Κεφάλαιο 15°
°°Βημα στο βήμα στέκεσαι και κοιτάς το σημείο μηδέν της ζωής σου... κοιτάς την αρχή σου και ψάχνεις να βρεις το τελος....°°
Κοντοσταθηκε και κοίταξε γύρω της. Πίσω της ακριβώς απλώνονταν ο μεγάλος υπερσύγχρονος κεντρικός ενώ ακριβώς μπροστά της και στο σημείο που έδειχνε ο χάρτης, έμοιαζε σαν να βρισκόταν σε άλλη χώρα. Θαρρείς και εκείνο το στενό πως χώριζε δύο κόσμους ολόκληρους.
Έλεγξε για ακόμα μια φορά το χάρτη μα όσο και να μην ήθελε να το πιστέψει βρισκόταν πράγματι στη σωστή γειτονιά. Μόνο που τούτη η γειτονιά, είχε μείνει δεκαετίες πίσω...
Δεν άργησε να καταλάβει πως ήταν ένα γκέτο. Στη δουλειά της είχε επισκεφθεί πολλά σημεία στην Αθήνα τα οποία δεν είχαν σχέση με την υπόλοιπη πόλη.
Έπιασε να περπατάει το σοκάκι που οδηγούσε πιο μέσα στη γειτονιά δίχως να αφήσει το χάρτη. Δεν υπήρχε άσφαλτος στο έδαφος και έμοιαζε περισσότερο με παλιάς κοπής καροδρομο. Σκουπίδια υπήρχαν πεταμένα από δω και από εκεί ενώ δεξιά και αριστερά, κάθε οίκημα ήταν κλειστό με παλαιού τύπου στορια. Είτε ήταν σπίτι , είτε μαγαζί.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφασισμένη να φτάσει ως το τέρμα ξεκίνησε να διασχίζει πιο γρήγορα το δρομάκι ώσπου λίγο πριν φτάσει στο τέλος, μια γλυκιά ευωδία έφτασε στα ρουθούνια της και παιδικές φωνές..
Βγαίνοντας ήρθε αντιμέτωπη με ένα ιδιαίτερο θέαμα. Σαν να ξέθαψε ο χρόνος τη ζωή μιας άλλης εποχής , το πρωτο πράγμα που αντίκρισε ήταν δύο γυναίκες σε μια αυλή και τρία παιδάκια.
Είχαν στήσει και φωτιά καταμεσής της και πάνω από αυτή έψηναν κάτι που έμοιαζε με λεπτό ψωμί. Η ενδυμασία τους ήταν κι αυτή περίεργη. Αν και δε της άρεσε να φοράει ταμπέλες στους ανθρώπους , παρόλα αυτά, έμοιαζαν με τις κλασικές τσιγγάνες της Αθήνας. Μακριά φούστα, τσεμπέρια στα κεφάλια και ξυπόλητες. Δεν είχαν όμως εκεί τα βρώμικα πρόσωπα και τα μαλλιά τους ήταν όμορφα καλυμμένα από άκρη σε άκρη με ένα μαντήλι που έμοιαζε με τη παραδοσιακή χιτζαμπ που φορούν οι μουσουλμάνες.
Ξεροκαταπιε σαν αντιλήφθηκε πως τράβηξε το βλέμμα τους.
Η μία από αυτές σηκώθηκε και πλησιάζοντας τον αυλόγυρο της αυλής του σπιτιού τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω
"Bir turist; " (Τουρίστρια) ρώτησε και η Μυρσίνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι δεν ήταν ανάγκη να βγάλει λεξικό αφού κατάλαβε αμέσως τι την ρώτησε
"Turist değilseniz bu alanlarda ne yapıyorsunuz? Defol buradan. Senin için hiçbir şey yok" (Αν δεν είσαι τουρίστρια και χάθηκες, τι κάνεις εδώ; Βγες από δω. Δεν είναι αυτές οι περιοχές για σένα" η Μυρσίνη δε κατάλαβε λέξη. Σύντομα κάνα δυο ακόμα βγήκαν από το σπίτι και σαν κοίταξε καλύτερα στα γύρω στενάκια κατάλαβε αμέσως πως όχι μόνο ήταν κατοικημένη περιοχή μα αρκετά πυκνή κι όλας. Ίσως η παρακμή δέσποζε σε κάθε της σημείο μα δεν ήταν γειτονιά φάντασμα όπως έδειχνε αρχικά.
