Κεφάλαιο 20°

°°Οι πολλές φανφάρες ώρες ώρες περισσεύουν... Οι απλές φράσεις είναι και οι πιο σωστές.... Μα όλα έρχονται από εκεί που δε θα περιμένεις....°°

"Κοίτα εδώ χάλι!" Η Στεφανία έσκυψε και μάζεψε από κάτω ένα παντελόνι.
"Θα μπορούσε να του αφήσει οδηγίες τουλάχιστον..."

"Το οδηγίες μωρέ ;" αποκρίθηκε η Φωτεινή "Νομίζω αυτά πρέπει να τα ξέρει! Στα άπλυτα ήταν να βάλει το παντελόνι!"

"Εμ, εγώ τον έμαθα ότι βγάζει να το μαζεύω. Τέλος πάντων... Έλα να συμμαζέψουμε και να πιάσουμε φαγητό και ύστερα να..." Η Στεφανία μιλούσε μα η Φωτεινή είχε μείνει ακίνητη πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Κρατούσε στα χέρια ένα χαρτί και σαν είδε η Στεφανία πως τζαμπα μιλάει, τη πλησίασε "Τι είναι τούτο πάλι; Μη διαβάζεις τα προσωπικά των παιδιών μωρέ Φωτεινή!" τη μάλωσε ελαφρώς και η Φωτεινή γύρισε και τη κοίταξε με ύφος

"Έφυγε..."

"Ποιος έφυγε;"

"Ο γιος σου"

"Ο γιος μου; Το ξέρω πως έφυγε. Αφού δουλεύει το πρωί..."

"Ποια δουλειά...; Κοίτα εδώ!" Η Φωτεινή της έδωσε το σημείωμα και εκείνη έμεινε να το διαβάζει έκπληκτη

Ξέρω πως δε θα με αφήνατε να πάω μα δε τη παλεύω. Μάνα, συγνώμη αλλά αυτή η δουλειά δε κάνει για μένα. Προτιμώ να πάω και να γίνω γραμματέας της Μυρσίνης! Αν σας περίμενα δε θα με αφήνατε οπότε έφυγα με το πρώτο αεροπλάνο

"Δεν είναι δυνατόν!" Αναφώνησε η Στεφανία

"Κι όμως..."

"Δε γίνεται να έφυγε από τη δουλειά! Θεουλη μου... Ρεζίλι!"

"Τι να σου πω βρε Στεφανία μου..."

"Είναι δυνατόν να μη μπορούσε; Και ποτε έφυγε;! Το πρωί που τον πήρα ήταν στη δουλειά;!"

"Μήπως να κάνεις ένα τηλέφωνο να δεις μήπως έγινε κάτι; Ίσως ο Κώστας σου πει. Στο δικό του τμήμα δεν μπήκε...;"

Η Στεφανία έβγαλε το κινητό της και τον κάλεσε δίχως ενδοιασμους αμέσως.

"Κώστα;"

"Θα σε έπαιρνα και εγώ μόλις τελειώναμε! Χαρά στο γιο σου! Μας κρέμασε και σηκώθηκε και έφυγε πριν καμιά ώρα!"
Η Στεφανία χλωμιασε
"Είχαμε δύο άτομα για τις θέσεις και τους έφαγα τα αυτιά να βάλω το γιο σου και αυτός με τη πρώτη δυσκολία τα παράτησε όλα! Με υποχρεωσες!"

"Κώστα εγώ..."

"Τέλος πάντων. Σου χρωστούσα χάρη μα πάει τελείωσε! Ρεζίλι των σκυλιών έγινα! Και τι του ζήτησαν; Να κάνει μια απλή ταξινόμηση και εκείνος άρχισε να φωνάζει πως δεν ήρθε στο γραφείο για να κανει τέτοιες δουλειές! Ξεφτίλα έγινα!"

"Χίλια συγνώμη δε..." Ο Κώστας της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα και η Στεφανία έμεινε παγωτό να κοιτάζει τη Φωτεινή...

