Κεφάλαιο 13°

°°Αλητη σε είπαν , άδικο και πουλημενο... Πόσα επίθετα μπορούν άραγε ακόμα να προσάψουν στο χρόνο; Κανείς δεν τον αγαπά και κανείς δεν τον προσμένει... Εκεί που λυτρώνει πονά και εκεί που πονα, τσακίζει...°°

Ένας συνεχής θόρυβος από τα δεκάδες μηχανήματα σαν ρυθμική μελωδία υπήρχε στο πρώτο όροφο ενώ για μπαλέτο είχε δεκάδες στρατιωτάκια να εργάζονται μηχανικά και ασταμάτητα.
Όλα έπρεπε να δουλεύουν ρολόι , όλοι έπρεπε να είναι στις θέσεις τους και τίποτα δεν έπρεπε να πάει στραβά.
Το κτήριο ήταν τεράστιο. Ένας ουρανοξύστης ο οποίος χωριζόταν ανά ορόφους σε βαθμίδες.
Στους τρεις πρώτους ορόφους στεγαζόταν το τμήμα ευρέσεως ακινήτων ανά τη χώρα και όχι μόνο ανά τη πόλη ενώ στου επόμενους δύο, υπήρχε εξειδικευμένο τμήμα για τις πωλήσεις της Σμύρνης.
Στο προτελευταίο όροφο υπήρχαν έξι γραφεία με τους πιο ικανούς μεσίτες και στο τελευταίο , υπήρχαν άλλα τέσσερα. Το γραφείο του διευθυντή προσλήψεων και υπεύθυνο προσωπικού, του αφεντικού, της γραμματέως του και του προσωπικού βοηθού του. Ήταν ο όροφος που μπορούσε είτε να διώξει εντελώς από εκείνη την εταιρεία είτε να σε ανεβάσει στα ουράνια.
Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν ίσως ότι πιο ακριβό είχε δει στη ζωή της ως τώρα και είχε δει αρκετα.
Η πινακίδα που έγραφε ήταν το όνομα ήταν αναμμένη ακόμα κι αν ήταν πρωί ενώ τα δεκάδες σποτακια που ήταν αραδιασμένα κατά μήκος ολόκληρου του ουρανοξύστη άναβαν όλα.
Είχε μελετήσει καλά τα σχέδια που της έδωσε η Αλεξάνδρα κατά τη πτήση μα και πάλι δεν ήταν προετοιμασμένη να βρεθεί μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα.
Από το πάρκινγκ μέχρι και τα πλακάκια μπροστά στην είσοδο, όλα ούρλιαζαν πολυτέλεια, χλιδή και ατελείωτο χρήμα.

Η πτήση ήταν ομαλή. Δεν είχε μεγάλη διάρκεια και στις τέσσερις περίπου ώρες που διήρκησε μελέτησε σχεδόν κάθε λεπτομέρεια που έπρεπε.
Παρόλα αυτά , έφυγε από ένα κόσμο και βρέθηκε σε έναν εντελώς διαφορετικό.
Ένιωσε ακριβώς όπως ένιωσε σαν πάτησε πόδι στη Κωνσταντινούπολη δύο χρόνια πριν. Η παρακμή που οι Έλληνες νομίζουν ότι εδρεύει στη Τουρκία ήταν τόσο λάθος... Η ανάπτυξη ξεπερνούσε τα ελληνικά δεδομένα κατά πολύ και μόνο οι στενόμυαλοι πίστευαν πως σαν την Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά.