Η Μυρσίνη χαμογέλασε ελαφρά και τις πλησίασε δίχως ντροπη. Ίσως είχε ακούσει πολλά και ίσως υπήρχε ένας φόβος φυτεμένος στα στήθη της, μα τι θα μπορούσαν πια να της κάνουν; σκέφτηκε και σαν έφτασε στον αυλόγυρο , της έδειξε το χάρτη.
Τόνισε το σημείο που είχε κυκλώσει και η γυναίκα σήκωσε το φρύδι και βγάζοντας προς τα έξω το κεφάλι της, τη κοίταξε από πάνω μεχρι κάτω.
"Ελληνίδα είσαι;" ρώτησε και η Μυρσίνη σαστισε.
"Ναι, ναι... Μιλάτε ελληνικά;"
"Κάποτε όλοι μιλούσαν εδώ!"
"Με συγχωρείτε δεν ήθελα να ενοχλήσω..."
"Τι γυρεύεις εδώ; Εκεί που μου έδειξες είναι παρατημένα εδάφη. Δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο χαλάσματα..."
"Χαλάσματα;" ρώτησε λυπημένη
"Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;" τη ρώτησε ξανά με έμφαση και η Μυρσίνη δεν ήξερε αν έπρεπε να της πει το λόγο η όχι. Ήταν περίεργη σαν γυναίκα ενώ το γεγονός πως μιλούσε ελληνικά τη ξένισε αντί να τη κάνει να νιώσει καλύτερα.
"Όχι ευχαριστώ. Μπορείτε απλά να μου πείτε από πιο δρόμο είναι το σημείο που σας έδειξα; Γιατί το στενό που δείχνει στο χαρτί δεν υπάρχει..."
Η γυναίκα γέλασε με τη ψυχή της.
"Βλέπεις εκείνη τη πόρτα;" της είπε δείχνοντας της μια μεγάλη καφετιά καμάρα "Από εκεί είναι το δρομάκι που ψάχνεις. Έχεις από πίσω δρόμο... "
"Αλήθεια;" απόρησε
"Αλήθεια... Λίγα άλλαξαν εδώ βλέπεις σαν πέρασαν τα χρόνια..."
"Με συγχωρείτε που ρωτάω μα είστε... Ελληνίδα;"
"Εγώ; Μπα σε καλό σου! Όχι! Μα η γιαγιά μου τα μιλούσε φαρσί και όλοι ξέρουμε! Λοιπόν, περίμενε να σου δωκω μια μπουκα ψωμί για το δρόμο γιατί σαν περάσεις τη πόρτα δε θα δεις άλλες πρόθυμες γυναίκες σαν εμένα!"
"Τι εννοείτε;" Ρώτησε αμέσως προβληματισμένη
"Θα καταλάβεις σαν τη διαβείς... Άντε, έλα να πάρεις λίγο ζεστό ζεστό!" Η γυναίκα έπιασε ένα μεγάλο φύλλο ψωμιού, το τύλιξε τσακ μπαμ στα χέρια της και το έδωσε στη Μυρσίνη. "Δε νομίζω να σιχαίνεσαι; Τα χέρια μου είναι πεντακάθαρα!"
"Όχι όχι.. ευχαριστώ. Δεν ήταν ανάγκη..."
"Βρε πάρε που σου λέω! Άντε, πήγαινε να δεις το πατρικό σου!"
"Με συγχωρείτε;" απόρησε
"Θαρρείς και θα ερχόταν εδώ κανεις αν δεν μάθαινε πως έχει περιουσία να πουλήσει! Αχ έχουν δει τα μάτια μου εμένα... Μα κανείς δεν αγοράζει σχεδόν σε αυτά τα μέρη! Ούτε το κράτος το ίδιο νοιάζεται! Μετέφεραν το κέντρο εντελώς βόρεια και εμείς είμαστε ξεχασμένοι από όλους. Όχι πως τους έχουμε και ανάγκη! Όσοι ήρθαν σαν εσένα τα πούλησαν για λίγες λίρες και εξαφανίστηκαν! Θαρρείς και θα έσωζαν τη ζωή του με δαυτες! Τέλος πάντων! Από δω θα βγεις πάλι.."
Η Μυρσίνη δεν σχολίασε τα λόγια της. Ήταν τελικά καλά διαβασμενη και κατάλαβε το λόγο που ήταν εκεί.
Πήρε το ψωμί, πήγε ως τη πόρτα και σίγουρη πως έχει όλα τα βλέμματα πάνω της , την άνοιξε και μπήκε.