*******

"Νομίζω αυτό ήταν από τα χάλια... Πως ριι δυνατόν να ζητάνε διακόσιες χιλιάδες λίρες για ένα σπίτι σαράντα τετραγωνικών;" Η Μυρσίνη έβαλε στη κόκκινη στήλη το ακίνητο και έπιασε ένα άλλο έγγραφο. "Αυτό μάλιστα... Χμ... Αρκετά υποσχόμενο. Βέβαια οι τοίχοι χρήζουν ανακαίνισης...Θα πρέπει σίγουρα να ελεγχθούν και τα υδραυλικά. Αν όλα έχουν θέμα, η τιμή πρέπει να πέσει αλλά η περιοχή παρόλα αυτά είναι αρκετά καλή για την επένδυση" τοποθέτησε το συγκεκριμένο στη μπλε στήλη και συνέχισε.
Η δουλειά έδειχνε να βγαίνει εύκολα σε γενικά πλαίσια κι ας είχε μείνει ως αργά τη προηγούμενη. Βέβαια όπως αποδείχθηκε ο χρόνος σαν επέστρεφε ήταν λιγοστος αλλά άξιζε. Στο πρώτο της ρεπό είχε αποφασίσει να πάει κάπου ήρεμα για καφέ, να πάρει και το ημερολόγιο που δε κατάφερε ποτέ να αρχίσει και να χαλαρώσει.
Τοποθέτησε άλλα δύο έγγραφα στη κόκκινη λίστα όταν είδε το λαμπάκι του τηλεφώνου να ανάβει. Στο μικρό πλαίσιο έγραφε γραμματεία και το σήκωσε παραξενεμένη

"Παρακαλώ;"

"Δεσποινίς Ασλάνογλου;"

"Τι συμβαίνει;"

"Ένας κύριος είναι εδώ και εικάζει πως είναι ο αρραβωνιαστικός σας. Η πολιτική της εταιρείας δε μου επιτρέπει να τον αφήσω να περάσει"

"Τι πράγμα;!" Η Μυρσίνη σηκώθηκε όρθια

"Έλα κατω! Αυτοί οι άχρηστοι δε με αφήνουν να ανέβω!" άκουσε από μέσα τη φωνή του Σωτήρη στα ελληνικά και την έλουσε κρύος ιδρώτας

"Κατεβαίνω αμέσως!" Η Μυρσίνη έκλεισε πανικόβλητη τους φακέλους που είχε αραδιασει και βγαίνοντας από το γραφείο , συγκρούστηκε με κάποιον.

"Ει! Τελικά από δω το πας από εκεί το πας, πάνω μου πέφτεις" χαριτολογησε ο Ομέρ

"Χίλια συγνώμη μα βιάζομαι"

"Τι συμβαίνει; Δείχνεις κάτασπρη"

"Εμ.." δεν είχε ιδέα τι να του πει από τη ντροπή της "Ήρθε κάποιος δικός μου απροειδοποίητα από την Ελλάδα και είναι κάτω. Με συγχωρείτε πολύ. Δεν είχα ιδέα για την άφιξη" αποφάσισε να πει την αλήθεια εν μέρη

"Μαλιστα. Έλα, πάμε μαζί κάτω. Μπορώ να σου παραχωρήσω αν θέλεις το λόμπι που έχουμε για τους καλεσμένους . Δυστυχώς απαγορεύεται να έρθει πάνω"

"Δεν είναι ανάγκη ειλικρινά... Δέκα λεπτακια θα κάνω"

"Μην αγχώνεσαι Μυρσίνη. Έλα, πάμε"

Ο Ομέρ έκανε μαζί της μεταβολή προς το ασανσέρ και εκείνη δεν ήξερε τι να πρώτο νιώσει. Θυμό, οργή; Νεύρα; Σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν χαρούμενη για αυτή την απροειδοποίητη και χωρίς λόγο επίσκεψη του Σωτήρη.
Μόλις το ασανσέρ έφτασε κάτω και βγήκαν , είδε το Σωτήρη με τις βαλίτσες να στέκεται στη ρεσεψιόν.

"Ρεζίλι θεέ μου..." ψέλλισε σιγανα και στα ελληνικά και ο Ομέρ χαμογέλασε δίχως να καταλαβαίνει.

"Ωραίοι είναι αυτοί εδώ! Ούτε μια έκπληξη δε μπορώ να κάνω!" Αναφώνησε τραβώντας τα βλέμματα σαν πλησίασαν

"Σσς! Μη φωνάζεις!" γρυλισε μέσα από τα δόντια της και εκείνος κοίταξε τον Ομέρ που περπατούσε πλάι της.