Οταν αποχαιρέτησε τους γονείς τους και το Σωτήρη στο αεροδρόμιο και επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο ένιωσε ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο.  Εναν φρέσκο αέρα στις πλάτες και το χαμόγελο της δεν είχε τελειωμό.
Δεν ήταν από τους ανθρώπους που μακάριζε τη ζωή της μα τα τελευταία χρόνια, όλα είχαν κρυφτεί πίσω από μια συνήθεια ετών και ψυχολογικά ένιωθε πως παίζει κάθε μέρα την ίδια κασέτα. Πως ακούει τον ίδιο ρυθμο και βαδίζει στα χθεσινά της βήματα.
Τώρα όμως όλα ήταν αλλιωτικα...
Στεκόταν μπροστά σε ένα κολοσσό επιχειρήσεων έτοιμη να αναλάβει τα καθήκοντά της σε μια ξένη χώρα και με καινούριους συνεργάτες.
Ο Ομέρ , ο υπεύθυνος προσωπικού , την ενημέρωσε κατά τη χθεσινή τους συνομιλία πως μόλις φτάσει, να πάει αμέσως στα κεντρικά. Από εκεί θα την κατατοπίσει εκείνος τόσο για την εργασία όσο και για τη διαμονή. Στην αρχή δε πίστευε στα αυτιά της όταν της είπε πως η εταιρεία θα της δώσει σπίτι και μάλιστα πληρωμένο μα ήταν γεγονός.

Παραμέρισε την ανάγκη της για να εξερευνήσει το πατρικό της οικογένειας της και σαν κατέβηκε από το αεροπλάνο πήρε απευθείας ταξί για την εταιρεία. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς αφού θα παραλαμβανε από εκεί τα κλειδιά του σπιτιού της καθώς και τις οδηγίες. Έσυρε τη βαλίτσα της μέχρι την είσοδο και μπαίνοντας από τις γυριστες πόρτες ήρθε αντιμέτωπη με το απόλυτο όνειρο. Το εσωτερικό ήταν όπως ακριβώς το είχε χτίσει στο μυαλό της. Ένα μέρος που κάθε άνθρωπος του κλάδου της θα ήθελε να βρεθεί. Ο ενθουσιασμός ήταν τεράστιος και πιάνοντας σφιχτά την αποσκευη της κατευθύνθηκε προς τη γραμματεία.

"Καλημέρα σας, έχω ραντεβού με τον κύριο Ομέρ Ισίκ" είπε στα αγγλικά

"Μισό λεπτακι παρακαλώ..." Ο άντρας ο οποίος ήταν ντυμένος στη πένα τσεκαρε τον υπολογιστή και κάνοντας ένα τηλεφώνημα της χαμογέλασε

"Είστε η δεσποινίς Μυρσίνη Ασλάνογλου σωστά;"

"Ναι"

"Ταυτότητα παρακαλω" ζήτησε ευγενικά και εκείνη του την έδωσε. Αφού της έριξε ένα βλέμμα μπρος πίσω βγήκε από το γκισέ και τη πλησίασε
"Ελάτε μαζί μου"

Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν σαν μπήκαν στο ασανσέρ. Η Αλεξάνδρα την ενημέρωσε φυσικά πως ο υπεύθυνος ήταν αδερφός του αφεντικού, μα για εκείνη είχε την ίδια βαρύτητα.
Η διαδρομή προς τα πάνω άρχισε να μοιάζει ατελείωτη όταν επιτέλους το ασανσέρ σταμάτησε στο τελευταίο όροφο.

"Προτελευταίο γραφείο στα δεξιά σας" της υπέδειξε και εκείνη βγήκε. Μόλις οι πόρτες έκλεισαν και έμεινε μόνη κοίταξε τη μοκέτα που ήταν απλωμένη στο διάδρομο. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος σκόνης πάνω σε αυτή ούτε καν κάποιος λεκές σαν αυτούς που συνήθιζε να βλέπει στο δικό της γραφείο από τους καφέδες και τα λερωμένα παπούτσια.

Ύψωσε το κεφάλι της θέλοντας να τονώσει την αυτοπεποίθηση της και σκεπτόμενη τα λόγια της Αλεξάνδρας για το πόσο ικανή είναι και πόσο πρέπει να πιστεύει στον εαυτό της, περπάτησε ώσπου έφτασε έξω από το γραφείο. Ήταν σίγουρη πως υπήρχε ηχομόνωση στον όροφο αφού όλη εκείνη η βαβούρα από τα μηχανήματα είχε εξαφανιστεί.
Χτύπησε μια φορά τη πόρτα και άκουσε ένα κλικ από μέσα σημάδι πως λειτουργούσε με μηχανισμό. Η πόρτα άνοιξε και παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα, μπήκε μέσα.

