Κεφάλαιο 21°

°°Δεν είναι εκδίκηση...
Είναι η ηθική ικανοποίηση πως οι πληγές που άνοιξαν κάποτε , θα ανοίξουν παλι... Είναι η στιγμή που το παρελθόν θα βρεθεί με ένα παρόν πολύ απλά για να ικανοποιήσει τον ακόρεστο ετων... Πρόσεχε ομως... καμία φορά οι πληγές ανοίγουν από εκεί που δεν τις περιμένεις ακόμα και σε σενα... °°

Σμύρνη Τέσσερις μέρες πριν...

Το μπαρ που υπήρχε στο δωμάτιο του φιλοξενούσε κάθε λογής ποτό μα εκείνος επέλεξε το στυφό του Μπρούσκο.
Τα νέα που έφτασαν στο γραφείο το πρωί άλλαξαν μέσα σε μόνο στιγμή ολόκληρη τη κοσμοθεωρία του. Γκρέμισαν μια ζωή στρωμένη σε κάθε τομέα. Όσο στρωμένη μπορεί να λέγεται μια ζωή έχοντας μια κερδοφόρα επιχείρηση, ώντας ένας από τους δέκα καλύτερους επιχειρηματίες της Τουρκίας ολόκληρης, σπίτια, αυτοκίνητα, γυναίκα... Αυτό θεωρούσαν όλοι το κλειδί της επιτυχίας και με αυτό βάδιζε και ο ίδιος χρόνια τώρα.
Η Μπαχάρ είχε ήδη αποκοιμηθεί στη κύρια κρεβατοκάμαρα μα εκείνος αντί να την ακολουθήσει χώθηκε σε ένα άλλο δωμάτιο. Και οι δύο είχαν από μια ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα όπως και οι περισσότερες εύπορες οικογένειες της τάξης τους.

Πήρε το ποτήρι, κάθισε στο μεγάλο του γραφείο και χαμήλωσε το φωτισμό. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως δε θα έφτανε ποτέ αυτή η ώρα αλλά να που τελικά είχε φτάσει. Ο Γιαμάν τήρησε την υπόσχεση που έδωσε στο πατέρα του χρόνια πριν και πλέον ήταν έτοιμος.
Άνοιξε το τελευταίο συρτάρι, έβγαλε από μέσα το μπαούλο και το άφησε μπροστά του. Ήπιε λιγάκι από το κρασί και αφήνοντας το να σβήσει πάνω στα χείλη του, πίεσε τις ασημένιες κλειδαριές και το ξεκλείδωσε.
Όλα ήταν στη θέση τους...
Το ξεραμένο ματωμένο πουκάμισο, τα φυλαχτά, το γράμμα...
Ένα γράμμα που όσο κι αν ήθελε να ανοίξει δε το έκανε μα τώρα ήρθε η ώρα.
Έβαλε το χέρι μέσα και το πήρε. Ο φάκελος είχε αποκτήσει ένα κίτρινο χρώμα και η κόλλα που τον κρατούσε κλειστό, άνοιξε μονομιάς σαν πέρασε από μέσα τα δάχτυλα του...
Η διευθύντρια προσωπικού στο παράρτημα στην Αθήνα με ενημέρωσε πως υπάρχει άτομο για τη θέση του αξιολογητή, και μαντεψε...
Λέγεται Ασλάνογλου...
Μυρσίνη Ασλάνογλου...
Θυμήθηκε τα λόγια του Ομέρ και ξεφυσησε δυνατά.
Τόσο το όνομα όσο και το επίθετο είχαν μεγάλο αντίκτυπο στον ίδιο...
Πως θα μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει εκείνη τη γυναίκα δύο χρόνια πριν στο γάμο του Κενάν;
Μια γυναίκα που ποτέ δε θέλησε να μάθει το επίθετο της αλλά ούτε και ξέχασε το ονομα της... ούτε αυτό, αλλά ούτε και εκείνη τη μυρωδιά του αρώματος της. Ήταν η πρώτη και τελευταία του αμαρτία...
Ήταν ο λόγος που πάτησε τον όρκο που έδωσε στη Μπαχάρ σαν την αρραβωνιάστηκε. Ίσως δεν ήταν ακόμα παντρεμένοι τότε μα ακόμα και ο αρραβώνας είχε μεγάλη βαρύτητα και εκείνος ήξερε καλά το ατόπημα του.
Ήξερε καλά πως εκείνη η στιγμή αδυναμίας θα στοιχειώνει πάντοτε τις σκέψεις του μα δεν κατάφερε να κρατηθεί. Ήταν σαν να τον ρουφούσε εξολοκλήρου από τη πρώτη στιγμή που την είδε μπροστά του. Μα αυτό ήταν...
Μια νύχτα...