Αν πριν νόμιζε πως βρισκόταν σε ένα παρακμιακό γκέτο πλέον είχε χάσει πάσα ιδέα. Τούτη τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Τα οικήματα ήταν διασκορπισμένα δεξιά και αριστερά κατά μήκος όλου του μονοπατιού ενώ αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν μια παλιά σκουριασμένη ταμπέλα που έγραφε στα ελληνικά Ψαραδικον Η Σμυρνιά.
Πλέον ο χάρτης έβγαζε πράγματι νόημα και παίρνοντας τη κατηφόρα ξεκίνησε να περπατά παρατηρώντας τα κτήρια ένα προς ένα. Ίσως όλα ήταν παλιά και εγκαταλελειμμένα να εκείνη τα κοιτούσε με τεράστιο δέος. Όλα είχαν μια ιστορία πίσω της και η σκέψη πως κάποτε αυτά τα σπίτια φιλοξενούσαν ανθρώπους και ήταν ζωντανά , της προκαλούσε αναμπουμπουλα στη καρδιά. Τα θαύμαζε. Φτάνοντας στο τέλος του δρόμου και στο σημείο που είχε κυκλώσει , στάθηκε και κοίταξε. Υπήρχαν δύο σπίτια στο τέλος και ήταν πλέον σίγουρη πως είχε φτάσει στο προορισμό της.
Κοίταξε το σπίτι στα αριστερά της και είδε μέσα στην αυλή του κάποια σύγχρονα οικοδομικά εργαλεία. Μερικά τσουβάλια τσιμέντο και πλάκες. Έμοιαζε θαρρείς και κάποιος σκόπευε να κάνει ανακαίνιση σε αυτό. Το άλλο πάλι, δεν φαινόταν απ' έξω. Είχε ένα μεγάλο πέτρινο φράχτη και η πόρτα ήταν πελώρια και ξύλινη. Σκέφτηκε πως αν κάποιος είχε αγοράσει το απέναντι σπίτι ίσως υπήρχε η ελπίδα να πουλήσει και το δικό της στο μέλλον μα δε στάθηκε σε αυτή τη σκέψη. Γύρισε προς τη πόρτα, άπλωσε το χέρι της και την άγγιξε. Ήταν σπίτι ... Το ένιωσε...
Μια περίεργη συγκίνηση πλημμύρισε τα μέσα της σαν έβγαλε το κλειδί και το έβαλε στη κλειδαριά ενώ σαν άνοιξε και αντίκρυσε το εσωτερικό, για κάποιο περίεργο λόγο δακρυσε.
Η αυλή ήταν γεμάτη τενεκέδες...
Όλοι είχαν χώμα μέσα τους σημάδι πως κάποτε υπήρχαν λουλούδια εκεί.
Μια τεράστια ξεραμένη κληματαριά απλώνονταν πάνω σε μια σιδεριά ενώ η πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του σπιτιού ήταν μισάνοιχτη.
Μπήκε μέσα και στάθηκε στη μέση της αυλής. Το βλέμμα της τράβηξε κάτι που έμοιαζε με ποτιστήρι. Είχε ακόμα νερό μέσα του, πιθανότητα από κάποια βροχή... Καρδιοχτύπησε δυνατά σαν έσκυψε και το πήρε στα χέρια της.
Πάντα της άρεσε η ιστορία των κτηριων και αυτή τη φορά ζούσε τη δική της.
Ένα τραπεζάκι υπήρχε έξω από τη πόρτα του σπιτιού και κάτω στην είσοδο υπήρχε κάτι που έμοιαζε με κουρελου. Υπέθεσε πως θα ήταν το χαλακι της πόρτας. Δεν είχε μπει καν μέσα στο σπίτι μα η αίσθηση της βεβιασμένης φυγής ήταν γεγονός.
Τζάμια σπασμένα, κουρτίνες ανέμιζαν προς τα έξω κιτρινιασμενες από το πέρασμα του χρόνου... Ένα πέταλο καρφωμένο στο τοίχο, ένα άδειο κλουβί πουλιού...
Αναρωτήθηκε τι θα έκρυβε το εσωτερικό και σπρώχνοντας τη πόρτα, εισήλθε εντός της οικίας.