Ένας άντρας έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και εκείνη τον κοίταξε περίεργα. Ήταν νέος. Η συνέντευξη δεν έγινε με κάμερα και από τη βαριά φωνή ήταν σίγουρη πως θα επρόκειτο για κάποιον ηλικιωμένο μα έπεσε έξω αφού ο άντρας μπροστά της ήταν δεν ήταν 35. Φορούσε ένα ανοιχτό γκρι κοστούμι με λευκό πουκάμισο από μέσα ενώ κάθε τι επάνω του ήταν στην εντέλεια. Ούτε τρίχα δεν πετουσε από τα μαλλιά του.

"Καλησπέρα σας..." Πήρε το λόγο και ξεροβηξε ελαφρά

"Καλώς σας βρήκα..." απάντησε συνεσταλμένα η Μυρσίνη

"Καθίστε παρακαλώ. Θα υπογράψουμε εκ νέου τη σύμβαση και μετά θα σας ενημερώσω για τα καθέκαστα, θα σας δώσω και τα κλειδιά σας για να ξεκουραστείτε καθώς και μία μερα άδεια για να προσαρμοστείτε"

"Σας ευχαριστώ πολύ"

Ο Ομέρ άρχισε να της εξηγει τη θέση της στην εταιρεία καθώς και το γεγονός πως υπήρχε ανοιχτό ενδεχόμενο να επιλέξει έναν προσωπικό βοηθό εντός της εβδομάδας. Της εξήγησε τους κανόνες της εταιρείας , το τρόπο ένδυσης και φυσικά το πιο σημαντικό από όλα, την ώρα. Θα έπρεπε πάντοτε να ήταν στη ώρα της. Πάντα να ήταν έτοιμη. Και πάντα να ήταν προετοιμασμένη αφού οι αξιολογήσεις δεν είχαν ώρα και μέρα. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να κληθεί να αξιολογήσει ένα ακίνητο για να μη χαθεί ακόμα κι αν ήταν βράδυ. Της εξήγησε πως η δουλειά εκεί συγκριτικά με τις θυγατρικές ήταν εντελώς διαφορετική και πως ο χρόνος εχρηζε εξαιρετικής σημασίας αφού υπήρχαν αρκετοί οι οποίοι προσπαθούσαν κατά καιρούς να "χτυπήσουν" τα ακίνητα τους και να τα αγοράσουν πρώτοι.
Η Μυρσίνη τον άκουγε με ενδιαφέρον.
Ο τρόπος που μιλούσε ήταν απίστευτα διαφορετικός από ότι είχε συνηθίσει. Λόγος κοφτός. Σοβαρός. Μετρημένος. Και δίχως επιλογές. Αυτό ήταν κάτι που της κέντρισε το ενδιαφέρον. Τα είχε όλα τόσο όμορφα δομημένα και κατανομημενα στην εταιρεία που κάθε ένας είχε το ρόλο του χωρίς αποκλίσεις.
Σαν τελείωσε, έβγαλε το συμβόλαιο της και το άφησε στο γραφείο.
Ήταν στα αγγλικά φυσικά μα η Μυρσίνη το είχε ήδη διαβάσει πίσω στην Αθήνα οπότε υπέγραψε χωρίς ενδοιασμούς και του το έδωσε.

"Συγχαρητήρια δεσποινίς Ασλάνογλου!" έτεινε το χέρι του και επισφραγίζοντας το συμβόλαιο και με μια χειραψία, σηκώθηκε. "Πάμε να σας δείξω το γραφείο σας και μετά είστε ελεύθερη να μεταβειτε στις εγκαταστάσεις του προσωπικου. Αύριο θα έχετε μια μέρα κενή για να οργανωθείτε και έπειτα ξεκινάμε. Και μην ξεχνάτε... Να είστε πάντα στην ώρα σας!"

"Μα φυσικά..." απάντησε χαρούμενη και τον ακολούθησε. Δίπλα από το γραφείο του υπήρχε ένα ακόμα, μια πόρτα απέναντι από αυτό και μια μόνη της στο τέρμα του διαδρόμου.