Έβγαλε κάθε σκέψη από το μυαλό πως ίσως υπάρχει κάποια σύνδεση σαν άκουσε το όνομα και πιστεύοντας πως πρόκειται για συνωνυμία, άνοιξε το γράμμα.

-Εύχομαι μια μέρα να μην υπάρχει ούτε ένας ζωντανός από αυτή την οικογένεια...-

Από τις πρώτες κι όλας λέξεις ο Γιαμάν ένιωσε τη θερμη του κορμιού του να αυξάνεται και πιάνοντας το κρασί, το ήπιε μονοκοπανια.

-Σημερα έθαψα τη μάνα μου... Τη γιαγιά σας... Ίσως ακόμα δεν έκανα παιδιά μα αν με αξιώσει ο Θεός θα κάνω και όσα είναι να πω , θέλω να τα ξέρετε από εμένα τον ίδιο...
Έξι μήνες πριν, έφτασα στην ακροθαλασσιά και είδα το ίδιο μου το αίμα διαμελισμένο... Το μικρό μου αδερφό... Τον μοναδικό που είχα...
Το μένος με το οποίο τον μαχαίρωσαν δεν είχε τελειωμό. Πενήντα μαχαιριές διασκορπισμένες σε κάθε σημείο του σώματος του. Ήταν τόσο βαθιές που το κορμί του κόπηκε στα δύο...
Μα ούτε αυτό τους ήταν αρκετό...
Ξερίζωσαν τα ματάκια του και ποτέ δεν τα βρήκαμε... Είδα τη μάνα μου να τον πλένει και να παρακαλάει το Θεό να γυρίσει πίσω το χρόνο...
Δεν τα βάζω με τους Έλληνες...
Ποτέ δε τα έβαλα. Ποτέ πριν δεν με πείραξε κανένας όσο κι αν μας έβλεπαν με μισό μάτι στη γειτονιά.
Τα βάζω όμως με την οικογένεια που σακατεψε τη ψυχή μου.
Πήραν τα μάτια του για λάφυρο είπαν...
Μα ποιος άνθρωπος αντέχει να το κάνει αυτό;
Ασλάν σημαίνει λιοντάρι...
Και σαν λιοντάρια τον κατασπάραξαν...
Εύχομαι κάθε Ασλάνογλου σε αυτή τη γη να βρει το πιο φριχτό και μαρτυρικό θάνατο... Τίποτα δεν έκανε ο αδερφός μου παρά αγάπησε...
Ποιον σκοτώνει για την αγάπη;
Τον είχα ακούσει...
Έδωσε ραντεβού με την Ορτανσία πίσω από το παλιό αρχοντικό κοντά στο λιμανάκι για να τη κλέψει... Εκείνος ήθελε να πάει από το σπίτι της μα εκείνη επέμενε πως ήταν επικίνδυνο...
Έλα όμως που είχε άλλα σχέδια από ότι φάνηκε... Δε ξέρω γιατί τον πρόδωσε...
Θα τον άφηνα... Τον άφησα...
Αφού την αγαπούσε ας την έκλεβε και εγώ θα ήμουν πλάι τους...
Μα δεν έγιναν έτσι τα πράγματα...
Ακόμα θυμάμαι τη χαρά στα μάτια του μια χαρά που έσβησε μονομιάς σαν του την έπεσαν οι δικοί της...
Κι αυτή; Αυτή αρραβωνιάστηκε με δόξα και τιμή την ίδια κι όλας μερα!
Πως είναι δυνατόν;
Τόση ήταν η αγάπη της;
Στο χώμα έβαζα τον Οζούλ εκείνη τη στιγμή κι αυτοί με ταμπούρλα και όργανα, γιόρταζαν τα αρραβωνιάσματα...
Μα τώρα όλα βγάζουν νόημα...
Η στάση της μάνας της, η περιφρόνηση...
Ήθελαν απλά να μας κατασπαράξουν...
Να μας διώξουν από τη γειτονιά.
Να μας καταστρέψουν...
Μια γυναίκα που αγαπά, σαν μάθει πως σφαξανε τον αγαπημένο της, βρίσκει το πιο ψηλό βουνό και πέφτει μαρτυρώντας την αγάπη της...
Τίποτα δεν ήταν...
Απλά ο τρόπος για να μας πονέσουν περισσότερο.
Τα φυλαχτά τα κράτησα μόνο και μόνο γιατί κάθε φορά που τα κοιτούσα ήταν σαν να ζωντανευε ο αδερφός μου μπρος στα μάτια μου. Χαμογελαστός...
Να τρέχει πέρα δώθε να προλάβει και να μην έχει ιδέα πως ξέρω το λόγο...
Με θεωρώ υπεύθυνο που δεν τον ακολούθησα ως το τέλος...
Που να πιστέψω όμως πως θα πέσει από τα ίδια τους τα χέρια;
Πάνε όλα...
Η μάνα μου είναι κάτω από το χώμα...
Ο αδερφός μου το ίδιο...
Κι εκείνοι έφυγαν με τις βάρκες και ζούνε τη ζωή τους...
Όρκο δίνω πως για όσο ζω αν κάποιος πατήσει το πόδι πίσω , να του το κόψω...
Αν πεθάνω, εσείς θα είστε τα χέρια μου...
Ειναι μίσος; Πολύ ....
Πόνος και παράπονο μαζί!
Λαχτάρα το έχω να μου δωθεί η ευκαιρία να τους κοιτάξω κατάματα και να τους δω να σέρνονται...
Έφυγαν και άφησαν πίσω ένα μαγαζί και ένα σπίτι...
Κάποια μέρα θα επιστρέψουν για αυτά. Αυτή η οικογένεια είναι αχόρταγη...
Αν τα μάτια μου με προδώσουν, σακατεψτε τους...
Με κάθε τρόπο...
Όχι για μένα...
Μα για εκείνον...
Για έναν άντρα που αγάπησε και πέθανε από την αγάπη του...
Το αίμα που κυλάει στις φλέβες τους δεν αλλάζει...
Μην αφήσετε ποτέ κανέναν τους να έρθει στο διάβα σας και να φύγει άρτιος...