"Θεουλη μου..." ψέλλισε ταραγμένη. Στο πάτωμα υπήρχαν πεταμένα κουζινικα. Κάποια ήταν από πηλό ενώ τα περισσότερα ήταν τσιγκινα. Κουτάλες, κατσαρόλες, μαχαιροπίρουνα... Έμοιαζε θαρρείς και κάποιος τα κρατούσε ενώ έτρεχε και του έπεσαν καταχαμα.
Ένας μπουφές υπήρχε κολλημένος κατά μήκος όλου του τοίχου μα σαν έκανε να μπει πιο μέσα τα σανίδια άρχισαν να τρίζουν επικίνδυνα κάτω από τα πόδια της. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποιο κελάρι και στο φόβο μήπως καταρρεύσει το πάτωμα και πέσει άρχισε να περπατάει από πιο σταθερά σημεία. Είδε μια σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο και η έξαψη να τη διαβεί νίκησε το φόβο της. Άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά παρατηρώντας τα κάδρα στο τοίχο. Έδειχναν αρκετά παλιά και ήταν εξίσου κίτρινα τα τοπία όμως σε αυτά, ήταν πανέμορφα.
Σαν έφτασε στον επάνω όροφο είδε ένα δωμάτιο ακριβώς απέναντι και δίχως καθυστέρηση μπήκε μέσα.
"Θεουλη μου .." αναφώνησε έκπληκτη. Τα σεντόνια ήταν στρωμένα και τέλεια τοποθετημένα. Ανέγγιχτα σχεδόν από το χρόνο. Στο τελείωμα τους υπήρχε κεντημένη δαντέλα ενώ στο τοίχο υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ντουλάπα. Ήταν ανοιχτή... Μερικά φορέματα ήταν πεταμένα κάτω, μερικά κρεμασμένα ενώ δεν έλειπαν και κάποια μαντήλια περασμένα από το ξυλο. Ήταν σίγουρα το δωμάτιο κάποια γυναίκας. Ίσως της προγιαγιάς της, της Ορτανσίας. Τούτο το όνομα ανέφερε η μάνα της. Εκείνη ήταν η μήτρα που τους έφερε όλους στο κόσμο. Έχοντας μια συγκίνηση στα μάτια έσκυψε και άγγιξε ένα από τα φορέματα. Κάθε της συναίσθημα εμοαιζε με ένα μπερδεμένο κουβάρι που δεν είχε αρχή ούτε και τέλος...
Το φόρεμα ηταν λίγο υγρό από την υγρασία μα δε πτοήθηκε. Το σήκωσε ψηλά και το θαύμασε.
Το παρελθόν εσκαγε από παντού σαν πυροτέχνημα γεμίζοντας κάθε κύτταρο του κορμιού της με την αίγλη μιας άλλης εποχής. Αναρωτήθηκε αν έφυγαν ξαφνικά... Όλα γύρω της μαρτυρούσαν πως δεν ήταν προετοιμασμένοι για το χτύπημα. Εκτός κι αν κάποιος βανδαλισε αργότερα το σπίτι...
Άφησε το φόρεμα στο κρεβάτι και γυρίζοντας προς ένα τραπεζάκι που υπήρχε πλάι του, άνοιξε το συρταρακι. Προς έκπληξη της, δεν ήταν άδειο... Ένα μενταγιόν υπήρχε μέσα σε αυτό και εκείνη εξτασιασμενη από το εύρημα το έπιασε αμέσως. Ήταν στρογγυλό . Πάνω του είχε χαραγμένους δύο κύκλους που έμοιαζαν με το γράμμα Όμικρον. Ήταν ενωμένοι σαν να σχημάτιζαν παράλληλα και το σήμα του απείρου ενώ σαν το άνοιξε, μέσα του έκρυβε αποξηραμένα άνθη.
Τα χέρια κινήθηκαν μόνα τους και σαν το έφερε κοντά στο πρόσωπο της προσπάθησε να το μυρίσει...
Θα ορκιζόταν πως είχε ακόμα μια όμορφη αμυδρή μυρωδιά...
Θέλοντας να κρατήσει αυτή την αίσθηση, το έκλεισε και το έβαλε στη τσέπη της μα σαν έκανε να βγει από το δωμάτιο σταμάτησε. Έβαλε πάλι το χέρι στη τσέπη, έβγαλε το μενταγιόν και το φόρεσε. Δεν ήξερε το λόγο που το έκανε μα ένιωσε στις πλάτες της να φορτώνεται μονομιάς μια ολόκληρη ιστορία...
