Κεφάλαιο 17°
°°Σου λέει καλημέρα γελαστό, μα σαν έρθει η νύχτα, θυμώνει και φεύγει ... Εκεί που νομίζεις πως όλα βαίνουν καλώς, εκεί έρχεται και αυτό και σε αποτελειώνει... δεν είναι η ελπίδα ούτε και η πίστη... το ονειρο είναι που σου πετάει κατάμουτρα τη πραγματικότητα... °°
Η μελωδία που έπαιζε από τα μεγάφωνα ήταν ήρεμη και απαλή. Ένας ρυθμος που ταίριαζε στο ύφος της εταιρείας και παράλληλα προσέδιδε και ένα τόνο χλιδής. Το απαλό πιάνο ξεχύθηκε στα αυτιά της σαν πέρασε τις πόρτες του κτηρίου και αυτή τη φορά, όλα ήταν διαφορετικά. Η Μυρσίνη αν και ήταν πάντα προσεγμένη στις ενδυματολογικές επιλογές της, δεν θύμιζε και πολύ τη κοπέλα που διέσχισε το λόμπυ τη προηγούμενη μέρα με τη βαλίτσα στο χέρι. Επέλεξε για την επίσημη πρώτη της μέρα, ένα μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο από μέσα ενώ τα μαλλιά της, τα έπιασε σε ένα μεσαίο κότσο αφήνοντας ελευθερες μερικές αφέλειες, πλάι στα μάτια της. Το μακιγιάζ της ήταν ελαφρύ μα υπαρκτό ενώ ο δερμάτινος χαρτοφύλακας που κρατούσε στα χέρια, της προσκομιζε ένα παραπάνω οπτικό κύρος συγκριτικά με το απλό προσωπικό.
Προχώρησε στο γκισέ και λέγοντας μια καλημέρα στον υπάλληλο εκείνος της παραχώρησε μία κάρτα κλειδί, ένα φάκελο που είχε αφήσει για εκείνη ο Ομέρ τη προηγούμενη μέρα καθώς και ένα ταμπελακι με το ονοματεπώνυμο της στα αγγλικά για το πέτο της.
Η Μυρσίνη τον ευχαρίστησε, πήρε τα πράγματα της και πήγε προς το ασανσέρ. Ο Ομέρ της είπε πως μπορούσε φυσικά να πάει σε κάθε όροφο της εταιρείας μα δεν ήταν απαραίτητο αφού στο γραφείο της είχε ήδη ένα ενσωματωμένο μηχάνημα μέσω του οποίου, κάθε δουλειά που έπρεπε να αναλάβει παρουσιαζόταν άμεσα.
Ήταν κτήρια καθώς και οικόπεδα τα οποία εντόπιζε η ερευνητική ομάδα και της τα έστελνε για μια πρώτη αξιολόγηση. Η Μυρσίνη θα τα έκρινε με βάση τα εκάστοτε στοιχεία κι αν πράγματι είχαν κάποια ενδιαφέρον , θα προχωρούσε τις διαδικασίες. Στα μόνα ακίνητα που δε θα είχε λόγο και θα έπρεπε να αξιολογήσει θέλοντας και μη από κοντά ήταν όσα της έδινε το αφεντικό και έκρινε εκείνος πως άξιζαν.
Η δουλειά αυτή στα μάτια της ήταν παιχνιδάκι μα ήξερε καλά έπειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας πως ναι μεν έκρυβε μικρά διαμαντακια αλλά και κινδύνους. Παρόλα αυτά ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της και η αυτοπεποίθηση της ήταν στα ύψη χωρίς φυσικά να χάσει τη μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε.
Έφτασε στον όροφο της και όπως τη πρώτη φορά έτσι και τώρα επικρατούσε ησυχία. Ο Ομέρ ήταν εκτός και θα επέστρεφε το μεσημέρι όπως την ενημέρωσε ο γραμματέας στην υποδοχή και εκείνη πιάνοντας το διάδρομο κατευθύνθηκε προς το γραφείο της.
Μόλις έφτασε έξω από τη πόρτα η ακριβώς απέναντι άνοιξε και μια κοπέλα βγήκε έξω κοιτώντας τη από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ντυμένη με ένα μαύρο κολλητό ταγιερ, καταξανθη και ελαφρώς πιο έντονα βαμμένη.