Αφήνω αυτο το γράμμα για να ανοιχτεί στη περίπτωση που τολμήσουν και πατήσουν πάλι το πόδι τους εδώ...
Αυτή ήταν η ιστορία του Οζούλ, του αδερφού μου...
Έξι χρόνια πριν το θάνατο του, ο πατέρας μου βρέθηκε πνιγμένος στο ίδιο λιμανάκι...
Δεν είχαμε εγκατασταθεί ακόμα εκεί μα ήταν το μόνο στη περιοχή...
Τότε νομίζαμε πως ήταν ατύχημα μα ο διάολος έχει πολλά ποδαρια...
Σαν έφυγαν και έψαξα το σπίτι τους βρήκα κακά μαντάτα...
Μια αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό ήταν χωμένη σε ένα μπαουλακι στη κρεβατοκάμαρα τους...
Ποτέ δε θα μάθω υποθέτω πως βρέθηκε εκεί, μα δε χωράει αμφιβολία πως τον έφαγαν...
Ποτέ δε τόλμησα να το πω στη μάνα μου...
Μα το λέω σε εσάς...
Ορφανεψα εξαιτίας τους...
Ειναι καταραμένοι...
Όπου πάνε σπέρνουν θάνατο...

Εκείνη η γυναίκα αγαπήθηκε όσο τίποτα από τον αδερφό μου...
Ήταν έτοιμος να απαρνηθεί ακόμα και τον ίδιο το Θεό για εκείνη...
Να προβεί στη μεγαλύτερη αμαρτία...
Πως το άντεξε η καρδιά της να τον σβήσει τόσο απλά;
Και γιατί από όλους τους Τούρκους στη γειτονιά είχαν μέσα εμάς τόσο μένος;
Η μάνα της σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να ισοπεδώσει τη μάνα μου... Ούτε αυτό δε λόγαριασε ο Οζούλ και συνέχισε να τρέχει πίσω από τα φουστάνια της...
Μα τόση ήταν η αγάπη της τελικά...
Σαν πέθανε , τον αντικατέστησε αμέσως...
Για αυτό σας λέω...
Μακριά τους...
Μείνετε μακριά τους!
Κι αν τολμήσουν να έρθουν εκείνοι κοντά, βγάλτε τα δόντια σας!
Βγάλτε το βάρος από τη ψυχούλα μου για να αναπαυθω επιτέλους ήρεμος....
Κι εγώ, και ο αδερφός μου, ο πατέρας μου αλλά και η μάνα μου...
Επέζησα για κάποιο λόγο και αυτός ο λόγος είναι για να αποδώθει κάποια στιγμή δικαιοσύνη για όλα τους τα εγκληματα...
Αν εμείς πρέπει να γίνουμε δικαστές, θα γίνουμε!-