Κατέβηκε σιγά σιγά τις σκάλες, και βγήκε πάλι στην αυλή. Δεν άντεξε να δει εκείνο το μέρος τελικά σαν ένα απλό οίκημα που έπρεπε να βγάλει στο σφυρί... Το ένιωσε σπίτι της. Δικό της...
Έβγαλε το χάρτη και είδε τη δεύτερη περιοχή. Εκεί ήταν το μαγαζί που της υπέδειξε η μαμά της.
Τούτη τη φορά, κλείδωσε η ίδια τις πόρτες και ξεκίνησε να περπατά πάλι στο σοκάκι. Λεπτά αργότερα είδα μια μισογκρεμισμενη πινακίδα που έγραφε παλαιοπωλείον, Ασλάνογλου.
Αυτό ήταν λοιπόν....
Πλέον είχε βρει και το μαγαζάκι τους. Η πινακίδα ήταν πεσμένη κατά μήκος της πόρτας και το μέρος ήταν φανερά αναστατο συγκριτικά με το σπίτι. Εδώ ο βανδαλισμός ήταν ολοφάνερος πια.
Έπιασε τη πινακίδα θέλοντας να τη τραβήξει μα ήταν αδύνατο. Αποφάσισε να σκύψει και μπει μέσα μα σαν πάτησε το πόδι της στο εσωτερικό , πάγωσε ολόκληρη.
"Δεν ... Δε μπορεί..." ψέλλισε τρομαγμένη εν μέρη σαν κοίταξε ολόγυρα. Έμοιαζε υπερβολικά με εκείνο το μέρος που είχε κρυφτεί στον εφιάλτη της. Είχε την ίδια διαρρύθμιση, τους ίδιους τσακισμένους τοίχους και σαν γύρισε να κοιτάξει προς τα έξω, ήταν σαν να έβλεπε εκείνο το φως να μπαίνει από τη πόρτα. "Μα δεν είναι δυνατόν..." συνέχισε αναστατωμένη. Τα πράγματα μέσα στο χώρο ήταν πεταμένα παντού μα εκείνη πλησίασε το τοίχο που είχε κρυφτεί. Θεωρώντας πως απλά το μυαλό της , της παίζει παιχνίδια παραμέρισε το όνειρο και άρχισε να κοιτάζει τα πράγματα. Ένας σκουριασμένος αργαλειός, μερικά πεταμένα βιβλία , μια παλιά ταμειακή μηχανή που έμοιαζε με γραφομηχανή, τεφτέρια... Έσκυψε για να πιάσει ένα από τα τετραδιακια όταν το μάτι της εστίασε στο τοίχο πίσω από μια ραφιερα. Αν και οι τοίχοι ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση εκείνο το σημείο διέφερε. Τα τούβλα έδειχναν έτοιμα να πέσουν προς τα κάτω.
Άπλωσε το χέρι, καθάρισε λίγο τους ιστούς από τις αράχνες και σαν άγγιξε το τούβλο εκείνο έπεσε προκαλώντας ένα κρότο στο ξύλινο πάτωμα.
"Ανάθεμα με..." ψέλλισε έντρομη σαν είδε ένα κρυμμένο τετράδιο από πίσω.."Τι είναι αυτό;" η Μυρσίνη άπλωσε το χέρι της και σαν το έβγαλε φύσηξε τη σκόνη που είχε κάτσει επάνω και κοίταξε το εξώφυλλο. Ήταν ένα μικρό πράσινο τεφτέρι και πάνω δεξιά έγραφε ένα όνομα που της έφερε ρίγος.
Ορτανσία...
Το μυαλό της κόλλησε για μια στιγμή. Το όμικρον στο όνομα της είχε δύο κύκλους χαραγμένους μέσα του. Έπιασε το μενταγιόν που φόρεσε λίγα λεπτά πριν και το κοίταξε. Ήταν οι ίδιοι ακριβώς κύκλοι...
Έχοντας χιλιάδες συναισθήματα να κάνουν πάρτυ στα σωθικά της μα με κυρίαρχο την προσμονή, το άνοιξε αμέσως... Ίσως τα γράμματα ήταν θολά μα η Μυρσίνη σαν τα κοίταξε, ανατριχιασε ακόμα περισσότερο. Ήταν σε θέση να τα καταλαβει...
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά μα λίγο πριν το κλείσει και το βάλει στη τσάντα της , διάβασε τις πρώτες σειρές...
Σμύρνη... Σεπτέμβρης, 1920...
Ο μελαχροινός άντρας, με πλησίασε σήμερα....
🙄🙄🙄🙄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top