"Το αφεντικό σου είναι;" τη ρώτησε στα ελληνικά μα συνέχισε στα αγγλικά "Γεια σας. Είμαι ο άντρας της Μυρσίνης και ήρθα να αναλάβω τα καθήκοντα μου σαν βοηθός της!" του ανακοίνωσε και ο Ομέρ έμεινε παγωμένος να τον κοιτάζει

"Πάψε ρε Σωτήρη ανάθεμα!" τον σκουντηξε η Μυρσίνη

"Γιατί να πάψω; Ήρθα ως εδώ για να σου κάνω έκπληξη! Δεν αντέχω χωρίς εσένα!" Ο Σωτήρης την έπιασε από την μέση και δρώντας εντελώς αντιεπαγγελματικα , τη τράβηξε και τη φίλησε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ομέρ ο οποίος έμεινε άναυδος

Τα βλέμματα γύρω τους πάγωσαν ξαφνικά

"Είμαι ο άντρας της!" Επανέλαβε χαμογελαστός ο Σωτήρης στα αγγλικά μα ούτε ο Ομέρ ούτε ο ρεσεψιονίστ έδειχναν να τον κοιτούν.

"Κι εγώ είμαι το αφεντικό της!" μια βαριά μπασα φωνή έσκασε ακριβώς πίσω τους και η Μυρσίνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Τρέμουλο διαπέρασε το κορμί της στη σκέψη πως πίσω της ακριβώς στεκόταν το αφεντικό της και γύρισε νωρίτερα ενώ το ύφος του Ομέρ δεν βοήθησε καθόλου. Ο Σωτήρης από την άλλη γύρισε σχεδόν αμέσως

"Α! Τι ωραία... Ήρθα να αναλάβω τα καθήκοντα μου!" Του ανακοίνωσε περιχαρής

"Πάψε ανάθεμα σε..πάψε!" δαγκωθηκε η Μυρσίνη μα σαν γύρισε και εκείνη προς τα πίσω για να μαζέψει τα ασυμμαζευτα, εχασε τη γη κάτω από τα πόδια της...

Κωνσταντινούπολη δύο χρόνια πριν...

Η τελετή κύλησε όμορφα.
Οι καλεσμένοι ήταν ελάχιστοι στο δημαρχείο μα στο γλέντι που οργάνωσε η Σοφία μετέπειτα υπήρχαν αρκετοί. Κυρίως συνάδελφοι από τη δουλειά και η οικογένεια του Κενάν.
Οι μέρες είχαν περάσει ομαλά μετά από το μεθύσι που είχαν κάνει και έχοντας όλες τις τελευταίες ετοιμασίες στα πόδια τους, ούτε που κατάλαβαν ποτε έφτασε η μεγάλη μέρα.
Ο γάμος έγινε και εκείνη καθισμένη σε μια από τις καρέκλες του κέντρου, απολάμβανε το ζευγάρι που έσερνε έναν όμορφο αργό χορό.
Χαμογέλασε σαν σκέφτηκε την έκπληξη της όταν κατάλαβε πως εκείνος ο άντρας που τη πήγε σπίτι ήταν και ο κουμπάρος τους. Ένιωθε τόση ντροπή. Ευτυχώς όμως δεν αντάλλαξαν κουβέντα από τοτε.
Ήταν τόσο μυστήριος...
Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει και απόμακρο. Ήταν μόνος του στη τελετή και στο γλέντι ήταν καθισμένος μαζί με τους γονείς του Κενάν σημάδι πως τους ήξερε καλά. Παρόλα αυτά η Μυρσίνη έβλεπε διαρκώς τα ασταμάτητα γυναικεία βλέμματα πάνω του. Βέβαια εκείνος δεν έδινε καμια σημασία και αυτό ήταν κάτι που της φάνηκε αξιοπερίεργο.

Ο καυγάς που πάτησε με το Σωτήρη σαν του ανακοίνωσε πως θα πάει στο γάμο της Σοφίας, την αποσπούσε από το να χαρεί στο μέγιστο τη τελετή. Ούτε ένα τηλέφωνο δε πήρε από την ώρα που έφυγε. Του εξήγησε πως η Σοφία δεν είχε ιδέα πως έγιναν ζευγάρι για αυτό και δεν τον κάλεσε. Του είπε επίσης πως ο γάμος ήταν κλειστός μα εκείνος πάλι κατέβασε μούτρα. Παρόλα αυτά η Μυρσίνη δεν θέλησε να της ζητήσει να πάει κι εκείνος κι αυτό τον ενόχλησε. Όχι πως θα μπορούσε και να πάει...
Μόλις είχε πιάσει δουλειά οπότε θα έπρεπε να μπει σε ολόκληρη διαδικασία και να ζητήσει άδεια αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε από το να καυγαδισει μαζί της.

