Κεφάλαιο 16°
°°Προσεχε γιατί καμιά φορά το παρελθόν, πρέπει να μένει κρυμμένο...°°
Σέρβιρε ένα ποτήρι κρασί στον εαυτό της, πήρε τα τσιγάρα της και έχοντας στα χέρια το ημερολόγιο που ανακάλυψε το πρωί, κατευθύνθηκε προς το καναπέ που υπήρχε έξω. Σχεδόν όλο το απόγευμα ψυχή δεν είδε στο συγκρότημα σαν επέστρεψε.
Όταν έφυγε από τη γειτονιά και βγήκε πάλι στο πολιτισμό, φρόντισε να μιλήσει με το Σωτήρη ο οποίος άρχισε να κάνει παράπονα και γκρίνιες για τη δουλειά του, μίλησε με τη μάνα της η οποία δεν είχε ιδέα πως τα σπίτια είχαν μέσα αντικείμενα μα παρόλα αυτά επέμενε να τα πουλήσει και επέστρεψε στο συγκρότημα. Από αύριο ξεκινούσε η δουλειά μα όσο κι αν ήθελε να έχει καθαρό και ήρεμο μυαλό, εκείνο το ημερολόγιο δεν της το επέτρεπε. Τσιγκλησε τις σκέψεις της εξ αρχής.
Ο ενθουσιασμός πως μια πρόγονος της κρατούσε κάθε της μέρα σε ένα τεφτέρι γραμμένη, δεν είχε τέλος. Πόσο μάλλον σαν κατάλαβε πως μέσα από αυτό θα μάθαινε ίσως για ένα κρυφό της έρωτα. Αυτός πίστευε πως ήταν ο λόγος που εκείνο το τετράδιο ήταν κρυμμένο.
Ο ουρανός είχε κατεβάσει τα στορια και η νύχτα έπεφτε όμορφα κατά πάνω της. Λίγα αστέρια, ηρεμία και κρασί ...
Βολεύτηκε πάνω στο καναπέ , έριξε στα πόδια της μια ζακέτα , ήπιε μια γλυκιά κρασί μα σαν έκανε να ανοίξει το ημερολόγιο ένα απότομο τσιριχτο γέλιο από την άλλη πλευρά του χωρισματος, χάλασε όλη την ηρεμία της.
"Δεν βλέπω την ώρα να περάσει αυτή η βδομάδα!"
"Σταμάτα μωρέ Άντζελα!"
"Αχ... Είναι ένα όνειρο ... Τα χέρια του , τα μάτια του... Το κορμί του .. ο τρόπος που περπατάει ...Φαντασου να σε πιάνει και να πετάει στο τοίχο!"
"Σσς! Θα σε ακούσει κανένας!"
"Ε και; Ποιος άλλος καταλαβαίνει αγγλικά εκτός από εμάς τριγύρω; Οι επόμενοι ένοικοι είναι τρία σπίτια μακριά!"
"Ναι αλλά και πάλι..."
"Νομίζω δε θα επιστρέψω ποτέ πίσω στην Αγγλία , Λάουρα"
"Ξεχνάς πως είναι παντρεμένος έτσι;"
"Ε και; Όλοι οι παντρεμένοι κάνουν ατασθαλίες!"
"Όχι αυτός όμως! Είμαι στην εταιρεία περισσότερα χρόνια από σένα. Κάτι ξέρω παραπάνω..."
"Δε ξέρω τι λες, μα εγώ τον θέλω... Αυτός ο άντρας είναι βγαλμένος από ταινία!"
"Οι Τούρκοι δεν απατουν το ταίρι τους Άντζελα!"
"Αυτό θα το δούμε!"
Η Μυρσίνη άκουγε έκπληκτη όταν οι φωνές χαμήλωσαν ξαφνικά. Ύστερα άκουσε τη μπαλκονόπορτα από το διπλανό σπίτι να ανοίγει και να κλείνει και έβγαλε την κρατημένη ανάσα από τα στήθη της. Αναρωτήθηκε για ποιον μιλάνε αν και πήγε κάπου το μυαλό της. Ο Ομέρ της είπε πως το αφεντικό έλειπε εκτός πόλης και πως θα επέστρεφε σε μια εβδομάδα μα στη σκέψη πως αυτή η γυναίκα μιλούσε έτσι για το αφεντικό αηδιασε. Αν όντως ηταν αυτός , μιλούσε για έναν παντρεμένο άνθρωπο και το θεώρησε πολύ ρηχό.