"Bu alanda ne işiniz var?”(Τι δουλειά έχεις σε αυτό το τομέα;) ρώτησε αμέσως
"Δεν μιλάω τουρκικά" της απάντησε η Μυρσίνη "Υποθέτω είσαι η γραμματέας του κυρίου Ισίκ. Είμαι η καινούρια αξιολογητρια ακινήτων" συνέχισε στα αγγλικά
"Μάλιστα..." Απάντησε και εκείνη στα αγγλικά αμέσως. "Δεν με ενημέρωσε κανενας πως βρήκαμε άτομο. Πόσο δε αγγλόφωνο..." Σχολίασε κάπως περίεργα
"Ονομάζομαι Νεσίρ. Σωστά κατάλαβες, είμαι η γραμματέας του αφεντικού. Αν θελήσεις κάτι να με ενημερώσεις" ο τρόπος της ήταν κοφτός και ελαφρώς απότομος
"Δε νομίζω να σε χρειαστώ για κάτι προσωπικά. Για ότι προκύψει σχετικά με τη δουλειά δίνω λόγο στο αφεντικό και μόνο..." αποκρίθηκε σοβαρή "Παρόλα αυτά, αν χρειαστεί κάτι θα σε ειδοποιήσω. Μυρσίνη ..." συστήθηκε με τη σειρά της και ανταλλάσσοντας μια ψυχρή χειραψία, η γυναίκα επέστρεψε στο γραφείο της και η Μυρσίνη μπήκε στο δικό της.
Ποτέ δε κατάλαβε γιατί οι γυναίκες ειδικά στις δουλειές αντί να υποστηριζει η μία την άλλη , εκείνες έβγαζαν μια αόρατη ανταγωνιστικότητα προς τα έξω. Είχε δει αρκετά στις επιχειρήσεις και ένιωσε αμέσως την αρνητικοτητα.
Παραμερίζοντας τη συνάντηση μαζί της και συνεχίζοντας το στόχο της, μπήκε στο γραφείο. Πλέον ήταν δικό της. Θα ήταν το σπίτι της για τους επόμενους μήνες. Κρέμασε τη τσάντα της πίσω από τη πόρτα , πλησίασε και έμεινε για λίγο στατική να παρατηρεί το χώρο γύρω της. Κάθε σπιθαμή του. Τα παράθυρα πίσω από το γραφείο ήταν μεγάλα , δεν υπήρχαν κουρτίνες μα ξύλινα στορια και στην εσοχή του παραθύρου, είδε δύο καταπράσινους διακοσμητικούς κάκτους. Γέλασε παρατηρώντας τους. Η Αλεξάνδρα θα τους είχε εκτοξεύσει ήδη από το παράθυρο αφού πάντα θεωρούσε τους κάκτους κακή τύχη.
Η πόρτα που ένωνε το γραφείο της με του Ισίκ ήταν ημιδιαφανής μα ούτε τη πλησίασε. Αν και ένιωσε μία περιέργεια να ανοίξει τη πόρτα δε το έπραξε.
Δεν είχε λόγο ούτε να κοιτάξει το διπλανό γραφείο ουτε να μπει εκεί μέσα δίχως τον ιδιοκτήτη του.
Πρόσεξε το μηχάνημα που της ανέφερε ο Ομέρ και βλέποντας πως πράγματι είχε αρκετά χαρτιά επάνω, τα πήρε, τα τοποθέτησε στο γραφείο της και κάθισε.
Στο πρώτο χαρτί που τράβηξε, έμεινε με το σαγόνι στο πάτωμα...
"Δώδεκα εκατομμύρια τουρκικές λίρες;!" αναφώνησε βλέποντας ένα οίκημα σχεδόν ετοιμόρροπο και απόρησε. Έπιασε αμέσως το κομπιούτερακι που υπήρχε στο γραφείο κάνοντας τη μετατροπή σε ευρώ και έμεινε έκπληκτη. Το συγκεκριμένο κόστιζε σχεδόν εννιακοσιες χιλιάδες ευρώ και εξωτερικά ήταν ερείπιο. Παραξενεμένη για το λόγο που έστειλαν το συγκεκριμένο στο μηχάνημα , σηκώθηκε και πήγε στη τσάντα της. Είχε ήδη σημειώσει κάθε επικερδή περιοχή στη Τουρκία και βάζοντας κάτω το χάρτη άρχισε να ψάχνει.