Έκλεισε το γράμμα και κοίταξε το μπουκάλι με το κρασί απέναντι του.
Τόσα χρόνια πίσω και ποτέ δεν έμαθε πραγματικά όλα όσα έγιναν ...
Τρεις άνθρωπο έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας αυτής της οικογένειας και αν το είχε μοίρα να τελειώσει αυτό το κακό από το δικό του χέρι, θα το έκανε...
Οι εποχές άλλαξαν αλλά οι άνθρωποι παρέμεναν ίδιοι σωστά;
Αν ήθελαν να διεκδικήσουν τα εδάφη τους, θα έβρισκαν μπροστά τους σίγουρα ένα τοίχο... Ένα τοίχο δίχως ρωγμές και με γερά θεμέλια...
Ένα τοίχο που θα φρόντιζε να τους τα πάρει όλα, να εξευτελίσει όποιον τολμούσε να διεκδικήσει κάτι δικό τους και να τους στείλει στον αγύριστο...


********

Παρόν

"Επιτέλους κάποιος υπεύθυνος εδώ!" αναφώνησε ο Σωτήρης σαν τον άκουσε να ανακοινώνει πως είναι το αφεντικό της και ο Γιαμάν τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω πίσω από τα μαύρα του γυαλιά. "Ήρθα να αναλάβω κύριε τη θέση που ζητήσατε!"

"Σωτήρη θα βγάλεις το σκασμό επιτέλους;!" αναφώνησε η Μυρσίνη χάνοντας τη ψυχραιμία της ενώ την ίδια στιγμή άρχισε να τρέμει ολόκληρη

"Εσύ..." Ο Γιαμάν έβγαλε τα γυαλιά του και τη κοίταξε απευθείας αδιαφορώντας για το Σωτήρη "Στο γραφείο μου.. Τώρα!" τόνισε τη τελευταία του λέξη και τους προσπέρασε.

"Ούτε σημασία μου έδωσε! Ωραίο αφεντικό!" σχολίασε ο Σωτήρης στα ελληνικά και η Μυρσίνη ένιωσε να χάνεται.

"Κάτσε εδώ και κλείσε επιτέλους  το ρημαδι σου μέχρι να επιστρέψω!" γρυλισε δείχνοντας του ξεκάθαρα τα δόντια της και εκείνος μαζεύτηκε μονομιάς.

Η Μυρσίνη έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στον Ομέρ ο οποίος της έκανε νόημα να να προλάβει το ασανσέρ και εκείνη δίχως άλλο, παράτησε το Σωτήρη και έτρεξε πίσω από το Γιαμάν.
Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, έβαλε το χέρι της , τις άνοιξε και μπήκε μέσα.
Στεκόταν σιωπηλός στη μέση ακριβώς δίχως να τη κοίτα και μόλις έκλεισαν, πάτησε το κουμπί για το τελευταίο όροφο και συνέχισε να κοιτάζει ευθεία.
Έδειχνε πελώριος πλάι της και ήταν τόσο φορτισμένη η στιγμή, τόσες οι σκέψεις και τόσα πολλά αυτά που ταλαιπωρούσαν το μυαλουδακι της  που στάθηκε ανήμπορη να αντιδράσει.
Ο ήχος ότι έφτασαν στον όροφο έσπειρε τρόμο στα μέσα της ενώ σαν βγήκαν στο διάδρομο και περπάτησαν προς το γραφείο, δεν είχε ιδέα τι να περιμένει. Ούτε καν πως να σταθεί μπροστά του.
Ήταν εκείνο το "Δε θα σε ξαναδώ ποτέ.." που σαν σφυρί κοπανουσε το κεφάλι της πέρα δώθε... Η τραγική ειρωνεία της ζωής που φυσικά σαν ένα μαύρο σύννεφο την ακολουθούσε παντού.