Κούνησε το κεφάλι της ενοχλημένη από τη χυδαιότητα μα σαν επέστρεψε στο ημερολόγιο, ένιωσε μια σταγόνα βροχής να σκάει στο κούτελο της.
"Για το Θεό δηλαδή!" γκρινιαξε και σηκώθηκε αμέσως. Κοίταξε γύρω της για κάποιο κάλυμμα μα το μόνο που είδε ήταν μια ομπρέλα. Την άνοιξε, φόρεσε τη ζακέτα και κάθισε ξανά.
Δε θα άφηνε κανένα και τίποτα να της στερήσει τη γνώση που έκρυβε εκείνο το τετράδιο.
Έτοιμη πλέον και παρακαλώντας να μην την ενοχλήσει κανένας ξανά, έπιασε το ημερολόγιο και το άνοιξε αρχίζοντας να ρουφάει από μέσα του κάθε λέξη και να τη κάνει εικόνα...
Δεν πίστευα ποτέ πως θα με πλησιάσει...
Τον έβλεπα όμως και τον ένιωθα...
Σήμερα...
Το τηλέφωνο της χτύπησε και η Μυρσίνη γύρισε και το κοίταξε ενοχλημένη . Σαν είδε το όνομα του Σωτήρη, αναστεναξε. Πάτησε το αθόρυβο και επέστρεψε στο ημερολόγιο
Σήμερα νομίζω πως αυτά τα μάτια στιγμάτισαν τη ψυχή μου...
Θεουλη μου καλέ όμως σαν μου είπε πως είναι...
Το κινητό άρχισε να χτυπάει ξανά και κλείνοντας το ημερολόγιο τσατισμενη το σήκωσε.
"Έλα βρε Σωτήρη μου...Τι έγινε; Είχα λίγη δουλίτσα... Όλα εντάξει;" Του είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
"Πιο σημαντική είναι δουλειά από μένα; Και τι δουλειά έχεις τέτοια ώρα μωρέ Μυρσίνη; Αφού έχεις κενή μέρα!"
"Δε μπορώ να έχω δουλειά δηλαδή; Τακτοποιώ τα πράγματά μου!" Απάντησε αδυνατώντας να κρατήσει τη ψυχραιμία της σαν τον άκουσε
"Τέλος πάντων. Απο την ώρα που μιλήσαμε και μετά , είμαι να σκάσω!"
"Τι έγινε πάλι;" ρώτησε περιμένοντας τη γκρίνια του και εκείνος άρχισε να της εξιστορεί ένα γεγονός στο γραφείο του που τον εκνεύρισε. "Ε και; Γι αυτό νευριάζεις δηλαδή; Στο δημόσιο ήθελες να πας!"
"Ναι αλλά δε περίμενα να μου φορτώσουν τη δουλειά από δύο πόστα!"
"Και τι ήθελες μωρέ Σωτήρη; Να σε βάλουν στη θέση του διευθυντή;"
"Νομίζω τελικά πως έπρεπε να έρθω μαζί σου!"
"Επιλογή σου ήταν...Έχεις συμβόλαιο τώρα οπότε είναι αδύνατο"
"Το ξέρω μα είμαι να σκάσω!"
Ο Σωτήρης άρχισε να επαναλαμβάνει για ακόμα μια φορά όσα της είπε νωρίτερα και η Μυρσίνη απομάκρυνε κουρασμένα το ακουστικό από το αυτί της.
"Κατάλαβες οι αλήτες; Μια εκμετάλλευση είναι!"
"Αυτά έχει η γραφειοκρατεία βρε Σωτήρη... Άντε, πήγαινε να κοιμηθείς αύριο έχεις πρωινό ξύπνημα και εγώ το ίδιο..." του είπε ήρεμα κοιτάζοντας παράλληλα το ημερολόγιο με την άκρη του ματιού της
"Και πως να ηρεμήσω;!" αναφώνησε στο ακουστικό στέλνοντας κύματα εκνευρισμού στα αυτιά της "Εσύ καλά βολευτηκες εκεί! Νιώσε με λίγο ρε Μυρσίνη! Άιντε πετάς ένα πάμε για ύπνο και τελείωσε;"
"Και τι θες να κάνω;! Να πάρω μήπως το αεροπλάνο να έρθω να σε παρηγορήσω; Πάρε τη μάνα σου!" Ξεσπαθωσε έξαλλη
"Τώρα γιατί φωνάζεις και γιατί μπλέκεις τη μάνα μου;"
"Σωτήρη;, Έχω δουλειά! Καληνύχτα!" Η Μυρσίνη του το έκλεισε και εγυρε το κεφάλι της προς τα πίσω.