"Δεν υπάρχει περίπτωση!" αναφώνησε βλέποντας το μέρος. "Επόμενο!" μονολογησε πιάνοντας ένα άλλο χαρτί εξετάζοντας το εξίσου προσεκτικά. Το ένα έφερε το άλλο και στο τέλος μόνο δύο από τα συνολικά τριάντα ακίνητα ξεχώρισαν και της έμειναν αλλά πέντε. Ήταν τόσο αφοσιωμένη που ούτε τη πόρτα άνοιξε δεν κατάλαβε.
"Βλέπω πως προχωράς αρκετά καλά!" η Μυρσίνη τρόμαξε ρίχνοντας κάτω το χάρτη από τα χέρια της και ανασηκώνοντας το κεφάλι είδε τον Ομέρ να στέκεται εντός του γραφείου και τη πόρτα πίσω του κλειστή. "Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα..."
"Δε πειράζει..." έσπευσε να του απαντήσει "Η αλήθεια είναι πως δεν άκουσα τη πόρτα.."
"Τι κατάλαβα σαν χτύπησα τρεις φορές... Μπορώ;" ο Ομέρ πλησίασε το γραφείο και κοίταξε τα χαρτιά "Τα δεξιά;" ρώτησε κοιτώντας τη
"Δεν κάνουν... Ξέρω πως ίσως φαίνονται αρκετά όσα απέρριψα μα πραγματικά δεν αξίζει η αγορά τους ούτε η μετέπειτα αγοραπωλησία τους..."
Ο Ομέρ τα πήρε στα χέρια και άρχισε να τα κοιτάει ένα προς ένα... Ήταν ακριβώς όπως περίμενε να είναι. Η Μυρσίνη είχε άγνοια μα τα συγκεκριμένα ακίνητα προστέθηκαν από τον ίδιο στο γραφείο της θέλοντας να τεσταρει προσωπικά το έργο της και έπεσε μέσα. Ο προηγούμενος αξιολογητής είχε κάνει τρία λάθη και η Μυρσίνη ούτε ένα... Ήταν έκπληκτος μα παρέμεινε σοβαρός.
"Περίφημα..." σχολίασε μόνο κι αυτό χωρίς ενθουσιασμό. "Μόλις τελειώσεις και αποτ η στιγμή που δεν έχει προκύψει κάτι παραπάνω σήμερα, είσαι ελεύθερη. Η εβδομάδα αυτή είναι αρκετά πιο ήρεμη σε σχέση με άλλες γιατί τώρα ανοίγουν οι περισσότερες ευκαιρίες μα σύντομα , θα ξεχνάς να πηγαίνεις ακόμα και στο σπίτι. Η δουλειά σε αυτή την εταιρεία ανάλογα με τους μήνες είναι εξαντλητική καμία φορά δεσποινίς Ασλάνογλου..."
"Μην ανησυχείτε... Ξέρω να λειτουργώ ακόμα καλύτερα υπό πίεση. Η δουλειά δε με τρομάζει..." Απάντησε με σταθερή φωνή δίνοντας έναν επαγγελματισμό στο τόνο της "Όπως βλέπετε έχω έρθει προετοιμασμένη" η Μυρσίνη έσκυψε να πιάσει το χάρτη που έπεσε νωρίτερα και σαν τον σήκωσε του τον έδειξε "Έχω ήδη φέρει και ένα χάρτη τον οποίο μελέτησα εξονυχιστικά έτσι ώστε να ξέρω ποιες περιοχές χρήζουν προσοχής..." συνέχισε μα εκείνος έδειχνε παγωμένος. Το ύφος του είχε αλλάξει εντελώς και εκείνη παραξενεύτηκε. Η φωνή κόλλησε στο λαιμό της και πιάνοντας το βλέμμα του να εστιάζει προς το στήθος της, ξεροβηξε αμήχανα.
"Κύριε Ισίκ;" ρώτησε και βάζοντας τα χέρια στο στήθος, κούμπωσε το σακάκι της και εκείνος επιτέλους τη κοίταξε. Ποτέ δεν ένιωσε στο εργασιακό της περιβάλλον κάποιον να εστιάζει κατ' αυτό το τρόπο στο συγκεκριμένο σημείο του κορμιού της και ένιωσε άβολα.