Έριξε ένα βλέφαρο στο κινητό και το ξαναεβαλε μέσα στη τσάντα.
Το ζευγάρι ήταν ακόμα στη πίστα , τα φώτα είχαν χαμηλώσει και ο μοναδικός προβολέας ήταν πάνω τους.
Έδειχναν τόσο χαρούμενοι...

"Χορεύουμε;" η μπάσα φωνή του έσκασε στα αυτιά της και για κάποιο λόγο ανατριχιασε ολόκληρη.
Γύρισε το κεφάλι της και μέσα στο σκοτάδι, είδε τη φιγούρα του να είναι χαμηλωμένη πλάι της.

"Δε νομίζω να επιτρέπεται... Είναι η ώρα του ζευγαριού" απάντησε χαρίζοντας του ένα χαμόγελο. "Νόμιζα πως ήσουν απέναντι..."

"Είμαι γρήγορος... Έλα, πάμε... Θα χορέψουμε έξω" Άπλωσε το χέρι και εκείνη το έπιασε δίχως να σκεφτεί.
Τον ακολούθησε και σαν βγήκαν έξω σταμάτησε μπροστά της και τη κοίταξε
"Τελικά η φίλη σου είχε δίκιο που θέλησε να στήσει το γλέντι εδώ... Πανέμορφα είναι..."

"Όντως..." είπε σιγανα κοιτώντας τη θάλασσα που απλώνονταν ολόγυρα

"Χορεύουμε;"

"Εδώ;" απόρησε γελώντας "Είμαστε μπροστά στην είσοδο"

"Ε τότε πάμε πιο πέρα..." Κράτησε για ακόμα μια φορά το χέρι της και την οδήγησε πιο μακριά από τα τυχόν αδιάκριτα βλέμματα. Σαν έφτασαν στην ακροθαλασσιά, στάθηκε μπροστά της και τη κοίταξε ξανά. Ήταν τόσο περίεργο το βλέμμα του μα κι εκείνη δε πήγαινε πίσω. Τον κοιτούσε εξίσου περίεργα. Ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο γοητευτικούς άντρες που είχε δει στη ζωή της...
Ψηλός, με γεροδεμένες πλάτες, μελαχροινός, μεγάλα εκφραστικά καστανά μάτια... Ακόμα και τα μούσια του, του προσέδιδαν μια ανατολίτικη γοητεία που συνήθιζε να βλέπει σε ταινίες.
"Είσαι περίεργο πλάσμα..." Μίλησε πρώτος τελικά

"Γιατί;"

"Δεν ξέρω. Ήρθες ολομόναχη, κάθεσαι ολομόναχη...παρόλα αυτά χαμογελάς ασταμάτητα..."

"Και εσύ μόνος ήρθες..." του επισήμανε δίχως να θέλει να αναφερθεί στα προσωπικά της

"Ναι.. ήρθα μόνος" της είπε και ήταν τόσο παράξενη η στιγμή. Σαν να είχαν και οι δύο κάτι να τους ταλαιπωρεί από πίσω μα κανένας από τους δύο δεν θέλησε να μιλήσει για αυτό.
" Ας συστηθουμε λοιπόν επίσημα..." αποκρίθηκε κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά της "Γιαμάν..."

"Μυρσίνη Ασ.."

"Τς τς τς... Δε χρειάζεται να ξέρουμε πολλά. Ένα όνομα νομίζω αρκεί δε νομίζεις; Δύο φορές σε έχω δει και ομολογώ πως δε κατάφερα να σε βγάλω από εκεί μέσα..." είπε δείχνοντας το κεφάλι του "Ας είμαστε λοιπόν εγώ κι εσύ απλά... Δύο τρελοί..."

Εκείνη του γέλασε ντροπαλά

"Έχεις δίκιο..."

Ο Γιαμάν έβγαλε το σακάκι του και το άπλωσε στην αμμουδιά. Ο ηλεκτρισμός ανάμεσα τους ήταν τεράστιος ενώ σαν καθισαν κατω έμειναν να κοιτάζουν ο ένας στον άλλο βαθιά μέσα στα μάτια δίχως να έχουν κάτι να πουν. Όχι κάτι που θα μπορούσε τουλάχιστον να εκφράσει το μαγνητισμό που ένιωσαν τόσο αναπάντεχα.