"Μια στιγμή ζήτησα τη τύχη μου μέσα... Λίγο ηρεμία..." Ψέλλισε και αναστεναξε. Πήρε το ποτήρι στα χέρια, άδειασε όλο το κρασί και ξαναεπιασε το ημερολόγιο.
Σαν έπιασε τη σελίδα να την ανοίξει το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπά και το σήκωσε έξαλλη
"Τι θέλεις πια μου λες;!" κραυγασε σχεδόν "Αντί να με πάρεις να μου ένα μου λείπεις και ένα σαγαπαω, ένα καλή τύχη για αύριο εσύ τι κάνεις; Ξεκινάς τη γκρίνια σου και από πάνω θιγεσαι που αναφέρω και τη μάνα σου! Άφησε με να ηρεμήσω πια!" ξέσπασε
"Μυρσίνη;" άκουσε από την άλλη πλευρά και τραβώντας το ακουστικό είδε το όνομα της Σοφίας επάνω. Έβρισε τη τύχη της και αναστεναξε "Πάλι σε συγχησε το βλαμμενο;! Απορώ δηλαδή τι του βρήκες!"
"Σοφία μου, μη ξεκινήσεις και εσύ. Σε εκλιπαρώ. Καλός είναι μωρέ μα ώρες ώρες..."
"Ακατοίκητος!"
"Ρε Σοφία!"
"Μη μου λες εμένα , ρε! Το παιδί είναι βλήμα! Απορώ πως τρως τα νιάτα σου με αυτόν! Τέλος πάντων. Ούτε θέλω να αναλύσω πως καταλήξατε μαζί!"
"Τόσα χρόνια ποτέ σου δεν τον χωνεψες..."
"Εγώ φταίω; Ενώ εσύ που του ρίχνεις το ένα μπινελικι μετά το άλλο, τον λατρεύεις! Άσε μας μωρέ!"
"Δεν ρίχνω ποτέ μπινελικι!"
"Ναι... Το είδα έτσι όπως απάντησες..."
"Ήμουν απλώς εκνευρισμένη..."
"Και πάντα θα είσαι γιατί δεν είσαι με το Σωτήρη! Θα παντρευτείς τη μάνα σου, τη Στεφανία και μετά εκείνον!"
"Όχι άλλο κήρυγμα... Σε παρακαλώ. Τόσα χρόνια είμαστε μαζί..."
"Ακριβώς!, Τόσα χρόνια ίδια συνήθεια! Και όχι τίποτα άλλο, είσαι και στραβή παναθεμα σε και δε ρίχνεις βλέμμα σε κανένα άντρα της προκοπής!"
"Αυτά θα λέμε τώρα;"
"Φυσικά και όχι! Πήρα να δω πως είσαι, αν βολευτηκες και σαν σε προσέχουν."
"Καλά είμαι..." Η Μυρσίνη άρχισε να της λέει για το σπίτι και τα ευρήματα σε αυτό και η Σοφία ενθουσιάστηκε. "Όπως καταλαβαίνεις δυσκολεύομαι να το πουλήσω..."
"Και ποιος είπε να το πουλήσεις; Τρεις μήνες θα βγάλεις αρκετά καλά λεφτά μωρέ Μυρσίνη... Όπως σου είπα έχω και γνωστούς. Αν δεις πως κάτι δε πάει καλά, μπορείς να πας στην δική τους εταιρεία..."
"Δε χρειάζεται κοριτσάκι μου.
Μέχρι στιγμής δεν έδωσαν δικαίωμα οι άνθρωποι. Δε γνώρισα βέβαια το αφεντικό μα είδα τον αδερφό του..."
"Πως λέγεται η εταιρεία; Θα ρωτήσω και ενα φίλο του Κενάν που τα ξέρει αυτά... Είναι διευθυντής. Νομίζω ίσως τον θυμάσαι..."
"SIMP..."
"Σοβαρά τώρα;!" η Σοφία άρχισε να γελάει μα ένας δυνατός κρότος συνοδευόμενος από μια ξαφνική μπόρα έκανε τη Μυρσίνη να πεταχτεί όρθια.
"Κοριτσάκι μου πρέπει να κλείσω! Έπιασε καταιγίδα!"
"Περίμενε!"
"Τι περίμενε! Κλείσε γιατί η βροχή σκάει από τα πλάγια και έχω γίνει μούσκεμα σχεδόν! Υπόσχομαι να σε πάρω αύριο!" Η Μυρσίνη έκλεισε και πιάνοντας στα γρήγορα όλα τα πράγματα της έτρεξε προς τα μέσα.