"Με συγχωρείτε..." απάντησε επιτέλους συνεχίζοντας όμως να βγάζει μια περίεργη αύρα. "Μόλις θυμήθηκα πως είχα να παραδώσω στον αδερφό μου ένα σημαντικό μήνυμα και το ξέχασα..." σαν απολογήθηκε η Μυρσίνη ένιωσε κάπως να ηρεμεί δικαιολογώντας τη στάση του. Δεν είχε ιδέα πως αντιδρούσαν τα δύο αδέρφια μέσα στην επιχείρηση οπότε σκέφτηκε πως ίσως ο μεγάλος αδερφός είχε το κύριο λόγο.
"Δεν πειράζει. Καταλαβαίνω. Συμβαίνουν κι αυτά..."
"Πολύ όμορφο το μενταγιόν σας παρεπιπτόντως..." σχολίασε και εκείνη άπλωσε το χέρι στο στήθος και αντιλήφθηκε πως είχε βγει έξω από το πουκάμισο της.
"Α... Οικογενειακό κειμήλιο.." Απάντησε κάπως πιο ντροπαλα βάζοντας το ξανά προς τα μέσα
"Δώρο από κάποια γιαγιά να υποθέσω;, Φαίνεται αρκετά παλιό, χωρίς φυσικά να χάνει την αίγλη..."
Το ενδιαφέρον του τη ξένισε μα δεν της δημιούργησε κάποια αρνητικοτητα. Ήταν ένα κοπλιμεντο για το κόσμημα της και όχι για εκείνη την ίδια
"Ήταν της προπρογιαγιας μου για την ακρίβεια..." αρκέστηκε να απαντήσει χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες.
"Είναι όμορφο να βλέπεις τέτοια αντικείμενα, τα οποία υποθέτω είναι βαθιάς συναισθηματικης αξίας να περνάνε από γενιά σε γενιά δε νομίζετε;"
Η Μυρσίνη κομπλατε λιγάκι με το διάλογο μα δε το έβαλε κάτω
"Φυσικά... Κάθε τι έχει και μια ιστορία και είναι ωραίο να τη θυμόμαστε"
"Συμφωνώ... Στα πολύ παλιά χρόνια, σαν λαός, είχαμε συνήθειο να φτιάχνουμε τέτοια μενταγιόν..."
"Αλήθεια;"
"Ναι... Συνήθως ήταν δύο ολόιδια... Ένα για κάθε ταίρι. Συμβόλιζαν την αιώνια αγάπη..."
"Όμορφο ακούγεται..."
"Ακούγεται... Γιατί μερικές φορές , τα φαινόμενα απατουν δεσποινίς Ασλάνογλου..." ο Ομέρ σοβαρεψε απότομα χαμηλώνοντας παράλληλα το τόνο της φωνής του και η Μυρσίνη τον κοίταξε σιωπηλή. "Πρέπει να φύγω. Να έχετε ένα καλό υπόλοιπο..." Συνέχισε και κάνοντας μεταβολή , έφυγε από το γραφείο δίχως άλλη λέξη.
******
"Γιατί δε το σηκώνεις;!" ήταν η πρώτη του κουβέντα ξεσφιγγοντας παράλληλα τη γραβάτα του
"Είμαι σε μίτινγκ το ξέχασες;" Απάντησε απαθεστατα
"Πρέπει να μιλήσουμε!"
"Το ξέρω.."
"Τι εννοείς το ξέρεις;"
"Αυτό που κατάλαβες...Θα τα πούμε όταν γυρίσω. Τα μάτια σου δεκατέσσερα και στείλε μου με το φαξ το συμβόλαιο της..."
"Γιαμάν; Το φοράει..."
"Δεν είχα αμφιβολία... Γι αυτό το άφησα εκεί άλλωστε... Κλείσε και θα σε πάρω μετά"
"Πως μπορείς και είσαι τόσο απαθής πια;"
"Γι αυτό είμαι το αφεντικό Ομέρ... Γιατί είμαι απαθής. Έχω δουλειά"
Η κλήση τερματίστηκε και ο Ομέρ άδειασε ολόκληρο το κορμί του πάνω στη καρέκλα ξεφυσωντας. Η θεωρία τελικά υπερνικουσε τη πράξη...
Πόσο μάλλον όταν η πράξη έκλεινε μέσα της μια γυναίκα σαν τη Μυρσίνη...
********
Σμύρνη. Ιούλιος του 1922
Τα σοκάκια ήταν κατάμεστα και ο ήλιος έκαιγε. Είχε στα χέρια ένα δεμάτι με ξύλα. Τα τελευταία που θα άφηνε στο ξυλουργείο εν αγνοία του αφεντικού του..