"Εκεί απέναντι είναι το γραφείου του κυρίου Ισίκ... Του αδερφού μου. Οι δυο πόρτες που βλέπεις δεξιά και αριστερά, είναι η μία η δική σου, και η άλλη της γραμματέως του. Και τα δυο γραφεία επικοινωνούν με του Ισίκ οπότε δε θα έχεις πρόβλημα προσαρμογής. Ότι χρειάζεσαι, θα μπορείς να το ρωτάς εύκολα. Αν θελήσεις κάτι παρόλα αυτά, θα είμαι και εγώ εδώ. Μη διστάσεις..."

"Ευχαριστώ πολύ..."

Ο Ομέρ της έδειξε με μια γρήγορη ματιά το γραφείο της και έπειτα της παρέδωσε τα κλειδιά του σπιτιού.
Την οδήγησε ο ίδιος ως την είσοδο και επειδή ήταν η πρώτη της μέρα στη Σμύρνη, κανόνισε και τη μεταφορά της στις εγκαταστάσεις.
Μισή ώρα αργότερα η Μυρσίνη ήταν μέσα σε ένα όμορφο μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι της για τους επόμενους τρεις μήνες.

Τα μάτια της έτρωγαν αχόρταγα τις εικόνες γύρω της και εκείνη τις απολάμβανε λαίμαργα. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα. Ήταν σίγουρη πως σαν βγάλει το κινητό από τη τσάντα η γκρίνια θα της χτυπήσει τη πόρτα για αυτό και προτίμησε να το κοιτάξει σαν φτάσει στο σπίτι. Είχε ενημερώσει πως προσγειώθηκε το αεροπλάνο χωρίς πολλά πολλά σαν έφτασε.
Παρόλα αυτά, ένιωθε και τύψεις.
Τύψεις γιατί όλα όσα ζούσε τη γέμιζαν με μια όμορφη χαρά που δεν είχε πίσω στην Αθήνα. Εκεί είχε έναν Σωτήρη υποχείριο, μια μάνα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα, ένα πατέρα που πήγαινε μαζί με το ρεύμα και μια πεθερά που "χτυπούσε" κάρτα καθημερινά στη ζωή τους.
Αν τα έβαζε όλα αυτά μαζί στο ζυγι, η ζυγαριά θα έγερνε προς τη καινούρια ζωή που της δόθηκε και για αυτό ένιωθε τύψεις. Δεν θεωρούσε εργασιομανη τον εαυτό της μα σίγουρα τα ήθελε και η ίδια όλα στην εντέλεια και εκείνο το περιβάλλον ήταν ότι ακριβώς ήθελε και λαχταρησε. Δε τη θάμπωσε η χλιδή εκείνης της εταιρείας όσο η στάση και η διαχείριση αυτής. Όλα κυλούσαν άψογα και μετρημένα σαν ρολόι και αυτό το θαύμασε πιο πολύ από όλα.
Ίσως να έμοιαζε σαν μια απλή καθημερινότητα μα ήταν σίγουρη πως μέσα σε μια τέτοια πολυεθνική, τίποτα δε θα ήταν ικανό να μετατραπεί σε μια συνήθεια... Μια συνήθεια την οποία βαρέθηκε η ψυχή της τα τελευταία χρόνια.

"Φτάσαμε δεσποινίς..." Ο οδηγός πάρκαρε το αμάξι έξω από ένα συγκρότημα κατοικιών και εκείνη γυρίζοντας το κεφάλι έξω από το παράθυρο έμεινε να το κοιτάζει γεμάτη απορία. Η Μυρσίνη περίμενε να δει κάτι σαν συγκρότημα πολυκατοικίων σαν εκείνες τις κλασικές δωδεκαοροφες που είχαν στην Αθήνα. Με σπίτια το ένα πάνω στο άλλο, απλωμενα ρούχα από δω και από εκεί, χάος... Μα αντί αυτού βρέθηκε μπροστά σε μια εικόνα που εκτόξευσε τη χαρά της.
Τα σπίτια ήταν όμορφα δομημένα ανά τριάδες και στο σύνολό ήταν περίπου τριάντα. Έμοιαζαν με παραθεριστικό τοπίο. Γρασίδι υπήρχε παντού ολόγυρα, φρεσκοκομμένο φυσικά ενώ δεν έλειπαν οι φωτισμοί κατά μήκος κάθε μονοπατιού και φυσικά το κάθε ένα είχε και πισίνα.