Σαν μπήκε, έκλεισε τη μπαλκονόπορτα και κοίταξε το ημερολόγιο. Είχε βραχεί ελαφρά μα το σκούπισε στα γρήγορα και το άφησε στο κομοδίνο.
"Δεν θέλει ούτε ο Θεός να σε διαβάσω τελικά..." ψελλισε και κοιτάζοντας το ρολόι αποφάσισε να αλλάξει και να κοιμηθεί έτσι ώστε να είναι στην ώρα της την επόμενη μέρα...
******
"Κατάλαβες; Και μου το έκλεισε και στα μούτρα!"
"Μη στεναχωριέσαι βρε γιοκα μου..."
"Μα δηλαδή λίγη υποστήριξη ήθελα! Ώρες ώρες νομίζω πως αγαπάει τη δουλειά της πιο πάνω από μένα. Άσε που λείπει δύο μέρες από το σπίτι και έχω τρελαθεί! Πουκάμισο δε βρίσκω να βάλω!"
"Φέρτα σε μένα γιε μου. Εμ, ήθελε να φύγει και τρεις μήνες!"
"Ώρες ώρες σκέφτομαι να πάω και να δεχθώ τη θέση βοηθού!"
"Ααααα για άκου να σου πω! Δε θα με εκθέσεις εμένα για να πας να τη βρεις! Θα σου πλύνω εγώ τα ρούχα και θα πας κανονικά στη δουλειά σου!"
"Ναι ρε μαμά , αλλά ..."
"Δεν έχει αλλά! Σαγαπαει και θα γυρίσει! Κάτσε εκεί που κάθεσαι και κανόνισε κακομοίρη μου! Έφτυσα αίμα να σε πάρουν στο δημαρχείο!" Φώναξε
"Μη φωνάζεις και εσύ ρε μαμά!"
"Εγώ όσο θέλω θα φωνάζω! Γιατί ποιος σου φώναξε βρε;"
"Κανείς..."
"Άντρας είσαι βρε χαιβανι! Για πατα λίγο πόδι! Ελπίζω να μην εννοείς τη Μυρσίνη!"
"Όχι βρε μαμά..."
"Αυτό μας έλειπε! Λοιπόν, παλουκωσου στη θέση σου βρε αχαϊρευτε και ξέχασε τα υπόλοιπα! Έγινα κατανοητή;"
"Εντάξει μαμά..."
******
Ο καπνός έβγαινε σιγανα από το πούρο...
Τα μανίκια στο πουκάμισο ήταν ανοιχτά και εκείνα σηκωμένα...
Έκλεισε όλο τον όροφο του ξενοδοχείου για τη διαμονή του και η δουλειά ευτυχώς κυλούσε θετικά...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και πληκτρολόγησε στο κινητό τον αριθμό του...
"Νωρίς πήρες..."
"Τώρα μπόρεσα. Τώρα πήρα. Είχα δουλειά. Πως πήγε;" είπε κοφτά δίχως να δώσει τροφή για κουβέντα
"Δε ξέρω. Νομίζω είναι πενήντα πενήντα ..."
"Υπέγραψε;"
"Ναι..."
"Άφησες κενούς τους όρους στα ψιλά γράμματα;"
"Το έκανα όπως ζήτησες..."
"Καλώς... Μέχρι να βεβαιωθώ, όλα θα κυλήσουν ως έχουν..."
"Ναι. Το ξέρω..."
"Τα πάντα είναι έτοιμα σχεδόν εδώ και μένει να πέσουν οι υπογραφές"
"Και εδώ όλα υπό έλεγχο αν εξαιρέσεις τη μικρή έκπληξη που έφτασε χθες..."
"Θα δείξει κατά πόσο είναι ή δεν είναι έκπληξη. Σε κλείνω. Πρέπει να ετοιμαστώ"
"Όπως επιθυμείς. Τα λέμε..."
"Για ότι προκύψει..."
"Ξέρω... Θα σε κρατάω ενήμερο..."
Η κλήση τερματίστηκε και λίγο πριν αφήσει το κινητό του κάτω, εκείνο χτύπησε ξανά.
Κοίταξε τον αριθμό, έπειτα κοίταξε την ώρα και παραξενεύτηκε.
"Πες μου ότι γεννησαμε!" αναφώνησε αμέσως ενθουσιασμένος και αλλάζοντας εντελώς όψη
"Όχι ρε! Μακάρι αλλά ακόμα στην αναμονή είμαστε! Για άλλο σε πήρα...."
😌😌😌😌🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top