Τα ανασηκωσε στα δύο του χέρια, έσκυψε προς τα μπροστά και άρχισε να περπατά όταν αξαφνα σταμάτησε μπροστά από μια γιαγιά που είχε απλώσει τη πραμάτεια της στο δρόμο.
"günaydın oğlum" (καλημέρα γιε μου) του είπε χαμογελαστή. Φαινόταν ταλαιπωρημένη και αρκετά αδύνατη μα είχε χαμόγελο στο βλέμμα "Bir şey alacak mısın?" (Θα πάρεις κάτι;) συνέχισε και εκείνος άφησε κάτω τα ξύλα και εστίασε εκεί ακριβώς που έπεσε το βλέμμα του. Ανάμεσα στα διάφορα ασημικά της που έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου, είδε δύο φυλαχτά. Η γιαγιά έπιασε αμέσως το βλέμμα του. "Anneme aitti. Asla satmayı düşünmedim ama gördüğünüz gibi her şeye ihtiyaç var. Beğendin; " (Ήταν της μάνας μου. Δεν είχα ποτέ σκοπό να τα πουλήσω μα όπως βλέπεις η ανάγκη όλα τα μπορεί ) του είπε και εκείνος τη κοίταξε σκεπτικός "Seviyor musun ...; Bu tür muskalar sadece aşk için yapılır ... " (Αγαπάς; Τέτοια φυλαχτά μόνο για την αγάπη φτιάχνονται) ο Οζούλ έσυρε το βλέμμα του πάνω της και γονάτισε "El ele öldüler oğlum... Bu aşk ölümü bile yendi..." (Πέθαναν χέρι χέρι , γιε μου... Τούτη η αγάπη νίκησε ακόμα και το θάνατο) ένα δάκρυ κύλησε από τα γέρικα μάτια της και πιάνοντας τα στα χέρια της, άνοιξε τη παλάμη του και του τα έβαλε μέσα
"Param olduğunu sanmıyorum babaanne.." (Δε νομίζω να έχω χρήματα γιαγιά..) της είπε τραβώντας το χέρι μα εκείνη το έπιασε πίσω και το έσφιξε
"Onları sana hediye olarak veriyorum. Aşkını kazı onlara (. Hâlâ boşlar. Gözlerinde görüyorum... Canın hasret çekiyor. Al. Allah senin göğüslerindeki sevgiyi daim etsin çocuğum." (Σου τα κάνω δώρο. Χαραξε την αγάπη σου πάνω τους.Είναι ακόμα κενά. Το βλέπω στα μάτια σου... Το λαχταράς. Πάρτο. Να κρατάει ο Θεός πάντα την αγάπη στο στήθος σου παιδί μου.) του είπε και εκείνος τη κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια "Benim kutsamalarımla..." (Με την ευχή μου..) συνέχισε και εκείνο έσφιξε τα φυλαχτά στη παλάμη του και σηκώθηκε.
"Dilerim bu aşk, o ölüm benim için de kazanır... Teşekkür ederim." (Εύχομαι τούτη η αγάπη να νικήσει και για μένα το θάνατο. Σε ευχαριστώ) της είπε και πιάνοντας πάλι τα ξύλα, έβαλε τα φυλαχτά στη τσέπη και σηκώθηκε.
Μόνο ντροπή ένιωθε στη σκέψη πως τα χέρια του ήταν άδεια μα τώρα δεν ήταν πια. Τώρα θα πήγαινε να την κλέψει και μάλιστα με τιμή... Με όρκο...
Κάπου στα μισά της διαδρομής άρχισε να τρέχει χαρούμενος έχοντας στα χείλη το πιο λαμπρό χαμόγελο.
Έφτασε λαχανιασμενος έξω από το ξυλουργείο. Παράτησε όπως όπως τα ξύλα και βλέποντας πως το αφεντικό έλειπε , έτρεξε στα μηχανήματα.
Έβγαλε τα μενταγιόν και τα κοίταξε.
Ήταν πανέμορφα... Αναλλοίωτα στο χρόνο... Ήθελε να χαράξει πάνω τους για πρώτη φορά την αγάπη μα δεν είχε ιδέα τι να κάνει ώσπου φέρνοντας το πρόσωπο της στο μυαλό , χαμογέλασε.