"Μυρίζει τόσο όμορφα η θάλασσα... Δε μπορείς να το δεις μα το μελτέμι που φυσάει μεταφέρει όλα τα αρώματα της κατά πάνω μας...Απλά το μυρίζεις ..." του είπε σπάζοντας τη σιωπή

Εκείνος τη κοίταξε γλυκά και χαμογέλασε τόσο όσο έπρεπε ώστε να τη κάνει να κοκκινησει.

"Εγώ από την άλλη , μόνο εσένα μπορώ και μυρίζω ..." της απάντησε ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τα ροδαλα της μάγουλα...

Ήταν καθισμένοι στην αμμουδιά...
Το απαλό κυμματακι δημιουργούσε ήρεμους ήχους ενώ το φεγγάρι που έστεκε και κοίταζε από ψηλά, φώτιζε τα πρόσωπα τους χαρίζοντας τους μια γαλήνια αίσθηση ...
Σαν να καταστράφηκε μέσα σε λίγες στιγμές ο κόσμος όλος και δεν υπήρχε κανείς και τίποτα γύρω τους.

"Αύριο φεύγω..." Του είπε και παίρνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό εγυρε στον ώμο του.

"Κι εγώ φεύγω..." απάντησε αμέσως και κάνοντας μια μικρή κινηση, άπλωσε το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

"Δύο ξένοι σε μια ξένη πόλη λοιπόν..." μονολογησε κοιτώντας τη θάλασσα και δίχως να θέλει να επεκταθούν στις ζωές τους.

"Όμορφα δεν είναι όμως;" της είπε σιγανα

"Πολύ..." παραδέχθηκε αμέσως

"Θέλεις να σου πω ένα παραμύθι;" σαν τον άκουσε, μετατόπισε το κορμί της και παίρνοντας λίγη απόσταση τον κοίταξε χαμογελαστή μα παραξενεμένη συνάμα
"Γιατί με κοιτάζεις έτσι;"

"Γιατί δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ένας άντρας σαν εσένα πιστεύει ακόμα σε παραμύθια..."

"Σαν εμένα;" σηκώθηκε, τίναξε την αμμουδιά από το παντελόνι του και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της...

"Τώρα που με πας πάλι;" αν και δίστασε,  στο τέλος άπλωσε το δικό της και το έπιασε. Βάζοντας λίγη ώθηση εκείνος τη σήκωσε και δίχως να αφήσει το χέρι της άρχισαν να περπατούν κατά μήκος της θάλασσας...

"Κάποτε λοιπόν..." ξεκίνησε να της λέει "Υπήρχε ο Έρως και η Ψυχή..."

"Αλήθεια τώρα;" ειρωνεύτηκε αυθόρμητα

"Τς τς τς... Δε διακόπτουμε..." αποκρίθηκε αμέσως κουνώντας το δάχτυλο του "Όπως έλεγα λοιπόν , υπήρχε ο Έρως και η Ψυχή..."

"Τον ξέρω το μύθο..." τον διέκοψε ξανά. "Είναι η απαλλοτρίωση μα και η αναδάσωση της ίδιας της αγάπης..."

"Ωραίες λέξεις..." τη κοροϊδεψε και εκείνη τον στραβοκοιταξε "Μέσω αυτών των δύο λοιπόν, γεννήθηκε η..."

"Ηδονή..." τον διέκοψε για ακόμα μια φορά και εκείνος σταμάτησε, μπήκε μπροστά  κόβοντας το βήμα της και τη θαύμασε με το βλέμμα...

"Δεν είναι όμορφη λέξη;" είπε σιγανα και αφήνοντας το χέρι της, πήρε μια τούφα από τα μαλλιά της και την έριξε πιο πίσω..."Καταστροφική..." συνέχισε σε ένα πιο χαμηλό τόνο κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. Το χέρι του ξεκίνησε να ταξιδεύει στο μάγουλο της και μόλις το ακροδαχτυλο του έφτασε κοντά στα χείλη της, η καρδιά της χτύπησε δυνατά.
"Φοβάσαι..." ψιθύρισε

"Τι κι αν φοβάμαι;" απάντησε δίχως δισταγμό

"Φοβάσαι εμένα ή τον εαυτό σου;" ρώτησε σταθερά

"Και τους δύο..." η φωνή της λαχανιασε και το βλέμμα της έπεφτε πάνω του τρομαγμένο

"Θα σε ξαναδώ;" τη ρώτησε

"Όχι..."

"Θα με ξαναδείς εσύ;" επανέλαβε

"Όχι..."