Φτάνοντας στο γραφείο, ο Γιαμάν μπήκε πρώτος. Κράτησε τη πόρτα μέχρι να εισέλθει και εκείνη και μόλις μπήκε ,την έκλεισε και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.
Η Μυρσίνη ξεροκαταπιε μόλις εστίασε επιτέλους στα μάτια της.
Ήταν μόνοι, σε ένα δωμάτιο χωρίς κανέναν τρίτο... Ήταν σίγουρη πως δε θα έβγαινε σε καλό. Πόσο μάλλον συρτά από όσα προηγήθηκαν στο λόμπι.

"Καταρχάς δεσποινίς Ασλάνογλου, εδώ μέσα δεν είμαστε παιδότοπος αλλά ούτε και λουνα παρκ!" είπε αξαφνα "Δεν με απασχολεί ποιος είναι ο κύριος στη ρεσεψιόν μα αν επαναληφθεί τέτοια συμπεριφορά εντός της εταιρείας, θα υποστείτε εσείς τις συνέπειες!"

"Με.. με συγχωρείτε... Δεν είχα ιδέα..." προσπάθησε να δικαιολογηθει βλέποντας τη ψυχρή του στάση . Ο Γιαμάν δεν αναφέρθηκε καν στο παρελθόν αλλά ούτε το βλέμμα του την άφησε να νιώσει έστω κάτι. Σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτή η νύχτα. Σαν να την είχε διαγράψει και είχε μπροστά του μια γυναίκα εντελώς ξένη.

"Δε μου αρέσει οι υπάλληλοι μου να μασάνε τα λόγια τους. Είχα την εντύπωση πως η συστατική σας ήταν εξαιρετική!"

"Είναι!" είπε ελαφρώς πιο δυνατά και εκείνη θέλοντας να υπερασπιστεί τον εαυτό της

"Και αυτό το τσίρκο που είδα στην είσοδο τι ακριβώς ήταν δεσποινίς; Φανταστείτε να έμπαινα με κάποιον πελάτη μέσα! Έχετε ιδέα τι θα γινόταν;"

"Χίλια συγνώμη για αυτό κύριε Ισίκ..." τον αποκάλεσε με το επίθετο του μα ακόμα κι αν έδωσε έμφαση ο Γιαμάν συνέχισε να είναι απαθής.

"Δε συνηθίζω να δίνω δεύτερες ευκαιρίες..." αποκρίθηκε σοβαρός "Μα θα το κάνω γιατί σας σύστησε η Αλεξάνδρα. Να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο! Επίσης ενημερώστε το κύριο πως εδώ ψάχνουμε σοβαρούς εργαζόμενους. Και δυστυχώς η θέση έχει ήδη καλυφθεί! Έγινα σαφής;"

"Μα... Μάλιστα!" 

"Είστε ελεύθερη" η καρδιά της έχασε ένα χτύπο και έκανε μεταβολή για να φύγει

"Α! Για μισό λεπτό..." στο άκουσμα της φωνής του έμεινε κάγκελο με το πόμολο στο χέρι "Στο σπίτι που σας δόθηκε , μένετε αποκλειστικά εσείς σαν προσωπικό και μόνο εσείς! Είτε λοιπόν θα μείνετε εκεί και θα κλείσετε κάποιο δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο για τον επισκέπτη σας, είτε μπορείτε κάλλιστα να φύγετε και εσείς από το σπίτι..." Ο Γιαμάν έκανε μια παύση και εκεί που ήταν έτοιμη να γυρίσει την αποτελείωσε "Βέβαια, αν φύγετε από το σπίτι που σας παρέχει η εταιρεία αυτόματα υπογράφετε και την απόλυση σας..." στο άκουσμα η Μυρσίνη γύρισε απότομα και τον κοίταξε αλλά εκείνος είχε ήδη καθίσει στο γραφείο "Τελειώνετε δεσποινίς. Έχω δουλειά!" συνέχισε χωρίς να της ρίξει ούτε βλέμμα και εκείνη άνοιξε τη πόρτα εμφανώς αναστατωμένη και έφυγε...

🙄🙄🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top