"Özül ... Ortanca ... Ölümden sonsuzluğa yaşam ve aşk döngüleri " (Οζούλ... Ορτανσία... Κύκλοι ζωής και αγάπης ως το θάνατο στο άπειρο..) μονολογησε και βάζοντας τα κάτω από το μηχάνημα σχημάτισε με τα αρχικά τους το σήμα του απείρου. Σαν τελείωσε, τα έβαλε στη τσέπη και έτρεξε πάλι χαρούμενος προς τα έξω. Αυτό ήταν. Είχε φτάσει το τέλος... Άρχισε να τρέχει στα σοκάκια ώσπου έφτασε εκεί που ήθελε. Στην αυλή ενός παλιού σπιτιού. Ήταν πλημμυρισμένο από Ορτανσίες. Αφού βεβαιώθηκε πως δε περνάει κανείς, έπιασε λίγα πέταλα από μια μπλε, και τα έκοψε. Άνοιξε το ένα μενταγιόν , τα έβαλε μέσα και ύστερα κοίταξε το άλλο. Δεν είχε ιδέα τι να βάλει μέσα στο δικό του. Ξάφνου το μάτι του έπεσε στο χέρι του έτσι όπως τα κρατούσε. Φορούσε κάτι σαν κομποσκοίνι που του χάρισε η μάνα του για να τον έχει καλά ο θεός.
Θα την έκλεβε... Θα άλλαζε τη πίστη του για εκείνη αν της το ζητούσε...
Έπιασε το κομποσκοίνι, το έσπασε σπάζοντας κάθε όρκο προς τη πίστη του και βγάζοντας μια χάντρα την έβαλε μέσα. Έτσι θεώρησε πως συμβολίζει την αγάπη του για εκείνη. Δίχως όρια. Δίχως φραγμούς. Έβαλε τα φυλαχτά μέσα στη τσέπη του πουκαμισου του, πλάι στη καρδιά και κοίταξε ψηλά. Σαν πέσει ο ήλιος της υποσχέθηκε πως θα την κλέψει και αυτό ακριβώς θα έκανε. Πριν πάει εκεί όμως, έμενε μονάχα ένα μέρος για να κάνει στάση... Το νεκροταφείο...
Ίσως η μάνα δεν έδινε ευχή, μα θα πήγαινε να πάρει του πατέρα του.
Βάζοντας φτερά στα πόδια, έτρεξε πίσω από το λιμανάκι και έπειτα έπιασε το παλιό χωματόδρομο που έβγαζε στα μνήματα. Του μουσουλμάνους τους έθαβαν άλλου από ότι τους χριστιανούς μα δε πτοήθηκε. Πέρασε κάθε όμορφα στολισμένο τάφο και φτάνοντας στην άλλη άκρη, σταμάτησε και χαμογέλασε πικραμένος. Θαρρείς και είχαν φόβο πως θα σηκωθούν οι νεκροι, έθαβαν τους λιγοστούς μουσουλμάνους σε ένα μέρος που είχε κάγκελα γύρω γύρω. Δίχως μάρμαρα. Μόνο με χώμα και μια ταμπέλα από πάνω...
Τράβηξε τη πόρτα, μπήκε και σαν έφτασε στου πατέρα του, γονάτισε.
"Bir dilek almaya geldim baba" (ήρθα να πάρω ευχή πατέρα...) είπε συγκινημένος "Günahlarımı bağışla ama aşkım için ölebilirim" (συγχώρεσε τις αμαρτίες μου μα για την αγάπη μου μπορω και να πεθάνω...) Έβαλε τα χέρια του στα χώματα ζητώντας του συγχώρεση. Από Έλληνα έφυγε. Από χριστιανό... Και τώρα εκείνος έστεκε εκεί κραυγάζοντας την αγάπη του για ένα λαό που τον έστειλε στο χώμα. Μα δεν τον ένοιαζε... Για εκείνον το μόνο που είχε αξία σε εκείνη τη ζωή, ήταν η Ορτανσία...
Ένιωσε τον ήλιο να χάνεται και σκύβοντας προς τα μπροστά, φίλησε το χώμα και σηκώθηκε. Κοίταξε τον ουρανό και ένιωσε τα στήθη του να φλέγονται. Όλα τα είχε κανονίσει. Το μόνο που του έμενε ήταν να φύγουν...
Η Ορτανσία του είπε πως είχαν σκοπό να την αρραβωνιασουν και δε θα το επέτρεπε. Είχε φτάσει πια το τέλος.
