωτήρη και τη ζωή τους...
*******
Όλα ήταν πάλι στη θέση τους όμορφα τακτοποιημένα και αυτή τη φορά, είχε ανοίξει και την εφημερίδα του. Η Μπαχάρ έτρωγε αμέριμνη το πρωινό της μιλώντας με τη μητέρα της στο τηλέφωνο και έξω είχε κοπάσει η βραδινή μπόρα. Ο αέρας όμως που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα, μύριζε γη... Βρεγμένη γη... Μια μυρωδιά που ο Γιαμάν αγαπούσε από παιδάκι.
Ένιωσε το βομβητή στη ζωνη του να χτυπάει και σαν είδε τον αριθμό παραξενεύτηκε. Πήρε το κινητό και τον κάλεσε πίσω.
"Τι συμβαίνει Φαρίς;"
"Καλημέρα κύριε Ισίκ. Όλα καλά. Απλώς παρατήρησα κάτι περίεργο χθες μα ήταν αργά και δεν ήθελα να ενοχλήσω"
"Περίεργο; Στο συγκρότημα;"
"Ναι... Κατά τη διάρκεια της μοίρας έφτασε το αυτοκίνητο του αδερφού σας..." Η εφημερίδα έπεσε πάνω στο πιάτο του και ο Γιαμάν σηκώθηκε και πήγε αμέσως προς το παράθυρο
"Και;"
"Έφερε τη δεσποινίς Ασλάνογλου..."
"Μάλιστα..."
"Το θέμα είναι πως έμεινε εδώ όλη τη νύχτα..." οι γροθιές του Γιαμάν έσφιξαν μονομιάς
"Είχαν δουλειές Φαρίς. Αυτό είναι όλο;" ρώτησε σφιγμένος
"Ναι κύριε. Με συγχωρείτε μα μου ζητήσατε πλήρη αναφορά στο ποιος βγαίνει και μπαίνει στο συγκεκριμένο διαμέρισμα και δεν είχα ιδέα πως..."
"Έπραξες σωστά Φαρίς. Ειναι ακόμα εκεί;"
"Μάλιστα κύριε..."
"Καλώς. Σε ευχαριστώ" ο Γιαμάν έκλεισε το τηλέφωνο και άρπαξε αμέσως το σακάκι του
"Τι συμβαίνει αγάπη μου;" ρώτησε Μπαχάρ κατεβάζοντας το ακουστικό
"Τίποτα. Πρέπει να φύγω. Θα σε δω το απόγευμα γλυκιά μου" της είπε βιαστικά και αρπάζοντας τα πράγματα του, έφυγε σαν σίφουνας...
🙄🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top