"Φοβάσαι πολύ;" το κεφάλι του έσκυψε απειλητικά προς το δικό της... Ο αέρας φύσηξε πιο δυνατά και εκείνη άρχισε να τρέμει

"Όσο τίποτα..." παραδέχθηκε και εκείνος χαμογέλασε στραβά. Μόλις πλησίασε λιγάκι παραπάνω τα χείλη της και ενώ κι εκείνη ήταν έτοιμη να του παραδοθεί, σταμάτησε για μια φευγαλέα στιγμή και τη μύρισε ...

"Ορτανσία..." ψέλλισε λίγο πριν τη φιλήσει

"Μυρσίνη..." τον διόρθωσε κατακόκκινη πιστεύοντας πως αναφέρθηκε στο όνομα της και εκείνος κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι χαμογελώντας της γλυκά...

"Μυρίζεις σαν λουλούδι..." της εξήγησε για το άρωμα της ...
"Και το σιχαίνομαι αυτό το λουλούδι..." συνέχισε μα η όψη της λειτούργησε σαν μια μαύρη δίνη εκείνη τη στιγμη και δίχως άλλο σύνθλιψε τα χείλη του στα δικά της.

Το φιλί του ήταν τόσο διαφορετικό από του Σωτήρη και ενώ ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν λάθος αφέθηκε στο άγγιγμα του. Τι κι αν ήταν λάθος; Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε σωστό...
Το χέρι του έσφιξε δυνατά τη μέση της και οδηγώντας το κορμί της, τη ξάπλωσε στην αμμουδιά.
Κάθε κύτταρο αυτού του άντρα ούρλιαζε ανδρισμό. Ο τρόπος που διεκδικούσε το κορμί της...
Τα κρατήματα του...
Τα φιλιά του...
Όλα έβγαζαν ένα πρωτόγνωρο πάθος και εκείνη παραδόθηκε ολοκληρωτικά σε αυτό. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν μα ούτε κι εκείνος ήξερε. Κι ούτε ήθελε να μάθει... Όσα λάθη ήταν να κανουν θα τα έκαναν μαζί...

Το αεράκι κόπασε και η αύρα της θάλασσας βρήκε τα κορμιά τους γυμνά να παλεύουν το ένα με το άλλο με τη Μυρσίνη να χάνει...Δεν έγινε πρόστυχο από την αρχή στοχεύοντας σε μια απλή σακεικη απόλαυση... Απλά την άγγιζε... Σε κάθε σπιθαμή της...

"Dünyanın tüm güzelliklerini bir daha asla göremeyeceğim bir kadında..."( Όλη η ομορφιά του κόσμου μέσα σε μια γυναίκα που δε θα ξαναδώ ποτέ...) σαν τον άκουσε να μιλάει τη μητρική του γλώσσα ανατριχιασε . Δεν είχε ιδέα τι έλεγε μα αμέσως μόλις τελείωσε , βάθυνε το φιλί και βάζοντας τα χέρια του ανάμεσα στα μαλλιά της, κράτησε σφιχτά το κεφάλι της στις παλάμες του.
Ήθελαν λίγο μόνο για να ενωθούν ολοκληρωτικά κάτω από εκείνον τον ουρανό μα ο Γιαμάν σταμάτησε και τη κοίταξε . Ίσως ήταν βράδυ μα ένιωθε τη κάψα της στα χέρια του "Biz Türkler asla ortağımıza ihanet etmeyin derler ama kahretsin günahı üzerime alıyorum" (λένε πως εμείς οι Τούρκοι δε προδίδουμε ποτέ το ταίρι μας, μα ανάθεμα με , παίρνω πάνω μου όλη την αμαρτία...)

Η Μυρσίνη χόρεψε με τα μάτια του που ταξίδευαν στο πρόσωπο της

"Δεν ξέρω τι μου λες, μα ένα μονάχα ξέρω... Δε θα μετανιώσω ποτέ που σου δόθηκα..." του είπε στα ελληνικά και εκείνος δάγκωσε τα χείλη του , έπειτα έσκυψε στα δικά της και ρουφωντας τα δυνατά, μπήκε μέσα της επισφραγίζοντας την αμαρτία από κάθε πλευρά...

********

"Θεουλη μου καλέ..." μόνο αυτό κατάφερε και ψέλλισε σαν ήρθε αντιμέτωπη με το πρόσωπο που κρύβονταν πίσω από τη φωνή  και αυτόματα πεταρισε μπρος στα μάτια της η νύχτα που πέρασαν μαζί...

🙄🤣🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top