Βγαίνοντας από τα μνήματα έπιασε πάλι να τρέχει. Δεν ήθελε ούτε λεπτό να αργήσει και εκείνη τον περίμενε.
"Για που το έβαλες σκύλε;" μια φωνή ακούστηκε σαν έστριψε στο λιμανάκι και τα πόδια του έκοψαν το βήμα. Δέκα περίπου άντρες ξεπετάχτηκαν από κάθε γωνιά και τον περικύκλωσαν ενώ ανάμεσα σε αυτούς αναγνώρισε τον Νικόλα και το Δημήτρη.
Ο Οζούλ έκανε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του και τους ζυγιασε.
Έκανε να τραβήξει το σουγιά από το ζωνάρι μα δε πρόλαβε. Ένιωσε αξαφνα ένα κάψιμο στη πλάτη και βάζοντας το χέρι πίσω, έπιασε την άκρη από ένα μαχαίρι
"Geri vuruşlar..." "Ψέλλισε νιώθοντας τη μαχαίρια να σκίζει τα μέσα του "Haydi! Tek tek!"( Ελάτε ρε!, Ένας προς έναν!) Ούρλιαξε μα εκείνοι τον κύκλωσαν κι άλλο. Ο Οζούλ τράβηξε το μαχαίρι που του κάρφωσαν στη πλάτη και κρατώντας το στα χέρια , άρχισε να το στρίβει προς όποιον πλησίασε περισσότερο
"Στη κόλαση θα καεις μπασταρδε βρωμοτουρκε!" άκουσε από πίσω και σαν γύρισε, ένιωσε να τον ξυριζει στο πρόσωπο μια λεπίδα. Ήταν ο Δημήτρης. Ο Οζούλ του όρμησε μα ταυτόχρονα όρμησαν σε εκείνον και οι υπόλοιποι με τα μαχαίρια τους. Οι σκουριασμένες τους λεπίδες έμπαιναν και έβγαιναν μέσα από τη σάρκα του μα εκείνος ακόμα προσπαθούσε να παλέψει. Τον τρυπούσαν με μανία στα πόδια, στα χέρια, στη πλάτη, στη κοιλιά...
Μην αντέχοντας λεπτό να σταθεί, και κρατώντας ακόμα το μαχαίρι, γονάτισε και έπεσε στα χώματα. Σήκωσε το κεφάλι ψάχνοντας για ουρανό έχοντας μουδιάσει από το πόνο μα ακόμα και εκείνο το λίγο μπλε που ήθελε η ψυχούλα του να δει, του το στέρησαν σαν έπεσαν όλοι κατά πάνω του.
"ORTANCA!!!!" (Ορτανσία!!!) Έβγαλε μια απόκοσμη κραυγή κι έτσι όπως ούρλιαξε το όνομα της, ο Νικόλας του κάρφωσε το μαχαίρι μέσα στο λαιμό αποτελειωνοντας όση ψυχή του είχε μείνει. Ο Οζούλ πνιχτηκε με τα ίδια του τα αίματα. Το κορμί έπεσε εντελώς καταχαμα και εκείνοι σαν τα σκυλιά όρμησαν και άρχισαν να του ξεσκίσουν τη σάρκα λυσσασμένα
"Τίποτα να μη μείνει!" Έδωσε εντολή ο Δημήτρης κι έτσι όπως ήταν ανοιχτά τα δύο νεκρά του μάτια, μπηξαν τις λεπίδες μέσα τους και τα ξερίζωσαν....
Ακομα και ο ουρανός ξεκίνησε να κλαίει...
Σταλες βροχής άρχισαν να πέφτουν κατά πάνω τους και σαν απομακρύνθηκαν από πάνω του, δε θύμιζε άνθρωπο εκείνο το σώμα...
Ρούχα και σάρκα έγιναν μια μάζα...
Η ψυχή καταπλακώθηκε από το μένος τους και η αγάπη , είχε πια πεθάνει... Τα φυλαχτά που τόσο πολύ λαχταρούσε να της δώσει, είχαν χωθεί βαθιά μέσα στα όργανα της καρδιάς του...
Κρυμμένα από τα κακά τους μάτια...
Κρυμμένα από όλους...
Η ευχή έγινε κατάρα και οι σταλες της βροχής μπόρα για να το συντροφεύσουν σε ένα ταξίδι που αν και δεν ήταν ο αρχικός προορισμός, έμελλε να είναι ο τελευταίος του..
🖤😔
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top