"Το δικό σας είναι το ισόγειο..." αποκρίθηκε ο οδηγός βλέποντας τη στατική να κοιτάζει προς τα έξω και Μυρσίνη έχασε τη λαλιά της. "Δεσποινίς;"

"Ναι.. ναι... Με .. Με συγχωρείτε. Ευχαριστώ πολύ..."

Ο οδηγός χαμογέλασε. Βγήκε από το όχημα, έβγαλε τη βαλίτσα της και κατέβηκε και εκείνη.

"Καλή διαμονή δεσποινίς. Κάθε πρωί στις εννιά υπάρχει μεταφορικό μέσο για την εταιρεία εκτός κι αν έχετε μαζί σας δίπλωμα και μπορείτε να νοικιασετε ένα από τα αυτοκίνητα που θα βρείτε στην δυτική έξοδο του συγκροτήματος"

"Υπέροχα. Να είσαι καλά..." η Μυρσίνη τον αποχαιρέτησε και ξεκίνησε να βαδίζει προς το σπίτι. Ήταν αρκετά ήσυχα και ξέροντας πως κατά πάσα πιθανότητα όσοι εμένα εκεί ήταν ακόμα στην εταιρεία ένιωσε πιο χαλαρή και άρχισε να οργώνει κάθε σπιθαμή των σπιτιών όσο προχωρούσε. Όλα ήταν απλά πανέμορφα.
Φτάνοντας στη πόρτα , ξεκλείδωσε και με το που μπήκε μέσα αντίκρυσε ένα τεράστιο διπλό κρεβάτι, μια μικρή κουζίνα σε ένα ξεχωριστό χώρο καθώς και ένα σαλονακι το οποίο χωριζόταν από το κρεβάτι με μια όμορφα πιασμένη κουρτίνα.

"Παράδεισος..." ψέλλισε κλείνοντας τη πόρτα πίσω της. 
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να παρατήσει ότι κρατούσε και να πέσει στο κρεβάτι προκαλώντας ένα τεράστιο κύμα αέρα το οποίο ταρακούνησε τη κουρτίνα. Πλέον ήταν πεποισμενη πως αυτή της η επιλογή ήταν η καλύτερη ως τώρα στη καριέρα της.
Ξέροντας όμως πως δεν ήταν μόνη, ανασηκώθηκε μετά από λίγο και έβγαλε το κινητό της. "Υπέροχα..." σχολίασε βλέποντας έξι κλήσεις από το Σωτήρη, τρεις από τη μάνα της και δύο από τη πεθερά της.

Ήθελε να τους πάρει φυσικά και να τους ενημερώσει μα προτίμησε να κάνει πρώτα ένα ντουζ πριν έρθει αντιμέτωπη μαζί τους. Έστειλε και στους τρεις πως θα τους πάρει σε λιγάκι μα σαν σηκώθηκε από το κρεβάτι η τσάντα έπεσε και μέσα από αυτήν έπεσαν και τα κλειδιά του πατρικού σπιτιου της οικογένειας της. Τα σήκωσε και κρατώντας τα στις χούφτες της ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι και τα κοίταξε...
Αναρωτήθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας τη χλιδή γύρω της, πως θα ζούσαν άραγε σε εκείνη την εποχή...
Το φαγητό , την ενδυμασία τους, τη καθημερινότητα και κάθε συνήθεια...
Η μία σκέψη έφερε την άλλη ώσπου δίχως να το καταλάβει τα βλέφαρα της έπεσαν απαλά προς τα κάτω και κρατώντας ακόμα τα κλειδιά μέσα στη χούφτα της, αποκοιμήθηκε...

😌😌😌😌

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top